Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (1191-2004) Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση

Εκδότης: Τόπος
Σειρά: Σειρά Πολιτική και Ιστορία
Σελίδες: 832
Σχήμα: 17 x 24
ISBN: 978-960-499-194-5

Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (1191-2004) Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση


Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (1191-2004)
Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση
Σακελλαρόπουλος Σπύρος
Σελ.: 832
Σχήμα: 17 x 24
ISBN: 978-960-499-194-5
Τιμή: 48,00 €
Τιμή online: 43,64 €


Κωδικός Ευδόξου: 59393780
1η έκδοση Οκτώβριος 2017

Aπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ποιο ήταν το σύστημα εξουσίας που επικράτησε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων και των Ενετών; Η κατάκτηση του νησιού από την Οθωμανική αυτοκρατορία ποιες αλλαγές επέφερε;Πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις μουσουλμάνων και ορθόδοξων εκείνη την περίοδο;

Τι καινούργιο φέρνει η μεταβίβαση της εξουσίας στους Βρετανούς; Ποιες αντιθέσεις υπήρχαν στο εσωτερικό των ελληνοκυπρίων μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα; Πότε αρχίζει και αναδύεται ο τουρκικός εθνοτισμός; Ποιες οι αντιθέσεις εντός του τουρκοκυπριακού στοιχείου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου; Πώς εκτυλίχθηκε ο ακήρυκτος ελληνοκυπριακός εμφύλιος στη δεκαετία του ’40;

Πώς ερμηνεύονται οι μεταλλαγές στη στάση της Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1958; Γιατί δεν μπόρεσε να διατηρηθεί το ενιαίο Κυπριακό κράτος; Ποιες οικονομικές μεταβολές χαρακτήρισαν την πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας; Τι ακριβώς έγινε με τα σχέδια Άτσεσον; Ποια η εξέλιξη του ελληνοκυπριακού κομματικού συστήματος;

Ποιες ήταν οι σχέσεις Αθήνας και Λευκωσίας στη διάρκεια της δικτατορίας; Γιατί φτάσαμε στο πραξικόπημα και στην εισβολή; Ποια διπλωματικά σχέδια αναπτύχθηκαν στην μετά το 1974 περίοδο; Ποιοι οι μετασχηματισμοί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό; Γιατί απορρίφθηκε το σχέδιο Ανάν;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά το βιβλίο, καρπός πολυετούς μελέτης και έρευνας γύρω από πλευρές αυτών των ζητημάτων.
 
Συνένετυξη του συγγραφέα στον Κ. Στοφόρο για την εφημ. Δρόμος της Αριστεράς
Για όποιον θέλει να κατανοήσει το τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο, το νέο βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου με τον τίτλο Ο Κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191–2004) – Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος είναι ένα εργαλείο πολύτιμο. Μας ταξιδεύει στην Κύπρο από την εποχή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και ζωντανεύει μια ιστορία αιώνων με εξαιρετικά συγκροτημένο και παράλληλα γλαφυρό τρόπο.

Με τεκμηριωμένες θέσεις και διεισδυτικότητα, αλλά με γραφή που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον δίνει σχήμα και μορφή σε όσα μπορεί σκόρπια να γνωρίζαμε ή να είχαμε διαβάσει, αλλά όχι με αυτή την αλληλουχία που δείχνει πως περνάμε από τη μια εποχή στην άλλη και ποια σημάδια αφήνει η κάθε κατάκτηση στο πέρασμά της.Το βιβλίο αυτό είναι ένα σημαντικό εγχειρίδιο για μια Κύπρο που ελάχιστα γνωρίζουμε επί της ουσίας και φυσικά μη γνωρίζοντας δεν μπορούμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη πολιτική άποψη.

Όταν διάβαζα για αυτή τη μελέτη για την Κύπρο, αναρωτιόμουν γιατί ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, με πρόσφατη την εργασία του με τα πρακτικά της Δίκης Μπελογιάννη, αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο και μόχθο για να ασχοληθεί με το «Κυπριακό», το οποίο η αριστερά νομίζω πάντα με κάποια δυσκαμψία αντιμετώπιζε.Κι αυτή ήταν και η πρώτη μου ερώτηση στη συζήτηση που είχαμε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου.
Τι είναι αυτό που σε ώθησε να ερευνήσεις και να γράψεις ένα βιβλίο για τον Κυπριακό κοινωνικό σχηματισμό;
Είχα πάντα την αίσθηση πως, μολονότι έχουν γραφεί πολύ σημαντικές μελέτες για τον Κυπριακό κοινωνικό σχηματισμό, έλειπε εκείνη η οποία θα επιχειρούσε να προσεγγίσει συνολικά τη διαχρονική του εξέλιξη, χρησιμοποιώντας ως κομβικά αναλυτικά εργαλεία τις εσωτερικές του κοινωνικές αντιθέσεις σε αναφορά με τη στρατηγική θέση της Κύπρου και το ενδιαφέρον πολλών ισχυρών ξένων δυνάμεων για την προσάρτησής της. Με αυτό το πρίσμα, από την κατάκτηση του νησιού από τους Φράγκους και ύστερα, αρχίζει μια μεγάλη ιστορική περίοδος όπου οι προηγούμενες εξελίξεις σφραγίζουν καθοριστικά τις επόμενες. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον ισχυρό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί βρετανικής κυριαρχίας αν δεν έχουμε γνώση της ιδιαίτερης θέσης της στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Άλλο παράδειγμα: Μοιάζει πολύ παράδοξη η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου στον μεσοπόλεμο περί δημιουργίας μιας Ανεξάρτητης Κύπρου στο πλαίσιο της αποτίναξης του βρετανικού ζυγού, αν δε τη δει κανείς στο φως της στάσης του ΚΚΕ, αλλά και της Τρίτης Διεθνούς, στο μακεδονικό ζήτημα.
Ποια είναι η νέα διάσταση που θέλεις να δώσεις μέσα από το βιβλίο σου;
Προσπαθώ να δείξω πως οι μετασχηματισμοί σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο στο εσωτερικό της Κύπρου, προκλήθηκαν ως συνδυασμός ενδογενών αντιθέσεων και εξωγενών επιβουλών. Κι όλο αυτό σε μια περίοδο εννέα περίπου αιώνων. Γίνονται έτσι, πιστεύω, πιο καθαρά ζητήματα όπως το γιατί ανέλαβαν οι Φράγκοι και μετά οι Ενετοί, η ιδιαιτερότητα της Οθωμανικής διοίκησης, ο ρόλος της Εκκλησίας, οι κοινωνικές ανισότητες των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ο ρόλος της τουρκοκυπριακής ελίτ ειδικά μέχρι τα τέλη του ‘40, η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα από την Αθήνα, οι μετασχηματισμοί του πολιτικού συστήματος από το τη δεκαετία του ‘60 μέχρι την αρχή του 21ου αιώνα κ.λπ.
Πώς αποτιμάς διαχρονικά τον ρόλο της εκκλησίας στη Κύπρο;
Το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως ενώ επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ένα υποβαθμισμένο ρόλο, σε σχέση με την Καθολική, αυτό από την Οθωμανική κατάκτηση αλλάζει και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα αποκτά μια πολύ ισχυρή οικονομική και πολιτική θέση. Έτσι, στην Κύπρο την πολιτική εκπροσώπηση των Ορθόδοξων δεν την έχουν οι προεστοί αλλά οι εκκλησιαστικοί θεσμοί. Ο ισχυρός αυτός ρόλος συνεχίζει και στη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας με έντονη των παρουσία αρχιερέων ως άμεσα εκλεγμένων πολιτικών εκπροσώπων των ελληνοκυπρίων. Η δημιουργία πολιτικών κομμάτων στη δεκαετία του ΄40 δεν άλλαξε αυτή την πραγματικότητα, αφού ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, με την ανοχή και της Αριστεράς, ασκούσε ένα ρόλο οιονεί Προέδρου των ελληνοκύπριων. Αυτό φυσικά θα τροποποιηθεί μετά τον θάνατο του Μακάριου, αλλά ακόμα και σήμερα η Εκκλησία συνεχίζει, πέρα από ισχυρή οικονομική παρουσία, να επηρεάζει σημαντικά και τη δημόσια σφαίρα.
Θα μπορούσες να μας σκιαγραφήσεις το ζήτημα της στάσης της Αριστεράς στο θέμα της «Ένωσης» και της «ανεξαρτησίας»;
Η Αριστερά, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, αρχικά υιοθετεί τη θέση της Ανεξαρτησίας και εναντιώνεται σφόδρα στην προοπτική της Ένωσης. Κύρια, αυτό συμβαίνει διότι θεωρεί πως η ενσωμάτωση στην καπιταλιστική Ελλάδα θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερα βάσανα στον κυπριακό λαό. Δευτερευόντως, βεβαίως, έχει να κάνει και με την προσπάθεια ένταξης και Τουρκοκύπριων στις γραμμές του. Η εξέγερση του 1931 που έχει ως κύριο αίτημα την Ένωση, η αλλαγή γραμμής του ΚΚΕ για το Μακεδονικό και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου θα συντελέσουν ώστε το νεοσυσταθέν ΑΚΕΛ να αλλάξει τη θέση του και να δεχτεί την προοπτική της Ένωσης. Η στρατηγική αυτή θα είναι σε ισχύ μέχρι και λίγο πριν την τουρκική εισβολή, αν και μετά την κήρυξη της Ανεξαρτησίας θα περιοριστούν οι αναφορές σε αυτή. Η αποδοχή της συμμετοχής στις εργασίες της Διασκεπτικής, αλλά και η συμφωνία για επίλυση στην κατεύθυνση της Ανεξαρτησίας το 1958, θα αιτιολογηθούν από το ΑΚΕΛ ως τακτικοί συμβιβασμοί στην προοπτική της Ένωσης.

Που αποδίδεις κυρίως τον μεγάλο διχασμό μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων;
Στην πραγματικότητα οι όροι που χρησιμοποιούνταν ήταν Τούρκος της Κύπρου και Έλληνας της Κύπρου. Αυτό από μόνο του δηλώνει την ύπαρξη μια ταυτότητας για κάθε εθνοτική ομάδα. Κατά συνέπεια οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ελλάδας, και Τουρκίας και Ελλάδας στη συνέχεια, είχαν αντανάκλαση και στο εσωτερικό του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες αιματηρές συγκρούσεις που έγιναν το 1912 σχετίζονταν με την τότε πρόταση των βρετανών για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα, η συγκρότηση του νέου τουρκικού κράτους, σε συνδυασμό με την ένταση των κινητοποιήσεων για την Ένωση, αύξησε τις υπάρχουσες αποστάσεις. Ο βασικός δίαυλος συνύπαρξης που ήταν η συμμετοχή ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων σε κοινά εργατικά συνδικάτα ακυρώθηκε το 1958, όταν η ακροδεξιά τουρκοκυπριακή ΤΜΤ ξεκίνησε να εκτελεί όποιον τουρκοκύπριο δεν αποχωρούσε από τα ελληνοκυπριακά συνδικάτα.
Σήμερα μπορεί να υπάρξει λύση και ποια μπορεί να είναι;
Κατά τη γνώμη είναι πολύ δύσκολο, ακριβώς λόγω της περιπλοκότητας του θέματος και των πολύ διαφορετικών προσεγγίσεων που (φαίνεται πως) έχουν οι δύο κοινότητες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως «λύση» υπήρξε και με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και είδαμε, μέσα σε μόλις τρία χρόνια, πως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση η όποια λύση, θα πρέπει να είναι απόφαση των ίδιων των Κυπρίων, άσχετα με το πώς το βλέπει κανείς το ζήτημα εκτός Κύπρου.
Κώστας Στοφόρος
Εφημ. Δρόμος της Αριστεράς (07/12/17)
 
Παρουσίαση στην εφημ. Ο Φιλελεύθερος από τον Κώστα Βενιζέλο
Η γεωστρατηγική σημασία, οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και η ανοικτή πληγή της κατοχής. Το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου ιστορικό εγχειρίδιο για μια μεγάλη ιστορική διαδρομή.
Μια μακρά ενδοσκόπηση της πολιτικής, κοινωνικής και της οικονομικής ζωής της Κύπρου από την κατάκτηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου μέχρι και το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, τον Απρίλιο του 2004, κάνει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, στο βιβλίο του, «Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004) από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση» ( εκδόσεις Τόπος). Μια μακρά διαδρομή εννέα αιώνων, με πολλές, αλλεπάλληλες και διάφορες αλλαγές. Κατακτήσεις, πόλεμοι, αγώνες, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.
Το βιβλίο ζωντανεύει μια ιστορία αιώνων, με τεκμηρίωση, με μια διαλεκτική προσέγγιση των γεγονότων. Η ενδελεχής παρουσία των ιστορικών γεγονότων δεν αποτελεί μόνο μια απλή καταγραφή αλλά παράλληλα τα αναλύει. Αποτελεί ένα εγχειρίδιο ιστορίας και κοινωνιολογίας. Με πρόδηλη, μια διαλεκτική προσέγγιση των γεγονότων, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, σημειώνει πως υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει –και ερμηνεύει– το ενδιαφέρον για τον έλεγχο του νησιού: η ιδιαίτερα πλεονεκτική γεωγραφική θέση του. Πράγματι, ανάμεσα στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, η Κύπρος αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό κέντρο για στρατιωτικές και οικονομικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή.
Ο συγγραφέας σημειώνει πως επιχείρησε, με την έρευνα του αυτή, να καταδείξει το πόσο ιδιαίτερο και πολύπλοκο ζήτημα είναι το Κυπριακό γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου εύκολη η επίλυσή του. Κοντολογίς παραπέμπει στη στρατηγική γεωγραφική θέση του νησιού και τα πολλά και εν πολλοίς διαφορετικά συμφέροντα. Οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις της Κύπρου αλλά και το διαρκές ενδιαφέρον που υπήρχε και υπάρχει για το νησί φανερώνουν, όπως σημειώνει, την ευρύτερη οικονομική και γεωστρατιωτική σημασία του.
Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αναφέρεται στον αντιαποικιακό αγώνα, στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, το ρόλο της ελληνοκυπριακής ελίτ, της Ελλάδος, του ΑΚΕΛ, του ΚΚΕ, της Εκκλησίας, αλλά και των διεθνών παικτών. «Η λύση της Ανεξαρτησίας θα έρθει ως επιτομή όλων αυτών των αποκλινουσών πολιτικών. Στο επόμενο διάστημα και λόγω των αναταράξεων που σφράγισαν την κυπριακή ιστορία από την εγκαθίδρυση της Ανεξαρτησίας μέχρι το 1964, οι Δυτικοί κινητοποιήθηκαν ούτως ώστε οι ένοπλες συρράξεις της περιόδου 1963-1964 να μην εξελιχθούν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να μην προσαρτηθεί η Κύπρος ως χώρα-μέλος στο ΝΑΤΟ.
Αυτή η ασύμμετρη ισορροπία θα ανατραπεί από δύο γεγονότα: Από την υιοθέτηση μιας πιο μετριοπαθούς στάσης της ΕΣΣΔ απέναντι στην Τουρκία, που σχετίζεται με τα ιδιαίτερα ανταλλάγματα που έλαβε η Μόσχα από την Άγκυρα εκείνη την εποχή και από την αλλαγή των ελληνοτουρκικών συσχετισμών λόγω των γεγονότων της Κοφίνου το 1967. Η ελληνική πλευρά απώλεσε το πλεονέκτημα που απολάμβανε μέχρι τότε και βρέθηκε υπό την πίεση των ΗΠΑ να αναζητεί λύση εντός του πλαισίου της Ανεξαρτησίας, έχοντας την εκτίμηση πως στην περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η έκβαση θα ήταν αρνητική για την Ελλάδα».
Ο συγγραφέας σημειώνει πως το 1974 οι Τούρκοι θα εκμεταλλευθούν την ευκαιρία του ελληνικού πραξικοπήματος, να εισβάλλουν στο νησί, για να ανατρέψουν άρδην τους συσχετισμούς. Στο εξής, όπως αναφέρει, η στρατιωτική νίκη των Τούρκων θα αποτελεί την κύρια παράμετρο, η οποία θα λαμβάνεται αναγκαστικά υπόψη σε όλες τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, δεδομένου ότι ο ΟΗΕ δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να παρέμβει στρατιωτικά. «Για τα επόμενα δέκα χρόνια από την εισβολή, η ΕΣΣΔ, πέραν μιας σύντομης αρχικής παρέμβασης, θα απουσιάζει και πάλι από το προσκήνιο, ενώ οι κυρίαρχες δυτικές δυνάμεις, κυρίως μέσω του σχεδίου Νίμιτς, θα επιδιώξουν να συναινέσουν στο βασικό σχέδιο της Τουρκίας που είναι η οιονεί συνομοσπονδία. Τα ανταλλάγματα αφορούσαν σε ορισμένες παραχωρήσεις των τ/κ στο εδαφικό, που ωστόσο δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστικές. Γιατί η προοπτική το 37,5% του συνολικού εδάφους να περιοριστεί στο 30% δεν ήταν σοβαρή παραχώρηση – πόσω μάλλον που η τ/κ ιδιοκτησία στα προ εισβολής χρόνια ποτέ δεν ξεπέρασε το 20%. Από εκεί και πέρα, το σημαντικό για τους Τ/κ ήταν η διεθνής αναγνώριση ενός τ/κ κρατιδίου και όχι κάποια επιπλέον τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους».
Οι σχέσεις Ε/κ και Τκ, η Ζυρίχη και τα σχέδια διχοτόμησης
Ένα από τα ζητήματα που αγγίζει ο συγγραφέας είναι και οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. «Προϊόντος του χρόνου, οι σχέσεις μεταξύ Ε/κ και Τ/κ άρχισαν να οξύνονται. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Ορθόδοξοι μετείχαν σε εξεγέρσεις που είχαν ως στόχο την επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς. Στη συνέχεια, η ζωή των Ορθοδόξων και των μουσουλμάνων παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία αλλά υπήρχαν και σημαντικές διαφορές. Τα κοινά σημεία αφορούσαν στην εκμετάλλευση που υφίσταντο μέσω της φορολογίας από τις κρατικές αρχές και τους φοροεισπράκτορες, γεγονός που συντέλεσε στην από κοινού συμμετοχή τους σε ορισμένες εξεγέρσεις.
Οι διαφορές τους είχαν να κάνουν τόσο με την αίσθηση των Οθωμανών πως η κρατική εξουσία είναι και «δική τους» εξουσία όσο και με την ύπαρξη μιας σειράς θεσμικών διαφορών (από επιπλέον φόρους που πλήρωναν οι Ορθόδοξοι, μέχρι την απαγόρευση να φέρουν όπλα και να διορίζονται στο Δημόσιο). Το όλο πλαίσιο έγινε πιο περίπλοκο με την αναβάθμιση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας και την ανάδειξή της σε δομή της κρατικής φοροσυλλεκτικής λειτουργίας. Έτσι, δημιουργήθηκε το ιστορικό παράδοξο οι μουσουλμάνοι να θεωρούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως εχθρικό-εξουσιαστικό μηχανισμό. Η κατάσταση αυτή θα αρχίσει να εντείνεται όταν στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος θα διεισδύουν εντός του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού. Η ενασχόληση των ε/κ με το εμπόριο θα τους δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσουν σημαντική οικονομική ευμάρεια και να συγκροτήσουν τις πρώτες μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας στην Κύπρο. Θα πρέπει να σημειωθεί πως σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει και η διαφορετική εκπαίδευση που λάμβαναν οι Ε/κ σε σχέση με τους Τ/κ.
Οι Ε/κ παρακολουθούσαν ένα πρόγραμμα διδασκαλίας που τους κατηύθυνε περισσότερο προς το εμπόριο και τις οικονομικές ενασχολήσεις, ενώ η παιδεία των Τ/κ ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα και στόχευε κυρίως στη στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, από τα τέλη του 18ου αιώνα και καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, να αυξηθούν πολύ οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός της μεταβίβασης της Κύπρου στους Βρετανούς που είχε ως συνέπεια οι Τ/κ από πληθυσμιακή μειονότητα εντός ενός χώρου που αποτελούσαν την πολιτική πλειονότητα να μετατραπούν τόσο σε πληθυσμιακή όσο και σε πολιτική μειονότητα.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά έπρεπε να αρχίσουν και αγώνα κατά των διεκδικήσεων των Ε/κ για Ένωση με την Ελλάδα. Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, σχεδόν ταυτόχρονα με τον ελληνικό εθνοτισμό άρχισε να σχηματίζεται και ο τουρκικός εθνοτισμός…».
…Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κύπρο, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, θα συντελέσει ώστε ένα τμήμα της τ/κ εργατικής τάξης να οσμωθεί με την αντίστοιχη ε/κ και χάρη στις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου να συμμετάσχει ενεργά στις κοινές συντεχνίες. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν θα μπορέσει να εξαλείψει τη διαφορετική πραγματικότητα που βίωναν τα μέλη των δύο κοινοτήτων (άλλωστε ένα σημαντικό τμήμα των Τ/κ ήταν αγρότες και δεν συνδικαλίζονταν), αλλά ούτε και το γεγονός πως η δημιουργία του κράτους των Νεότουρκων και η συνακόλουθη μεταλαμπάδευση του Κεμαλισμού στο νησί θα οξύνει ακόμη περισσότερο τις εθνικές διαφορές. Το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η διάλυση της Αποικιοκρατίας θα έχει ως απότοκο την επαναφορά με ακόμη μεγαλύτερη ένταση του αιτήματος της Ένωσης από την πλευρά των Ε/κ αλλά και της προσφυγής, για πρώτη φορά, στη βοήθεια της Τουρκίας από την πλευρά των Τ/κ. Δημιουργούνται, έτσι, ξεχωριστές τ/κ συντεχνίες και διοργανώνονται συλλαλητήρια και από τους Τ/κ.
Η άρνηση των Βρετανών να αποδεχθούν το αίτημα της Ένωσης και η εμπλοκή της Τουρκίας στο όλο ζήτημα θα εντείνουν τις αποσχιστικές τάσεις. Η ε/κ πλευρά θα διεκδικήσει την Ένωση είτε ένοπλα είτε μέσω συλλαλητηρίων και απεργιών, ενώ οι Τ/κ θα οργανωθούν και εκείνοι στρατιωτικά και από ένα σημείο και μετά θα αρχίσουν οι διακοινοτικές συγκρούσεις, σε μία προσπάθεια υλοποίησης του βασικού σχεδίου της τουρκικής πλευράς που έβλεπε ως μόνη λύση του Κυπριακού τη διχοτόμηση.
Οι δολοφονίες, οι τραυματισμοί, οι λεηλασίες, οι αποχωρήσεις των Τ/κ από τις ε/κ συντεχνίες, η δημιουργία των ξεχωριστών Δήμων στις πέντε μεγάλες πόλεις, όλα αυτά αποτελούν γενική δοκιμή της διχοτόμησης.
Οι Τ/κ θα πρέπει να μάθουν να ζουν εντελώς ξεχωριστά από τους Ε/κ. Το γεγονός πως μία συγκυριακή ισορροπία συμφερόντων θα οδηγήσει στη Ζυρίχη δεν θα ανατρέψει τη γενική τ/κ κατεύθυνση προς τη διχοτόμηση.

Αφιέρωμα σε Βάτη, Σκελέα, Καβάζογλου
Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη των δυο πρωτεργατών του ΚΚΚ, Χαράλαμπου Βατυλιώτη (Βάτη), Κώστα Χριστοδουλίδη (Σκελέα) και τον Ντερβίς Καβάζογλου, μέλος της ΚΕ ΑΚΕΛ, που δολοφονήθηκε μαζί με τον Μισιαούλη από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές. Ρωτήσαμε τον Σπύρο Σακκελλαρόπουλο γιατί αφιέρωσε το βιβλίο στους τρεις και επί τούτου μας απάντησε ως εξής: «Το βιβλίο επιχειρεί να φωτίσει πλευρές της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου που δεν είχαν, μέχρι σήμερα, αναδειχθεί στο βαθμό που τους αντιστοιχούσε και μια τέτοια παράμετρος είναι η πολυπλοκότητα του κυπριακού ζητήματος.
Υπήρξαν προσωπικότητες, όχι τόσο προβεβλημένες, που συμβόλιζαν αυτή την αντιφατικότητα και που πλήρωσαν με πολύ ακριβό τίμημα τις συνέπειες της πολιτικής τους δράσης. Έτσι έχουμε δύο Ελληνοκύπριους που αγωνίζονται ενάντια στους Βρετανούς αλλά δεν πιστεύουν στην ένωση και έναν Τουρκοκύπριο που είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ και χάνει τη ζωή του από ομοεθνείς του ακριβώς λόγω της πολιτικής του συνύπαρξης με Ελληνοκύπριους.
Η αφιέρωση του βιβλίου υπηρετεί την ανάγκη απότισης τιμής σε αυτούς που θυσιάστηκαν λόγω της εμπλοκής τους σε αυτό το τόσο αντιφατικό πλαίσιο».
Η ένταξη στην ΕΕ
Για το θέμα της ένταξης στην Ε.Ε. ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αναφέρεται και πάλι στη σημασία του νησιού, ενώ σημειώνει τα όσα προηγήθηκαν σε σχέση με το Κυπριακό. «Θα αρχίσει, έτσι, μία συνεργασία παραγόντων εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΗΠΑ-ΟΗΕ), οι οποίοι θα πιέζουν τους ε/κ να δεχθούν ορισμένες παραλλαγές της συνομοσπονδίας, έτσι ώστε να ενταχθεί ενιαία η Κύπρος, έστω και χωρίς να ισχύει το λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο (ελευθερία στην ιδιοκτησία και στην εγκατάσταση). Η απόρριψη, όμως, του σχεδίου Ανάν από τους Ε/κ και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναστείλει την υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι ισχυρές δυτικές χώρες μεριμνούν σε τέτοιο βαθμό να μη δυσαρεστηθεί η Τουρκία και υποστηρίζουν στο Κυπριακό διάφορες εκδοχές μιας συνομοσπονδίας. Η θέση μας είναι πως από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το κράτος των Νεότουρκων, η Τουρκία άρχισε να αναβαθμίζεται διαρκώς στο διεθνές πλαίσιο, εκσυγχρονίζοντας την κοινωνία της και περιορίζοντας τα οθωμανικά και παραδοσιακά στοιχεία.
Παράλληλα, η οικονομία της, με την εξάπλωση του καπιταλισμού, άρχισε να συνδέεται με εντατικούς ρυθμούς με τον διεθνή περίγυρο». Για το σχέδιο Ανάν, το οποίο ήταν σταθμός για την πορεία των μακρών διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, αναφέρει πως «…η υιοθέτηση του σχεδίου Ανάν θα αναπαρήγε, προς το δυσχερέστερο, παλαιά προβλήματα. Θα υπήρχε μία μεγάλη γραφειοκρατική δυσκαμψία λόγω της ύπαρξης τριών διαφορετικών κρατών, ενώ ορισμένοι μόνο πρόσφυγες θα επέστρεφαν και αυτοί σε βάθος χρόνου. Η πληθώρα, εξάλλου, δυνατοτήτων που θα είχαν οι Τ/κ, είτε από μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τους αλλοδαπούς δικαστές, να δεσμεύουν τις λειτουργίες μιας σειράς σημαντικών οργάνων, θα αποσταθεροποιούσαν και τους υπόλοιπους θεσμούς».
Κώστας Βενιζέλος,
Ο Φιλελεύθερος  (01/01/18)
 
Παρουσίαση στην Εφημερίδα των Συντακτών από τον Παναγιώτη Βασιλάκη
(...)Το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου αξίζει να διαβαστεί γιατί, ασχολούμενο με μια πολύ μεγάλη ιστορική περίοδο, προβάλλει, εντάσσοντάς τα στο ευρύτερο πλαίσιο ενδογενών και εξωγενών συσχετισμών, ζητήματα όπως η εξέλιξη των σχέσεων εξουσίας, η πορεία της κυπριακής οικονομίας, οι μετασχηματισμοί της κοινωνικής διαστρωμάτωσης (ειδικά την περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης), οι μεταλλαγές στις στάσεις της τουρκοκυπριακής μειονότητας, οι αλλαγές στις προτεραιότητες των ξένων δυνάμεων...
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Παναγιώτης Βασιλάκης, Εφημ. των Συντακτών (01/02/18)
 
Παρουσίαση στα Επίκαιρα από τον Δ. Στεμπίλη
Μαθαίνοντας  για την Κύπρο
Εννέα αιώνες της ιστορίας της μαρτυρικής Μεγαλονήσου

Η σχέση των Ελλαδιτών με την Κύπρο και τους Κύπριους αδελφούς μας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε πολλές περιπτώσεις από πολλούς ως αναγκαστική, με την έννοια ότι τους συγγενείς μας δεν τους διαλέγουμε. Βασική, κατά γνώμη μας, αιτία αυτής της συχνής αδιαφορίας είναι ότι δεν γνωρίζουμε καθόλου την κυπριακή ιστορία και ότι σε όλη τη διάρκεια του βίου μας ακούμε για τις αποτυχίες των διαπραγματεύσεων σχετικά με την επίλυση του Κυπριακού. Ευθύνη φέρουν και οι ιστοριογράφοι και οι πολιτικοί αναλυτές που μονοπωλούν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις στήλες των εφημερίδων ή των διαδικτυακών τόπων μόνο με τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν στις διμερείς και διεθνείς συνομιλίες. Πώς όμως μπορεί να κατανοήσει κάποιος ένα καθαρά ιστορικό - πολιτικό πρόβλημα αν δεν γνωρίζει την ιστορία του; Ένας λόγος παραπάνω που την Κυριακή 4 Φεβρουάριου οι Ελληνοκύπριοι προσέρχονται στις κάλπες για τον β' γύρο των προεδρικών εκλογών, με τη συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από το εθνικό ζήτημα της Κύπρου.

Το Κυπριακό αφορά διαχρονικά στη «συγκατοίκηση» δύο διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών πληθυσμών στο νησί, με την επισήμανση ότι το ελληνικό - χριστιανικό στοιχείο είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Το νήμα των σχέσεων μεταξύ των πληθυσμών προσπαθεί να ξετυλίξει με το βιβλίο του «Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός (11912004). Από τη συγκρότηση στη διχομότηση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, ο πανεπιστημιακός Σπύρος Σακελλαρόπουλος. Σε 830 σελίδες μάς παρουσιάζει τα γεγονότα, τις κοινωνικές διεργασίες και τις αλλαγές που σημαδεύουν την ιστορική πορεία του νησιού, με μια σταθερά που αποτελεί και τη βασική θέση του βιβλίου, ότι Οθωμανοί και χριστιανοί αγρότες μπορεί να είχαν πολλά κοινά, αλλά και σημαντικές διαφορές, όπως η πληρωμή των φόρων και τα πολιτικά δικαιώματα που ευνοούσαν, κατά τη μακρά διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους Οθωμανούς.

Απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα
Σε δώδεκα κεφάλαια ο συγγραφέας μάς δίνει τη συνολική εικόνα μέσα από ψηφίδες της ιστορίας με τη μορφή αρχειακού υλικού. Αναγκαστικά, η περίοδος από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και τη Φραγκοκρατία έως και την πρώτη περίοδο της βρετανικής διοίκησης λόγω της μακραίωνης οθωμανικής κατοχής παρουσιάζεται σε ένα κεφάλαιο, ενώ οι εξελίξεις και τα γεγονότα γίνονται πιο πυκνά με αφετηρία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η περίοδος που μελετά το βιβλίο φτάνει μέχρι το 2004 και την απόρριψη τους Σχεδίου Ανάν μέσω του δημοψηφίσματος.

Ο περιορισμένος χώρος δεν μας επιτρέπει να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, ωστόσο το βιβλίο απαντάει σε ερωτήματα που σίγουρα έχουν περάσει από το μυαλό μας, αλλά δεν ψάξαμε να τα απαντήσουμε. Προσωπικά, λόγου χάρη, πάντα αναρωτιόμουν γιατί ένας Αρχιεπίσκοπος όπως ο Μακάριος έγινε αρχηγός κράτους σε μια νεοσύστατη δημοκρατία. Η απάντηση φυσικά βρίσκεται στη σημασία του ρόλου της Εκκλησίας της Κύπρου. Απαντήσεις επίσης θα βρείτε για τη στάση του ΑΚΕΛ ή ακόμα και για την έχθρα με πολιτικό υπόβαθρο μεταξύ των ομάδων ΑΠΟΕΛ και της Ομόνοιας.

Για τον Σπύρο Σακελλαρόπουλο στόχος του βιβλίου είναι να καταδείξει ως αιτία των μετασχηματισμών στην Κύπρο τον συνδυασμό ενδογενών αντιθέσεων και εξωγενών επιβουλών, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνέντευξή του. Με το συγκεκριμένο έργο ο συγγραφέας διεισδύει σε ένα θέμα με το οποίο η ελληνική Αριστερά απέφευγε να ασχοληθεί επισταμένως, καταφέρνοντας, έστω και υπόρρητα, να απενοχοποιήσει για όσους επιμένουν σε περιχαρακώσεις τον υγιή και κοινωνικό πατριωτισμό...
Γράφει ο Δημήτρης Στεμπίλης
Επίκαιρα (02/02/18)
 
Παρουσίαση στην εφημ. Πριν
Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, καθηγητής στο Πάντειο, έχει στο ενεργητικό του πλούσιο συγγραφικό έργο, ενώ μεγάλη απήχηση είχε το βιβλίο Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα. Πλήρη πρακτικά και ιστορικό των δικών Μπελογιάννη. Τα σήματα Βαβούδη, σε έρευνα και επιμέλεια του ίδιου και του πατέρα του, Γρηγόρη Σακελλαρόπουλου (εκδ Τόπος). Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε η ιστορική και πολιτική μελέτη του Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004): Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, προϊόν πολύχρονης συστηματικής έρευνας. Πρόκειται για ένα βιβλίο διαχρονικό και ταυτόχρονα επίκαιρο, καθώς το θέμα της κυπριακής ΑΟΖ και της επίδρασής του στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου παραμένει επικίνδυνα ανοιχτό
Το βιβλίο αρχίζει με την κατάκτηση του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και φτάνει μέχρι και το Σχέδιο Ανάν. Στο τέλος καθενός από τα 11 κεφάλαια του βιβλίου, ακολουθεί μια ολιγοσέλιδη ενότητα με τίτλο «Συζήτηση» όπου γίνεται προσπάθεια ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων με βάση τις οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο εσωτερικό του νησιού αλλά και τις παρεμβάσεις των ξένων κρατών. Με λίγα λόγια, δεν πρόκειται για μια εγκυκλοπαιδική, γραμμική παράθεση γεγονότων αλλά για ένα έργο αναφοράς, μοναδικό ως προς το εύρος του, που βοηθά τον αναγνώστη όχι μόνο να μάθει το «τι συνέβη» αλλά και το «γιατί συνέβη» και κυρίως, να δει με πιο έμπειρο και κριτικό βλέμμα τις πρόσφατες αλλά και τις μελλούμενες εξελίξεις.                                                                             
Εφημ. Πριν (01/04/18)
 
Δείτε στον Οδηγό Ανάγνωσης τα περιεχόμενα , ένα απόσπασμα του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου και την παρουσίαση του Δημήτρη Στεμπίλη στη Νέα Σελίδα (04/02/18).
Ακούστε στον Οδηγό Ανάγνωσης τη συνέντευξη του συγγραφέα στην εκπομπή του Διονύση Ελευθεράτου ''Στο Κόκκινο 105.5'' (01/04/18)

Διαβάστε εδώ μια παρουσίαση στο iskra.gr από τον Γιώργο Αλεξάτο (05/01/18) & ακούστε εδώ μια συζήτηση του συγγραφέα με τον Θανάση Τσακίρη στο ράδιο Ηλιούπολη (εκπομπή Αχ Εξουσία! 09/01/18)

Παρουσίαση στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, του Μ. Κουρουνδή

Το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου αποτελεί μια καλογραμμένη μελέτη που ξεδιπλώνει μέσα από έναν τεράστιο όγκο στοιχείων την πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου.

Η σημασία της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου για τις στρατιωτικές και οικονομικές δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο είχε φανεί ήδη από την εποχή της κυριαρχίας των Φράγκων και των Ενετών. Η κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς το 1570 σηματοδότησε σύμφωνα με τον συγγραφέα το πέρασμα στον ασιατικό τρόπο παραγωγής, στον οποίο η γη ανήκει στο κράτος, το οποίο διαχειρίζεται και το υπερπροϊόν από την παραγωγή των αγροτικών κοινοτήτων. Η κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση του νησιού στους βρετανούς το 1870. Η ελληνοκυπριακή (ε/κ) ηγεσία διχάστηκε ανάμεσα σε εκείνους που ήθελαν να συνεχίσουν την προνομιακή συνεργασία τους με τις αρχές όπως επί οθωμανικής κυριαρχίας και σε όσους επιδίωκαν την Ένωση με την Ελλάδα. Οι παραδοσιακές δυνάμεις ηττήθηκαν και το ίδιο συνέβη αργότερα στην τουρκοκυπριακή (τ/κ) κοινότητα, όταν συγκρούστηκαν οι άμεσα συνδεδεμένοι με τη βρετανική διοίκηση με τους κεμαλικούς. Σε κοινωνικό επίπεδο, εντάθηκε η συσσώρευση κεφαλαίου από τους ε/κ αστούς που είχαν ήδη το οικονομικό προβάδισμα σε σχέση με τους τ/κ, με αποτέλεσμα οι ε/κ έμποροι, βιομήχανοι και εργολάβοι να είναι πολύ περισσότεροι. Αντίθετα, οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες, ανεξάρτητα από το εάν ήταν ε/κ ή τ/κ, ζούσαν σε τρισάθλιες συνθήκες.

Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Σοσιαλισμός από τα κάτω (Μάιος 2018)

Παρουσίαση στο περιοδικό Θέσεις από Γιάννη Σκαλιδάκη

(…) Ο Σακελλαρόπουλος παρουσιάζει με εκτεταμένη τεκμηρίωση, τόσο τα γεγονότα όσο και την πρόσληψή τους από τους εκάστοτε πρωταγωνιστές, όπως και τα κατά καιρούς σχέδια διακυβέρνησης της Κύπρου από τους Βρετανούς και μετέπειτα τα σχέδια επίλυσης του κυπριακού. Όλα τα παραπάνω τεκμηριώνονται με την παράθεση εκτεταμένων αποσπασμάτων από τα εν λόγω σχέδια, από ομιλίες και δηλώσεις πρωταγωνιστών, από άρθρα στον Τύπο και αποφάσεις κομμάτων και κυβερνήσεων. Επίσης, την κεντρική παρουσίαση και ανάλυση των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων συνοδεύει, σε όλη τη διάρκεια της ιστορούμενης περιόδου, μια επίσης αναλυτική παρουσίαση της κυπριακής οικονομίας και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, ουσιαστικά τηςεμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κύπρο.

Η αξία του βιβλίου έγκειται κυρίως στο ότι, παρά την εξαντλητική παράθεση στοιχείων, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε αυτό, ούτε αντίθετα προβάλλει μια εύκολα αναγνωρίσιμη πολιτική θέση για το ζήτημα, όπως επίσης συχνά συμβαίνει. Ο Σακελλαρόπουλος, εκκινώντας από τα δεδομένα της συγκρότησης του κοινωνικού σχηματισμού στην Κύπρο, προσπαθεί να εκθέσει τα γεγονότα, λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα δρώντα υποκείμενα, και ταυτόχρονα να παρουσιάσει διακριτά τις δικές του εκτιμήσεις. Για παράδειγμα, παρουσιάζει αναλυτικά τη βρετανική αποικιοκρατική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» τόσο στα σχέδια αυτοκυβέρνησης όσο και στην καθημερινή πρακτική, καθιστά όμως σαφές πως ο διαχωρισμός μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων – όπως διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι εθνικές ταυτότητες – προϋπήρχε ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 (…) η μελέτη του Σπύρου Σακελλαρόπουλου είναι έργο αναφοράς για την ιστορία της Κύπρου. Τόσο λόγω τεκμηρίωσης όσο και μεθοδολογίας, δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα αλλά είναι απαραίτητο για όσους και όσες θέλουν να μελετήσουν σοβαρά αυτό το πολυδιάστατο θέμα, πέραν από τις εύκολες τοποθετήσεις και τις αντίστοιχες πολιτικές στάσεις: «πατριωτικές», «ρεαλιστικές», «αντιεθνικιστικές» και πάει λέγοντας. Στον επίλογο, ο συγγραφέας τονίζει πως η μελέτη αυτή επιχειρεί να αποδείξει τη μεγάλη ιδιαιτερότητα και πολυπλοκότητα του ζητήματος και το πόσο δύσκολη είναι η επίλυσή του. Η σύγχρονη ανάφλεξη της Μέσης Ανατολής ξαναφέρνει δυσοίωνα στην επιφάνεια το βασικό πρόβλημα που ήταν και είναι οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και ο ρόλος που επιφυλάχθηκε για την Κύπρο, ως βάσης ξένων στρατευμάτων. Η επίλυση του κυπριακού περνάει και αυτή από την επίλυση του βασικού αυτού προβλήματος, της υπέρβασης της εποχής της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.

Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει ο Γιάννης Σκαλιδάκης, 
Περιοδικό Θέσεις (Ιαν.-Μαρ. 2019)

Παρουσίαση στον Φιλελεύθερο από τον Α. Θεοφάνους

(..) σε σχέση με την ταραχώδη περίοδο 1963-64, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια εις βάθος ενδοσκόπηση και κριτική αξιολόγηση δεδομένων. Στα πλαίσια αυτά υπάρχει και αναφορά στις διακοινοτικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα μετά τη στροφή του Μακάριου στην πολιτική του εφικτού.  Η συγκεκριμένη βάση των συνομιλιών δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού.  Ο συγγραφέας καταγράφει επίσης και αξιολογεί τις αντιπαραθέσεις Αθηνών και Λευκωσίας, με κορύφωση το πραξικόπημα που έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να εισβάλει στην Κύπρο. «Οι Ελλαδίτες ακόμα δεν έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει το τι έχει συμβεί στην Κύπρο», υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.

Με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων, ο Καθηγητής Σακελλαρόπουλος τοποθετείται κριτικά στα επίμαχα θέματα. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στην τουρκική εισβολή του 1974 ήταν χλιαρή ενώ προβαίνει σε εξαιρετική ανάλυση με κριτική προσέγγιση για τη στάση της Ελλάδας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ.  Ο συγγραφέας αξιολογεί επίσης τις εξελίξεις μετά το 1974 τόσο σε σχέση με τη λύση του Κυπριακού όσο και για τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά δρώμενα. Αναφέρεται στις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες, στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι και στην ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου. Αποτιμά επίσης τα αίτια της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν  και αναφέρεται σε 18 λόγους, τους οποίους συμμερίζομαι.  

Στα συμπεράσματα ο Σακελλαρόπουλος εν ολίγοις λέγει πολλά, αξιολογώντας τις διαστάσεις του Κυπριακού. Μεταξύ άλλων, δεν θεωρεί τη διακοινοτική διάσταση του Κυπριακού ως την κυριότερη και παράλληλα διαλύει αρκετούς μύθους σε σχέση με τη στάση των Τουρκοκυπρίων. Σημειώνει, μεταξύ άλλων, «Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, σχεδόν ταυτόχρονα με τον ελληνικό εθνοτισμό άρχισε να σχηματίζεται και ο τουρκικός εθνοτισμός». Προηγουμένως ο συγγραφέας σημειώνει «Τον Οκτώβριο του 1907, επίσης, αντιπροσωπεία τ/κ, στην οποία συμμετείχαν και δύο από τους τρεις μουσουλμάνους βουλευτές, οι Shevket Bey και Mehmet Zei, θα επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη και σε σειρά επαφών με Τούρκους επίσημους θα παρουσιάσει τα προβλήματα της κοινότητας, θέτοντας έμμεσα το ζήτημα της επιστροφής της Κύπρου στο Οθωμανικό κράτος». 

Σε σχέση με τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ο Σακελλαρόπουλος σημειώνει ότι οι Τουρκοκύπριοι κατάφεραν σταδιακά: «ο ασαφής όρος στην πραγματικότητα να σημαίνει συνομοσπονδία. Αν ποτέ γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο και από τον ε/κ λαό, τότε θα έχει επιτευχθεί και de jure η βασική στρατηγική της Τουρκίας από τη δεκαετία του 1950 και ένθεν». Η θέση αυτή του συγγραφέα είναι σε κάθετη διαφωνία με τη βασική υπόθεση εργασίας του ελληνοκυπριακού πολιτικού συστήματος το οποίο θεώρησε ότι υπό τις περιστάσεις είναι ο μόνος τρόπος αποκατάστασης της ενότητας της χώρας και ότι τελικά θα επικρατούσαν οι Ελληνοκύπριοι στο οικονομικό πεδίο.

Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
γράφει ο Α. Θεοφάνους, εφημ. Ο Φιλελεύθερος (04/02/19)

 

Παρουσίαση στην εφ. Αυγή από τον Νίκο Χριστοφή

(...) Η μελέτη  σχηματικά, χωρίζεται σε τρία μέρη, με το πρώτο, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μια μακροσκελή εισαγωγή ή μια ξεχωριστή σύντομη πραγματεία, να ξεκινάει από το 1191, περίοδο που το νησί κατακτιέται από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, μέχρι την παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς, το 1878. Σκοπός του συγγραφέα είναι να αναδείξει, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, τον κοινωνικό σχηματισμό στην Κύπρο στη longue durée, και τους παράγοντες που συνετέλεσαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων και οδήγησαν στη νεωτερικότητα. Το δεύτερο και πλέον εκτεταμένο ξεκινάει από τη βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση στο νησί και φτάνει μέχρι την τουρκική εισβολή το 1974, ενώ, τέλος, το τρίτο καταλήγει στο 2004 και στο σχέδιο Ανάν.

Από την εν λόγω μελέτη και τη μαρξιστική οπτική της (άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την έννοια του «ασιατικού τρόπου παραγωγής» για να εξηγήσει αυτόν τον σχηματισμό από την οθωμανική περίοδο, προσέγγιση που θα επωφελούνταν ακόμα περισσότερο αν μπορούσε να παρακολουθήσει τη συζήτηση στην Τουρκία για το θέμα, όπως αυτή αναπτύσσεται από τον İdriş Küçükömer, τον Çağlar Keyder, την Huri İslamoğlu κ.ά.) δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν τα κατεξοχήν στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν το Κυπριακό, όπως ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός, και το πώς διαμορφώνουν τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις και συσχετισμούς στην Κύπρο, αλλά και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, είτε αυτές λαμβάνουν χώρα την περίοδο των αυτοκρατοριών είτε αργότερα στον 20ό αιώνα, και κυρίως την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Το πλούσιο αρχειακό και δευτερογενές υλικό (αγγλικές, γαλλικές, ελληνικές πηγές, αλλά και αδημοσίευτες διδακτορικές διατριβές) που χρησιμοποιεί ο Σακελλαρόπουλος καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το κενό που δημιουργείται από την έλλειψη τουρκικών πηγών, προσφέροντας μια νηφάλια, αλλά κριτική, προσέγγιση, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ελλάδας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ και τη στάση που κράτησαν το 1974, αλλά και σε άλλες περιόδους, όπως στις Συνθήκες Λονδίνου - Ζυρίχης ή στη Διασκεπτική το 1947. Ίσως το σημείο στο οποίο γίνεται περισσότερο αισθητή η απουσία τουρκικών πηγών να είναι η τουρκοκυπριακή Αριστερά, όπου τα τεκμήρια, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1970, είναι περιορισμένα ή ακόμη ανεξερεύνητα. Αυτό δεν εμποδίζει τον Σακελλαρόπουλο να ανασυνθέσει με μαεστρία το παζλ της Αριστεράς, να αναδείξει τον ρόλο της στις εξελίξεις, αλλά και να σταθεί κριτικά απέναντί της. Εύλογα θα μπορούσε, μάλιστα, να ισχυριστεί κανείς πως, ώς ένα βαθμό, με εντονότερη, ακόμα και σήμερα, την τουρκοκυπριακή περίπτωση, η στάση της Αριστεράς γενικότερα, αλλά και ειδικά απέναντι στο ζήτημα της Κύπρου, αποτελεί «υπεξούσιο υποκείμενο», έναν «Άλλο», που οποιαδήποτε κριτική ασκούσε ήταν επιβεβλημένο να αποσιωπηθεί, καθώς δεν συνήδε με την κυριαρχούσα, ηγεμονική αντίληψη περί «εθνικού συμφέροντος». Ο Σακελλαρόπουλος καταφέρνει να «δώσει» φωνή σε αυτόν τον «Άλλο» και να του προσδώσει τη θέση που του αρμόζει μέσα σε αυτό το σύνθετο ζήτημα. Ταυτόχρονα, μέσα από την εκτενή βιβλιογραφία, προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο μια τεκμηριωμένη άποψη αλλά και τροφή για περαιτέρω σκέψη, αφού η προσέγγισή του είναι πολύπλευρή και πολυδιάστατη. Για παράδειγμα, πριν καταλήξει στη «Συζήτηση» που ακολουθεί το κάθε κεφάλαιο, όπου προσφέρεται μια κριτική τοποθέτηση από τον ίδιο, ο συγγραφέας έχει ήδη παραθέσει αναλυτικά και με μεθοδολογικά άρτιο τρόπο τη συμβολή όλων των εμπλεκόμενων μερών, ενταγμένη, ταυτόχρονα, στο ευρύτερο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι εκάστοτε εξελίξεις. Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης είναι σε θέση, από τη μια, να κατανοήσει το τι συμβαίνει στην Κύπρο και, από την άλλη, να το εντάξει στις ευρύτερες διεθνοπολιτικές εξελίξεις.

Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Νίκος Χριστοφής , Αυγή (17/03/19)

Παρουσίαση στο marginalia από τον Μιχάλη Μιχαήλ

Η πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει σε σχέση με το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, είναι ότι το βιβλίο αυτό, τόσο λόγω της θεματικής που καλύπτει όσο και λόγω της ανάλυσης του συγγραφέα, καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ιστοριογραφία περί Κύπρου και ιδιαίτερα στη μελέτη των κοινωνικών δυναμικών που αναπτύχθηκαν στο νησί στη μεγάλη διάρκεια του χρόνου. Η εξέταση των κοινωνικών δυναμικών σε βάθος χρόνου, αυτό δηλαδή που έκανε ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, είναι μια δύσκολη υπόθεση, απαιτεί κοπιαστική μελέτη για διαφορετικά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, αλλά είναι η χρησιμότερη, επειδή ακριβώς μας επιτρέπει την κατανόηση του μεγάλου και όχι του αποσπασματικού σχήματος, μας επιτρέπει την κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας στην ιστορία. 

Τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει αυτό το βιβλίο, όπως αυτά διατυπώνονται μέσα από τα κεφάλαιά του, αναδεικνύουν τη σχέση του παρελθόντος και του παρόντος στην ιστοριογραφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Το παρελθόν δεν ερευνάται ως μια μονολιθική πραγματικότητα, αλλά αναλύεται και ερμηνεύεται με τρόπο που να επιτρέπει την κατανόηση του παρόντος. Το παρελθόν μελετάται με τρόπο που να αναδεικνύονται οι δυναμικές και οι εξελίξεις σε βάθος χρόνου, δυναμικές και εξελίξεις που διαμορφώθηκαν χάρη σε διαφορετικά οικονομικοπολιτικά περιβάλλοντα τόσο σε επίπεδο Κύπρου, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από αυτή την άποψη, ο πρώτος στόχος του συγγραφέα, επιτυγχάνεται πλήρως. Το παρελθόν, οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν στο νησί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ αιώνων, οι πραγματικότητες και οι δυναμικές των ιστορικών περιόδων που είτε διαφοροποιούνται είτε ακυρώνονται και αναπληρώνονται από νέες πραγματικότητες και δυναμικές, αναλύονται με τρόπο που να εξηγούν το παρόν, το δικό μας παρόν, τις τελευταίες δηλαδή δεκαετίες της ιστορίας της Κύπρου. (...)

Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει ο Μιχάλης Μιχαήλ, marginalia.gr

 

 

Επίσης ακούστε εδώ μια συζήτηση του συγγραφέα με τον Θανάση Τσακίρη, με αφορμή το Historical Materialism Athens: Το 1o Διεθνές Μαρξιστικό Συνέδριο στην Ελλάδα που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (2-5 Μαΐου), με τη συμμετοχή 400 σημαντικών επιστημόνων αλλά και αγωνιστών από συνολικά 30 χώρες .(εκπομπή Αχ Εξουσία! 14/05/19).

 

 

Δείτε την κεντρική παρουσίαση του βιβλίου στην  ΕΣΗΕΑ στις 5/3/2018 με ομιλητές τους Λ. Αξελό (Δρ. Ιστορίας- Συγγραφέα), Κ. Βενιζέλο (Δρ. Επικοινωνίας- δημοσιογράφο στην εφημερίδα Φιλελεύθερος της Κύπρου), Η. Νικολακόπουλο (ομότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών), Χ. Τσαρδανίδη (Αν. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου)  και συντονιστή το δημοσιογράφο Π. Παπακωνσταντίνου

 

 

Παρουσίαση βιβλίου του Σπύρου Σακελλαρόπουλου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

 

«Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ (1191-2004) – Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση» τιτλοφορείται το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, Εκδόσεις Τόπος.

Το βιβλίο παρουσίασαν σε εκδήλωση στο Αμφιθέατρο UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων σε συνεργασία με την Agora Dialogue, την Τρίτη, 22 Ιανουαρίου:

 

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου και o Δημοσιογράφος και Μέλος ΣΕΠ του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Κώστας Βενιζέλος.

Για το βιβλίο μίλησε και ο συγγραφέας, ο οποίος είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους.

Την εκδήλωση συντόνισε η Ανώτερη Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου.

 

Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο εξετάζει αρκετά σημαντικά ζητήματα μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα:

Ποιο ήταν το σύστημα εξουσίας που επικράτησε στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Φράγκων και των Ενετών; Η κατάκτηση του νησιού από την Οθωμανική αυτοκρατορία ποιες αλλαγές επέφερε; Πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις μουσουλμάνων και ορθόδοξων εκείνη την περίοδο;

Τι καινούργιο φέρνει η μεταβίβαση της εξουσίας στους Βρετανούς; Ποιες αντιθέσεις υπήρχαν στο εσωτερικό των ελληνοκυπρίων μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα; Πότε αρχίζει και αναδύεται ο τουρκικός εθνοτισμός; Ποιες οι αντιθέσεις εντός του τουρκοκυπριακού στοιχείου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου; Πώς εκτυλίχθηκε ο ακήρυκτος ελληνοκυπριακός εμφύλιος στη δεκαετία του ’40;

Πώς ερμηνεύονται οι μεταλλαγές στη στάση της Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1958; Γιατί δεν μπόρεσε να διατηρηθεί το ενιαίο Κυπριακό κράτος; Ποιες οικονομικές μεταβολές χαρακτήρισαν την πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας; Τι ακριβώς έγινε με τα σχέδια Άτσεσον; Ποια η εξέλιξη του ελληνοκυπριακού κομματικού συστήματος;

Ποιες ήταν οι σχέσεις Αθήνας και Λευκωσίας στη διάρκεια της δικτατορίας; Γιατί φτάσαμε στο πραξικόπημα και στην εισβολή; Ποια διπλωματικά σχέδια αναπτύχθηκαν στην μετά το 1974 περίοδο; Ποιοι οι μετασχηματισμοί στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό; Γιατί απορρίφθηκε το σχέδιο Ανάν;

 

Σε μια σύντομη επιπρόσθετη σύνοψη κάποιων θεμάτων που θίγονται στο βιβλίο, η συντονίστρια της εκδήλωσης, Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου, σημείωσε τρία σημαντικά κομβικά σημεία στην εξελικτική πορεία του κοινωνικού σχηματισμού των Κυπρίων, τα οποία αναφέρει ο συγγραφέας.

Πρώτον, το διοικητικό, οικονομικό και νομικό ρόλο που ανατέθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου από την Υψηλή Πύλη με το δικαίωμα συλλογής της φορολογίας επί Οθωμανοκρατίας, το οποίο και αποτέλεσε σημείο τριβής με τους Τουρκοκυπρίους, που ουδέποτε μπόρεσαν να αποδεχτούν αυτή την εξέλιξη.

Η σφαγή των 400 περίπου προυχόντων της ελληνοκυπριακής κοινότητας το 1821 (συμπ. του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού και άλλων εκκλησιαστικών αξιωματούχων) έγινε σχεδόν εκδικητικά, ως αντίδραση.

 

 

 

Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου

Η κ. Κουκκίδη σημείωσε ότι μέσα από πρόσφατες έρευνες τεκμηριώνεται  η δεδομένη αντιπάθεια των Τουρκοκυπρίων ακόμη και σήμερα προς την Εκκλησία και πιο συγκεκριμένα τον Αρχιεπίσκοπο. Υπάρχει η εντύπωση ότι οι ελληνοκύπριοι άγονται και φέρονται ως ποίμνιο από τον κλήρο, στον οποίο αποδίδεται δυσανάλογη πολιτική σημασία, με αρνητικές προεκτάσεις.

Δεύτερον, ο  Σακελλαρόπουλος τονίζει ως ακόμα ένα κομβικό σημείο τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κεμαλικού κράτους τον 20 αιώνα, το οποίο αποτελεί πλέον σημείο περήφανης αναφοράς για τους Τουρκοκύπριους, σε σχέση με τον προϋπάρχον ‘Μεγάλο Ασθενή’. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ο πόθος της Ένωσης μεγάλωσε ανάμεσα στους ελληνοκυπρίους με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830, το ίδιο συνέβη και με τους Τουρκοκύπριους εκατό χρόνια αργότερα. Άρα δεν ήταν μόνο η παρότρυνση των Βρετανών που ενέπλεξε την Τουρκία στην Κύπρο- ήταν, επιπρόσθετα, και ο διακαής πόθος των Τουρκοκυπρίων για την επιστροφή του νησιού, σε περίπτωση αποχώρησης της Βρετανίας, στους κόλπους της Τουρκίας. Γι’ αυτό κι εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της διχοτόμησης από την αρχή της ίδρυσης του κυπριακού κράτους.

Κι ενώ η εξάρτηση των ελληνοκυπρίων από το ελληνικό κράτος μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, την ίδια στιγμή η εξάρτηση των Τουρκοκυπρίων από το αντίστοιχο τουρκικό κράτος αυξάνεται. Ταυτόχρονα, πρόσφατες έρευνες σε σχέση με τις πεποιθήσεις των δύο κοινοτήτων, πρόσθεσε η κ. Κουκκίδη, μας δείχνουν ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι είναι πεπεισμένοι  ότι ακόμα και σήμερα η πλειονότητα των ελληνοκυπρίων στο νησί επιθυμούν την Ένωση με την Ελλάδα- κάτι που ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξού και ο παροξυσμός που δημιουργήθηκε σε σχέση με την πρόταση νόμου στην κυπριακή βουλή περί μίας σύντομης αναφοράς στο ενωτικό δημοψήφισμα κατά τη διάρκειας της σχολικής χρονιάς.

Τρίτο κομβικό σημείο αποτελεί η προεδρία Γιώργου Βασιλείου, η οποία και μετέδωσε μια διαφορετική νοοτροπία, σχετικά με τη λύση του κυπριακού, σε σημαντική μερίδα  ελληνοκυπρίων, τονίζοντας κυρίως τα οικονομικά της  οφέλη. Πολλοί ελληνοκύπριοι θεωρούσαν (και θεωρούν) ότι η πρωτοκαθεδρία της δικής τους,  οικονομικά ανεπτυγμένης κοινότητας θα υπομονεύσει σιγά-σιγά έτσι κι αλλιώς τους Τουρκοκυπρίους. Ένα τέτοιο συμπέρασμα τους οδηγεί υπέρ μιας λύσης, όποια κι αν είναι αυτή.

Αυτή η πεποίθηση, συνέχισε η κυρία Κουκκίδη, συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα ευρέως ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.

 

 

Ομιλία Κώστα Βενιζέλου

Μια μακρά ενδοσκόπηση της πολιτικής, κοινωνικής και της οικονομικής ζωής της Κύπρου από την κατάκτηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου μέχρι και το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, τον Απρίλιο του 2004, κάνει ο  Σπύρος Σακελλαρόπουλος, στο βιβλίο του, «Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004) από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση» ( εκδόσεις Τόπος).

Μια μακρά διαδρομή εννέα αιώνων, με πολλές, αλλεπάλληλες και διάφορες αλλαγές. Κατακτήσεις, πόλεμοι, αγώνες, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.

Το βιβλίο ζωντανεύει μια ιστορία αιώνων, με τεκμηρίωση, με μια διαλεκτική προσέγγιση των γεγονότων. Η ενδελεχής παρουσία των ιστορικών γεγονότων δεν αποτελεί μόνο μια απλή καταγραφή αλλά παράλληλα τα αναλύει. Αποτελεί ένα εγχειρίδιο ιστορίας και κοινωνιολογίας. Με πρόδηλη, μια διαλεκτική προσέγγιση των γεγονότων,  ο  καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, σημειώνει πως υπάρχει ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει –και ερμηνεύει– το ενδιαφέρον για τον έλεγχο του νησιού: η ιδιαίτερα πλεονεκτική γεωγραφική θέση του. Πράγματι, ανάμεσα στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, η Κύπρος αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό κέντρο για στρατιωτικές και οικονομικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή.

Ο συγγραφέας σημειώνει πως επιχείρησε, με την έρευνα του αυτή, να καταδείξει το πόσο ιδιαίτερο και πολύπλοκο ζήτημα είναι το Κυπριακό γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου εύκολη η επίλυσή του. Κοντολογίς παραπέμπει στη στρατηγική γεωγραφική θέση του νησιού και τα πολλά και εν πολλοίς διαφορετικά συμφέροντα.  Οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις της Κύπρου αλλά και το διαρκές ενδιαφέρον που υπήρχε και υπάρχει για το νησί φανερώνουν, όπως σημειώνει, την ευρύτερη οικονομική και γεωστρατιωτική σημασία του.

Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αναφέρεται στον αντιαποικιακό αγώνα, στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα, το ρόλο της ελληνοκυπριακής ελίτ, της Ελλάδος, της Τουρκίας, των Τουρκοκυπρίων, του ΑΚΕΛ, του ΚΚΕ, της Εκκλησίας, αλλά και των διεθνών παικτών. «Η λύση της Ανεξαρτησίας θα έρθει ως επιτομή όλων αυτών των αποκλινουσών πολιτικών. Στο επόμενο διάστημα και λόγω των αναταράξεων που σφράγισαν την κυπριακή ιστορία από την εγκαθίδρυση της Ανεξαρτησίας μέχρι το 1964, οι Δυτικοί κινητοποιήθηκαν ούτως ώστε οι ένοπλες συρράξεις της περιόδου 1963-1964 να μην εξελιχθούν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να μην προσαρτηθεί η Κύπρος ως χώρα-μέλος στο ΝΑΤΟ. Αυτή η ασύμμετρη ισορροπία θα ανατραπεί από δύο γεγονότα: Από την υιοθέτηση μιας πιο μετριοπαθούς στάσης της ΕΣΣΔ απέναντι στην Τουρκία, που σχετίζεται με τα ιδιαίτερα ανταλλάγματα που έλαβε η Μόσχα από την Άγκυρα εκείνη την εποχή και από την αλλαγή των ελληνοτουρκικών συσχετισμών λόγω των γεγονότων της Κοφίνου το 1967. Η ελληνική πλευρά απώλεσε το πλεονέκτημα που απολάμβανε μέχρι τότε και βρέθηκε υπό την πίεση των ΗΠΑ να αναζητεί λύση εντός του πλαισίου της Ανεξαρτησίας, έχοντας την εκτίμηση πως στην περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου η έκβαση θα ήταν αρνητική για την Ελλάδα».

Ο συγγραφέας σημειώνει πως το 1974 οι Τούρκοι θα εκμεταλλευθούν την ευκαιρία του ελληνικού πραξικοπήματος, να εισβάλλουν στο νησί, για να ανατρέψουν άρδην τους συσχετισμούς. Στο εξής, όπως αναφέρει, η στρατιωτική νίκη των Τούρκων θα αποτελεί την κύρια παράμετρο, η οποία θα λαμβάνεται αναγκαστικά υπόψη σε όλες τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, δεδομένου ότι ο ΟΗΕ δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να παρέμβει στρατιωτικά. «Για τα επόμενα δέκα χρόνια από την εισβολή, η ΕΣΣΔ, πέραν μιας σύντομης αρχικής παρέμβασης, θα απουσιάζει και πάλι από το προσκήνιο, ενώ οι κυρίαρχες δυτικές δυνάμεις, κυρίως μέσω του σχεδίου Νίμιτς, θα επιδιώξουν να συναινέσουν στο βασικό σχέδιο της Τουρκίας που είναι η οιονεί συνομοσπονδία. Τα ανταλλάγματα αφορούσαν σε ορισμένες παραχωρήσεις των τ/κ στο εδαφικό, που ωστόσο δεν μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστικές. Γιατί η προοπτική το 37,5% του συνολικού εδάφους να περιοριστεί στο 30% δεν ήταν σοβαρή παραχώρηση – πόσω μάλλον που η τ/κ ιδιοκτησία στα προ εισβολής χρόνια ποτέ δεν ξεπέρασε το 20%. Από εκεί και πέρα, το σημαντικό για τους Τ/κ ήταν η διεθνής αναγνώριση ενός τ/κ κρατιδίου και όχι κάποια επιπλέον τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους».

Για το θέμα της ένταξης στην Ε.Ε. ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αναφέρεται και πάλι στη σημασία του νησιού, ενώ σημειώνει τα όσα προηγήθηκαν σε σχέση με το Κυπριακό. «Θα αρχίσει, έτσι, μία συνεργασία παραγόντων εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΗΠΑ-ΟΗΕ), οι οποίοι θα πιέζουν τους ε/κ να δεχθούν ορισμένες παραλλαγές της συνομοσπονδίας, έτσι ώστε να ενταχθεί ενιαία η Κύπρος, έστω και χωρίς να ισχύει το λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο (ελευθερία στην ιδιοκτησία και στην εγκατάσταση). Η απόρριψη, όμως, του σχεδίου Ανάν από τους Ε/κ και η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναστείλει την υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι ισχυρές δυτικές χώρες μεριμνούν σε τέτοιο βαθμό να μη δυσαρεστηθεί η Τουρκία και υποστηρίζουν στο Κυπριακό διάφορες εκδοχές μιας συνομοσπονδίας. Η θέση μας είναι πως από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το κράτος των Νεότουρκων, η Τουρκία άρχισε να αναβαθμίζεται διαρκώς στο διεθνές πλαίσιο, εκσυγχρονίζοντας την κοινωνία της και περιορίζοντας τα οθωμανικά και παραδοσιακά στοιχεία. Παράλληλα, η οικονομία της, με την εξάπλωση του καπιταλισμού, άρχισε να συνδέεται με εντατικούς ρυθμούς με τον διεθνή περίγυρο». Για το σχέδιο Ανάν, το οποίο ήταν σταθμός για την πορεία των μακρών διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό, ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, αναφέρει πως «…η υιοθέτηση του σχεδίου Ανάν θα αναπαρήγε, προς το δυσχερέστερο, παλαιά προβλήματα. Θα υπήρχε μία μεγάλη γραφειοκρατική δυσκαμψία λόγω της ύπαρξης τριών διαφορετικών κρατών, ενώ ορισμένοι μόνο πρόσφυγες θα επέστρεφαν και αυτοί σε βάθος χρόνου. Η πληθώρα, εξάλλου, δυνατοτήτων που θα είχαν οι Τ/κ, είτε από μόνοι τους είτε σε συνεργασία με τους αλλοδαπούς δικαστές, να δεσμεύουν τις λειτουργίες μιας σειράς σημαντικών οργάνων, θα αποσταθεροποιούσαν και τους υπόλοιπους θεσμούς».

Ένα από τα ζητήματα που αγγίζει ο συγγραφέας είναι και οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. «Προϊόντος του χρόνου, οι σχέσεις μεταξύ Ε/κ και Τ/κ άρχισαν να οξύνονται. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι Ορθόδοξοι μετείχαν σε εξεγέρσεις που είχαν ως στόχο την επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς. Στη συνέχεια, η ζωή των Ορθοδόξων και των μουσουλμάνων παρουσίαζε πολλά κοινά σημεία αλλά υπήρχαν και σημαντικές διαφορές. Τα κοινά σημεία αφορούσαν στην εκμετάλλευση που υφίσταντο μέσω της φορολογίας από τις κρατικές αρχές και τους φοροεισπράκτορες, γεγονός που συντέλεσε στην από κοινού συμμετοχή τους σε ορισμένες εξεγέρσεις. Οι διαφορές τους είχαν να κάνουν τόσο με την αίσθηση των Οθωμανών πως η κρατική εξουσία είναι και «δική τους» εξουσία όσο και με την ύπαρξη μιας σειράς θεσμικών διαφορών (από επιπλέον φόρους που πλήρωναν οι Ορθόδοξοι, μέχρι την απαγόρευση να φέρουν όπλα και να διορίζονται στο Δημόσιο). Το όλο πλαίσιο έγινε πιο περίπλοκο με την αναβάθμιση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας και την ανάδειξή της σε δομή της κρατικής φοροσυλλεκτικής λειτουργίας. Έτσι, δημιουργήθηκε το ιστορικό παράδοξο οι μουσουλμάνοι να θεωρούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως εχθρικό-εξουσιαστικό μηχανισμό. Η κατάσταση αυτή θα αρχίσει να εντείνεται όταν στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος θα διεισδύουν εντός του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού. Η ενασχόληση των ε/κ με το εμπόριο θα τους δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσουν σημαντική οικονομική ευμάρεια και να συγκροτήσουν τις πρώτες μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας στην Κύπρο. Θα πρέπει να σημειωθεί πως σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει και η διαφορετική εκπαίδευση που λάμβαναν οι Ε/κ σε σχέση με τους Τ/κ. Οι Ε/κ παρακολουθούσαν ένα πρόγραμμα διδασκαλίας που τους κατηύθυνε περισσότερο προς το εμπόριο και τις οικονομικές ενασχολήσεις, ενώ η παιδεία των Τ/κ ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα και στόχευε κυρίως στη στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, από τα τέλη του 18ου αιώνα και καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, να αυξηθούν πολύ οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός της μεταβίβασης της Κύπρου στους Βρετανούς που είχε ως συνέπεια οι Τ/κ από πληθυσμιακή μειονότητα εντός ενός χώρου που αποτελούσαν την πολιτική πλειονότητα να μετατραπούν τόσο σε πληθυσμιακή όσο και σε πολιτική μειονότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έπρεπε να αρχίσουν και αγώνα κατά των διεκδικήσεων των Ε/κ για Ένωση με την Ελλάδα. Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, σχεδόν ταυτόχρονα με τον ελληνικό εθνοτισμό άρχισε να σχηματίζεται και ο τουρκικός εθνοτισμός…».

…Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κύπρο, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, θα συντελέσει ώστε ένα τμήμα της τ/κ εργατικής τάξης να οσμωθεί με την αντίστοιχη ε/κ και χάρη στις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου να συμμετάσχει ενεργά στις κοινές συντεχνίες. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν θα μπορέσει να εξαλείψει τη διαφορετική πραγματικότητα που βίωναν τα μέλη των δύο κοινοτήτων (άλλωστε ένα σημαντικό τμήμα των Τ/κ ήταν αγρότες και δεν συνδικαλίζονταν), αλλά ούτε και το γεγονός πως η δημιουργία του κράτους των Νεότουρκων και η συνακόλουθη μεταλαμπάδευση του Κεμαλισμού στο νησί θα οξύνει ακόμη περισσότερο τις εθνικές διαφορές. Το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και η διάλυση της Αποικιοκρατίας θα έχει ως απότοκο την επαναφορά με ακόμη μεγαλύτερη ένταση του αιτήματος της Ένωσης από την πλευρά των Ε/κ αλλά και της προσφυγής, για πρώτη φορά, στη βοήθεια της Τουρκίας από την πλευρά των Τ/κ. Δημιουργούνται, έτσι, ξεχωριστές τ/κ συντεχνίες και διοργανώνονται συλλαλητήρια και από τους Τ/κ. Η άρνηση των Βρετανών να αποδεχθούν το αίτημα της Ένωσης και η εμπλοκή της Τουρκίας στο όλο ζήτημα θα εντείνουν τις αποσχιστικές τάσεις. Η ε/κ πλευρά θα διεκδικήσει την Ένωση είτε ένοπλα είτε μέσω συλλαλητηρίων και απεργιών, ενώ οι Τ/κ θα οργανωθούν και εκείνοι στρατιωτικά και από ένα σημείο και μετά θα αρχίσουν οι διακοινοτικές συγκρούσεις, σε μία προσπάθεια υλοποίησης του βασικού σχεδίου της τουρκικής πλευράς που έβλεπε ως μόνη λύση του Κυπριακού τη διχοτόμηση. Οι δολοφονίες, οι τραυματισμοί, οι λεηλασίες, οι αποχωρήσεις των Τ/κ από τις ε/κ συντεχνίες, η δημιουργία των ξεχωριστών Δήμων στις πέντε μεγάλες πόλεις, όλα αυτά αποτελούν γενική δοκιμή της διχοτόμησης. Οι Τ/κ θα πρέπει να μάθουν να ζουν εντελώς ξεχωριστά από τους Ε/κ. Το γεγονός πως μία συγκυριακή ισορροπία συμφερόντων θα οδηγήσει στη Ζυρίχη δεν θα ανατρέψει τη γενική τ/κ κατεύθυνση προς τη διχοτόμηση.

Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη των δυο πρωτεργατών του ΚΚΚ, Χαράλαμπου Βατυλιώτη( Βάτη), Κώστα Χριστοδουλίδη( Σκελέα) και τον Ντερβίς Καβάζογλου, μέλος της ΚΕ ΑΚΕΛ, που δολοφονήθηκε μαζί με τον Μισιαούλη από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές. Ρωτήσαμε τον Σπύρο Σακκελλαρόπουλο γιατί αφιέρωσε το βιβλίο στους τρεις και επί τούτου μας απάντησε ως εξής: «Το βιβλίο επιχειρεί να φωτίσει πλευρές της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου  που δεν είχαν, μέχρι σήμερα, αναδειχθεί στο βαθμό που τους αντιστοιχούσε και μια τέτοια παράμετρος είναι η πολυπλοκότητα του κυπριακού ζητήματος. Υπήρξαν προσωπικότητες, όχι τόσο προβεβλημένες, που συμβόλιζαν αυτή την αντιφατικότητα και που πλήρωσαν με πολύ ακριβό τίμημα τις συνέπειες της πολιτικής τους δράσης. Έτσι έχουμε δύο Ελληνοκύπριους που αγωνίζονται ενάντια στους Βρετανούς αλλά δεν πιστεύουν στην ένωση και έναν Τουρκοκύπριο που είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ και χάνει τη ζωή του από ομοεθνείς του ακριβώς λόγω της πολιτικής του συνύπαρξης με Ελληνοκύπριους. Η αφιέρωση του βιβλίου υπηρετεί την ανάγκη απότισης τιμής σε αυτούς που θυσιάστηκαν λόγω της εμπλοκής τους σε αυτό το τόσο αντιφατικό πλαίσιο».

«Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004) από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση» των εκδόσεων Τόπος του Σπύρου Σακελλαρόπουλου είναι ένα χρήσιμο εργαλείο ιστορικής έρευνας, βαθιάς πολιτικό-ιδεολογικής ανάλυσης, που χαρακτηρίζεται από διαλεκτική προσέγγιση επί των γεγονότων. Μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει σε ένα τόμο μια μακρά περίοδο της ιστορίας της Κύπρου. Δεν είναι, όμως, μια απλή καταγραφή γεγονότων αλλά η παρουσίαση τους μέσα από επιστημονική αλλά και πολιτική διάσταση.

 

 

Χαιρετισμός Καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους 

Φίλες και Φίλοι

Κυρίες και Κύριοι

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που απόψε το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων σε συνεργασία με την Agora Dialogue παρουσιάζουμε το βιβλίο του εκλεκτού συναδέλφου Καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σπύρου Σακελλαρόπουλου με τίτλο Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ 1191-2004: Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση.

Το βιβλίο αυτό εμπεριέχει πολύ χρήσιμο υλικό καθώς και μια εξαιρετική αξιολόγηση και ανάλυση των δεδομένων.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τεράστιες προκλήσεις που έχουμε ενώπιον μας είναι υποχρέωσή μας να μαθαίνουμε την ιστορία μας.

Όχι πως μπορούμε να γυρίσουμε πίσω το ρολόι. Αλλά η ιστορία χρησιμεύει μεταξύ άλλων ως βασικός πυλώνας αυτογνωσίας και ως καθοριστικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν για τη διαμόρφωση πολιτικής για το μέλλον.

Η Κυπριακή Δημοκρατία και ο Κυπριακός Ελληνισμός αντιμετωπίζουν σήμερα σοβαρούς υπαρξιακούς κινδύνους.  Και θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αξιολογούμε σωστά τους στόχους της Τουρκίας καθώς και τις τοποθετήσεις, τις επιδιώξεις, τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της τουρκοκυπριακής κοινότητας.  Προς αυτή την κατεύθυνση η συμβολή του βιβλίου είναι σημαντική.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου εκτός από το μεγάλο όφελος της πρόσθετης γνώσης ήταν αναμενόμενο να γίνουν κάποιες διαπιστώσεις και ταυτόχρονα να εγερθούν διάφορα ερωτήματα.

Η ελληνοκυπριακή κοινότητα διακατεχόταν και εξακολουθεί να διακατέχεται από αρκετές ψευδαισθήσεις.  Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι πριν από το 1960 η θέση της τουρκικής πλευράς ήταν ότι στην περίπτωση αλλαγής του αποικιακού καθεστώτος της Μεγαλονήσου, η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία.  Για την τουρκική πλευρά η διχοτόμηση ήταν ένας συμβιβασμός.  Είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το δοτό Σύνταγμα του 1960 δεν στηριζόταν σε ένα ενιαίο κράτος.  Το Σύνταγμα αυτό παρέπεμπε σε μια δυαρχία, θα έλεγα σε μια μορφή διοικητικής ομοσπονδίας. Τα θέματα αυτά αναδεικνύονται στο βιβλίο του συγγραφέα.

Η τουρκοκυπριακή μειονότητα δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αποδεχθεί τα δημοκρατικά δικαιώματα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφούσας κοινότητας.  Η πολιτική ισότητα ήταν μέρος του Συντάγματος του 1960.  Ο τρόπος που ερμηνεύεται σήμερα από την τουρκοκυπριακή πλευρά έχει πάρει μια πιο επιθετική μορφή.

Μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Ενώ οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από το κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν κατέρρευσε.  Το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Μαρτίου του 1964 αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη για την Κυπριακή Δημοκρατία και ήττα για την Τουρκία.  (Να μου επιτραπεί να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι ο Ντεμιρέλ, μεταξύ άλλων, είχε κατηγορήσει τη Βρετανία ότι στήριξε τον Πρόεδρο Μακάριο στο πραξικόπημα που επιχείρησε ανατρέποντας τη συνταγματική τάξη.  Κατ’ ουσίαν η Κύπρος λειτουργούσε πλέον ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος).

Επιπρόσθετα, σε σχέση με την ταραχώδη περίοδο 1963-64 ο συγγραφέας προβαίνει σε μια εις βάθος ενδοσκόπηση και κριτική αξιολόγηση δεδομένων.  Στα πλαίσια αυτά υπάρχει και αναφορά στις διακοινοτικές συνομιλίες που έλαβαν χώρα μετά τη στροφή του Μακάριου στην πολιτική του εφικτού.  Υπογραμμίζω επί τούτου ότι λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα θεωρώ ότι η συγκεκριμένη βάση των συνομιλιών δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού.  Ο συγγραφέας περιγράφει επίσης και αξιολογεί τις αντιπαραθέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.

Με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων, ο Καθηγητής Σπύρος Σακελλαρόπουλος τοποθετείται κριτικά στα επίμαχα θέματα.  Ο συγγραφέας θεωρεί επίσης ότι η στάση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στην τουρκική εισβολή του 1974 ήταν χλιαρή.  Και σημειώνει:

Σελ. 624-625… «Κατά συνέπεια, το συνολικό πλαίσιο αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας κινήθηκε σε πολύ γενικούς τόνους, μη δημιουργώντας ουσιαστικά προσκόμματα στη δράση της Τουρκίας, και επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο να μεταβάλει τους συσχετισμούς, γεγονός που αντικειμενικά επικαθόρισε το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων».

Θεωρώ επίσης εξαιρετική την ανάλυση του συγγραφέα (σελ. 625-628) και την κριτική του προσέγγιση για τη στάση της Ελλάδας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ.

Ο συγγραφέας αξιολογεί επίσης τις εξελίξεις μετά το 1974 τόσο σε σχέση για τη λύση του Κυπριακού όσο και για τα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά δρώμενα.  Αναφέρεται στις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες, στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι και στην ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου.

Αποτιμά επίσης τους λόγους της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν (σελ. 762-769 – αναφέρεται σε 18 λόγους) τους οποίους συμμερίζομαι.  Να μου επιτρέψει ο συγγραφέας να κάνω μια μικρή λεχτική διόρθωση

Σελ. 763 (4) Τα συστατικά [συνιστώντα] κράτη είχαν το δικαίωμα να παραχωρήσουν πολιτικά δικαιώματα μόνο στους Κύπριους που κατείχαν την εσωτερική ιθαγένεια του συγκεκριμένου ομόσπονδου κράτους, με συνέπεια να μπορεί ένας Βρετανός ή ένας Ιταλός κάτοικος του κράτους να ψηφίσει ή ακόμη και να εκλεγεί σε τοπικές εκλογές λόγω του κοινοτικού κεκτημένου, και να μη μπορεί ένας Κύπριος (Αιμιλιανίδης, 2003:109).

Σημειώνω ότι ενώ όταν είχε κατατεθεί το Σχέδιο Ανάν υπήρχε ο όρος «συστατικά κράτη» στην πορεία η έννοια «συστατικό»/component έγινε «συνιστών κράτος» “constitutent state” μετά από απαίτηση της τουρκικής πλευράς. Η έννοια συνιστών ερμηνεύεται και ως συνιδρυτικό.  Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι παρά το γεγονός ότι το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε εν τούτοις οι πρόνοιες για Συνιστώντα Κράτη επανήλθαν το 2008 με τη Συμφωνία Χριστόφια-Ταλάτ και το 2014 με τη Συμφωνία Αναστασιάδη-Έρογλου.

Στα συμπεράσματα (σελίδες 777-788) ο συγγραφέας εν ολίγοις λέγει πολλά, αξιολογώντας τις διαστάσεις του Κυπριακού.  Ο συγγραφέας δεν θεωρεί τη διακοινοτική διάσταση του Κυπριακού ως την κυριότερη.  Ενώ σημειώνει τη διακοινοτική διάσταση του προβλήματος, παράλληλα διαλύει αρκετούς μύθους σε σχέση με τη στάση των Τουρκοκυπρίων.

Σημειώνει, μεταξύ άλλων, (σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα):

Σελ. 781-782 – Η κατάσταση αυτή θα αρχίσει να εντείνεται όταν στοιχεία του καπιταλιστικού συστήματος θα διεισδύουν εντός του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού.  Η ενασχόληση των ε/κ με το εμπόριο θα τους δώσει τη δυνατότητα να αποκτήσουν σημαντική οικονομική ευμάρεια και να συγκροτήσουν τις πρώτες μορφές καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας στην Κύπρο.  Θα πρέπει να σημειωθεί πως σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει και η διαφορετική εκπαίδευση που λάμβαναν οι ε/κ σε σχέση με τους τ/κ.  Οι ε/κ παρακολουθούσαν ένα πρόγραμμα διδασκαλίας που τους κατηύθυνε περισσότερο προς το εμπόριο και τις οικονομικές ενασχολήσεις, ενώ η παιδεία των τ/κ ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα και στόχευε κυρίως στη στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού.  Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, από τα τέλη του 18ου αιώνα και καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, να αυξηθούν πολύ οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων.  Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός της μεταβίβασης της Κύπρου στους Βρετανούς που είχε ως συνέπεια οι τ/κ από πληθυσμιακή μειονότητα εντός ενός χώρου που αποτελούσαν την πολιτική πλειονότητα να μετατραπούν τόσο σε πληθυσμιακή όσο και σε πολιτική μειονότητα.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά έπρεπε να αρχίσουν και αγώνα κατά των διεκδικήσεων των ε/κ για Ένωση με την Ελλάδα.  Έτσι, σε αντίθετη με ό,τι πιστεύεται, σχεδόν ταυτόχρονα με τον ελληνικό εθνοτισμό άρχισε να σχηματίζεται και ο τουρκικός εθνοτισμός.

Προηγουμένως ο συγγραφέας σημειώνει:

Σελ. 137 «Έτσι, όταν τον Απρίλιο του 1906 κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων υπέρ της Ένωσης στην Αμμόχωστο, οι ε/κ θα εισβάλουν, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, στον περίβολο τζαμιού, οι τ/κ θα αντιδράσουν πραγματοποιώντας συγκέντρωση στη Λευκωσία και φωνάζοντας το σύνθημα «Ζήτω ο Σουλτάνος».  Τον Οκτώβριο του 1907, επίσης, αντιπροσωπία τ/κ, στην οποία συμμετείχαν και δύο από τους τρεις μουσουλμάνους βουλευτές, οι Shevket Bey και Mehmet Zei, θα επισκεφτεί την Κωνσταντινούπολη και σε σειρά επαφών με Τούρκους επίσημους θα παρουσιάσει τα προβλήματα της κοινότητας, θέτοντας έμμεσα το ζήτημα της επιστροφής της Κύπρου στο Οθωμανικό κράτος (Περικλέους, 2007:286).

Σελ. 784 – Βεβαίως, η σημαντική τομή ήταν η συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς του 1977 για τη διζωνική ομοσπονδία.  Έτσι, οι τ/κ θα κατορθώσουν αυτός ο ασαφής όρος στην πραγματικότητα να σημαίνει συνομοσπονδία.  Αν ποτέ γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο και από τον ε/κ λαό, τότε θα έχει επιτευχθεί και de jure η βασική στρατηγική της Τουρκίας από τη δεκαετία του 1950 και ένθεν.

Κλείνοντας θα σημειώσω ότι το βιβλίο αυτό θα πρέπει να διαβασθεί προσεκτικά απ’ όλους μας.  Προσωπικά σημειώνω ότι θα το ξαναδιαβάσω.  Συγχαρητήρια στον Καθηγητή Σπύρο Σακελλαρόπουλο.

Σας ευχαριστώ.

 

 

 

Πέτρος Παπαπολυβίου

 Νοιώθω ιδιαίτερη χαρά που παίρνω μέρος απόψε στην εκδήλωση που οργανώνει το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας σε συνεργασία με την Agora Dialogue, για την παρουσίαση του βιβλίου του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, με τίτλο «Ο κυπριακός κοινωνικός μετασχηματισμός (1191-2004). Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση».

Τον συνάδελφο Σπύρο Σακελλαρόπουλο τον γνώρισα πριν από μερικά χρόνια στην Αθήνα. Στη πρώτη μας συνάντηση, μου αποκάλυψε ότι ετοίμαζε βιβλίο για το Κυπριακό, γεγονός που με χαροποίησε, γνωστοποιώντας  μου ότι το δούλευε ήδη αρκετό καιρό και ότι το βιβλίο του θα κάλυπτε την περίοδο από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο μέχρι το Σχέδιο Ανάν, κάτι που οφείλω να ομολογήσω ότι με ξένισε και μου προξένησε αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτό θα ήταν εφικτό.

Τελικώς, ο Σακελλαρόπουλος το είπε και το έκανε και στους πρώτους μήνες του 2017 εκδόθηκε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Τόπος το βιβλίο του για την Κύπρο έκτασης συνολικά 830 σελίδων, που όντως ξεκινά από το 1191 και καταλήγει στο 2004. Πρόκειται για ένα ογκώδες πυκνογραμμένο βιβλίο, που είναι εμφανέστατα αποτέλεσμα μιας πολύχρονης ερευνητικής και συγγραφικής διαδικασίας.

Σε ένα εκ των ενδόξων αρχαίων προγόνων, τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο, ποιητή και γραμματικό, αποδίδεται η φράση «το μέγα βιβλίον ἴσον εἶναι τῷ μεγάλῳ κακῷ». Έχω την αίσθηση ότι αυτό στην εποχή μας ισχύει για όσους αναλαμβάνουν, καλή ώρα, να παρουσιάσουν σε ένα εικοσάλεπτο ένα βιβλίο που ξεπερνά τις 800 σελίδες! Αναγκαστικά θα αρκεστώ σε μια σύντομη περιγραφή του τόμου και θα προχωρήσω σε μερικά σχόλια για ειδικότερα κεφάλαια και τα κύρια συμπεράσματα του συγγραφέα. Στο πρώτο που οφείλω να σταθώ, όπως συνηθίζω για ανάλογες εκδόσεις Ελλαδιτών συγγραφέων για το Κυπριακό είναι, όσο και εάν φαντάζει αδόκιμο ή περίεργο, να τονίσω, πρώτα-πρώτα, το πόσο χαρμόσυνη θεωρώ την ενασχόληση Ελλαδιτών ερευνητών και ερευνητριών με τη μελέτη της ιστορίας του Κυπριακού ζητήματος. Όπως επιβεβαιώνεται με το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, τα έργα Ελλαδιτών μελετητών που είναι προϊόντα συστηματικής και μεθοδικής δουλειάς και πολύχρονης έρευνας, μπορούν να συμβάλουν στον ευρύτερο γόνιμο διάλογο και προβληματισμό για την ιστορία του Κυπριακού, στην ανάδειξη πτυχών υποτιμημένων μέχρι σήμερα, και στον εμπλουτισμό της βιβλιογραφίας και των γνώσεων μας. Ειδικά όταν γράφονται χωρίς συναισθηματισμούς, συμπλέγματα και σκοπιμότητες.

Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια από την κυπριακή καταστροφή του 1974 ώστε η νεότερη και σύγχρονη ιστορία του Κυπριακού, και ως αλυτρωτικού ζητήματος, ως προς τις παραμέτρους του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και ως προς τις προοπτικές της επίλυσής του, να προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον των Ελλαδιτών επιστημόνων και της ελληνικής ιστοριογραφίας, με τις πρώτες μονογραφίες να εμφανίζονται γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, οι αντίστοιχες μελέτες έχουν εμφανώς αυξηθεί και ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και σχετικές καλές διδακτορικές διατριβές σε ελληνικά πανεπιστήμια.

Ξεκίνησα με τα παραπάνω για να γίνει αντιληπτό ότι δεν είναι καθόλου εύκολο, όσο κι αν ακούγεται ακατανόητο για τους αμύητους, για έναν Ελλαδίτη πανεπιστημιακό να γράψει ένα βιβλίο για την Κύπρο. Ο συγγραφέας είναι πολιτικός κοινωνιολόγος και προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που αφιερώνει το βιβλίο του στους δυο πρωτοπόρους του Κυπριακού Κομμουνιστικού Κόμματος στη δεκαετία του 1920, τους Χαράλαμπο Βάτη και τον Κώστα Σκελέα καθώς και στον Τουρκοκύπριο συντεχνιακό Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, που δολοφονήθηκε από εξτρεμιστές συμπατριώτες του το 1964. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά του βιβλίου του είναι ότι παρουσιάζει εν πολλοίς μια νέα οπτική στην ανάγνωση του κυπριακού παρελθόντος χρησιμοποιώντας τη μέθοδο και την επιστημονική σκευή της δικής του επιστήμης και ανάλυσης, έχοντας παράλληλα μελετήσει σχεδόν εξαντλητικά τη σχετική κυπρολογική βιβλιογραφία. Και βέβαια, έχοντας άνεση στο γράψιμο, γράφει και ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας και ως διεθνολόγος και ως νομικός, όταν χρειαστεί.

Ο Σακελλαρόπουλος χωρίζει το βιβλίο του σε δώδεκα κεφάλαια, εκτός από την εισαγωγή, το παράρτημα με επιλεγμένες πηγές και έγγραφα και τη Βιβλιογραφία. Όπως είπαμε ξεκινά από το 1191, όμως ουσιαστικά η περίοδος μέχρι το 1878 καλύπτει το πρώτο εισαγωγικό μέρος της αφήγησης. Ένα δεύτερο εκτενέστερο μέρος εξετάζει την περίοδο 1878-1955, την ας την πούμε ειρηνική εποχή της βρετανικής κατοχής και το κύριο μέρος ασχολείται με την περίοδο που αρχίζει από τον αγώνα της ΕΟΚΑ, συνεχίζει με τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας και φτάνει μέχρι το σχέδιο Ανάν. Πέρα από το ακροτελεύτιο επιλογικό κεφάλαιο όπου αναλύονται τα συνολικά συμπεράσματα, στο τέλος κάθε κεφαλαίου ο συγγραφέας με τον τίτλο «Συζήτηση» παρουσιάζει τα επιμέρους συμπεράσματα και συνοψίζει τις κυριότερες διαπιστώσεις του.

Ο συγγραφέας έχοντας να δαμάσει μια τεράστια χρονική περίοδο οκτώ αιώνων καταφέρνει με το μεγάλο χρονικό βάθος να δώσει στις σωστές διαστάσεις τη σημασία της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου, του ρόλου της για την οθωμανική επέκταση αλλά, και από την άλλη πλευρά, της λειτουργίας της ως το έσχατο προκεχωρημένο ανάχωμα των εκάστοτε ευρωπαϊκών χριστιανικών δυνάμεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, τη διαφοροποιημένη στρατηγική της αξία κατά μακρά ιστορική περίοδο. Σε ένα άλλο επίπεδο, το εσωτερικό, επικεντρώνει την ανάλυσή του στην εξέλιξη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Κύπρου σε πολλούς ομόκεντρους άξονες. Από τα κεντρικά σημεία της ανάλυσής του παραμένουν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων, των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, οι διάφορες φάσεις αυτών των σχέσεων, ο ρόλος, οι παρεμβάσεις, οι παλινδρομήσεις, η αδυναμία ή η αποφασιστικότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας, αντίστοιχα, η στάση της Βρετανίας ως κυρίαρχης δύναμης, αλλά και των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Σοβιετικής Ένωσης, όσο υπήρχε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε παράλληλο επίπεδο εξετάζεται ο ρόλος των κοινωνικών συνθηκών σε έναν νησιωτικό αγροτικό κατά βάση κόσμο, με εξαιρετικά βραδεία οικονομική ανάπτυξη και πολύ αργοπορημένη την εμφάνιση της όποιας αστικής τάξης, η οποία όμως επιτείνει την εθνική διεκδίκηση, την «εθνοτική αντιπαλότητα», τις διαδικασίες για την ταξική συνειδητοποίηση, την αντίδραση της Εθναρχίας και την τελική σύγκρουση με την Αριστερά για την πρωτοκαθεδρία στον απελευθερωτικό αγώνα.

Θα σταθώ σε ελάχιστες, αναγκαστικά, από τις πιο εύστοχες ή πιο ρηξικέλευθες παρατηρήσεις του Σακελλαρόπουλου σε επιμέρους ζητήματα από το τρίτο μέρος του βιβλίου, που αφορά τις εξελίξεις από το 1955 και εξής, οι οποίες κατά την άποψή μου θα επηρεάσουν περαιτέρω τον επιστημονικό διάλογο. Θεωρώ πολύ σημαντικά τα υποκεφάλαια για τις σχέσεις ΑΚΕΛ-ΕΟΚΑ, τις επισημάνσεις του για την αδυναμία ανταπόκρισης του ΑΚΕΛ στην υιοθέτηση ένοπλων μορφών πάλης εναντίον της αποικιοκρατίας, και τη θέση του ότι είχαν δημιουργηθεί εντός των Ελλήνων Κυπρίων τρεις πόλοι, η Εθναρχία που εξέφραζε τα στρατηγικά συμφέροντα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης τα οποία από ένα σημείο και μετά θεωρείτο πως μπορούσαν να αντιπροσωπευθούν και μέσα από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, η ΕΟΚΑ και το ΑΚΕΛ. Επίσης σημαντικά είναι τα υποκεφάλαια για τη στάση της ελλαδικής Αριστεράς απέναντι στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και την ΕΟΚΑ και το πώς φτάσαμε στον συμβιβασμό των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την αποδοχή της ανεξαρτησίας αντί του στόχου της ένωσης.

Από εκεί και πέρα γίνεται μια λεπτομερής ανάλυση των πρώτων χρόνων της Κυπριακής Δημοκρατίας και των γεγονότων του 1963-1967 που κορυφώνονται με την Κοφίνου και την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η Κοφίνου και η πιθανότητα τουρκικής εισβολής σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη από την Αθήνα των συνταγματαρχών της στρατηγικής της Ένωσης. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και την παύση της διαμάχης με τον Μακάριο αλλά τη μετάλλαξή της. Από την άλλη πλευρά ο Σακελλαρόπουλος υπογραμμίζει ότι η Τουρκία αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η αλλαγή στο διεθνές σκηνικό με τη δυσχερή θέση της Σοβιετικής Ένωσης θα εγκλώβιζε τη Λευκωσία που δεν θα μπορούσε να ελίσσεται με την ίδια ευκολία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, του κινήματος των Αδεσμεύτων και του αραβικού κόσμου. Την καταστροφή όμως θα έφερνε ο τυχοδιωκτισμός του διδάκτορα Ιωαννίδη ο οποίος πραγματοποίησε το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο πλαίσιο μιας συνειδητής στρατηγικής «φυγής προς τα εμπρός», όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, θέλοντας να αποκομίσει σημαντικά πολιτικά, ιδεολογικά, στρατιωτικά, οικονομικά και εθνολογικά αποτελέσματα, απέναντι του δέους του Μακαρίου, του προηγούμενου παπαδοπουλικού καθεστώτος και της Τουρκίας. Όμως όλα αυτά χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη μια σειρά από καθοριστικούς παράγοντες στο διεθνές περιβάλλον και την ίδια την Κύπρο. Από τις σελίδες με τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής, η οποία εξετάζεται και από την πλευρά του διεθνούς Δικαίου, ξεχωρίζω το υποκεφάλαιο «Τα πραγματικά αίτια της εισβολής», στις σελίδες 622-623, όπου αναλύεται η στρατηγική σημασία της Κύπρου για την Τουρκία για την εξασφάλιση ενός εδάφους που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως «πολύτιμη στρατιωτική αρωγή».

Παράλληλα, ο Σακελλαρόπουλος αφιερώνει μεγάλο τμήμα του βιβλίου του στην αναλυτική παρουσίαση των Σχεδίων Λύσης μετά το 1974, στη σημασία που είχε η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις νέες υποχωρήσεις της Ε/Κ πλευράς επί προεδρίας Γ. Βασιλείου, στο ιδεολόγημα και τις επακόλουθες ερωτοτροπίες της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης ότι μια τυχόν «λύση» του Κυπριακού θα δημιουργήσει ευρείες προοπτικές ανάπτυξης στα κυπριακά οικονομικά κεφάλαια στην ίδια την Τουρκία, παρουσιάζει πώς λειτούργησε ως μια νέα συναρπαστική «Μεγάλη Ιδέα» η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίστοιχα πώς οι μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις ουσιαστικά ακολούθησαν στο Κυπριακό την πολιτική που είχε χαράξει για πρώτη φορά ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ότι δηλαδή δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν στρατιωτικά την Κύπρο και έπρεπε να αναζητηθεί ένας συμβιβασμός με την ελπίδα κατά περίοδο ότι θα πλεόναζαν τα οικονομικά κέρδη για την πλευρά μας. Και αντίστοιχα, πώς οι δυτικές δυνάμεις μετά το 1945 σταδιακά εναγκαλίστηκαν την Τουρκία αναβαθμίζοντας τον ρόλο της και ανεχόμενοι ή υποθάλποντας την επεκτατικότητά της με κύριο θύμα την Κύπρο αλλά και γενικότερα τα ελληνικά συμφέροντα.

Για το σχέδιο Ανάν ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αφιερώνει αρκετές σελίδες εξηγώντας γιατί απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Είναι και αυτό κάτι που δεν συνηθίζεται καθώς πολλοί εκ Κύπρου ή εξ Αθηνών, 15 χρόνια μετά την ηχηρή απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους πολίτες, αντί να κατανοήσουν ή να επιχειρήσουν να εξηγήσουν γιατί ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτό στην Κύπρο, συνεχίζουν ακόμη να κουνούν δασκαλίστικα το δάκτυλο στο αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω όλη την ανάλυση του Σακελλαρόπουλου σε αυτό το κεφάλαιο, ούτε βεβαίως θα αρκούσε ο χρόνος, θα συνιστούσα όμως σε όσους ασχολούνται με την επικαιρότητα του Κυπριακού να ξεκινούσαν την ανάγνωση του βιβλίου από αυτό το κεφάλαιο, και ας είναι στο τέλος της αφήγησης. Απόψε ας αρκεστούμε σε μερικές αράδες από την Εισαγωγή του βιβλίου, που εξηγούν επιγραμματικά όσα αναλύονται εν εκτάσει κατόπιν. Διαβάζω:

«Το σχέδιο Ανάν δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει δεκτό γιατί στην πραγματικότητα δεν προσέφερε τίποτε στους Ε/Κ. Θεσμοθετούσε τη διχοτόμηση, δημιουργούσε ένα πολύπλοκο σύστημα τριών κρατών, δεν μεριμνούσε για την επιστροφή του συνόλου των προσφύγων στις εστίες τους, σε σημαντικούς θεσμούς την αποφασιστική ψήφο την είχαν αλλοδαποί πολίτες, οι Τ/Κ θα μπορούσαν να μπλοκάρουν όλα τα ζητήματα της Κεντρικής κυβέρνησης, προβλέπονταν αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, ενώ σε θέματα υφαλοκρηπίδας το νέο κράτος έβγαινε ζημιωμένο προς όφελος της Τουρκίας και της Βρετανίας».

Σε ένα βιβλίο τόσο πυκνογραμμένο, ο αναγνώστης προφανώς θα βρει πολλά σημεία με τα οποία θα συμφωνήσει και ίσως και αρκετά με τα οποία θα διαφωνήσει. Είμαι βέβαιος όμως ότι όταν φτάσει στο τέλος του βιβλίου θα έχει κερδίσει πολλά ως προς την κατανόηση της ιστορίας της Κύπρου και του Κυπριακού, κυρίως ως προς την ερμηνεία των εξελίξεων και των συγκρούσεων τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Αθηνών – Λευκωσίας όσο και τη στάση των διεθνών δρώντων του ζητήματος.

Ο Σπ. Σακελλαρόπουλος μάς χάρισε ένα πολύ χρήσιμο, ένα πολύτιμο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή και είμαι βέβαιος ότι κατά τα επόμενα χρόνια θα συγκαταλέγεται στα βασικά βιβλία αναφοράς για την ιστορία του τόπου μας, ειδικότερα των τελευταίων δεκαετιών.

 

Βook Review

Social Cohesion and Development 2018 13 (2), 179-181

by Nicos Christofis

Spyros Sakellaropoulos The Cypriot Social Formation (1191–2004): From the Establishment to the Partition, Athens: Topos, 2017

The so-called Cyprus Question is one of the oldest unsolved issues in international politics, dating back centuries. More often than not, it is described as a confrontation between two nationalisms –the Greek and the Turkish– as it develops locally on the island. Nationalism therefore remains the concluding theme of politics in and around Cyprus –not only for local political parties and movements, but those of the so-called “Motherland” states, Greece and Turkey. It is important to note, however, that these circumstances are not “home grown”: for decades, both Greece and Turkey had sought to perpetuate this dependent situation while the two largest communities on the island often behave as if they have “internalized” a kind of colonialism. The recent negotiations attempting to resolve the issue is living proof of that dependent relation. In that respect, Spyros Sakellaropoulos’ study, The Cypriot Social Formation (1191–2004): From the Establishment to the Partition, is not only a welcome addition to the booming literature on Cyprus, but is also timely.

While recent work has offered new, and indeed critical, perspectives on the subject, a not insignificant share of scholars continue to address the issue through the prism of colonialism. Depending on which “hyphenation” the author bears –Greek- or Turkish-Cypriot alike– their approach to the issue is likely to hue all-too-closely to the dominant national narrative created [182] ΚοινωνιΚη Συνοχη Και Αναπτυξη decades ago in their respective “Motherland”. Paradoxically enough, the local Cypriots –and the concerns and dynamics that have plagued daily life and inter-communal reconciliation on the island itself– continue to be either overlooked entirely or scrutinized only selectively. In Greece and Cyprus, therefore, the Cyprus Question remains fixed on the historical issue of “invasion, partition, and occupation” –namely, by the Turks of the northern part following their 1974 military operation. This perspective, of course, overlooks the inter-communal conflict and violence that well pre-date the invasion but lay the ground for it to occur.

The Cypriot Social Formation is a massive and demanding book, but includes detailed content that helps the reader to focus on a specific issue or time period of interest. More importantly –and bearing in mind the limits of the literature detailed above– Sakellaropoulos’ book provides a well-balanced and in-depth account of the issue that considers politics, society, economics and the broader international context. The work therefore is well-placed to challenge the widely shared contention that the Cyprus issue started in 1974.

The book is divided in three parts. The first, which would ideally be an extended introduction or even a separate, short book, begins in 1191AD, when the island was conquered by Richard I of England. It ends in 1878, when the island’s domination passed from the Ottomans to the British. The author’s aim is to portray, as the book title indicates, the social formation in Cyprus over the longue duree, and the factors contributing to it across the centuries. The second section –the longest part of the book– covers the British colonial administration from 1878 up to the Turkish invasion in 1974. The third and final part covers the thirty year-period until the Annan Plan in 2004.

The author’s Marxist approach is evident throughout the book. For example, Sakellaropoulos uses the ‘Asiatic Mode of Production’ to explain the social formation in the island since Ottoman times, an approach which would be benefitted even more if the author had followed the discussion in Turkey covering the period between İdris Küçükömer, Çağlar Keyder, Huri İslamoğlu, and others. Issues like colonialism, imperialism and capitalism would not be absent from such a study. In a matter of fact, these themes provide at the same the methodological and interpretive context through which the author approaches the issue and explains how the social, economic and political relations and interrelationships in Cyprus were formed. Sakellaropoulos also takes into consideration the geopolitical restructuring, both during the age of empires but also later during the Cold War.

Bolstered by a broad array of sources, Cypriot Social Formation is a well-documented and comprehensive study of the complex issue of Cyprus. The rich documentation –both primary and secondary sources in English, French, and Greek, but also unpublished PhD dissertations– help Sakellaropoulos cover the gap that arises from the lack of Turkish sources, something he achieves with great dexterity. As a result, the author offers a sober, but critical, coverage of important issues in the history of the island, including: the policies and attitudes of Greece, Turkey and the USA in 1974 (and in other periods), the London–Zurich Agreements and the Constitutive Assembly in 1947, to name just few. The lack of Turkish sources becomes perhaps more evident when the discussion comes to the Turkish Cypriot Left, where the evidence is relatively limited. Bearing in mind Spivak’s central question – “Can the subaltern speak?”– we could gainfully pose a similar question regarding the Cypriot Left in general, and the Turkish Cypriot Left in particular. For his part, Sakellaropoulos treats the Left as an active agent –and no mere bystander– in the complex issue of Cyprus. At the same time, through the use of extensive bibliography, the author offers Social Cohesion and Development [183] the reader not only a balanced argument, but also food for thought with his multidimensional approach. This becomes evident in the last part of each chapter, dedicated to a section called ‘Discussion’, in which the author offers a critical review of the chapter’s themes. In this way, the reader can, on the one hand, grasp the important details and events in Cyprus and, on the other, locate it in its proper global political context.

In conclusion, The Cypriot Social Formation features a sophisticated interplay of concepts, and deftly offers –sometimes implicitly, at times explicitly– an account of decades of historiographical debates between different interpretations of the Cyprus Question. Whether one agrees with the author or not, The Cypriot Social Formation is a must read for all those with an interest in the subject. There is no doubt in my mind that the book will become standard reading on the issue for many years to come.

Nicos Christofis

Shaanxi Normal University, Xi'an, China

 

 

Συνέντευξη για το Κυπριακό στο δημοσιογράφο Δημήτρη Αποστόλου για την εκπομπή "Μαζί το Πρωί" στο ρ/σ 9,65 της Χαλκίδας

47 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. “ΜΑΖΙ ΤΟ ΠΡΩΙ” ο καθηγητής ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ – 96.5 fm (965fm.gr)