Αναδιάρθωση και εκσυγχρονισμός Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του '90

Εκδότης: Παπαζήσης
Σειρά: Βιβλία
Σελίδες: 277
Σχήμα: 14 x 21
ISBN: 978-960-02-1758-2

Αναδιάρθωση και εκσυγχρονισμός Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του '90

Αναδιάρθωση και εκσυγχρονισμός
Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του '90
Σακελλαρόπουλος, Σπύρος
ISBN978-960-02-1758-2
ΕΥΔΟΞΟΣ29367
Σελίδες277
Έτος πρώτης έκδοσης2004
Έτος τρέχουσας έκδοσης2004
Βάρος386 g
Διαστάσεις21 x 14 cm


Ποιες είναι οι σημαντικότερες πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές εξελίξεις που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90; Πώς συνδυάζονται οι αλλαγές αυτές με τους γενικότερους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού; Ποια είναι η σημασία του εκσυγχρονισμού ως ιδεολογικού και πολιτικού προτάγματος, όπως αυτό διατυπώθηκε από κύκλους διανοουμένων και συμπυκνώθηκε σε πολιτική στρατηγική από τον Κ. Σημίτη; Τα ερωτήματα αυτά επιχειρούν να απαντήσουν οι Σ. Σακελλαρόπουλος και Π. Σωτήρης με το συγκεκριμένο βιβλίο. Η βασική θέση των συγγραφέων είναι πως η δεκαετία του '90 αποτελεί για την ελληνική κοινωνία μια περίοδο ουσιαστικών μεταλλαγών, οι οποίες θα επικαθορίσουν σε σημαντικό βαθμό το μέλλον του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού για τις επόμενες δεκαετίες. Ουσιαστικά η δεκαετία αυτή σηματοδοτεί μια επιτάχυνση των διαδικασιών της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ο υποτιθέμενα ουδέτερος λόγος περί εκσυγχρονισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η πολιτική της συνεχούς λιτότητας, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η εισαγωγή νέων συστημάτων παραγωγής, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, η διαρκής εργασιακή κινητικότητα, συνολικά το βάθεμα των σχέσεων εκμετάλλευσης, η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και η θωράκιση του πολιτικού επιπέδου απέναντι στις διεκδικήσεις των λαϊκών τάξεων.

Διαβάστε βιβλιοκριτική από τον Κώστα Θεριανό που δημοσιεύτηκε στο τ. 89 του περιοδικού Θέσεις



Βιβλιοκριτική
του Κώστα Θεριανού

Τεύχος 89, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2004

 
Σπύρος Σακελλαρόπουλος – Παναγιώτης Σωτήρης Αναδιάρθρωση και Εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 Εκδόσεις Παπαζήση. Αθήνα 2004. 
 
Διαβάζοντας το βιβλίο των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι πρόκειται για «ένα βιβλίο που εκκρεμούσε», «ένα βιβλίο που έπρεπε να γραφτεί». Οι συγγραφείς προσπαθούν να προσεγγίσουν τις πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές εξελίξεις στη χώρα μας  κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 με αναλυτικά και ερμηνευτικά εργαλεία που προέρχονται από διάφορα ρεύματα της μαρξιστικής σκέψης. Άλλωστε, όπως διευκρινίζουν στην εισαγωγή της μελέτης τους, ενδιαφέρονται για την κριτική προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι καθώς η έννοια της ουδετερότητας είναι ψευδεπίγραφη στις κοινωνικές επιστήμες. Τα μεθοδολογικά εργαλεία, τα ερμηνευτικά σχήματα και οι αναλυτικές κατηγορίες που επιλέγει ο κάθε ερευνητής αποτελούν εκούσια ή ακούσια αντανάκλαση της ταξικής πάλης.
 
Βασική θέση των συγγραφέων είναι ότι η πτώση της κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας ώθησε τις άρχουσες τάξεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών στην αναζήτηση πολιτικών που θα οδηγούσαν σε έξοδο από την κρίση. Η επιλογή της στρατηγικής της αναδιάρθρωσης, η οποία στη χώρα μας βαφτίσθηκε «εκσυγχρονισμός», ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια περιορισμού του κοινωνικού κράτους, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου και σε βάρος της ζωντανής εργασίας. Σε επίπεδο καθημερινής ζωής αυτή η στρατηγική μεταφράσθηκε σε λιτότητα, μείωση της αγοραστικής δυνατότητας των μισθωτών και των συνταξιούχων, αυξανόμενο αίσθημα ανασφάλειας, αύξηση του δανεισμού από τράπεζες για την ικανοποίηση καθημερινών καταναλωτικών δαπανών –σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και ανελαστικών (ενοίκιο, δίδακτρα)-- υψηλά επίπεδα ανεργίας και διεύρυνση της ευέλικτης και μερικής απασχόλησης.
 
Οι συγγραφείς χρησιμοποιώντας την κατηγορία της ηγεμονίας προσπαθούν να προσεγγίσουν και να αναδείξουν τόσο τους υλικούς όρους που επέτρεψαν σε συγκεκριμένα τμήματα της αστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων να ανέβουν οικονομικά και να κυριαρχήσουν ιδεολογικά, την περίοδο που η ανυπαρξία ενός εναλλακτικού σχεδίου οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς οδήγησε στην παθητική αποδοχή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τις κυριαρχούμενες τάξεις και την εμπέδωση της αντίληψης στις δυνάμεις της εργασίας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από αυτόν του «εκσυγχρονισμού». Παράλληλα, η αναδιάρθρωση της εργασίας προς την κατεύθυνση της ελαστικοποίησης και της διάρρηξης της συλλογικότητας –λόγω των νέων όρων παραγωγής– πέρα από τη διαμόρφωση του πολυλειτουργικού εργαζόμενου σε ιδεολογικό επίπεδο διαμόρφωσε την αναπαράσταση της εργασίας σαν «παροχής υπηρεσίας», σαν «στελέχωση» μιας επιχείρησης, όπου όλοι όσοι εργάζονται σε αυτήν είναι στελέχη της!!!
 
Σε πολιτικό επίπεδο, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση προκάλεσε την μετάλλαξη των πολιτικών κομμάτων στην κατεύθυνση της ομοιομορφίας των πολιτικών τους προγραμμάτων, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη δυσχέρεια εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων. Προβάλλεται, συστηματικά από το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που ως κυβέρνηση ανέλαβε το ρόλο του «αναδιαρθρωτή», όχι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των «μη προνομιούχων» αλλά η επίλυση προβλημάτων και θεσμικών αδυναμιών και καθυστερήσεων του ελληνικού καπιταλισμού που «εκκρεμούσαν» από το 19ο αιώνα. Στην ενίσχυση του εκσυγχρονιστικού λόγου συνέβαλλαν οι θεωρίες περί «ανολοκλήρωτου καπιταλισμού»,  μιας αστικής μεταρρύθμισης η οποία «ακόμη δεν έγινε», που επί πολλά έτη είχαν καλλιεργηθεί τόσο από ορισμένους θεωρητικούς της εξάρτησης –ακόμη και στον χώρο της Αριστεράς-- όσο και από φιλελεύθερους συγγραφείς. Ο «εκσυγχρονισμός» ήταν το κυνήγι του «ανεύρετου καπιταλισμού» (όπως τον χαρακτηρίζουν με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο οι συγγραφείς) που θα ορθολογικοποιούσε τον «παράλογο» και «ανατολίτικο» ελληνικό καπιταλισμό. Έτσι, δεν πρέπει να παραξενεύει η υποστηρικτική στάση πολλών διανοουμένων, που είχαν χαρτογραφηθεί ως αριστεροί, στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Άλλωστε, όπως με αναλυτικό τρόπο δείχνουν οι συγγραφείς, ο «εκσυγχρονισμός» ήταν ουσιαστικά το αίτημα που υπέβοσκε στις αναλύσεις τους περί «εξάρτησης», «καθυστέρησης», «νόθας αστικοποίησης», «ελλείμματος αστικής ολοκλήρωσης», κ.λπ. Αυτό το ρεύμα της διανόησης βρήκε ουσιαστικά την πολιτική του έκφραση στο ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, που ήταν ο θεωρητικός και πολιτικός εκφραστής του εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του ’90.
 
Σε μια εποχή όπου η ελληνική «πνευματική αγορά» κατακλύζεται από μεταμοντέρνες αναλύσεις που, κινούμενες στη γραμμή των «μεταμαρξιστών» τύπου Λακλό και Μουφέ, υποστηρίζουν ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να εγκαταλείψουν την «ταξική ανάλυση» ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο των κοινωνικών μετασχηματισμών, και από εγχειρήματα οπαδών του Γκίντενς, που σπάζοντας τον κοινωνικό σχηματισμό σε σφαίρες (οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, κ.λπ.) προσπαθούν να μελετήσουν την κάθε σφαίρα στην αυτονομία της από τις άλλες, η μελέτη των Σ. Σακελλαρόπουλου και Π. Σωτήρη αποτελεί ένα σοβαρό πολιτικό εργαλείο: συντίθεται μέσα από τη δεξαμενή της μαρξιστικής σκέψης και ταυτόχρονα μας δίνει τα μέσα ώστε να σκεφθούμε τους όρους ανάπτυξης και διάδοσης αυτών των προσεγγίσεων. 


Βιβλιοκριτική από το Δ. Λένη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Monthly Review τ. 10. 2005, σελ. 102- 104.

 
Σπύρος Σακελλαρόπουλος/ Παναγιώτης Σωτήρης, 2004, Αναδιάρθρωση & Εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
 
Συχνά λέγεται ότι ο ιστορικός πρέπει να έχει κανείς ικανή απόσταση από το ιστορικό γεγονός. Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης εντούτοις, συνειδητά προτίμησαν να γράψουν την ιστορία των ταχέων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που χαρακτήρισαν την δεκαετία του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα από την πολύ μικρή απόσταση των τεσσάρων ή πέντε χρόνων και της μιας κυβερνητικής αλλαγής.
Στην πραγματικότητα μάλιστα, παρά το γεγονός αυτής της τελευταίας και παρά το ότι η εμβληματική φιγούρα του εκσυγχρονισμού (ο Κ. Σημίτης) έχει εντελώς εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο,  το πραγματικό επίδικο της δεκαετίας του '90, η αναδιάρθρωση – δηλαδή η προσπάθεια του κεφαλαίου για έξοδο από την κρίση – καθόλου δεν έχει ανακοπεί.
Παρ' όλ' αυτά, ενώ το πολιτικό πεδίο φαίνεται να είναι εξαιρετικά ευνοϊκό για την αριστερά (με την εξόφθαλμη συμφωνία σε στρατηγικό αλλά πλέον και τακτικό επίπεδο των δύο κομμάτων εξουσίας), είναι εξίσου εμφανής (και δυσερμήνευτη) η αδυναμία της να αρθρώσει έναν πειστικό, πλειοψηφικό και όχι εκ των προτέρων υπονομευμένο αντιπολιτευτικό λόγο. Η πολιτική υπεραξία του βιβλίου αυτού βρίσκεται στο ότι κατορθώνει να απαντήσει πειστικά για τους λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτήν την κατάσταση, να μιλήσει για τα πολιτικά λάθη και ανεπάρκειες της αριστεράς και επομένως έμμεσα να προτείνει κάποιες πιθανές στρατηγικές εξόδου.
Μια καθαρή απάντηση χρειάζεται μια καθαρή ερώτηση. Οι συγγραφείς ξεκαθαρίζουν από την αρχή τις θέσεις τους για την συγκυρία και τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσουν στην ανάλυσή τους. Αν η αναδιάρθρωση είναι η απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση, πρώτα πρέπει να εξετάσει κανείς τη φύση της κρίσης και κατόπιν να εξηγήσει πώς εμπεδώνεται η συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων. Και το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα έχουν δεχτεί πλήθος απαντήσεων στην βιβλιογραφία. Η τεκμηριωμένη θέση του βιβλίου είναι ότι πρόκειται για μια δομική κρίση υπερσυσσώρευσης που ταλανίζει το κεφάλαιο από την δεκαετία του '70. Η «αναδιάρθρωση» είναι αυτή η επιθετική πολιτική που (στηριγμένη και στην πτώση των ανατολικών καθεστώτων) ξεδιπλώθηκε στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού με σκοπό να αναστρέψει την πτωτική τάση της κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας. Σε οικονομικό επίπεδο επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, την μείωση του κόστους της εργασίας, την εισαγωγή νέων μεθόδων στην παραγωγή, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την διαχείριση της όλο και πιο υψηλής ανεργίας, τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, την όλο και μεγαλύτερη απόδοση τομέων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία (βλ. ιδιωτικοποιήσεις) κλπ.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου του εκσυγχρονισμού ήταν ο ειδικός πολιτικά τρόπος με τον οποίον εκμαιεύτηκε η λαϊκή συναίνεση σε αυτές τις βίαιες αλλαγές στην βάση της οικονομίας.     Εκκινώντας από τις έννοιες της ηγεμονίας και του συνασπισμού εξουσίας, (έννοιες που έλκουν την καταγωγή τους στον Γκράμσι και που τις επεξεργάστηκε περαιτέρω ο Πουλαντζάς) και με βάση την ανάλυση της πολιτικής συγκυρίας της περιόδου, οι συγγραφείς ξεγυμνώνουν τα ψευδή ιδεολογήματα του κυρίαρχου τότε πολιτικού λόγου που λειτούργησαν σε δύο επίπεδα: σε πρώτο χρόνο το ΠΑΣΟΚ πέτυχε (περισσότερο και από τη ΝΔ) να αποτελέσει τον κύριο πολιτικό εκπρόσωπο όχι μόνο αστικών στρωμάτων αλλά και αυτών των ανερχόμενων μικροαστικών στρωμάτων (σε διευθυντικές θέσεις) που όχι μόνο επέδειξαν μια αξιοσημείωτη οικονομική δυναμική, αλλά εκπροσωπούσαν και το απαραίτητο ιδεολογικά παράδειγμα κοινωνικής ανόδου στα μάτια των χαμηλότερων εργατικών στρωμάτων. Η ιδεολογική επένδυση αυτής της διαδικασίας με την ψευδή ανάγκη του «εκσυγχρονισμού» της οικονομίας, της φυγής από ένα καθυστερημένο παρελθόν προς μια «ισχυρή Ελλάδα» σημαίνει φυσικά ότι ο κύριος πολιτικός στόχος δεν είναι πλέον η βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων τμημάτων.
Σε ένα δεύτερο χρόνο ήταν απαραίτητη η διάρρηξη των συλλογικών αναπαραστάσεων για το κοινωνικό γίγνεσθαι και η κυριαρχία της εξατομίκευσης, της ιδεολογίας της αγοράς στις κατώτερες τάξεις. Εδώ ένας παράγοντας ήταν η επιτυχημένη εισαγωγή των νέων πολυλειτουργικών ελαστικών σχέσεων εργασίας που κατέστρεψαν την αναφορά σε έναν κοινό εργασιακό χώρο άρα και σε κοινά συμφέροντα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης η ευρεία εμπλοκή στη φούσκα του χρηματιστηρίου και το παράδειγμα των μικροαστικών στρωμάτων· είναι χαρακτηριστικό στοιχείο αυτό που αναφέρεται και στο βιβλίο, ότι ο κάθε μερικά απασχολούμενος σε φαστ-φουντ έχει και τον τίτλο τουλάχιστον του βοηθού διευθυντή υποκαταστήματος: η μερική απασχόληση και η μαύρη εργασία συνοδεύονται και δικαιολογούνται από το κοινωνικά αποδεκτό «καλό της επιχείρησης».  Οι μεταλλαγές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά την περίοδο είναι επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, το πώς δηλαδή εξαφανίστηκε κάθε πολιτική αναφορά για να αντικατασταθεί από μια ρητά απολίτικη (και γι' αυτό βαθιά πολιτική) «λάιφ-στάιλ» εκδοχή της πραγματικότητας.
Το ιδιαίτερο εντέλει χαρακτηριστικό της περιόδου του εκσυγχρονισμού ήταν ότι κατά τη διάρκειά της πέρασαν μια σειρά από επαχθείς για τα λαϊκά στρώματα ρυθμίσεις χωρίς αυτό να σημάνει κάποιου είδους αυτόματη και ριζική αποστοίχισή τους από τα δύο κυβερνητικά κόμματα, ή μια ιδιαίτερα έντονη έκφραση της αναμφισβήτητης δυσαρέσκειάς τους (σε σύγκριση λ.χ. με το σύντομο «διάλειμμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη). Η συσσώρευση στοιχείων κοινωνικής διαμαρτυρίας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας (αγροτικά, εκπαιδευτικά, Ιονική τράπεζα, αδιόριστοι εκπαιδευτικοί, μαθητικό και φοιτητικό κίνημα για την μεταρρύθμιση Αρσένη), μαζί με τον αντίκτυπο της ΝΑΤΟικής επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία, μπορεί να οδήγησαν σε αύξηση των ποσοστών των αριστερών κομμάτων στις ευρωεκλογές του 1999, αλλά κατέληξαν στην συντριπτική επικράτηση του δικομματισμού στις εκλογές του 2000, όπου τα δύο κόμματα πήραν το 80% των ψήφων.
Σε αυτό το σημείο είναι που φαίνονται καθαρά οι βαριές ευθύνες της αριστεράς. Η τελευταία, εγκλωβισμένη στα αστικής αναφοράς ιδεολογήματα της «προκοπής του λαού» και της «προόδου» (απότοκα σε μεγάλο βαθμό  της ιστορικής ήττας του εμφύλιου) δεν κατάφερε να αρθρώσει ένα στρατηγικά συνεκτικό αντίλογο: η «πρόοδος» ή η ανάπτυξη (του τόπου, της οικονομίας «μας»)  ήταν εξάλλου ο σκοπός και των εκσυγχρονιστών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής η αριστερά ποτέ δεν βρέθηκε να έχει τελικά την πολιτική πρωτοβουλία και να καθορίζει εκείνη τις εξελίξεις, παρότι ήταν μια βαθύτατα πολιτική περίοδος, ειδικά εάν συνυπολογιστούν και οι  μεταλλαγές στο πολιτικό σκηνικό που έλαβαν χώρα και που συνεχίζονται ακόμα.
Γίνεται φανερό επομένως ότι το βιβλίο ανατέμνει στην πραγματικότητα την τρέχουσα συγκυρία, επιστρέφοντας με όρους ιδιαίτερα πολιτικούς εκεί που ξεκίνησαν όλα, αναλύοντας όχι μόνο τα γενεσιουργά αίτια, αλλά και τα πώς και τα γιατί της στάσης των κομμάτων. Στηριγμένο σε επαρκές για το μέγεθός του εμπειρικό υλικό (οικονομικά στοιχεία σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, αναλύσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων της περιόδου σχετικές με τις μετακινήσεις και τις ταξικές τοποθετήσεις των εκλογικών αναμετρήσεων κλπ), ανοίγει επιτέλους έναν διάλογο που έπρεπε να είχε ήδη γίνει για την αριστερά στη χώρα μας. Ειδικά το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου («οι πολιτικοί μετασχηματισμοί») με την ανάλυση των αναδιαρθρώσεων στο πολιτικό σκηνικό, πέρα από την ανατροπή κάποιων διαδεδομένων στερεότυπων για την αντιπροσωπευτικότητα των κομμάτων, προσφέρει πλούσιο υλικό για σκέψη – και ίσως διαφωνία.
Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι οπωσδήποτε ένα από τα ελλείμματα της αριστεράς ακριβώς η απουσία διαφωνίας, δημιουργικού διαλόγου και σύνθεσης στο εσωτερικό της. Είναι σαφές ότι ένας από τους στόχους των συγγραφέων ήταν και η συμβολή σε μια τέτοια διαδικασία. Το αν αυτός ο φιλόδοξος στόχος θα επιτευχθεί δεν είναι καθόλου βέβαιο. Όμως σε μια εποχή ιδεολογικού αποπροσανατολισμού, νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας και μεταμοντέρνας ασάφειας της κριτικής, είναι το λιγότερο ευπρόσδεκτα τέτοια θεωρητικά εγχειρήματα.
 
Δημήτρης Λένης