Για τον ταξικό χαρακτήρα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ Ευρωπαϊκής Ένωσης: Μια μαρξιστική προσέγγιση

Για τον ταξικό χαρακτήρα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ Ευρωπαϊκής Ένωσης: Μια μαρξιστική προσέγγιση

 

Σπύρος Σακελλαρόπουλος

Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής

Πάντειο Πανεπιστήμιο

sgsakell@vivodinet.gr

Περίληψη

Το ζήτημα της φύσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ έχει αναλυθεί εκτενώς από τις κυρίαρχες θεωρίες των Διεθνών Σχέσεων δεν έχει τύχει αντίστοιχου ενδιαφέροντος από τους μαρξιστές θεωρητικούς. Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να δείξει την ιστορική πορεία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα στοιχεία που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή της, από τη δημιουργία της μέχρι τις μέρες μας, και στην απόκτηση ενός αναβαθμισμένου ρόλου στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας που είχε να αντιμετωπίσει από ένα σημείο και μετά.

Abstract

While the nature of the EEC/ EU has been extensively discussed by the dominant theories in the field of International Relations, it has not been approached to the same extent by Marxist theoreticians. This article aims to explore the historical process of the EEC/ EU and the elements which contributed to its formation from its foundation to this day. Moreover I will discuss the extent to which the EEC/ EU acquired an upgraded position in the international division of labour as well as the problems of competitiveness it had to face from a point on. .       

 

  1. Σχετικά με τη δημιουργία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951 αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου. Δεν προήλθε αυθόρμητα από την τάση των ευρωπαϊκών κρατών για συνεργασία αλλά συνιστούσε σαφή πολιτική πρωτοβουλία των ΗΠΑ ως προσπάθεια ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής στη γηραιά ήπειρο.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι από τη μια το γεγονός πως η ευρωπαϊκή οικονομία έβγαινε κατεστραμμένη μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου και από την άλλη το πέρασμα μια σειράς ευρωπαϊκών χωρών στη σοβιετική επιρροή (Ουγγαρία Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Αλβανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας) ανάγκασε τις ΗΠΑ, ως την ηγεμονική δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου να υιοθετήσουν μια πολιτική σφυρηλάτησης τωνκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτή η κατεύθυνση είχε ως άξονα το σχέδιο Μάρσαλ (1947) που προέβλεπε ένα πακέτο οικονομικών ενισχύσεων για κάθε χώρα της Ευρώπης ως αντιστάθμισμα των ζημιών που της είχε προξενήσει ο β’ παγκόσμιος πόλεμος.

Είχε έτσι αρχίσει να αναδύεται ένα κλίμα κοινής δράσης μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών. Η τάση αυτή ήρθε να διαπλεχθεί με το ερώτημα για το μέλλον της (Δ.) Γερμανίας όπου το ερώτημα ήταν αν θα παρέμενε υπό τη συμμαχική κατοχή ή θα επιλεγόταν μια άλλη λύση.Τελικά αυτό που θα γίνει είναι η αποδοχή της συμμετοχής της Δ. Γερμανίας (ορθότερα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) στην ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα) που δημιουργήθηκε το 1951 από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.

Η πορεία της ΕΚΑΧ κρίθηκε επιτυχημένη και σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα (δημιουργία του ΝΑΤΟ ως θεσμού δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας, ένταξη της ΟΔ Γερμανίας στο ΝΑΤΟ 1954,συνέπειες του πολέμου του Σουέζ το 1956) θα οδηγηθούμε στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 που θα θεσπίσει την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και τηνΕΚΑΕ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας). Βασικός στόχος του όλου οικοδομήματος ήταν η δημιουργία ενός κοινού κοινοτικού νομικού, διοικητικού και φορολογικού πλαισίου, η αναδιάρθρωση του περιεχομένου της παραγωγής μέσα από κοινές κατευθύνσεις και εξειδικεύσεις και η επίλυση κλαδικών προβλημάτων μέσω της υιοθέτησης κοινών πολιτικών. Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί πως σε αυτά τα δύο νέα εγχειρήματα συμμετείχαν οι έξι χώρες που είχαν ξεκινήσει και την ΕΚΑΧ.

Ένα ερώτημα που τίθεται είναι τι είδους θεσμός ήταν η ΕΚΑΧ αρχικά και στη συνέχεια οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ) αν δηλαδή αποτελούσε τον προπομπό μια φεντεραλιστικής Ευρώπης. Η θέση μας είναι πως όπως ξεκίνησε ήταν μια διακυβερνητική θεσμική σύμπραξη αστικών τάξεων που αποσκοπούσε στο άνοιγμα των αγορών και στην ενίσχυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτω από την ενθάρρυνση των ΗΠΑ.

Στην πραγματικότητα το αληθινό ερώτημα για τη δεκαετία του ΄60 ήταν αν η οικονομική άνοδος που δημιουργούνταν ενός των ευρωπαϊκών κοινοτήτων θα μπορούσε να τις αναδείξει ως αντίπαλο οικονομικό δέος απέναντι στις ΗΠΑ.Εδώ οι απαντήσεις ποικίλουν. Υπάρχει η άποψη πως το αμερικανικό κεφάλαιο χρησιμοποίησε τις ευρωπαϊκές κοινότητες για να πραγματοποιήσει επικερδείς επενδύσεις. Αντίθετα η άλλη άποψη θεωρούσε πως σταδιακά οι ευρωπαϊκές κοινότητες άρχισαν να αντιπαλεύουν με ικανοποιητικά αποτελέσματα την αμερικάνικη οικονομία ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο και αυξάνοντας με γοργούς ρυθμούς τη δυναμική τους στο πλαίσιο μιας εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας. To αποτέλεσμα θα είναι η ΕΟΚ να αναδύεται ως νέος ιμπεριαλιστικός πόλος που αμφισβητούσε την ηγεμονία των ΗΠΑ (Mandel 1968). Ωστόσο η δική μας θέση είναι πως στην πραγματικότητα και μέχρι τουλάχιστον τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι σχέσεις ευρωπαϊκών κοινοτήτων δεν ήταν ποτέ με ένα ευθύγραμμο τρόπο ανταγωνιστικές. Οι ΗΠΑ  ως η πιο ισχυρή καπιταλιστική/ ιμπεριαλιστική  δύναμη του κόσμου ακολουθούσαν μια ηγεμονική πολιτική το περιεχόμενο της οποίας υπερέβαινε κατά πολύ το οικονομικό στοιχείο. Θα χρειαστεί να  περάσουν αρκετά χρόνια, να πέσουν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού για να υπάρξει μια μεταλλαγή στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων/ ΕΕ.

 

2. Οι πρώτες διευρύνσεις και η στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό

Το επιτυχημένο θεσμικό μοντέλο της Ευρώπης των «έξι» θεωρήθηκε καθοριστικός παράγοντας για τις αντίστοιχες σημαντικές οικονομικές επιδόσεις και στη δεκαετία του ΄60. Έτσι αποφασίστηκε να υιοθετηθούν νέες θεσμικές αλλαγές οι οποίες συμπυκνώνονταν στο τρίπτυχο «ολοκλήρωση, διεύρυνση, εμβάθυνση» μέσω της συμπλήρωσης των ρυθμίσεων για την ελεύθερη διακίνησητων κεφαλαίων και την ελεύθερη εγκατάσταση των προσώπων αλλά και της δημιουργίας καθεστώτος οικονομικής και νομισματικής ένωσης αλλά και διεύρυνσης των ζητημάτων που εντάσσονταν στο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο. Μια τέτοια κατεύθυνση θεωρήθηκε πως θα διευκολυνόταν από τη διεύρυνση της Κοινότητας μέσω της προσχώρησης της Βρετανίας, της Ιρλανδίας και της Δανίας.

Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως η προσπάθεια εφαρμογής κοινής νομισματικής πολιτικής είχε συνδεθεί με την τιμή του δολαρίου, με αποτέλεσμα όταν το δολάριο άρχισε να χάνει την αξία του λόγω της οικονομικής κρίσης της περιόδου 1972-73 τότε η σημασία του εγχειρήματος υποβαθμίστηκε αφού αρκετές χώρες (Βρετανία, Δανία, Ιρλανδία, Ιταλία) απέσυραν τα νομίσματά τους από το κοινό εγχείρημα.

Η παγκόσμια κρίση ωστόσο θα φέρει και άλλα ζητήματα στην επιφάνεια περιορίζοντας την αρχική αισιοδοξία. Θα γίνει εμφανές πως είχε περάσει το διάστημα των 25 ένδοξων χρόνων διαρκούς καπιταλιστικής ανάπτυξης και έπρεπε πια να υιοθετηθούν νέες πολιτικές για την υπέρβαση της κρίσης από την κοινότητα των «εννέα». Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να περιοριστεί στην περαιτέρω διεύρυνση, αν και η κατεύθυνση αυτή οδηγούσε σε μια μεγαλύτερη κοινή αγορά. Χρειάζονταν συνολικές τομές τέτοιου βάθος και έκτασης που να μπορούν να ανταποκριθούν στην ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού που επέφερε τόσο η αναβάθμιση της Ιαπωνίας όσο και η δυναμική είσοδος των χωρών της ΝΑ Ασίας, στις συνέπειες των δύο πετρελαϊκών κρίσεων (1973 και 1979) αλλά και στα προβλήματα που θα ανέκυπταν από την ένταξη των τριών μεσογειακών χωρών (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Σε αυτό το πλαίσιο προκρίθηκε η επιλογή της ενιαίας εσωτερικής αγοράς που αποσκοπούσε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών.Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο εφικτό ήταν αναγκαία μια συνολική αναδιάρθρωση του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου- πόσο μάλλον που τα μέλη της Κοινότητας θα αυξάνονταν από έξι αρχικά σε δώδεκα (1986). Έτσι λήφθηκαν αποφάσεις που αφορούσαν τον περιορισμό της χρήσης του βέτο αλλά και την αναβάθμιση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλες οι σχετικές θεσμικές αλλαγές συμπυκνώθηκαν στη συμφωνία για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) που επιτεύχθηκε το 1986.

Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως όλα αυτά γίνονταν στο πλαίσιο μια συνολικής, διεθνούς, μετατόπισης του πολιτικού χάρτη προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις, εξέλιξη που οφειλόταν στην κρίση του σοβιετικού μοντέλου, στην εξάντληση της δυναμικής που είχε δημιουργήσει η παγκόσμια έκρηξη του ’68, στην αδυναμία άρθρωσης ενός συνολικού εναλλακτικού υποδείγματος από την Κίνα και τις χώρες του Τρίτου κόσμου αλλά και στην απουσία μιας διαφορετικής πολιτικής κατεύθυνσης, μη ηγεμονεύομενης από το νεοφιλελευθερισμό, από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας.

 

3. Από την ΕΕΠ στη δημιουργία της ΟΝΕ (1986- 2001)

Μετά από την επικύρωση της ΕΕΠ ακολούθησαν μια σειρά από άλλες σημαντικές συνθήκες (Μάαστριχ 1992, Άμστερνταμ 1997, Νίκαια 2001) στο μεσοδιάστημα που προηγήθηκε η χρήση του ευρώ το 2002 ως ενιαίου νομίσματος για δώδεκα χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Ιρλανδία, Φινλανδία).

Η συνθήκη του Μάαστριχ, που πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και περίπου ταυτόχρονα με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, κατήργησε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και είχε ως θεμελιακό της στόχο την επίτευξη της ΟΝΕ, το περιεχόμενο της οποίας συμπυκνωνόταν στο τρίπτυχο της οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών – μελών, της σύγκλισης των οικονομικών τους πολιτικών και της νομισματικής ένωση μέσω της υιοθέτησης ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ, για την κυκλοφορία του οποίου υπεύθυνη θα ήταν η ιδρυόμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αυτό που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι πωςο βασικά οικονομικοκεντρικός χαρακτήρας της ΕΕ (Κοτζιάς 1995: 114), και μάλιστα σε μια περίοδο μείωσης των ποσοστών κέρδους, έδωσε τη δυνατότητα σε μια μεγαλύτερη κινητικότητα των ιδιωτικών κεφαλαίων για την ανεύρεση πεδίων με υψηλότερη κερδοφορία ενώ ταυτόχρονα εντάθηκε ο βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής- πράγμα που σχετίζεται με το γεγονός πως η συγκρότηση της ενιαίας αγοράς πολλαπλασιάζει τα περιθώρια για πραγματοποίηση εξαγορών και συγχωνεύσεων[1], βοηθά τη δημιουργία οικονομιών κλίμακος καθώς και την πραγματοποίηση επενδύσεων μεγαλύτερου εύρους.

Ουσιαστικά η ΕΕΠ, το Μάαστριχ και το Άμστερνταμ στη συνέχεια δεν αποτελούσαν παρά διαδοχικές θεσμικές επικυρώσεις του μετασχηματισμού(ανά χώρα) του Κράτους πρόνοιας (με τις όποιες ιδιαιτερότητες παρουσίαζε σε κάθε εθνικό σχηματισμό) σε μια συγκλίνουσα μορφή νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης.

Ενισχυτική όλων αυτών των κατευθύνσεων ήταν και η απόφαση για διεύρυνση της ΕΕ προς τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Βασικός παράγοντας ήταν η ένταξη νέων αγορών και επενδυτικών ευκαιριών (χαμηλό εργατικό κόστος, υψηλή εξειδίκευση, ύπαρξη υποδομών) αλλά και άλλοι όπως οι ανησυχίες για την επέκταση της Γιουγκοσλαβικής κρίσης και σε άλλες περιοχές της Α. Ευρώπης με μειονοτικά προβλήματα και η αύξηση της μη ελεγχόμενης μετανάστευσης. Από την πλευρά τους οι ανερχόμενες ανατολικές ελίτ θεωρούσαν πωςη ένταξη θα διασφάλιζε τις χώρες τους από το ενδεχόμενο κατακερματισμού τους, θα έδινε μεγαλύτερες ευκαιρίες στα πιο ανταγωνιστικά τμήμα της οικονομίας τους ενώ θα άνοιγε και δυνατότητες για το εμπορικό κεφάλαιο.

Αφού έγινε σαφές πως προχωρούσε η ενσωμάτωση των ανατολικών χωρών η ΕΕ θα υιοθετήσει το 2000 τη λεγόμενη «Στρατηγικής της Λισαβόνας». Αυτό συνέβη γιατί ήδη από τη δεκαετία του ‘80 είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητό το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τότε μειώθηκε το μερίδιο των προϊόντων της ΕΟΚ12 στην παγκόσμια αγορά βιομηχανικών προϊόντων, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής ζήτησης όπως ο ηλεκτρικός και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οι μηχανές γραφείου και η τεχνολογία πληροφορικής (Τsoukalis 1997: 34- 35). Σοβαρές απώλειες παρατηρήθηκαν επίσης στην αυτοκινητοβιομηχανία και στον τομέα του βιομηχανικού εξοπλισμού. Ένα πρόσθετο αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η συμμετοχή της ΕΕ στην παγκόσμια παραγωγή προστιθέμενης αξίας από 35,7% το 1980 σε 32,4% το 1990 ενώ η Ιαπωνία θα περάσει από το 14,2% στο 17,6% και η Β. Αμερική θα γνωρίσει  ανεπαίσθητη πτώση από 23,9% σε 23,7% (United Nations 1998). Πρόκειται για την ακριβώς αντίστροφη κατάσταση σε σχέση με ότι συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία του ’70.

Η «Στρατηγική της Λισαβόνας» αποσκοπούσε να κάνει την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, ικανή για οικονομική ανάπτυξη με καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή» (αναφέρεται σε Blanke και Lopez-Glaros 2004: 1). Περιλάμβανε οκτώ συγκεκριμένους στόχους: α) Να δημιουργηθεί μια κοινωνία της πληροφορίας για όλους, β) να αναπτυχθεί ένας ευρωπαϊκός χώρος καινοτομίας, έρευνας και ανάπτυξης, γ) να απελευθερωθούν οι αγορές, δ) να αναπτυχθούν οι βιομηχανίες των δικτύων επικοινωνίας, ε) να δημιουργηθούν αποδοτικές και ολοκληρωμένες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, στ) να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον, ζ) να αυξηθεί η κοινωνική συνοχή, η) να ενισχυθεί η αειφόρος ανάπτυξη.

Σε αυτό το πλαίσιο επιβεβαιωνόταν η ανάγκη για την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος. Κι αυτό γιατί υπήρχε η πεποίθηση πως κάτι τέτοιο θα έφερνε και τα ακόλουθα επιμέρους οφέλη τα οποία θα συνεισέφεραν στον βασικό στόχο που ήταν η αναβάθμιση της θέσης της ΕΕ στο διεθνή ανταγωνισμό.

  Το 2001 η Συνθήκη της Νίκαιας θα αναθεωρήσει αυτή του Άμστερνταμ. Αναμφίβολα οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή ήταν η επερχόμενη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος για δώδεκα χώρες αλλά και οι αναπροσαρμογές που επίτασσε η ένταξη άλλων δέκα χωρών (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ουγγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Κύπρος) το 2004 και άλλων δύο χώρων (Βουλγαρία Ρουμανία) το 2007. Οι κυριότερες αποφάσεις αφορούσαν τον περιορισμό του αριθμού των επιτρόπων σε έναν ανά κράτος, τη διεύρυνση των περιπτώσεων που εφαρμόζεται η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας[2] και την υιοθέτηση της «ενισχυμένης συνεργασίας» από ένα σύνολο τουλάχιστον οκτώ χωρών.

Η υιοθέτηση του ευρώ ως κοινού νομίσματος και η συζήτηση για ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα λήξει ύστερα από την απορριπτική θέση που θα λάβουν οι λαοί της Γαλλίας (55% κατά- 45% υπέρ) και της Ολλανδίας (65% κατά – 35% υπέρ)θα οδηγήσει στη Συνθήκη της Λισσαβόνας που υπογράφηκε το 2007 και τέθηκε σε ισχύ το 2009.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας προέβλεπε τη θέση μόνιμου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος θα εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τη  δημιουργία της θέσης του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης, ο οποίος προεδρεύει στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, τη θεσμοποίηση του Eurogroup, την ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς επεκτείνεται σε πρόσθετους τομείς η διαδικασία συναπόφασης, ενώ για όσα θέματα δεν προβλέπεται ρητά η απόφαση στη βάση της ομοφωνίας,  θα πρέπει να υπάρχει διπλή πλειοψηφία αφενός με την αποδοχή αριθμού χωρών που εκφράζουν το 65% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και αφετέρου το 55% της ψήφου των κρατών μελών. 

 

4) Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και η έλευση της κρίσης

Αυτό που θα πρέπει να γίνει σαφές είναι πως τόσο οι διάφορες Συνθήκες που εκπονήθηκαν μεταξύ 1986 και 2007 όσο και η Στρατηγική της Λισσαβόνας δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν το βασικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας που ήταν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, παράμετρος ιδιαίτερα σημαντική σε μια περίοδο διεθνοποίησης της οικονομίας όπου η ΕΕ είχε τη φιλοδοξία να αναδειχθεί σε ηγεμονική οικονομική δύναμη. Έτσι σε όλους τους δείκτες η ΕΕ παρουσίασε στην προ της κρίσης του 2007-2008 περίοδο σημαντική υστέρηση.

Καταρχάς οι ΗΠΑ παρέμειναν το 2007 η χώρα με την μεγαλύτερη παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών του G7: Με δείκτη αναφοράς 100 για την παραγωγικότητα (ΑΕΠ/ εργάσιμη ώρα) των ΗΠΑ, η Ιταλία βρίσκεται στο 76%, η Ιαπωνία στο 71%, η Γερμανία στο 93%, η Γαλλία στο 99%, η Βρετανία στο 82%, η Σουηδία στο 89%, η Ισπανία στο 78% και ο Καναδάς στο 82% (OCDE 2008). Η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για την περίοδο 1992- 1996 ήταν στο 3,3% για τις ΗΠΑ και μόλις στο 1,4% για τις χώρες της ΟΝΕ και στο 1,4% για την ΕΕ27, στην περίοδο 1997- 2001 3,5% για τις ΗΠΑ, 2,8% για τις χώρες της ΟΝΕ και 2,9% για την ΕΕ27 ενώ στην περίοδο 2002- 2006  ήταν στο 2,7% για τις ΗΠΑ, 1,6% για τις χώρες της ΟΝΕ και στο 2,0% για την ΕΕ27. Αντίστοιχα η ανεργία  το 1997- 2002 βρισκόταν στο 9,2% στην ΟΝΕ και στο 8,8% στην ΕΕ27 αλλά μόνο στο 4,5% στις ΗΠΑ και στο 4,4% στην Ιαπωνία ενώ για την περίοδο 202- 2006 στο 8,5% για την ΟΝΕ, 8,8% για την ΕΕ27, 5,4% για τις ΗΠΑ και 4,8% για την Ιαπωνία  (European Economy 2008 no 6).

Ένα άλλο ερωτηματικό αφορά το στόχο που είχε τεθεί ώστε να αναδειχθεί σε παγκόσμια αποθετικό νόμισμα το ευρώ. Ωστόσο η δημιουργία του ευρώ δεν οδήγησε σε κάτι τέτοιο. Αναμφίβολα υπήρξε μια σταδιακή άνοδο της παρουσίας του: το 2007 κατείχε στις διεθνείς αγορές το 32,7% της συνολικής αξίας των χρεογράφων από 21,7% το 1999 αλλά στην πρώτη θέση παρέμενε το δολάριο με 43,2% το 2007 έναντι 46,8% το 1999. Αντίστοιχα το μερίδιο του ευρώ στα παγκόσμια συναλλαγματικά αποθέματα ήταν στο 26,5% (2007) από 17,9% (1999), τη στιγμή που το δολάριο παρέμεινε μακράν πρώτο κατέχοντας το 63,9% (2007) από 71% (1999). Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως στo ευρώ συμμετέχουν τρεις από τις χώρες του G7 (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) και αυτό από μόνο του τού δίνει μια ισχυρή δυναμική η οποία όμως δε ήταν επαρκής για την επίτευξη του αρχικού στόχου.

Βεβαίως αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως ενώ συνολικά και η ΟΝΕ αλλά και η ΕΕ εμφάνισαν αρκετά σημάδια υποχώρησης της ανταγωνιστικότητάς τους αυτό δεν έγινε ομοιόμορφα και σαφώς υπήρχε μια χώρα που βγήκε ενισχυμένη από όλη αυτή τη διαδικασία: πρόκειται για τη Γερμανία. Η τελευταία παρουσίασε πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 8% το 2007. Αυτό έγινε εφικτό γιατί μεταξύ από την αρχή του 21ου αιώνα οι γερμανικές εξαγωγές εκτοξεύτηκαν τη στιγμή που η πραγματική αμοιβή της εργασίας αυξήθηκε μόλις 0,4%- ποσοστό πολύ μικρότερο της αύξησης της παραγωγικότητας. Έτσι μόνο και μόνο αν λάβουμε υπόψη μας την παράμετρο του κόστους παραγωγής διαπιστώνουμε πως το 2009 το προϊόν σε σύγκριση με τις αρχές του 21ου αιώνα κοστίζει κατά 23% περισσότερο στην Ιρλανδία, κατά 25% στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία και κατά 13% στη Γαλλία.

Σε κάθε περίπτωση μέσα σε αυτό το πλαίσιο (υιοθέτησης του ευρώ, ελλιπούς ανταγωνιστικότητας, συνεχών γεωγραφικών διευρύνσεων και αλλεπάλληλων θεσμικών αλλαγών, πρωταρχικού ρόλου της Γερμανίας εντός της Ένωσης)σημειώθηκε η εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 που δεν άφησε ανεπηρέαστη και την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η είσοδος της κρίσης εντός της ΕΕ ήταν αρκετά πολυδιάστατη και διαπλέκονταν πολλοί παράγοντες όπως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντιμετώπιζε η ευρωπαϊκή οικονομία, οι αυξανόμενες εσωτερικές ανισότητες όπου δέσποζε η οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας, αλλά και η θεσμική ιδιαιτερότητα της ΕΕ η οποία χωρίς να αποτελεί ενιαίο κράτος διέθετε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ορισμένα μέλη είχαν κοινό νόμισμα.

Ειδικότερα, η κρίση της Wall Street επηρέασε σημαντικά τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό αφού η ΕΕ έχασε μια σημαντική πηγή ζήτησης για τα προϊόντα της ενώ και οι τράπεζές της είχαν να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση των αμερικάνικων CDO. Η ΕΚΤ μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών έσπευσε να τις προμηθεύσει με δημόσιο χρήμα, όπως άλλωστε είχε γίνει και στις ΗΠΑ μόνο που η ευρωπαϊκή περίπτωση παρουσίαζε τρεις διαφορές: α) όπως είδαμε η εμβέλεια του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος υπολειπόταν από αυτή του δολαρίου β) οι ΗΠΑ είναι ομοσπονδιακό κράτος άρα μπορούν να μεταφέρονται πλεονάσματα από τη μια πολιτεία στη άλλη, ενώ η ΕΕ όχι γ) οι ΗΠΑ δημιούργησαν ένα χρηματο-οικονομικό εργαλείο που επέτρεψε να διαγράψουν οι αμερικάνικες τράπεζες, σε βάρος των φορολογουμένων,  τα τοξικά CDO από τα βιβλία τους. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο να γίνει στην ΕΕ γιατί το 2008- 2009 σημειώθηκε σημαντική πτώση στο ΑΕΠ των ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία -5%, Γαλλία -2,6%, Ισπανία -3,5%, Σουηδία -5,2%, Ολλανδία -4%) και κατά συνέπεια τα έσοδα από τους φόρους μειώθηκαν. Τότε οι  ευρωπαϊκές τράπεζες  αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα τμήμα από τα χρήματα που είχαν πάρει από το Δημόσιο επενδύοντας στο ενδεχόμενο χρεοκοπίας μιας χώρας (Βαρουφάκης/ Πατώκος/ Τσερκέζης/ Κουτσοπέτρος 2011: 32- 33).  Αμέσως τότε άρχισαν μια σειρά από κερδοσκοπικές επιθέσεις στις πιο αδύναμες οικονομίες που εμφάνιζαν μεγάλο ποσοστό δανεισμού άρα ήταν πιο ευεπίφορες στο να κηρύξουν στάση πληρωμών.  

Κι εδώ είναι που υπεισέρχονται οι πιο «εσωτερικοί» παράγοντες. Τόσο το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που είχε η ΕΕ όσο και η αύξηση της ανισόμετρης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΟΝΕ (που επέτεινε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος και η συνακόλουθη εξάλειψη του όπλου της υποτίμησης)οδήγησαν σε διευρυμένα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Για ένα προηγούμενο διάστημα οι χώρες αυτές μπορούσαν εύκολα να χρηματοδοτούν αυτά τα ελλείμματα αφού η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια της ευρωζώνης σε πολύ χαμηλά επικυριαρχίας της Γερμανίας η οποία παρουσίαζε, όπως είδαμε,σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα. Η έλευση της κρίσης, πέραν της ύφεσης στην πραγματική οικονομία, έθεσε σε πιο συνολικό κίνδυνο την ΟΝΕ και την ΕΕ αφού απειλούσε να λάβει καταστροφικά αποτελέσματα για τη λειτουργία των τραπεζών τόσο λόγω των τοξικών CDO όσο και εξαιτίας της κατοχής ομολόγων χωρών που κινδύνευαν με χρεοκοπία.      

Τελικά, η λύση που επιλέχτηκε είναι η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) από το οποίο οι «προβληματικές» χώρες θα δανείζονταν για να μπορέσουν να εξυπηρετούν τα χρέη τους συνάπτοντας, όμως, πολυετή μνημόνια ακραίας λιτότητας (βλ. παρακ). Με αυτό τον τρόπο αποφεύχθηκε ο κίνδυνος μετάδοσης μιας βαθιάς κρίσης στο εσωτερικό της ΟΝΕ και της ΕΕ ενώ το χρέος που είχαν τα «προβληματικά» κράτη απέναντι στις ιδιωτικές τράπεζες μεταφέρθηκε στις πιο ισχυρές ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.  

 

5) Η σημερινή κατάσταση

Πέραν από την υιοθέτηση των πολιτικών των μνημονίων ο συνολικός φόβος για περαιτέρω επιδείνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας αλλά και ο ευνοϊκός κοινωνικός συσχετισμός θα οδηγήσουν σε μια σειρά νέων θεσμικών αλλαγών εντός της ΕΕ: «Σύμφωνο για το Ευρώ», «Σύμφωνο Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης», «εξαπλό πακέτο- Six Pack», «διπλό πακέτο- two pack». 

Σύμφωνα με αυτές κάθε κράτος θα πρέπει να παρουσιάζει ένα μακροπρόθεσμό πλάνο για την απόκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών.  Θα συντάσσεται, σε εθνικό επίπεδο,  ένα ετήσιο «πρόγραμμα σταθερότητας και σύγκλισης» το οποίο  θα καθορίζει τους στόχους του σε σχέση με τα ελλείμματα, τα έσοδα και τις δαπάνες, τη στρατηγική με την οποία θα επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι καθώς και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει το κάθε κράτος μέλος να εφαρμόζει μια σειρά από δομικές προσαρμογές. Η εποπτεία από τη γραφειοκρατία της ΕΕ θα είναι πλέον παρά πολύ έντονη: το προσχέδιο κάθε εθνικού προϋπολογισμού θα πρέπει να παρουσιάζεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πριν την εξέτασή του από το εθνικό κοινοβούλιο και θα πρέπει να ενσωματώνονται σε αυτό οι συστάσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής.   

Σε ότι αφορά το κόστος εργασίας αυτό θα βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και θα συγκρίνεται με το αντίστοιχο  άλλων κρατών της Ευρωζώνης καθώς και με αυτό των κύριων εμπορικών εταίρων της ΕΕ. Αν κριθεί πως οι μισθοί σ’ ένα Κράτος δε βρίσκονται σε συνάρτηση με την ανταγωνιστικότητά του, τότε το ύψος τους θα επανεξετάζεται. Αντίστοιχα, η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος θα βρίσκεται υπό συνεχή και στενή παρακολούθηση μέσω θέσπισης ειδικών δεικτών συσχέτισης με τα επίπεδα χρέους. Πρόσθετος σκοπός είναι να ευθυγραμμιστεί η ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής και να μειωθούν τα συστήματα πρόωρης συνταξιοδότησης. Επίσης προτείνεται η παραπέρα μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ενώ βασική προτεραιότητα αποτελεί η ανάπτυξη μιας κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας των επιχειρήσεων.

            Παράλληλα, προβλέπεται η δημιουργία μηχανισμού που θα λειτουργεί ανασχετικά στην αύξηση του χρέους.  Οι χώρες που έχουν χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ αποκτούν την υποχρέωση να μειώνουν το πέραν του 60% χρέος κατά 1/20 κάθε χρόνο, πράγμα που απαιτεί την ύπαρξη πλεονασματικών προϋπολογισμών δεδομένου ότι η πλειονότητα των χωρών της ΕΕ έχει χρέος περισσότερο από 60%. Η κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών μέσω διατάξεων δεσμευτικού και μόνιμου χαρακτήρα κατά προτίμηση συνταγματικού ή αλλιώς διατάξεων των οποίων η τήρηση προβλέπεται από τις διαδικασίες που διέπουν τον εθνικό προϋπολογισμό.

 Τέλος προβλέπεται τα καθεστώς «ενισχυμένης εποπτείας» που αφορά τις χώρες εκείνες που προσφεύγουν στη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης. Αυτό σημαίνει πως όσα κράτη έχουν χρηματοδοτηθεί από τον μηχανισμό αυτό παραμένουν σε καθεστώς εποπτείας μετά το πέρας του προγράμματος εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% των χρημάτων που έλαβαν.

 

 

6 Συμπέρασμα: Τι είναι τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Ύστερα από την παρουσίαση που προηγήθηκε και λαμβάνοντας υπόψη και τις πιο πρόσφατες εξελίξεις μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως ο θεμελιακός σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η υποστήριξη των συμφερόντων των πιο ισχυρών κεφαλαιοκρατικών μερίδων μέσω του σχηματισμού μιας ενιαίας αγοράς η λειτουργία της οποίας βασίζεται στην ύπαρξη και συντονισμό μιας σειράς από υπερεθνικούς θεσμούς και στη συνεργασία αυτών με τα κράτη- μέλη. Για να επιτευχθεί είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση ενός συνόλου μηχανισμών οι οποίοι αναπαράγουν και διαχέουν την ταξική υλικότητα των δομών δημιουργίας τους. Στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης σημαντικό ρόλο ασκούν τα τμήματα εκείνα του κρατικού μηχανισμού που έχουν αναλάβει τη διαχείριση των επαφών και των διασυνδέσεων με τους υπερεθνικούς θεσμούς, την ίδια στιγμή που παρατηρείται και μία συνεχής μεταφορά αρμοδιοτήτων σε τμήματα στεγανά και αδιαφανή από το δημόσιο έλεγχο (Nugent 2003: 130- 133) και ένα σημαντικό τμήμα των διαπραγματευτικών διαδικασιών πραγματοποιείται εκτός των θεσμικών οργάνων με άτυπους και εξωθεσμικούς τρόπους (κοινωνικές συναντήσεις, γεύματα, off the record συζητήσεις κλπ). Με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει δώσει τη δυνατότητα στα Κράτη- Μέλη να απαλλαγούν από το βάρος της επιβολής μιας σειράς αντιδημοφιλών μέτρων που αφορούν την άνοδο της παραγωγικότητας (μείωση των κοινωνικών παροχών, πτώση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις κλπ) δεδομένου πως όλες αυτές οι κρίσιμες αποφάσεις θεωρείται πως λαμβάνονται μακριά από τα εθνικές κυβερνήσεις στους απλησίαστους χώρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Διευθύνσεών της.

Η πρόσφατη οικονομική κρίση επέφερε μια σημαντική τομή σε όλα τα προηγούμενα οδηγώντας τα πράγματα σε ακόμα πιο συντηρητικές κατευθύνσεις ενώ ενισχύθηκε σημαντικά η επιρροή της Γερμανίας.  Ουσιαστικά μέσω όλων των νέων συμφωνιών που επιτεύχθηκαν από το 2011 και ύστερα  δημιουργείται μια σταδιακή απονέκρωση της αστικής δημοκρατίας, η οποία υποκαθίσταται από μια σειρά άτεγκτων καταναγκασμών που υπαγορεύονται από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, κάτω από τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας, αντιστοιχώντας με ένα όλο και πιο ευθύγραμμο τρόπο στα ζητήματα που θέτει η κίνηση του κεφαλαίου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια παρατήρηση σχετικά με την ευθυγράμμιση των απαιτήσεων του κεφαλαίου, για την ακρίβεια των πιο ισχυρών μονοπωλιακών μερίδων, με τα αποφάσεις των ευρωπαϊκών κέντρων εξουσίας. Αυτό μέχρι σήμερα συνέβαινε με ένα σχετικά διαθλασμένο τρόπο όπου έστω και έμμεσα οι κυβερνήσεις εξέφραζαν κοινωνικούς συσχετισμούς και ενέγραφαν λαϊκά αιτήματα, κατά συνέπεια το ίδιο το πολιτικό στοιχείο διαθέτοντας μια σχετική αυτονομία, περιόριζε τα όρια υλοποίησης των σχεδίων του επιχειρηματικού κόσμου. Ωστόσο η οξύτητα της κρίσης σε συνδυασμό με την απουσία ενός εναλλακτικού σχεδίου από την πλευρά των κυριαρχούμενων στρωμάτων και των πολιτικών τους φορέων δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο. Ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων υποβαθμίζεται συνεχώς και απλώς ενημερώνονται ή/ και σε δεύτερο χρόνο έρχονται να επικυρώσουν ήδη προειλημμένες αποφάσεις.

Διαφορετικά ειπωμένο μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης υπήρχε μια συζήτηση στη δημόσια σφαίρα περί δημοκρατικού ελλείμματος όπου αναφερόταν συχνά ότι οι περισσότερες αποφάσεις  για το μέλλον της ΕΕ λαμβάνονταν από ένα στενό κύκλο ηγετών και δε διέθεταν τη λαϊκή νομιμοποίηση. Στην προσπάθεια θεραπείας αυτού προβλήματος δόθηκαν οι αρμοδιότητες που αναφέραμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο  μέσα από μια σειρά από Συνθήκες ενώ η Συνθήκη της Λισσαβόνας προέβλεπε και δυνατότητας γνώμης και από τα εθνικά κοινοβούλια.

Η θέση μας είναι πως σε ό,τι αφορά τα εθνικά κοινοβούλια και αυτές οι αλλαγές δεν μπορούσαν να υπερβούν τα δομικά όρια του αστικού κράτους (σκληρός κατασταλτικός πυρήνας, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε περίπτωση αμφισβήτησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων) ενώ το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο συνέχιζε να μην έχει δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας ενώ σε πολλές περιπτώσεις προβλεπότανε είτε η παράκαμψή του είτε ο ρόλος του ήταν απλά συμβουλευτικός   Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό στις σημερινές συνθήκες. Το θέμα είναι πως πια οι αποφάσεις λαμβάνονται κάτω από την επικυριαρχία της Γερμανίας σε ένα πολύ περιορισμένο επίπεδο με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, λίγων ανώτατων στελεχών της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και των εκπροσώπων των πιο ισχυρών χωρών με αυξανόμενα ανισόμετρο τρόπο: η Βρετανία μοιάζει να ψάχνει μια δική της αυτόνομη στρατηγική μη συμμετέχοντας έτσι κι αλλιώς στο ευρώ, η Γαλλία με την Ιταλία εγκλωβισμένες στα ιδιαίτερα οικονομικά τους προβλήματα υποχρεώνονται να υιοθετούν εκείνες τις πολιτικές που έχουν τη συμφωνία της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Η στάση τόσο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και των εθνικών καθορίζεται από αυτήν την πραγματικότητα την οποία οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί δεν είναι σε θέση να μετασχηματίσουν

Σημαντική συμβολή σε όλα αυτά έχουν διαδραματίσει τα μνημόνια που επιβλήθηκαν σε Ελλάδα, Ιρλανδία. Κύπρο, Πορτογαλία. Βεβαίως οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις χώρες αυτές συνιστούν μια ακραία εκδοχή της συνολικής κατεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ραγδαίες μειώσεις μισθών και συντάξεων, κατάργηση επιδομάτων, ευρύτατη επέκταση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, απολύσεις από το δημόσιο τομέα, εκτεταμένη μείωση των κοινωνικών δαπανών, περικοπή καταθέσεων στην περίπτωση Κύπρου) και υλοποιήθηκαν κατά παραβίαση συνταγματικών αρχών και κοινοβουλευτικών λειτουργιών. Ωστόσο δεδομένου πως ξεκίνησαν από την άνοιξη του 2010 (Ελλάδα) θα πρέπει να τα προσεγγίσουμε ως τροχιοδεικτικές βολές, ως εικόνες από το μέλλον γι’ αυτό που η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη της ΕΕ, η Γερμανία, σε συμμαχία με τις πιο ισχυρές μονοπωλιακές μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου θα θέλουν να είναι ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα. 

 

 

  •  

Βαρουφάκης, Γ. / Τ. Πατώκος/ Λ. Τσερκέζης/ Χ. Κουτσοπέτρος, (2011), Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 2011, Αθήνα: ΙΝΕ- ΓΣΕΕ.

Blanke, J. & Augusto Lopez-Glaros (2004),The Lisbon Review 2004: An Assessment of Policies and Reforms in Europe, Geneva: World Economic Forum.

  • Economy 2008, no 6 Autumn

Κοτζιάς, Ν. (1995), «Έχει ομοσπονδιακό μέλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση; Μια συγκριτική ανάλυση» in Οι Θεσμικές διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μετα-Μάαστριχ εποχή, επιμέλεια Ε.Κ.Ε.Μ., Αθήνα: Σάκκουλας, 95- 128.

Lapavitsas, C. (2013),Profit without Producing. How finance Exploits Us All, London: Verso. 

Mandel, E. (1968), Europe Versus America? Contradictions of Imperialism, London: Merlin Press.

  • ugent, N. (2003), Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα: Σαββάλας.

OCDE, (2008), OCDE Compendium of Productivity Indicators 2008, http://www.oecd.org/sti/ind/Productivity%20compendium%202008.pdf, προσπέλαση στις 16/11/2008.

Peters, B.G. (1994), “Agenda – Setting in the European Community”, Journal European Public Policy 1: 9- 26.

Πεσμαζόγλου, Β. (1996), «Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: Μια Κριτική Επισκόπηση» in Αναδρομή στον Μαρξ, επιμέλεια Νίκος Θεοτοκάς, Δημήτρης Μυλωνάκης και Γιώργος Σταθάκης, Αθήνα: Δελφίνι, σελ. 343-355.

Tsoukalis, L. (1997), The new European economy revisited, Oxford: Oxford University Press,

United Nations, (1998), International Yearbook of Industrial Statistics

Wessels, W. (1997), “AnEver Closer Fusion? A dynamic Macropolitical View of the Integration process ”,Journal of Common Market Studies 35, 2:. 267- 299.

 

 

 

 


[1]Είναι χαρακτηριστικό πως στην πορεία προς τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς το 1992 οι συνεργασίας/ συγχωνεύσεις θα αυξηθούν σημαντικά φτάνοντας το 54% του συνολικού παγκόσμιου όγκου (Πεσμαζόγλου 1996: 352).

[2] Για την ακρίβεια αυτό που υιοθετήθηκε είναι η αρχή της τριπλής πλειοψηφίας όπου για να ληφθεί μια απόφαση θα πρέπει α) να γίνεται αποδεκτή από την πλειοψηφία των κρατών μελών β) να υποστηρίζεται από περισσότερο από το 70% των ψήφων των κρατών μελών (κάθε μέλος ανάλογα με τον πληθυσμό του  διαθέτει διαφορετικό αριθμό ψήφων πχ η Ελλάδα έχει 12 και η Γερμανία 29) γ) να έχει την έγκριση κρατών μελών των οποίων αθροιστικά ο πληθυσμός φτάνει το 62% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.