Η επιστροφή της συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό και η συμβολή της Ellen Meiksins Wood

Η επιστροφή της συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό και η συμβολή της Ellen Meiksins Wood

 

Των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη

 

1. Εισαγωγή

 

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η έννοια της «παγκοσμιοποίησης» θεωρήθηκε ως η καταλληλότερη για να περιγράψει τις εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η έννοια του «Ιμπεριαλισμού» επανέρχεται ως θεωρητικό εργαλείο και δεν θεωρείται πια απαρχαιωμένη. Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής σχετίζονται με τις διαρκώς αυξανόμενες άμεσες στρατιωτικές επεμβάσεις από την πλευρά των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και φτάνοντας στην εισβολή και στρατιωτική κατοχή του Ιράκ. Το αποτέλεσμα είναι τα διάφορα πολιτικά επιτελεία από κοινού με τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης να έχουν ήδη αρχίσει να διατυπώνουν τη θέση περί της ανάγκης ανάδυσης μιας, νέας, μορφής «φιλελεύθερου» ιμπεριαλισμού ο οποίος θα παρεμβαίνει τόσο για να καταστείλει τα κράτη- ταραξίες όσο και για να επιλύει τα υπόλοιπα παγκόσμια προβλήματα (Cooper 2002, Wolf 2001). Η πιο ακραία πλευρά στη συζήτηση αυτή αποτελείται από τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς οι οποίοι ευθέως υποστηρίζουν την ανάγκη συγκρότησης μιας αγαθοεργού αμερικανικής αυτοκρατορίας (Kagan 1998, Boot 2001, Donnelly 2002) η οποία θα αναλάβει την προστασία της ελευθερίας των αγορών και των δυτικών αξιών. Από την άλλη πλευρά, εμφανίζονται αρκετοί αριστεροί διανοούμενοι και ακτιβιστές οι οποίοι χρησιμοποιούν ξανά τον όρο «ιμπεριαλισμός» τόσο ως αναλυτικό εργαλείο όσο και ως πολιτικό στόχο.

            Σε αυτό το πλαίσιο παραμένει ως αναγκαιότητα μια νέα και ανανεωμένη μαρξιστική θεωρητική συζήτηση γύρω από το ζήτημα του Ιμπεριαλισμού. Στο κάτω- κάτω οι θεωρητικοί του μαρξισμού[1] ήταν εκείνοι που διαμόρφωσαν την έννοια αυτή. Κατά τη γνώμη μας ήταν η πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση των δεκαετιών ’80 και ’90 που οδήγησε πολλούς μαρξιστές αλλά και ριζοσπάστες θεωρητικούς να υιοθετήσουν την έννοια της παγκοσμιοποίησης- μιας έννοια που βρίσκεται εκτός των ορίων του μαρξισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που η πρόσφατη ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη θεωρία του Ιμπεριαλισμού είναι περισσότερο από καλοδεχούμενη[2]. Σε αυτή την προβληματική της προσπάθειας επαναφοράς της σχετικής συζήτησης εντάσσεται και το συγκεκριμένο βιβλίο της Ellen Meiksins Wood.

 

2) Από τη μετάβαση στον καπιταλισμό στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό

            Για να κατανοήσουμε την τοποθέτηση της Wood για τη μετάβαση στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό, θα πρέπει να δούμε τη συνολική θεωρητική τοποθέτησή της πάνω στη διαδικασία ανάδυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (Wood 1991). Η θέση της σε πολλά σημεία θυμίζει to το σχήμα του R. Brenner (Brenner 1976, Brenner 1977, Brenner 1982)[3] για την ειδική σημασία της πρώιμης ανάπτυξης καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων στην Αγγλική γεωργία. Το βασικό της επιχείρημα είναι πως ο καπιταλισμός πρέπει να οριστεί με αυστηρότητα ως ένα σύνολο ειδικών καπιταλιστικών κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων που οδηγούν στην παραγωγή για μια ανταγωνιστική αγορά, όπου το μερίδιο της αγοράς συνδέεται με την αυξανόμενη παραγωγικότητα. Η εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και η σταθερή πίεση από την αγορά κάνουν δυνατή τη εκμετάλλευση των εργατών (απόσπαση υπεραξίας) αποκλειστικά μέσω της χρήσης οικονομικών μέσων. Αυτό αποτελεί μια σαφή διαφοροποίηση σε σχέση με τους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, και ειδικά τη φεουδαρχία, όπου η χρήση μηχανισμών εξω-οικονομικής βίας και καταναγκασμού ήταν απαραίτητη για την απόσπαση υπερεργασίας. Σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα της Wood ο καπιταλισμός δεν πρέπει να ταυτίζεται γενικά και αόριστα ούτε με το εμπόριο ούτε με την αγορά, ούτε και θα πρέπει να αναζητούμε τις απαρχές του στην ανάπτυξη της χειροτεχνικής παραγωγής και του εμπορίου στη μεσαιωνική Ευρώπη. Για τα πραγματικά αίτια της δημιουργίας του καπιταλισμού θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων στην Αγγλική γεωργία κατά την πρώιμη σύγχρονη εποχή. Στη φάση αυτή η διατροφική παραγωγή τέθηκε υπό τις προσταγές του ανταγωνισμού με αποτέλεσμα να αναδυθεί για πρώτη φορά μια κοινωνική μορφή όπου τόσο αυτοί που ιδιοποιούνταν την κοινωνική παραγωγή όσο και οι άμεσοι παραγωγοί είναι εξαρτημένοι από την αγορά με πρωτοφανείς ιστορικά τρόπους. Ήδη, δε, από τον 16ο αιώνα οι εκτιμητές γης (land surveyors) υπολόγιζαν το ύψος των μισθώσεων πέραν της υποτιθέμενης πραγματικής αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τη νέα πραγματικότητα της ανταγωνιστικής αγοράς η οποία διαμορφωνόταν, για πρώτη φορά, εντός μιας πραγματικά ολοκληρωμένης εθνικής αγοράς. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι εκμισθωτές, αλλά και οι γαιοκτήμονες, εξαρτώνται από την αυξανόμενη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των παχτωτών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι, πέραν της εισβολής της παραμέτρου του ανταγωνισμού, και η μαζική απαλλοτρίωση η οποία δημιούργησε τους όρους για την ανάδυση της μισθωτής εργασίας και την ενίαχυση της βιομηχανικής παραγωγής (Wood 2002: 83-84; Wood and Wood 1997: 13-14).

            Αυτή η σαφής διάκριση μεταξύ του καπιταλισμού και των υπόλοιπων τρόπων παραγωγής οδηγεί τη Wood σε μια εξίσου σαφή διάκριση μεταξύ προκαπιταλιστικών αυτοκρατοριών και καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Σύμφωνα με την εξιστόρηση που κάνει για τις προκαπιταλιστικές αυτοκρατορίες (οι οποίες περιλαμβάνουν τα παραδείγματα της Κίνας, της Ρώμης, της Ισπανίας, της Βενετίας, της Ολλανδίας και των Αράβων), όλες αυτές οι μορφές αυτοκρατορίας είχαν, παρά την ύπαρξη σημαντικών διαφορών, ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό: τη σημασία της εξω-οικονομικής βίας σε αντιδιαστολή με τον καθαρά οικονομικό εξαναγκασμό. Στις περιπτώσεις της Ρωμαϊκής, Κινεζικής και Ισπανικής αυτοκρατορίας, η πολιτική εξουσία, δηλαδή η στρατιωτική ισχύς, συνέβαλαν στη διασφάλιση των εδαφικών κερδών, καθιστώντας δυνατή την επέκταση της αγροτικής παραγωγής και την απόσπαση της υπερεργασίας (κύρια μέσω της δουλείας και άλλων μορφών καταναγκαστικής εργασίας[4]), κατά τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για αυτοκρατορία της ιδιοκτησίας. Στην αυτοκρατορία του εμπορίου (η οποία περιλαμβάνει την Αραβική / Οθωμανική αυτοκρατορία, την Ενετική αυτοκρατορία καθώς και την Ολλανδική αυτοκρατορία) η εξωοικονομική βία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τον έλεγχο του εμπορίου και όχι της γης. Από αυτή την άποψη ακόμα και η Ολλανδική εμπορική αυτοκρατορία είχε περισσότερο να κάνει με τις προκαπιταλιστικές μορφές του διεθνούς εμπορίου, όπου η εμπορευματική συναλλαγή δεν απορρέει από μια σταθερή πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας- συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής αγοράς. Με αυτή την έννοια, η Βρετανική αυτοκρατορία δεν ήταν απλά μια μετεξέλιξη των προηγούμενων αυτοκρατοριών. Βασίστηκε στην ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συγκροτώντας για πρώτη φορά τη νέα μορφή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Η σημαντική μεταλλαγή που διακρίνει τη μετάβαση από τα προκαπιταλιστικά συστήματα στον καπιταλισμό είναι η αποσύνδεση της οικονομικής από την εξω-οικονομική εξουσία κατά τρόπο που η καπιταλιστική οικονομική εξουσία υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της πολιτικο- στρατιωτικής εξουσίας 

            Από εκεί και πέρα, ο Βρετανικός αγροτικός καπιταλισμός ήταν η πρώτη καθαρά καπιταλιστική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής. Αποτέλεσε τη μετάβαση από την εμπορική σύλληψη του κέρδους, δηλαδή του κέρδους που προέρχεται από την άνιση ανταλλαγή («αγόραζε φτηνά και πούλα ακριβά»), στο καπιταλιστικό κέρδος, το κέρδους που δημιουργείται από την ανταγωνιστική παραγωγή, από την αυξανόμενη παραγωγικότητα που κάνει δυνατή τη συνεχή βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας[5]. Ιστορικά αυτό ξεκινά με το νόμο περί περιφράξεων τον 16ο αιώνα όπου η αύξουσα ζήτηση για μαλλί θα οδηγήσει τους Άγγλους γαιοκτήμονες να ζητήσουν την περίφραξη των κοινόχρηστων βοσκοτόπων. Αυτό έγινε αρχικά σε περιορισμένη κλίμακα και εντατικοποιήθηκε τον 18ο αιώνα[6]. Σε κάθε περίπτωση σήμαινε την απαρχή της δημιουργίας επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, της ενοποίησης των κτημάτων και της προλεταριοποίησης του αγροτικού πληθυσμού (Tuman 1971: 278). Στο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων αυτό αντανακλάται στην τριαδική μορφή οργάνωσης της παραγωγής με την ύπαρξη των γαιοκτημόνων που ζουν από τη εκμίσθωση των γαιών, τους καπιταλιστές παχτωτές που ζουν από τα κέρδη που τους αποφέρει η εκμετάλλευση των γαιών και τους εργάτες γης που ζουν από το μισθό τους (Wood and Wood 1997: 16). Η δεύτερη φάση της διευρυμένης περίφραξης αντλεί τα αίτιά της από την αύξηση της ζήτησης που δημιούργησε η μεγέθυνση του πληθυσμού καθώς και η ανάπτυξη των εξαγωγών μάλλινων υφασμάτων. Το αποτέλεσμα θα είναι μια μαζική στροφή προς αυτού του τύπου τις επενδύσεις δεδομένου ότι η ετήσια απόδοσή τους ήταν της τάξης του 25% ενώ το επιτόκιο των κρατικών χρεογράφων δεν ξεπερνούσε το 5% (Clough-Rapp 1980: 315- 316; 341). Στην αύξηση αυτή της κερδοφορίας, πέρα από την υιοθέτηση νέων μεθόδων καλλιέργειας[7], συντελεί και το γεγονός της μείωσης των αγροτικών ημερομισθίων όπου κατά τη διάρκεια της περιόδου 1500- 1640 οι αμοιβές τριπλασιάστηκαν ενώ οι τιμές εξαπλασιάστηκαν (Κρεμμύδας 2004: 109).

Στηριγμένη στην εγχώρια ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, η Βρετανική αυτοκρατορία μπορούσε να τροφοδοτεί τις δραστηριότητές της στις αποικίες της στην Αμερική. Σε αντίθεση με άλλες μορφές αποικισμού, η Βρετανία σχετικά σύντομα έδωσε έμφαση στην παραγωγή εμπορεύσιμων καλλιεργειών (όπως ο καπνός και η ζάχαρη), χρησιμοποιώντας την εργατική δύναμη δούλων ως αντιστάθμισμα στην απουσία ελεύθερης εργατικής δύναμης. Άλλες περιοχές, όπως η περιφέρεια των μέσων του Ατλαντικού, παρέμεινε για μια περίοδο εκτός της τροχιάς της καπιταλιστικής ανάπτυξης και μόνο μετά την αμερικανική επανάσταση θα υποχρεωθούν οι μικροί και μεσαίοι κτηματίες να παράγουν για την αγορά λόγω της αυξημένης πίεσης που ασκούσαν οι πολιτειακές κυβερνήσεις, οι έμποροι γης και οι κερδοσκόποι.

            Στην Ινδία, σε ένα πρώτο στάδιο, η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, με την αρωγή του βρετανικού αυτοκρατορικού κράτους, κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει κύρια μη καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας οι οποίες διασφάλισαν μια αξιόπιστη εισοδηματική πηγή. Ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα ένας αυξανόμενος αριθμός Άγγλων καπιταλιστών ξεκίνησε να επενδύει στην Ινδία. Η εξέλιξη αυτή μετασχημάτισε το αυτοκρατορικό κράτος από εργαλείο ατομικής ιδιοποίησης σε μηχανισμό δημόσιας διοίκησης.

            Η Wood επεκτείνει την έμφαση που είχε δώσει σε προηγούμενη της δουλειά (Wood 1991) στη σημασία των μη καπιταλιστικών πολιτικών και ιδεολογικών μορφών και εξαναγκασμών για την ανάπτυξη του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με την «από τα κάτω» ανάδυση του βρετανικού αγροτικού καπιταλισμού, η Wood σκιαγραφεί τον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό ως το «από τα πάνω» δημιούργημα των πολιτικών και στρατιωτικών επιταγών. Αυτό είναι που διαφοροποιεί τις γερμανικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες από τον βρετανικό καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, τα γερμανικά βιομηχανικά συμφέροντα της γεωγραφικής επέκτασης από την καπιταλιστική λογική της συσσώρευσης. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το τελικό αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο κατακερματισμός των μεγάλων αποικιακών δυνάμεων και η ενδυνάμωση των ΗΠΑ. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο μεταξύ καπιταλιστικών δυνάμεων που σχετιζόταν με την σαφή προσπάθεια εδαφικής επέκτασης με σκοπό την επίτευξη οικονομικών στόχων. Η νέα μορφή του ιμπεριαλισμού, που χαρακτηρίζεται από την πλήρη κυριαρχία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, κυβερνάται από τις προσταγές της οικονομίας και από ένα σύστημα πολυάριθμων κρατών.

            Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την κατάρρευση των λεγόμενων σοσιαλιστικών κρατών αναδύθηκε μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα –η οποία ονομάστηκε από ορισμένους παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με τη Wood η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι ο σωστός όρος γιατί σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να είχαμε μια πραγματικά ολοκληρωμένη οικονομία με ίδια ποσοστά παραγωγικότητας της εργασίας και του κόστους παραγωγής. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι μια παγκόσμια οικονομία, η οποία διοικείται από ένα παγκόσμιο σύστημα πολυάριθμων κρατών και τοπικών κυριαρχιών. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος διατηρεί τις λειτουργίες και τη σημασία του. Ο νέος ιμπεριαλισμός έχει το πρωτοφανές χαρακτηριστικό ότι ο στόχος του δεν είναι η εδαφική επέκταση αλλά η συνεχής στρατιωτική δράση. Στην ουσία, η στρατιωτική παρουσία αποσκοπεί στο να υπενθυμίζει το εύρος της αμερικάνικης ισχύος και την ικανότητά της να εξαπλώνει το φόβο. Πρόκειται για μια μορφή ιμπεριαλισμού με χαμηλότερο ρίσκο αλλά πιο κερδοφόρα από τη στιγμή που επιτρέπει στις ΗΠΑ να διοικούν τη παγκόσμια οικονομία χωρίς τους κινδύνους της αποικιακής επέκτασης.

 

3) Η αξία του βιβλίου και η ανάγκη μιας κριτικής τοποθέτησης

            Η Wood έχει πραγματοποιήσει μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια διερεύνησης των διαφορετικών μορφών της Αυτοκρατορίας, όπως αυτή εμφανίστηκε τα τελευταία 2000 χρόνια, αποσαφηνίζοντας τα κοινά σημεία και τις διαφορές τους. Από αυτή την πλευρά η δουλειά της προσφέρει στον αναγνώστη ένα σημαντικό όγκο πληροφοριών σχετικά με τα αντίστοιχα κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα.

            Επίσης πρόκειται για μια πολύ χρήσιμη ανασκευαστική κριτική της θεωρίας του παγκόσμιου συστήματος ή / και της εκδοχής των παγκόσμιων συστημάτων. Σύμφωνα με τους Frank και Gills η ανάδυση του εμπορίου ως μορφής οικονομικής δραστηριότητας οδήγησε την ανθρωπότητα σε ένα μοναδικό παγκόσμιο σύστημα παραγωγής που διαρκεί εδώ και 5000 χρόνια (Frank 1990; Gills and Frank 1990; Frank and Gills 2000). Στον αντίποδα αυτής της θέσης ο Wallerstein υποστήριξε πως δεν υπάρχει μόνο ένα παγκόσμια σύστημα αλλά πολλά παγκόσμια συστήματα το οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Από τον 16ο αιώνα και μετά, η ανακάλυψη των νέων περιοχών ενοποίησε τον κόσμο σε ένα παγκόσμιο σύστημα, αυτό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αντικαθιστώντας το παλαιότερο σύστημα των Μεγάλων Αυτοκρατοριών, που βασίζεται στην παγκοσμιοποίηση του εμπορίου και της μετανάστευσης δημιουργώντας έτσι ένα νέο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας (Wallerstein 1974; 1974a; 1991; 1999).

            Η Wood είναι ιδιαίτερα επικριτική απέναντι σε αυτές τις απόψεις σε όλες τους τις εκδοχές. Θεωρεί ότι η ανάδυση του καπιταλισμού δεν μπορεί να εξηγηθεί με την εδαφική επέκταση ή την ανάπτυξη του εμπορίου αλλά με τη δημιουργία ενός εντελώς νέου τρόπου παραγωγής που στηρίζεται στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργατικής δύναμης: συσσώρευση, εμπορευματοποίηση, μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, ανταγωνισμός, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του νέου κοινωνικού συστήματος. Κι αν υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή που πρέπει να αναζητηθεί, αυτή δεν είναι μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας αλλά κυρίως μεταξύ των ιμπεριαλιστικών και των υπολοίπων κρατών. Η Wood είναι πειστική στην ανάλυσή της αποφεύγοντας μια απλοποιημένη περιγραφή των κοινωνικών φαινομένων, και προκρίνοντας μια λεπτομερή εξέταση των κοινωνικών σχέσεων.

 

            Το βασικό πρόβλημα με την προσέγγιση της Wood για τον ιμπεριαλισμό (κι όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο αλλά στο σύνολο του έργου της βλ. Wood 1991 και Wood 1995) σχετίζεται με τη συνολική της θεώρηση για τον καπιταλισμό. Αναφέραμε ήδη πως η Wood υιοθετεί ένα ερμηνευτικό σχήμα ανάλογο με αυτό του Brenner για τον αγροτικό καπιταλισμό σύμφωνα με το οποίο η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν είναι συνώνυμη με το εμπόριο ούτε με την ανάπτυξη των αγορών, αλλά στηρίχτηκε στη δημιουργία μιας προσανατολισμένης προς την αγορά μορφής της αγροτικής παραγωγής  διοικούμενης από καπιταλιστές κτηματίες που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία και αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των κερδών μέσω της ανόδου της παραγωγικότητας. Στην καπιταλιστική αγορά η ανταλλαγή των εμπορευμάτων δεν έχει τίποτε να κάνει με εθιμικές συνήθειες ή με άλλες μορφές μη καπιταλιστικής οικονομικής οργάνωσης, λειτουργώντας ως σταθερή πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας και εξοικονόμησης του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Η Wood κατά κάποιο τρόπο θυμίζει την πρωτοπόρο δουλειά του Polanyi (Polanyi 1957) όπου ο τελευταίος επιμένει στο να διαφοροποιεί τη σχέση εμπορεύματος / ανταλλαγής στη γενικότητά της (ποικίλες ιστορικές μορφές του εμπορίου) αντιπαραβάλλοντάς την με τη δημιουργία της νεωτερικής καπιταλιστικής αγοράς.

            Η θέση της Wood ως μια θεωρία του σχηματισμού καπιταλιστικών οικονομικών μορφών και καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής παρουσιάζει πολλές αρετές και καταδεικνύει τις αναγκαίες ασυνέχειες μεταξύ διαφορετικών τρόπων παραγωγής. Ωστόσο, ως γενική θεωρία της ιστορίας εμφανίζει μεθοδολογικές αδυναμίες.

            Ένα πρώτο ζήτημα είναι πως πρόκειται για μια ουσιολογική προσέγγιση. Αντιμετωπίζει τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (με τη μορφή αφενός του προσανατολισμού προς την αγορά και αφετέρου στην εξοικονόμηση του αναγκαίου χρόνου εργασίας μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας) ως την ουσία του καπιταλισμού, ως ένα αιτιακό πυρήνα από όπου εκκινούν όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές μορφές. Εάν η Αγγλία είναι ο τόπος γέννησης του αγροτικού- και σε δεύτερο χρόνο- και του βιομηχανικού καπιταλισμού, τότε μόνο τα αγγλικά πολιτικά μορφώματα και τα αντίστοιχα συστήματα ιδεολογικής αντιπροσώπευσης είναι τα αυθεντικά και τα προσήκοντα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Από τη στιγμή που διατηρούν την αναγκαία σχέση με την ουσία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, αποτελούν και τους εκφραστές της στο εποικοδόμημα. Η Wood υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που σε γενικές γραμμές μπορούν να θεωρηθούν ως συστατικά του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όπως είναι η δημιουργία της κεντρικής κρατικής εξουσίας ή ο σχηματισμός της αστικής κουλτούρας, είναι στην πραγματικότητα μη ή προκαπιταλιστικές μορφές οι οποίες δεν αποτελούν τμήμα της διαδικασίας διαμόρφωσης του σύγχρονου (νεωτερικού) καπιταλισμού από τη στιγμή που δεν μοιράζονται την ουσιαστική σχέση με την καθαρή μορφή της καπιταλιστικής (κι όχι απλά εμπορικής) παραγωγής.

            Εάν επιλέξουμε να υιοθετήσουμε μια τέτοια ουσιολογική και οιονεί εγελιανή προσέγγιση και παραμείνουμε στο πλαίσιο μια τέτοιας σχέσης μεταξύ ουσίας και εκφράσεων της, τότε η Wood έχει δίκιο. Εάν, αντιθέτως, κατανοήσουμε την ανάδυση του καπιταλισμού ως μια σύνθετη υλική σχέση, τότε δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ανάγνωση. Ο βρετανικός αγροτικός καπιταλισμός ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη καθαρή μορφή εμπορευματικής παραγωγής. Η κεντρική κρατική εξουσία του απολυταρχικού κράτους δεν αποτέλεσε μια άμεση απάντηση στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Το ίδιο ισχύει για την «αστική» νοοτροπία και κουλτούρα που περισσότερο έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πόλεων ως διοικητικών κέντρων. Είναι επίσης αληθές πως οι πολύπλοκες τραπεζικές διαδικασίες που αναπτύχθηκαν κύρια από τους Ιταλούς τραπεζίτες σχετίζονται περισσότερο με την ανάληψη από αυτούς ρίσκων και της διαχείρισης του κόστους του εξωτερικού εμπορίου παρά με το αίτημά τους για να αποκτήσουν ένα τμήμα της συνολικά καπιταλιστικής αποσπώμενης υπεραξίας (Κρεμμύδας 2004: 132- 133). Ωστόσο, η ιστορία δεν είναι μια διαδοχή ουσιών και των εκφράσεών τους. Η ιστορία είναι μια διαδοχή διαφορετικών τρόπων παραγωγής, όπου ο καθένας αντιπροσωπεύει μια συνάρθρωση όχι μόνο οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών μορφών αλλά επίσης και ιστορικά εξειδικευμένων στοιχείων. Με αυτή την έννοια, η συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ήταν απαραίτητη έτσι ώστε οι καπιταλιστικές οικονομικές μορφές να κυριαρχήσουν. Αυτό σημαίνει ότι μια συνάντηση (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση με την οποία ο Althusser περιέγραψε με ένα μη- ιστορικιστικό τρόπο τη συνάρθρωση μεταξύ διαφορετικών στοιχείων[8] [Althusser 1982; Althusser 1994a]) έπρεπε να πραγματοποιηθεί μεταξύ βρετανικού αγροτικού καπιταλισμού, βρετανικού κοινοβουλευτικού τρόπου λήψης αποφάσεων, ιταλικών τραπεζικών πρακτικών, γαλλικής κεντρικής εξουσίας και ύστερου ρεπουμπλικανισμού, καθώς και ευρωπαϊκής ηπειρωτικής αστικής κουλτούρας. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τα βασικά στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: την ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, την εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, την έναρξη της κατάχτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, τη μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για το δουλεμπόριο (Μαρξ 1983: 775).

Διαφορετικά ειπωμένο, τίποτε δεν ήταν προδιαγεγραμμένο να συμβεί. Η διαδικασία μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό παρουσίασε πολλές ασυνέχειες και ασυγχρονίες. Υπήρξαν περιοχές όπου αρχικά ήταν στην πρωτοπορία, όπως οι ιταλικές πόλεις αλλά και οι κάτω χώρες, οι οποίες στη συνέχεια οπισθοχώρησαν για να ξεπεραστούν από άλλες, όπως η Αγγλία, που αρχικά σημείωναν σημαντική καθυστέρηση (Χομπσμπάουμ 1986: 234; Ντομπ 1986: 240).

            Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με αυτή καθ’ αυτή την ιστορική πρωτοτυπία του βρετανικού προτύπου. Η Wood, αλλά και ο Brenner, εμμένουν ιδιαίτερα στο ζήτημα της ανόδου της παραγωγικότητας στη βρετανική γεωργία, ως καταλυτικού παράγοντα για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Με αυτή θέση και αποδεχόμενοι μια συγκεκριμένη πορεία προς την καπιταλιστική μετάβαση θεωρούν πως η άνοδος της παραγωγικότητας, και μάλιστα μέσω μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής εφαρμογής,  συγκροτεί τη μοναδικότητα του δρόμου μετάβασης από τη φεουδαρχία προς τον καπιταλισμό.

Ωστόσο, το θέμα της αύξησης της παραγωγικότητας αντιμετωπίστηκε σε πολλές περιοχές, κι όχι μόνο στη Βρετανία, με εντελώς διαφορετικές μεθόδους. Όπως πολύ κατατοπιστικά αναφέρουν οι Clough-Rapp για όλη τη Δ. Ευρώπη, στις περιπτώσεις που η παραγωγή προοριζόταν για αβέβαιες αγορές και η αξία της καλλιέργειας ήταν εντατική, και κατά συνέπεια δαπανηρή, τότε γίνονταν συντονισμένες προσπάθειες ανόδου της παραγωγικότητας. Στην κοιλάδα του Πάδου πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις σε έργα αποστράγγισης και άρδευσης ενώ τα ελαφρά εδάφη εμπλουτίστηκαν με το βαθύτερο όργωμα. Στην περιοχή του Μπορντώ χρησιμοποιούνταν ιπποκίνητα μηχανήματα για το ξερίζωμα των ζιζανίων. Στην Ολλανδία χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές των Νεώτερων Χρόνων καλλιεργητικές μέθοδοι που περιλάμβαναν χρήση μηχανών οι οποίες στη συνέχεια θα υιοθετηθούν και από τη βρετανική αγροτική επανάσταση. Ωστόσο η μεγαλύτερη τομή αφορά το τέλος του συστήματος της αγρανάπαυσης πρώτα και κύρια στις περιοχές των Κάτω Χωρών όπου λόγω σπανιότητας του εδάφους υιοθετήθηκε το μοντέλο των εναλλασσόμενων καλλιεργειών (Clough- Rapp 1980: 340- 342).

Από εκεί και πέρα, το θέμα με τον τρόπο μετάβασης είναι πως από πολλές πλευρές, και από τον ίδιο τον Μαρξ, τίθεται σε αμφισβήτηση το κατά πόσο υπήρξε ένας ενιαίος δρόμος. Συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο αναφέρεται πως ο ένας δρόμος είναι αυτός του έμπορου → βιομήχανου όπου ο έμπορος καπιταλιστής υποτάσσει τους μικροπαραγωγούς. Υπάρχει όμως και ο δρόμος του παραγωγού → εμπόρου (καπιταλιστή) όπου οι μικροπαραγωγοί τείνουν να ανεξαρτητοποιηθούν και να μεταβληθούν σε βιομήχανους καπιταλιστές υπερβαίνοντας τον έλεγχο του εμπορικού κεφαλαίου. Στην πρώτη περίπτωση ο παραγωγός καπιταλιστής παρήγαγε για την αγορά και κατά συνέπεια αποσκοπούσε στη μεγέθυνσή της και για τη μείωση του κόστους παραγωγής ανεξαρτητοποιούμενος από το εμπορικό κεφάλαιο. Στη δεύτερη περίπτωση ο έμπορος καπιταλιστής παρήγαγε τόσο όσο του επέτρεπε η εμπορική του δραστηριότητα εξαρτώντας την παραγωγή του από τα εμπορικά του συμφέροντα έτσι ώστε το εμπορικό κεφάλαιο να συνεχίζει να κυριαρχεί απέναντι στο βιομηχανικό. Ο διαχωρισμός αυτός παρουσιάζεται σε διαφορετικές περιοχές όπου ο πρώτος δρόμος εμφανίζεται κύρια στη Δ. Ευρώπη ενώ ο δεύτερος στην Α. Ευρώπη και στην Ασία (Τακαχάσι 1986: 133 κε; Λεφεμπρ 1986: 182, Προκάτσι 1986: 201). Από όλα αυτά αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως υπάρχει μια διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε το καπιταλιστικό σύστημα καθώς και πως δεν γίνεται πια λόγος απλά για εμπόριο αλλά για καπιταλιστικό εμπόριο, δηλαδή για μια εντελώς διαφορετική ποιοτικά κοινωνική σχέση.

            Το τρίτο στοιχείο σχετίζεται με το ζήτημα του εξω-οικονομικού εξαναγκασμού. Χωρίς να διαφωνούμε με τη σημασία που αποδίδει η συγγραφέας στο ρόλο των πολιτικών και στρατιωτικών παραμέτρων στη διαμόρφωση των προκαπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, η όλη προσέγγισή της μοιάζει να διακρίνεται από μια αντίφαση δεδομένου πως ενώ αναγνωρίζεται, με ένα κάπως γενικό τρόπο, η σημασία του ρόλου των κρατών στη σύγχρονη εποχή, δεν αναλύεται ο τρόπος με τον οποία αυτά επιδρούν στην αναπαραγωγή της σχέσης κεφάλαιο. Με άλλα λόγια παραγνωρίζονται στοιχεία όπως η υλική και η ιδεολογική βία που εκπορεύονται από συγκεκριμένους μηχανισμούς του αστικού κράτους και αποσκοπούν στη διατήρηση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η παραγωγή της υπεραξίας δεν συνιστά μια καθαρή οικονομική διαδικασία αλλά στηρίζεται και ενισχύεται και από εξω-οικονομικούς μηχανισμούς. Χωρίς το στρατό, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τους φορείς διαμόρφωσης και διάχυσης της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι «καθαρά» οικονομικές πλευρές του καπιταλιστικού συστήματος δεν θα μπορούσαν να αναπαραχθούν. Κάτω από αυτό το πρίσμα, επιστρέφουμε στην κλασική διατύπωση των Μαρξ και Ένγκελς για το σε τελική ανάλυση προσδιοριστικό ρόλο του οικονομικού παράγοντα, ο οποίος καθορίζει ποιος παράγοντας είναι κάθε φορά ο προσδιοριστικός. Το γεγονός πως στη φεουδαρχία το πολιτικό στοιχείο είναι το καθοριστικό καθόλου δεν μειώνει τη σημασία των άλλων δομών (οικονομικής ιδεολογικής). Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον καπιταλισμό όπου καθοριστική είναι η οικονομική δομή.

            Το τέταρτο σημαντικό σημείο αφορά την κριτική της Wood στην έννοια της παγκοσμιοποίησης. Η συγγραφέας είναι πολύ επιφυλακτική στο να αποδεχτεί τη θεωρητική της χρησιμότητα. Η Wood, σε αντίθεση με τη θέση πως η παγκοσμιοποίηση επιτρέπει μόνο ένα δευτερεύοντα ρόλο στα κράτη εντός της παγκόσμιας οικονομίας ενδυναμώνοντας το ρόλο των υπερεθνικών θεσμών ως ρυθμιστών της δυνάμεων της αγοράς, θεωρεί πως ζούμε σε ένα κόσμο που αποτελείται όχι από ιμπεριαλιστικούς κυρίαρχους και αποικιακά υποκείμενα αλλά σε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο τόσο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο και τα υποτελή πολιτικά μορφώματα δεν είναι παρά, λιγότερο ή περισσότερο, κυρίαρχα κράτη.

            Εν τούτοις, η τοποθέτηση αυτή χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα. Δεν γίνεται σαφές αν η Wood πιστεύει πως η παγκοσμιοποίηση υφίσταται – ακόμα και αν πρόκειται για παγκοσμιοποίηση με πρωτεύοντα το ρόλο των εθνικών κρατών. Η θεωρητική επιλογή για εμάς δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ απλουστευτικών εξισώσεων του τύπου: Πραγματική Παγκοσμιοποίηση = Παγκόσμια Οικονομική Ολοκλήρωση ή Οιονεί Παγκοσμιοποίηση = Παγκόσμια Οικονομία (όχι πλήρως ολοκληρωμένη) + Ισχυρά Εθνικά Κράτη.

            Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το ζήτημα επειδή πιστεύουμε πως μια γνήσια ανανέωση της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού απαιτεί την θεωρητική άρνηση της έννοιας της παγκοσμιοποίησης σε κάθε εκδοχή της. Αν δεν υπάρχει ούτε παγκόσμιο κεφάλαιο (ένα παγκόσμιος καπιταλιστικός συνασπισμός εξουσίας) ούτε παγκόσμιο προλεταριάτο, τότε δεν υπάρχει και παγκοσμιοποίηση με τη στενή έννοια του ενοποιημένου παγκόσμιου συστήματος κοινωνικών σχέσεων.

            Είναι αλήθεια πως το κεφάλαιο ως τέτοιο χαρακτηρίζεται από μια τάση προς ασταμάτητη και ανεμπόδιστη συσσώρευση, δρώντας ως τυφλή κοινωνική δύναμη, ένα είδος κοινωνικής ενόρμησης (με τη φροϋδική έννοια), και ως τέτοιο δε γνωρίζει σύνορα (με τον ίδιο τρόπο που κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν γνώριζε όρια η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας ακόμα και αν αυτό σήμαινε την καταστροφή – προοπτικά– της διαθέσιμης εργατικής δύναμης). Ωστόσο αυτό δεν είναι παρά το κεφάλαιο στην πιο απλή και αφηρημένη μορφή ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία. Η έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μια πολύ πιο πολύπλοκη θεωρητική αφαίρεση μιας συστημικής κοινωνικής μορφής η οποία είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Σύμφωνα με τον Althusser (Althusser et al. 1965) δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τον τρόπο παραγωγής μόνο με τις οικονομικές μορφές αλλά με τη δομημένη συνάρθρωση των οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών σχέσεων και μορφών.

            Η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων απαιτεί την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την αναπαραγωγή του σε ιδιαίτερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Δεν υπάρχει  κάποια «εσωτερική λογική» που να οδηγεί στο εθνικό κράτος ως έκφραση της «ουσίας» του καπιταλισμού. Αποτέλεσε το αναγκαίο αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε ένα χώρο- τόσο φυσικό όσο και κοινωνικό- που ήταν ήδη κατακερματισμένος. Το εθνικό κράτος ήταν η συγκεκριμένη πολιτική μορφή που έδειξε ότι είναι πιο αποτελεσματική από άλλες που δοκιμάστηκαν όπως την αποικιακή εμπορική εταιρεία, την αυτοκρατορία, την αποικιοκρατική αυτοκρατορία, την πόλη – κράτος, το δίκτυο εμπορικών πόλεων, τη συνομοσπονδία επαρχιών. Διαφορετικά ειπωμένο, η αστική τάξη έμοιαζε να παλινδρομεί μεταξύ διαφορετικών επιλογών, γεγονός που οφειλόταν και σε πραγματικά αντιτιθέμενα υλικά συμφέροντα. Η τελική επικράτηση των εθνικών αστικών τάξεων πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός πως η πολιτική μορφή του εθνικού κράτους επέτρεπε την κυριαρχία απέναντι σε ετερόκλητους ταξικούς αγώνες και, σε προέκταση, στην ανάδυση διαφορετικών αστικών μερίδων οι οποίες συναρθρώνονταν γύρω από την άσκηση ενός σχεδίου οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας ικανού να διασφαλίζει την αναπαραγωγή τους ως κυρίαρχων τάξεων. Η συνάντηση αστικής τάξης και εθνικών σχηματισμών θα διαμορφώσει τελικά μια σχέση αμοιβαιότητας σε μια διαδικασία που στην πραγματικότητα ήταν χωρίς υποκείμενο (Balibar – Wallerstein 1990: 122- 123)

                  Στην περίπτωση που υιοθετήσουμε το παραπάνω (πράγμα που σημαίνει να μην δεχτούμε κάποια εκδοχή από τις κλασικές θεωρίες του παγκόσμιου καπιταλισμού [για παράδειγμα βλ. Bukharin 1973]) τότε μόνο μια εναλλακτική περιοδολόγηση είναι δυνατή: το να δεχτούμε πως έχουμε μεταβεί σε μια νέα φάση η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός παγκόσμιου κοινωνικού σχηματισμού, ή τουλάχιστον ενός υπερεθνικού κοινωνικού σχηματισμού, γεγονός που θα οδηγούσε και στην ανάγκη διατύπωσης μιας θεωρίας για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα και κατ’ επέκταση μιας θεωρίας για το σχηματισμό ενός υπερεθνικού συνασπισμού εξουσίας και για τις ιδιαίτερες μορφές της υπερεθνικής ταξικής πάλης (συμπεριλαμβανομένου του σχηματισμού μιας πιθανής υπερεθνικής λαϊκής συμμαχίας). Όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα υπέρ της «παγκοσμιοποίησης» είτε με τη μορφή της τάσης του κεφαλαίου να υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα ή με τη μορφή του πολλαπλασιασμού των επικοινωνιών και των πολιτισμικών ανταλλαγών, απλά χάνουν την ουσία των πραγμάτων. Το ίδιο ισχύει και για όποια εκλεκτικιστική θεωρητική προσέγγιση αποσκοπεί στο να βάλει από κοινού την παγκοσμιοποίηση, τη διαρκή σημασία των εθνικών κρατών και τις τρέχουσες μορφές του ιμπεριαλισμού.

            Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει χώρος για κρατική παρέμβαση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αναλύουμε το διεθνές σύστημα. Κι από τη στιγμή που κανένας δεν έχει προτείνει ένα πειστικά διαφορετικό ερμηνευτικό σχήμα, είμαστε υποχρεωμένοι να επιμένουμε στην έννοια του ιμπεριαλισμού και της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ως τη πλέον συνεκτική μέθοδο ερμηνείας των εξελίξεων στο διεθνές σύστημα. Αυτή είναι η μορφή του καπιταλισμού που έχουμε γνωρίζει μέχρι σήμερα, όχι ως άθροισμα κρατών αλλά ως πολυεπίπεδη (οικονομική, πολτική, ιδεολογική) συνάρθρωση κοινωνικών σχηματισμών που χαρακτηρίζονται από σχέσεις ανισόμετρης ανάπτυξης και ανισόμετρης αλληλεξάρτησης. Ο όρος πολυεπίπεδη χρησιμοποιείται για να γίνει κατανοητό πως δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας πυραμίδας όπου οι οικονομικά προηγμένες χώρες βρίσκονται στις ανώτερες θέσεις και οι οικονομικά καθυστερημένες στις κατώτερες, δεδομένου ότι αυτό που υπάρχει είναι μια αντιφατικά συγκροτημένη ιεραρχία και μια πολύπλοκη διαδικασία βάση της οποίας οι κοινωνικοί σχηματισμοί ενσωματώνονται στο διεθνές σύστημα.

            Η τελευταία κριτική μας παρατήρηση αφορά την χρήση της έννοιας της αυτοκρατορίας από τη Wood. Παρά την χρησιμότητα που μπορεί να έχει κάποιες στιγμές η χρήση της έννοιας αυτής ως μεταφοράς είτε για τη συμπεριφορά των ΗΠΑ (π.χ. την αυτοκρατορική τους «ύβρη») είτε για την τελική του παρακμή (όλοι οι συνειρμοί που κατά καιρούς επανέρχονται σε σχέση  με την τελική παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), εντούτοις υποστηρίζουμε ότι η έννοια της αυτοκρατορίας δεν μπορεί να έχει θεωρητική χρησιμότητα. Οι ΗΠΑ δεν αποτελούν τη Νέα Ρώμη, ούτε λειτουργούν μέσω ανθυπάτων. Αντίθετα, κατέχουν την ηγετική θέση σε ένα ιστορικά πρωτότυπο σύστημα ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων. Με αυτή την έννοια ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός δεν είναι μόνο μη εδαφικός και μη επικρατειακός (Panitch 2000: 9) αλλά και ουσιωδώς μη αυτοκρατορικός.

 

 

Εν κατακλείδι (ή ας μιλήσουμε ξανά για τον Ιμπεριαλισμό)

Η συγκεκριμένη μελέτη της Wood λειτουργεί ενισχυτικά στο άνοιγμα της συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό και της ειδικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στη μορφή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού και τη φάση του καπιταλισμού που διανύουμε. Η τρέχουσα συγκυρία διακρίνεται από την αύξηση της πολιτικής σημασίας που έχει η διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Η άρση των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων και η αναίρεση προστατευτικών μηχανισμών συμπυκνώνουν τις πιο επιθετικές αστικές στρατηγικές και λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης για την αναίρεση κατακτήσεων και δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων και για την προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

Όπως είπαμε και παραπάνω ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι ουσιωδώς «μη-επικρατειακός». Η διαδικασία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, υπό την προϋπόθεση πως υπάρχουν οι αναγκαίες πολιτικές εγγυήσεις, σημαίνει ότι μπορεί κανείς να αποσπάσει πραγματικά οφέλη από τις επενδύσεις εκτός συνόρων, χωρίς να χρειάζεται να καταλάβει τη συγκεκριμένη περιοχή. Ωστόσο όλες αυτές οι πολιτικές και οι συγκεκριμένες κάθε φορά εξειδικεύσεις τους χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις από την πλευρά ενός μαχόμενου μαρξισμού. Και σε μια τέτοια προσπάθεια το βιβλίο της Wood προσφέρει πολύτιμη αρωγή.

 

Βιβλιογραφία

Althusser L., 1982, ‘Le courant souterrain du matérialisme de la rencontre’, in Althusser 1994b: 539-579.

Althusser L., 1994a, Sur la philosophie, Paris: Gallimard

Althusser L., 1994b, Écrits philosophiques et politiques, T. I, Paris : STOCK / IMEC.

Althusser L., É. Balibar, R. Establet, P. Macherey, and J. Rancière, [1965] 1996, Lire le Capital, Paris: P.U.F.

Asthon T.H and C.H.E Philpin (eds), The Brenner Debate. Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre- Industrial Europe, Cambridge: Cambridge University Press.

Balibar É. et I. Wallerstein, 1990, Race, Nation, Classe, Paris: Découverte.

Boot M. 2001, ‘The Case for American Empire’, The Weekly Standard, 15/10/2001.

Bernstein S. and P. Milza, 1997, Ιστορία της Ευρώπης, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη 5ος -18ος αιώνας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Bois G., 1987, “Against the Neo- Malthusian Orthodoxy” in Asthon T.H and C.H.E Philpin (eds), The Brenner…: 107- 118.

Brenner R., 1976, ‘Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre-Industrial Europe’ in Ashton and Philpin (eds) The Brenner… 1987: 10-63.

Brenner R., 1977, ‘The Origins of Capitalist Development: A Critique of Neo-Smithian Marxism’, New Left Review, 104: 25-92.

Brenner R 1987, ‘The Agrarian Roots of European Capitalism’, in Asthon T.H and C.H.E Philpin (eds), The Brenner…: 213-327.

Brenner R., 1987a, “Agrarian Class Structure and Economic Development in Pre- Industrial Europe” in Asthon T.H and C.H.E Philpin (eds), The Brenner…: 10- 63.

Brenner R., 2001, “The Low Countries in the Transition to Capitalism”, Journal of Agrarian Change 1, 2: 169- 242.

Bukharin N., 1973, Imperialism and World Economy, New York: Monthly Review Press.

Byres T., 2006, “Differentiation of the Peasantry Under Feudalism and the Transition to Capitalism: In defence of Rodney Hilton”, Journal of Agrarian Change 6, 1: 17-68.

Burns E.M, 1983, Εισαγωγή στην ιστορία και τον Πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Clough S. and R. Rapp,1980, Ευρωπαική οικονομική ιστορία, Τόμος Β: Η οικονομική ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού, Αθήνα: Παπαζήσης.

Cooper R., 2002, ‘The post-modern state’ in Mark Leonard (ed.), Re- Orderimg the World, London: The Foreign Policy Centre: 11-20.

Donnelly, Thomas 2002, ‘The Past as Prologue: An Imperial Manual’, http://www.foreignaffairs.org/20020701fareviewessay8529/thomas-donnelly/the-past-as-prologue-an-imperial-manual.html.

Frank A. G., 1990, ‘A Theoretical Introduction to 5000 Years of World System History’, Review, xiii, 2: 155- 248.

Frank A. G. and B. Gills, 2000, ‘The five thousand year world system in theory and praxis’ in Robert Allen, Denmark Jonathan Friedman, Barry Gills and George Modelski (eds) World System History. The social science of long- term change, London: Routledge: 3- 23.

Gills B. and A. G. Frank, 1990, ‘The Cumulation of Accumulation: Theses and Research Agenda for 5000 years of World System History’, Dialectical Anthropology, 15: 19- 42.

Holton R., 1981, “Marxist Theories of Social change and the Transition from Feudalism to Capitalism”, Theory and Society 10, 6: 833- 867.

Kagan R. 1998, “The Benevolent Empire”, http://www.ceip.org/people/kagbenev.htm.

Κρεμμύδας Β., 2004, Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης (16ος-20ος αιώνας), Αθήνα: Τυπωθήτω.

Λεφέμπρ Ζ., 1986, «Μερικές παρατηρήσεις» στο Μ. Ντομπ (κα) Η Μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο: 178- 186.

Μαρξ Κ., 1983, Το Κεφάλαιο, τ. 1, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Ντομπ Μ., 1986, «Από τον Φεουδαλισμό τον καπιταλισμό» Μ. Ντομπ (κα) Η Μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο: 237- 243.

Panitch L., 2000, “The New Imperial State”, New Left Review 1: 5-20

Polanyi K., 1957, The Great Transformation (the political and economic origins of our time, Boston: Beacon.

Scholte, Jan Aart 2002, «Governing Global Finance» in Governing Globalization. Power Authority and Global Governance, edited by David Held and Anthony McGrew, Cambridge: Polity Press: 189- 208.

Τακαχάσι Κ., 1986, «Η διαμάχη για τη μετάβαση» στο Μ. Ντομπ (κα) Η Μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο: 99- 142.

Tuman E. 1971, Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία. Από το 10ο αιώνα ως σήμερα, Αθήνα: Gutenberg.

UNCTAD 2005, World Investment Report, www. unctad.org.

Χομπσμπάουμ Ε., 1986, «Από τον Φεουδαλισμό στον καπιταλισμό» στο Μ. Ντομπ (κα) Η Μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο:  229- 236.

Wallerstein I., 1974, The Modern World-System I, New York: Academic Press.

Wallerstein I., 1974a, ‘The rise and the future demise of the World Capitalist System: Concepts for Comparative Analysis’, Comparative Studies in Society and History XVI: 386- 410.

Wallerstein I.,1991, ‘World System versus World- Systems: A Critique’, Critique of Anthropology, 11, 2: 189- 194.

Wallerstein I., 1999, ‘States? Sovereignty? The dilemmas of Capitalism in an age of transition’ in David Smith, Dorothy Solinger and Steven Topic (eds), States and Sovereignty in the Global Economy, London: Routledge: 20- 33.

Wolf M. 2001, ‘The need for a new imperialism’, Financial Times 9/10/2001.

Wood Meiksins Ε., 1991, The Pristine Nature of Capitalism. A Historical Essay on Old Regimes and Modern States, London and New York: Verso.

Wood Meiksins Ε., 1995, Democracy against Capitalism. Renewing Historical Materialism, Cambridge: Cambridge University Press.

Wood Meiksins E. and N. Wood, 1997, A Trumpet of Sedition. Political Theory and the Rise of Capitalism 1509- 1688, New York: New York University Press.

Wood Meiksins E., 2002, “The Question of Market Dependence”, Journal of Agrarian Change 2, 1: 50- 87.

 

 

 

[1]Αναφερόμαστε στις κλασικές θεωρίες του Ιμπεριαλισμού όπως διατυπώθηκαν από τον Λένιν, τον Μπουχάριν και την Λούξεμπουργκ.

[2] Οι ετήσιες εκδόσεις του Socialist Register για το 2004 και το 2005 αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτής της τάσης

[3] Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε πως σύμφωνα με τον Brenner το τέλος της δουλοπαροικίας σημειώνεται στη Δ. Ευρώπη μεταξύ 14ου και 15ου αιώνα ύστερα από την επιτυχημένη αντίσταση των δουλοπάροικων ενάντια στους φεουδάρχες. Αντίθετα στην Α. Ευρώπη το αντίστοιχο κίνημα αποτυγχάνει. Το αποτέλεσμα είναι στην Α. Ευρώπη τον 16ο και τον 17ο αιώνα να έχουμε τη δεύτερη περίοδο της δουλοπαροικίας. Την ίδια περίοδο η κατάσταση στη Βρετανία και τη Γαλλία εμφανίζεται αρκετά διαφορετική. Στην Βρετανία οι αγρότες αποτυγχάνουν να αντισταθούν στην ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας ενώ υπάρχει κρατική υποστήριξη προς τους γαιοκτήμονες ενάντια στους αγρότες. Στη Γαλλία, οι αγρότες επιτυγχάνουν την εγκαθίδρυση της κληρονομικής κυριότητας στον έλεγχο της γης ενώ η κρατική προστασία των αγροτών λειτουργεί και ως πηγή φορολογήσιμου εισοδήματος. Τον 18ο αιώνα στην Αγγλία παρατηρείται η δυναμική ανάδυση του αγροτικού καπιταλισμού που στηρίζεται στην ανάπτυξη μορφών μισθωτής εργασίας και στη διαμόρφωση εσωτερικής αγοράς για τον βιομηχανικό καπιταλισμό των πόλεων. Οι καπιταλιστές κτηματίες εξαρτώνται από τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και είναι υποκείμενα του ανταγωνισμού για την αύξηση της παραγωγής (Brenner 2001: 196). Στον αντίποδα όλων αυτών στη Γαλλία υπάρχει μικρή αγροτική ιδιοκτησία με συνεχιζόμενα προβλήματα επίλυσης του διατροφικού ζητήματος, καθυστέρηση στη εμφάνιση της μισθωτής εργασίας και ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς. Παράλληλα η κατάσταση στην Α. Ευρώπη χαρακτηρίζεται προς μια έντονη τάση διατήρησης του δουλοπαροικιακού συστήματος. Η μόνη περίπτωση την οποία ο Brenner αντιλαμβάνεται ως εναλλακτικό δρόμο για την καπιταλιστική μετάβαση είναι αυτή της Καταλονίας όπου κυριαρχούσε η μεγάλη γαιοκτησία χωρίς την ύπαρξη των ενοικιαστών (Brenner 1987: 49) Για μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση της μαρξιστικής συζήτησης για το ζήτημα της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό βλ. Holton 1981 και Byres 2006.

[4]Όπως το σύστημα των ενκομιέντας στις ισπανικές κτήσεις σύμφωνα με το οποίο προσφερόταν στον τοπικό ηγήτορα πλήρης εξουσία εντός των ορίων μιας συγκεκριμένης δεσποτείας απέναντι στους ινδιάνικους πληθυσμούς οι οποίοι έπρεπε να εκχριστιανιστούν και για ανταμοιβή για την θρησκευτική τους εκπαίδευση συμμετείχαν καταναγκαστικά στην καλλιέργεια και στη συγκομιδή της παραγωγής (Bernstein-Milza 1997: 290).

[5]Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει και η ανάπτυξη των αστικών κέντρων, και ιδιαίτερα του Λονδίνου, που δημιούργησε τις αντικειμενικές συνθήκες για την ενοποίηση και ανταγωνιστικότητα των αγορών (Wood and Wood 1997: 13- 14).

[6]Είναι χαρακτηριστικό πως μεταξύ 1727 και 1845 περιφράχθηκε έκταση 1.765.711 πλέθρων (Κρεμμυδάς 2004: 261) (ένα πλέθρο αντιστοιχεί με 4 στρέμματα).

[7]Για μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση και των νέων μεθόδων καλλιέργειας αλλά και των νέων καλλιεργειών βλ. Burns 1983: 185- 187.

[8]Άλλωστε όπως ο Μαρξ αναφέρει στο Κεφάλαιο οι αλλαγές στην βρετανική αγροτική ύπαιθρο συνδέονται με την ανατίμηση του μαλλιού που έφερε η ανάπτυξη της μανιφακτούρας μάλλινων υφασμάτων στη Φλάνδρα (Μαρξ 1983: 743). Από αυτήν άποψη ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θέση του Bois σύμφωνα με την οποία η ανάδυση του καπιταλισμού δεν αποτελεί απότοκο των ιδιαιτεροτήτων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, δηλαδή της βρετανικής, αλλά το αποτέλεσμα της κρίσης του συνολικού φεουδαρχικού μοντέλου όπου τα επιμέρους στοιχεία κάθε κοινωνίας βρίσκονταν σε μια συνεχή αλληλεπίδραση (Bois 1987: 114- 115).