Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση

Εκδότης: Λιβάνης
Σειρά: Βιβλία
Σελίδες: 540
Σχήμα: 17 x 24
ISBN: 960-14-0376-0

Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση

Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση"  |  Σακελλαρόπουλος Σπύρος

ISBN: 960-14-0376-0

Αρ. σελίδων: 540


Η μελέτη αυτή αρχικά ερευνά τις κοινωνικές προϋποθέσεις που επέβαλαν τη μετάβαση από τη δικτατορία προς τη δημοκρατία, τις κοινωνικές διεργασίες που θα χαρακτηρίσουν την περίοδο 1974-1981, τους λόγους για τους οποίους θα είναι το ΠΑΣΟΚ και όχι κάποιο άλλο κόμμα του «μπλοκ της Αλλαγής» που θα κερδίσει τις εκλογές του 1981. Στη συνέχεια ερμηνεύεται το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ μέσω της χρήσης ερμηνευτικών εργαλείων από το χώρο της θεωρίας του Κράτους και των κοινωνικών τάξεων σε αντιδιαστολή με τις πολύ διαδεδομένες έννοιες του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την περιγραφή της πορείας αυτομετασχηματισμού του ΠΑΣΟΚ, από το 1985 και ύστερα, σε παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, καθώς και των αντιφάσεων που ανέδειξε αυτή η πορεία.
Βασική θέση του συγγραφέα είναι η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος (1974-1981) με την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής που ανέδειξε, που δημιούργησε τους όρους και τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική, από την κλασική σοσιαλδημοκρατική, άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1981-1985· ιστορική εξέλιξη που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με αυτή του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1981 καθώς και των Εργατικών στη Βρετανία το 1945. Ωστόσο, και στις τρεις περιπτώσεις τα δομικά όρια που θέτει η λειτουργία του σύγχρονου κράτους στο καπιταλιστικό σύστημα δημιούργησαν και τις προϋποθέσεις αυτομετασχηματισμού τους από το 1985 και ύστερα.


Βιβλιοκριτική του Παναγιώτη Σωτήρη στο περιοδικό Θέσεις τ. 80, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2002 ,


 
Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση.
Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974 - 1988. Εκδ. Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2001, 540 σελίδες
 
Εισαγωγή
 
Η μεταπολίτευση (με τον συμβατικό ορισμό της περιόδου που ορίζεται από το 1974 έως το τέλος της πρώτης οκταετίας του ΠΑΣΟΚ) έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο από θεωρητική όσο και από πολιτική άποψη. Ο λόγος είναι απλός: Από την μια ορίζεται σε συνέχεια με το σήμερα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια εμφανής τομή που να την χωρίζει από την τρέχουσα πραγματικότητα (σε αντίθεση με την εμφανή τομή με το μετεμφυλιακό κράτος ή την δικτατορία). Από την άλλη ο τρέχων πολιτικός λόγος, τουλάχιστον αυτός που εκπέμπεται από το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό και τους Ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, προσπαθεί να προσδιορίσει αυτή την περίοδο ως ένα πριν, να την αντιμετωπίσει ως κάτι που προηγήθηκε και τελείωσε.
Αυτή η αναζήτηση μιας τομής ανάμεσα στην μεταπολίτευση και την σημερινή Ελλάδα του εκσυγχρονισμού (δηλαδή της έντασης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης) εμπεριέχει και μια αξιολογική χροιά: εμφανίζεται τις περισσότερες φορές η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, οι πολιτικές και ιδεολογικές της τάσεις, και πάνω από όλα ο συσχετισμός δύναμης που τη χαρακτήρισε ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή, ή έστω ως ένα σημείο αφετηρίας από το οποίο και μετά ακολούθησε η πρόοδος. Με αυτή την έννοια το ερώτημα μιας επιστημονικής προσέγγισης αυτής της περιόδου, με όρους θεωρητικής επάρκειας, αποτελεί μια πρώτης τάξεως πρόκληση.
Υπάρχουν όμως και πολιτικοί λόγοι: Αν κανείς προσέξει το λόγο των κάθε είδους ιδεολογικών υποστηρικτών του εκσυγχρονισμού θα προσέξει την διαρκή προσπάθεια να στιγματισθούν οι νοοτροπίες και οι πρακτικές της μεταπολίτευση, ειδικά σε σχέση με τις προσδοκίες και τις αναγνωρίσεις των λαϊκών μαζών. Οφείλουμε επομένως να συζητήσουμε και να εξετάσουμε με όρους συστηματικούς με ποιον τρόπο όντως διαμορφώθηκαν εκείνη την περίοδο μια σειρά από ταξικές προσδοκίες και απαιτήσεις που φαίνεται ότι ακόμη και τώρα δημιουργούν προσκόμματα.
Άλλωστε υπάρχουν και συγκεκριμένοι θεωρητικοί λογαριασμοί: Σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος υπέρ του εκσυγχρονισμού έχει ως θεωρητική προϋπόθεση μια σειρά από σχήματα ιδιαίτερα τρέχοντα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, οριοθετημένα γύρω από εκτιμήσεις εξάρτησης, υπανάπτυξης, καθυστέρησης και τα οποία σήμερα αποτελούν την νομιμοποίηση του εκσυγχρονιστικού και ευρωπαϊκού προτάγματος. Με αυτή την έννοια το να μπορέσουμε να ορίσουμε με σαφήνεια αυτό το πριν του εκσυγχρονισμού και της αναδιάρθρωσης, να εντοπίσουμε τις πραγματικές αντιφάσεις και ιστορικές τάσεις αποκτά μια ευρύτερη θεωρητική σημασία, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αξιοποιηθεί για να καταφανεί η υπεροχή μιας σύγχρονης μαρξιστικής προσέγγισης απέναντι σε εμπειρίστικες ή λειτουργιστικές προσεγγίσεις.
Αυτό είναι ακριβώς που προσδίδει ενδιαφέρον και σημασία στην κυκλοφορία του βιβλίου του Σπύρου Σακελλαρόπουλου για την μεταπολίτευση.
 
 
Οι βασικές θέσεις του Σακελλαρόπουλου
 
Ο Σακελλαρόπουλος ξεκινά εξετάζοντας τις βασικές αντιφάσεις που διαπερνούσαν την στρατιωτική δικτατορία και τον τρόπο που αυτές οξύνθηκαν σε εκρηκτικό βαθμό ύστερα από την εισβολή στην Κύπρο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί πλέον ο στρατός να παίξει το ρόλο του πραγματικού κόμματος της αστικής τάξης, γεγονός που οδήγησε στην λύση Καραμανλή.
Ορθά περιγράφονται οι όροι μιας εκ νέου συγκρότησης των πολιτικών μηχανισμών, χωρίς την συμμετοχή πια του παλατιού και του στρατού (άρα μια μετάβαση από κρατικές μορφές έκτακτης ανάγκης σε μορφές Κράτους - Δικαίου) και μιας μετατόπισης του δείκτη κυριαρχίας στο εκτελεστικό, στα πλαίσια μιας αντίληψης αυταρχικού κρατισμού, την οποία κατεξοχήν εκπροσώπησε ο Κ. Καραμανλής, με σημαντικό επιπλέον στοιχείο την σημασία των κομμάτων και της λειτουργίας τους ως μηχανισμών νομιμοποίησης, παράλληλα με την ελεύθερη πλέον δράση και άλλων μηχανισμών εκπροσώπησης όπως τα σωματεία, οι φοιτητικοί και επαγγελματικοί σύλλογοι κ.α. Ορθά επίσης εντοπίζεται το στρατηγικό πολιτικό στοιχείο πίσω από την ένταξη στην Ε.Ο.Κ., ως μια απόπειρα πολιτικής και ιδεολογικής θωράκισης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναλυτική παρουσίαση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων και της έντονης κοινωνικής ανισότητας αμέσως μετά το 1974 γεγονός που βρίσκεται στην βάση της ανάπτυξης ενός εντονότατου και ριζοσπαστικού κοινωνικού διεκδικητισμού μετά το 1974, και ο οποίος θα διαμορφώσει μια κοινωνική δυναμική που θα καθορίσει τις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Στην συνέχεια ο Σακελλαρόπουλος προχωρά σε μια ιδιαίτερα εκτενή εξέταση του "φαινομένου ΠΑΣΟΚ". Το σημείο αυτό άλλωστε είναι και από τα ενδιαφέροντα και πλούσια του βιβλίου. Άλλωστε θα έλεγε κανείς ότι η πραγματική θεωρητική συζήτηση του φαινομένου ΠΑΣΟΚ, πέρα από τον εμπειρισμό της απλής καταγραφής ή την απλή πολιτική στήριξη ή καταγγελία του, είναι αντίστροφη της σημασίας του στην νεώτερη πολιτική ζωή. Στο βαθμό που το ΠΑΣΟΚ κατάφερε από σχηματισμός που εκπροσωπούσε μία παραλλαγή της αριστερής στρατηγικής να γίνει ο βασικός πολιτικός φορέας καπιταλιστικής διαχείρισης την τελευταία εικοσαετία, διατηρώντας μία ανθεκτική σχέση εκπροσώπησης με τα λαϊκά στρώματα, η τοποθέτηση απέναντί του αποτελεί την συμπύκνωση ευρύτερων θεωρητικών και πολιτικών προσδιορισμών.
Ο Σακελλαρόπουλος ξεκινά έτσι από την εξέταση των κυριότερων θεωρητικών σχημάτων που έχουν διατυπωθεί για το ΠΑΣΟΚ κύρια γύρω από το σχήμα της μικροαστικής Ελλάδας ή/και του μικροαστικού ΠΑΣΟΚ. Για να το απαντήσει αυτό, και αφού με σαφήνεια και ορθά προσδιορίσει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας στην υπό εξέταση περίοδο, προχωράει σε μια ιδιαίτερα πλούσια θεωρητική παρέκβαση στην θεωρία των κοινωνικών τάξεων. Άλλωστε -αντίθετα από την παραδοσιακή πολιτική επιστήμη- η μαρξιστική προσέγγιση στηρίζεται στην αιτιακή προτεραιότητα των κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων πάνω στις πολιτικές μορφές.
Έτσι παρουσιάζονται βασικά στοιχεία μιας μαρξιστικής θεωρίας των τάξεων σε έναν κριτικό διάλογο με νεώτερες απόψεις. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανάλυση του Ν. Πουλαντζά όπου πλάι στην θετική συνεισφορά του εντοπίζονται οι θεωρητικές αντιφάσεις που παράγονται από την ταύτιση παραγωγικής εργασίας και εργατικής τάξης. Σε αυτή την βάση ο Σακελλαρόπουλος σκιαγραφεί ένα επαρκές εννοιολογικό πλαίσιο τόσο για την εργατική και την αστική τάξη, όσο και για την παραδοσιακή και την νέα μικροαστική τάξη, κατορθώνοντας να αποφύγει τόσο την απλούστευση των διπολικών σχημάτων (όπου υπάρχει μόνο η εργατική και η αστική τάξη) όσο και την διαμόρφωση μιας ασαφούς και γενικευτικής κατηγορίας "μεσοστρωμάτων". Επιπλέον ο εντοπισμός του πραγματικού εύρους της εργατικής τάξης καθώς και των χαρακτηριστικών τόσο της νέας μικροαστικής τάξης και των αγροτών (εντοπισμός που συνδυάζεται με μια συστηματική επεξεργασία και στατιστικών στοιχείων, γεγονός που προσδίδει στην εργασία του και εμπειρικό πλούτο) του επιτρέπει να αντικρούσει τον μύθο περί μικροαστικής Ελλάδας (και την παράλληλη άποψη των ασαφών ταξικών περιγραμμάτων λόγω πολυσθένειας) και να καταδείξει ότι όντως αυτό που ορίστηκε ως το "κοινωνικό μπλοκ της αλλαγής" ήταν μια εργατική και λαϊκή κοινωνική συμμαχία. Παράλληλα καταδεικνύει και την ανεπάρκεια των σχημάτων περί "πελατειακών σχέσεων" αφού καταδεικνύει ότι αυτές οι πρακτικές (που κάθε άλλο παρά ελληνική ιδιαιτερότητα είναι) αποτελούν συγκεκριμένες ιστορικά καθορισμένες αποτυπώσεις ταξικών σχέσεων και μηχανισμών απόσπασης συναίνεσης και όχι στρεβλώσεις απέναντι σε κάποιο υποτιθέμενο κανόνα.
Σε αυτή την βάση εξετάζει τις κατά την γνώμη του πιο σοβαρές προσεγγίσεις του φαινομένου ΠΑΣΟΚ όπως διατυπώθηκαν στις σελίδες των Θέσεων στη δεκαετία του 1980 σύμφωνα με τις οποίες το ΠΑΣΟΚ είναι ένα αριστερό κόμμα (συμπυκνώνοντας την ηγεμονία κρίσιμων τόπων της αστικής ιδεολογίας στον λόγο και την πρακτική της Αριστεράς μετά την ήττα στον εμφύλιο) που επεχείρησε την σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας μέσα από την αποδοχή και συνέχιση της αστικής εκσυγχρονιστικής στρατηγικής (όπως αυτή αρθρώθηκε μετά την μεταπολίτευση). Απέναντι σε αυτό το σχήμα ο Σακελλαρόπουλος διατυπώνει μια διαφορετική εκτίμηση που παρουσιάζει το ΠΑΣΟΚ ως μια ενεργό πολιτική αντίφαση, αφού από την μια αποτυπώνει την πραγματική σύγκρουση μιας λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας με την αστική τάξη και τους εκφραστές της, από την άλλη αυτή η σύγκρουση (όπως συμπυκνώθηκε στο τετράπτυχο δημοκρατία - ανεξαρτησία - ανάπτυξη - αξιοκρατία) δεν αποτελούσε μια αμφισβήτηση του πυρήνα των αστικών κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, έστω και αν σε πρώτη φάση συνάντησε την εντονότατη αντίδραση της άρχουσας τάξης.
Για να μπορέσει να τεκμηριώσει αυτή την θέση του ο Σακελλαρόπουλος κάνει πάλι μια πλούσια θεωρητική παρέκβαση, στην θεωρία του κράτους αυτή την φορά και στις βασικές νεώτερες συνεισφορές στην μαρξιστική βιβλιογραφία: τις απόψεις του Ν. Πουλαντζά, του Λ. Αλτουσέρ αλλά και της σχολής της λογικής συναγωγής. Κατά τη γνώμη του Σακελλαρόπουλου στην θέση του Πουλαντζά μπορούμε να εντοπίσουμε τον υπερτονισμό της πολιτικής λειτουργίας, στην θέση του Αλτουσέρ τον υπερτονισμό της "αρνητικής" κατασταλτικής λειτουργίας, στην θέση της σχολής της λογικής συναγωγής τον υπερτονισμό της οικονομικής λειτουργίας. Απέναντι σε αυτό προτείνει την θεώρηση του καπιταλιστικού κράτους ως ενός ειδικού αποτελέσματος της ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, με κατασταλτικές, ιδεολογικές (συναινετικές) και οικονομικές λειτουργίες.
Σε αυτά τα πλαίσια ο Σακελλαρόπουλος διατυπώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας για το ΠΑΣΟΚ και της αντιφάσεις του: Θεωρεί έτσι ότι έχουμε να κάνουμε με μια "αυτόνομη κυβερνητική συνιστώσα". Με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια σειρά από κόμματα που υπό ειδικές περιστάσεις καταλαμβάνουν την κυβερνητική εξουσία στηριζόμενα στα λαϊκά στρώματα και υιοθετούν μέτρα που συναντούν την αντίδραση των κυρίαρχων τάξεων, χωρίς όμως να αμφισβητούν τις κυρίαρχες εξουσιαστικές σχέσεις. Σε αυτή την κατηγορία εκτός από το ΠΑΣΟΚ εντάσσει και το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα αμέσως μετά το 1945 καθώς και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1981. Θεωρεί με άλλα λόγια ότι θα πρέπει αντί να δούμε το ΠΑΣΟΚ ως ένα εξ αρχής αστικό κόμμα, να εντοπίσουμε μια διαδικασία μετασχηματισμού από αυτόνομη κυβερνητική συνιστώσα σε αστικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης.
Σε αυτά τα πλαίσια εξετάζει αναλυτικά την συγκεκριμένη πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία και τον τρόπο με τον οποίο θα διατηρήσει την ηγεμονία στο μπλοκ της αλλαγής μέσα από την ικανοποίηση μέρους των αιτημάτων, παράλληλα με μια πολυεπίπεδη πραγματική και συμβολική πολιτική αναγνώρισή αυτού του κοινωνικού μπλοκ. Αυτό σε συνδυασμό και με την συμβολική ρήξη με το μετεμφυλιακό κράτος που σηματοδότησε η άρνηση της επανεκλογής Καραμανλή επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να κερδίσει και τις εκλογές του 1985.
Στη συνέχεια όμως καταγράφεται ο τρόπος που μέσα από μια εντονότερη παρά ποτέ εκδήλωση των αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης επέρχεται και μια τομή στην οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, αλλά και μια άρση των όρων με τους οποίους μέχρι τότε αποσπούσε την συναίνεση των λαϊκών τάξεων. Ο Σακελλαρόπουλος εξετάζει τόσο τις πραγματικές οικονομικές αντιφάσεις, όσο όμως και τις συγκεκριμένες δικαιολογίες που προβλήθηκαν τότε για την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο καταρρίπτει τους κυρίαρχους -και τότε αλλά και σήμερα- μύθους περί του υπερδιογκωμένου δημόσιου τομέα και περί χαμηλής ανταγωνιστικότητας και καταδεικνύει ότι η αλλαγή πολιτικής (η οποία εξακολουθεί να εκθειάζεται ακόμη και σήμερα από τους ιδεολόγους του εκσυγχρονισμού) δεν ήταν μια αναγκαστική τεχνική και ορθολογική προσαρμογή, αλλά μια συνολική απόπειρα μετατόπισης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης σε βάρος των λαϊκών τάξεων και υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, μια συνολική προσπάθεια δημιουργίας των αναγκαίων οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών όρων για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την ένταση της εκμετάλλευσης και την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Σε αυτά τα πλαίσια ορθά επισημαίνεται ότι ξεκινά ουσιαστικά η διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και παρατίθενται τα βασικά χαρακτηριστικά της.
Σε αυτό το φόντο και μέσα από την διαχείρισης μιας ρήξης με τα λαϊκά στρώματα ο Σακελλαρόπουλος βλέπει και τον μετασχηματισμό του ΠΑΣΟΚ σε ένα αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τον οποίο και αποδίδει σε μια σειρά από λόγους: στους αναπόδραστους καταναγκασμούς της καπιταλιστικής συσσώρευσης, στην κρίση πολιτικού και ιδεολογικού προσανατολισμού του λαϊκού κινήματος, στην γραφειοκρατικοποίηση του εσωκομματικού μηχανισμού και στην ενσωμάτωση των βασικών επιλογών των ηγεμονικών μερίδων του συνασπισμού εξουσίας.
Στη συνέχεια ο Σακελλαρόπουλος καταγράφει τις πολιτικές συνέπειες που είχε η αλλαγή οικονομικής πολιτικής μετά το 1985, όπως αποτυπώθηκαν και σε μια σχετική τρώση της πολιτικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα εντοπίζει τους όρους που η συντηρητικότερη μετατόπιση του πολιτικού και ιδεολογικού λόγου αναβάθμισε συγκυριακά την θέση της Ν.Δ. (που έχει ήδη μετατοπιστεί σε μια εκδοχή νεοφιλελεύθερης στρατηγικής). Καταγράφει όμως και την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει μια διαφορετική στρατηγική από αυτή της "προοδευτικής διακυβέρνησης" και να εκπροσωπήσει την καταγραφείσα λαϊκή δυσαρέσκεια, γεγονός που επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην εκπροσώπηση των λαϊκών στρωμάτων. Επιπλέον σωστά επισημαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό ήταν ένα δυναμικό διανοουμένων της αριστεράς αυτό που όχι μόνο διαμόρφωσε ένα πλαίσιο νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και -μέσα από μια αντίληψη εθνικής (δηλαδή ταξικής) συμφιλίωσης- προλείανε το έδαφος για την επανανομιμοποίηση των κυβερνήσεων της Ν.Δ., τάση που εντάθηκε αμέσως μετά το ξέσπασμα της υπόθεσης Κοσκωτά.
 
Κάποιες κριτικές παρατηρήσεις
 
Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και τεκμηριωμένη εργασία η οποία καλύπτει ένα κενό στην σχετική βιβλιογραφία και μπορεί να ξεκινήσει την συζήτηση παρέχοντας ταυτόχρονα μια σημαντική καταγραφή κομβικών θεωρητικών θέσεων. Σε ό,τι αφορά την περιοδολόγηση, τα στοιχεία και τα συνολικά συμπεράσματα δεν έχουμε να προσφέρουμε τίποτε άλλο παρά την συμφωνία μας.
Αξίζει όμως τον κόπο να σταθούμε λίγο στο ζήτημα της θεωρητικής οριοθέτησης του φαινομένου του ΠΑΣΟΚ. Ο Σακελλαρόπουλος ορθά δεν επιλέγει έναν απλουστευτικό τρόπο να χαρακτηρίσει το ΠΑΣΟΚ ως ένα εξ αρχής αστικό κόμμα και εντοπίζει την ιδιαίτερη δυναμική και τις δεσμεύσεις που επέβαλε η πίεση από το κοινωνικό μπλοκ της αλλαγής. Από την άλλη ενώ το σχήμα της αυτόνομης κυβερνητικής συνιστώσας έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να εκφράσει το στοιχείο της τομής τόσο σε σχέση με την προηγούμενη διαχείριση όσο και με την μετατροπή σε αστικό κόμμα που ακολούθησε, εντούτοις έχει το μειονέκτημα να είναι κάπως θεωρητικά μετέωρο.
Γνώμη μας είναι πως μια άλλη δυνατότητα θεωρητικής προσέγγισης προσφέρεται από την αφετηρία ότι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης (με την έννοια εκείνου του θεσμικού υλικού τόπου όπου αποτυπώνονται - διαμεσολαβούνται όλες οι αντιφάσεις της ταξικής πάλης και της συσσώρευσης) είναι το ίδιο το αστικό κράτος, θεωρημένο στην ολότητα των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών (δημόσιων και "ιδιωτικών"). Σε αυτή την βάση κυρίαρχη αστική στρατηγική δεν είναι απαραίτητα η εμπειρική βούληση των ίδιων των αστικών στρωμάτων αλλά ο τρόπος που στο κράτος συγκροτείται κάθε στιγμή -δηλαδή μέσα στην συγκυρία- ένας ορισμός του μακροπρόθεσμου καπιταλιστικού συμφέροντος. Σε αυτή τη βάση μπορούμε να δούμε τα πραγματικά στοιχεία συνέχειας αλλά και τομής στην μεταπολιτευτική διαχείριση.
Μια τέτοια θεώρηση επιτρέπει να ορίσουμε και τα αστικά κόμματα όχι σε επίπεδο δήλωσης πρόθεσης ή αυτοσυνείδησης, αλλά στο επίπεδο του αν ορίζονται ως υποψήφια κόμματα διαχείρισης του αστικού κράτους άρα από το αν συγκροτούνται εσωτερικά ή εξωτερικά προς την στρατηγική που αρθρώνεται εντός των κρατικών μηχανισμών. Με αυτή την έννοια το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει στην περίοδο της πορείας του προς την εξουσία όντως έναν δυϊσμό. Από την μια ως ένα αριστερό κόμμα (με την έννοια ότι η κυρίαρχη αριστερή στρατηγική τότε ήταν η επίτευξη του στόχου της διακυβέρνησης ώστε με όχημα το αστικό κράτος να ξεκινήσει μια διαδικασία τομών). Από την άλλη ως υποψήφιο κόμμα του κράτους (χαρακτηριστική ήταν εδώ η μετατόπιση προς αυτό του πολιτικού προσωπικού του Κέντρου), άρα ως ένα αστικό κόμμα. Από την στιγμή που βρέθηκε να κατέχει την εξουσία ήταν πιστεύουμε η ίδια η αναπόδραστη υλικότητα της εντοπισμένης στους κρατικούς μηχανισμούς αστικής στρατηγικής που επέβαλε την δική της λογική και ολοκλήρωσε τον αστικό μετασχηματισμό του ΠΑΣΟΚ. Έδειξε όμως ταυτόχρονα και την αναπόφευκτη πορεία στην οποία θα οδηγούσε η μετατόπιση και της ιστορικής αριστεράς προς την αποδοχή της θετικής ουδετερότητας του αστικού κράτους στην υποθετική περίπτωση που θα ήταν ένα "αυθεντικό" αριστερό κόμμα αυτό που θα αναλάμβανε την εξουσία.
Σε κάθε περίπτωση ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο ο Σακελλαρόπουλος προσεγγίζει το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ διατηρεί την σημασία του. Αλλά και την επικαιρότητά του καθώς η επίσημη αριστερά επιμένει να μην αντιλαμβάνεται την καθοριστική σημασία της αναγκαίας πραγματικής πολιτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας από την αστική στρατηγική και εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται γύρω από μίνιμουμ προγράμματα διεκδίκησης μιας αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Κατά συνέπεια η ουσία της πολιτικής στρατηγικής της δεν αφίσταται από την διεκδίκηση μιας καλύτερης διακυβέρνησης και αξιοποίησης του καπιταλιστικού κράτους, στοιχείο ρητό στην πολιτική πρόταση του Συνασπισμού, αλλά και ορατό μέσα στην ασάφεια της κατά της ΚΚΕ "λαϊκής εξουσίας". Ή για να το πούμε απλά: μπορεί σήμερα πια να μην εμφανίζονται οι ίδιες παλιότερες αυταπάτες για την σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ ή να εντείνονται οι διαχωριστικές γραμμές, ο πυρήνας όμως του οικονομισμού, της θεώρησης του κράτους ως ουδέτερου εργαλείου και της αναζήτησης ενός εν δυνάμει αριστερού κυβερνητισμού αναπαράγεται. Και είναι προφανές ότι με τέτοιες κατευθύνσεις εσωτερικές σε τελική ανάλυση προς τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής στρατηγικής κανένας άλλος κόσμος δεν θα γίνει ποτέ εφικτός.
 
Εν κατακλείδι
 
Έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα και σημαντική δουλειά, που όχι μόνο καταδεικνύει την υπέρτερη θεωρητική δραστικότητα των μαρξιστικών θεωρητικών εργαλείων, αλλά και επιτρέπει να ανοίξει ένας ευρύτερος θεωρητικός αλλά και πολιτικός διάλογος. Γι' αυτό και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί.


Επίσης μπορείτε να διαβάσετε βιβλιοκριτική από το Νίκο Λούντο στο περιοριοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω τ. 44, Σεπτέμβρης- Οκτώβρης 2002 σελ. 30-31 στο http://www.socialismfrombelow.gr/pdf/44.pdf