Προς μία Παγκοσμιοποίηση της Μετανάστευσης;

Προς μία Παγκοσμιοποίηση της Μετανάστευσης;

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

 

 

            Τα τελευταία χρόνια στο χώρο των Κοινωνικών Επιστημών η έννοια της "Παγκοσμιοποίησης" έχει προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις, αμφισβητήσεις και αντιπαραθέσεις. Στα πλαίσια αυτού του σύντομου άρθρου δεν είναι, βέβαια, δυνατό να  ασχοληθούμε με το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα[2]. Θα επιχειρήσουμε, ωστόσο, να προσεγγίσουμε μία μόνο πλευρά, αυτή του φαινομένου (;) της "Παγκοσμιοποίησης" της εργασίας. Για να γίνουμε πιο σαφείς, για να μπορεί να γίνει λόγος για παγκοσμιοποίηση της οικονομίας θα πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσει: η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και η παγκοσμιοποίηση της εργασίας. Δεν αρκεί, με άλλα λόγια, να υπάρχει μετακίνηση και διασπορά του κεφαλαίου, που έτσι και αλλιώς και αυτή είναι αμφισβητούμενη (βλ. Μελάς 1999, Βεργόπουλος 1999) αλλά η εξέταση της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» του κεφαλαίου υπερβαίνει τα όρια αυτού του άρθρου,  θα πρέπει και το ίδιο να συμβαίνει και με την εργασία.

            Συμβαίνει, πράγματι, κάτι τέτοιο; Διαπιστώνεται σήμερα μια μαζική, ίσως και πρωτοφανής, μετακίνηση εργατικού δυναμικού από και προς διαφορετικές γεωγραφικές κατευθύνσεις; Τα υπάρχοντα δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας σημαντικής μεταβολή των μεταναστευτικών ροών. Μεταξύ των ετών 1829 και 1910 σημειώθηκε μια αξιόλογη ροή εργατικού δυναμικού η  οποία ξεπερνούσε τα 90 εκατομμύρια (Κυρίως προς την Αμερική, την Ωκεανία, την Κ. και ΝΑ Ασία, και την Αφρική (Μελάς 1999: 79, Hirst/ Thompson 2000: 60). Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός πως από το 1846 μέχρι το 1875 έφυγαν από την Ευρώπη 9 εκατομμύρια άνθρωποι, αριθμός υπερτετραπλάσιος του πληθυσμού που είχε το Λονδίνο το 1851 (Hobsbawm 1994: 292). Το αποτέλεσμα θα είναι στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ να αυξήσουν τον πληθυσμό τους κατά 9%, η Αργεντινή κατά 26%, η Αυστραλία κατά 17%. Η Ευρώπη θα συντελέσει σημαντικά στις εξελίξεις αυτές ως περιοχή προέλευσης του μετακινούμενου εργατικού δυναμικού όπως δείχνουν και τα στοιχεία του πίνακα 1.

 

 

 

 

 

 

 

Διαπιστώνουμε πως οι ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν υψηλά ποσοστά μετανάστευσης από το 1871 μέχρι το 1910, ενώ υψηλά ποσοστά υποδοχής σημειώνουν οι χώρες της αμερικανικής ηπείρου. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως τα νούμερα του πίνακα 1, τα οποία αφορούν στο σχετικό μέγεθος της μετανάστευσης, δείχνουν πως η Αργεντινή είναι εκείνη η χώρα που εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά υποδοχής μεταναστών ενώ οι ΗΠΑ και ο Καναδάς ακολουθούν. Ωστόσο και τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ και αφορούν στους απόλυτους αριθμούς μάς βοηθούν να εξάγουμε σημαντικά συμπεράσματα. Κι αυτό γιατί ήταν και είναι τέτοια η σημασία των ΗΠΑ ως κράτους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας όπου μια σημαντική αύξηση των μεταναστευτικών ροών θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην μορφή και το περιεχόμενο των διεθνών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Ο Πίνακας 2 δείχνει το βαθμό που υπολείπονται οι σύγχρονες μεταναστευτικές ροές προς τις ΗΠΑ από τις αντίστοιχες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου.

 

 

 

 

 

 

            Παρατηρούμε ότι η σύγκριση των δύο περιόδων 1881- 1910 και 1980- 1990 παρουσιάζει σημαντικές διαφορές με αποκορύφωμα την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα όπου πάνω από ένας στους δύο νέους κατοίκους των ΗΠΑ είναι μετανάστης. Ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια των ετών 1881- 1910 ένας στους επτά κατοίκους έχει γεννηθεί στο εξωτερικό ενώ η σχέση αυτή στην περίοδο 1980- 1990 πέφτει στους ένας προς δεκατέσσερις.

Συμπερασματικά βλέπουμε ότι με όποιο τρόπο κι αν μελετηθούν τα στοιχεία όλα κατατείνουν στη διαπίστωση πως στις σημερινές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να μιλάμε για παγκοσμιοποίηση των ροών εργασίας.- πόσο μάλλον για την ανάδυση ενός πρωτοφανούς φαινομένου.

Η κατάσταση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική δεδομένου ότι: α) στη σημερινή εποχή και παρά τα υψηλά επίπεδα ανεργίας η μετακίνηση εργαζομένων από τις ευρωπαϊκές χώρες δεν ξεπερνά το 1% (Βεργόπουλος 1999: 7). β) οι εισροές μεταναστευτικού πληθυσμού στις κυριότερες δυτικές χώρες το 1995 (Γερμανία, Καναδάς, Βέλγιο, Αυστραλία, Σουηδία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γαλλία, Βρετανία) δεν ξεπερνούσαν το 1% του γηγενούς πληθυσμού (Πελαγίδης 2001: 215). γ) όπως αποκαλύπτουν και τα στοιχεία του πίνακα 3 ακόμα και στις μέρες μας, και παρά τη μετανάστευση τμήματος του εργατικού δυναμικού των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, συνεχίζει να υπάρχει ένας δυϊσμός μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών ανάμεσα σε αυτές που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη αξιοσημείωτων, με μικρότερους, όμως, ρυθμούς από ότι στο παρελθόν, μεταναστευτικών εισροών και σε εκείνες που δεν παρατηρείται σε ευρεία κλίμακα αυτό το φαινόμενο. Κατά συνέπεια και αυτή ακόμα η περιορισμένη ροή μεταναστευτικού δυναμικού πραγματοποιείται ανισόμετρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

            Αλλά οι διαφορές δεν σταματούν εδώ. Μεταξύ του μεταναστευτικού ρεύματος του 19ου αιώνα και αυτού του τέλους του 20ου διαπιστώνει κανείς πως σε αντίθεση με το παρελθόν σήμερα ένα σημαντικό τμήμα των μεταναστών θεωρεί την κατάστασή του παροδική και επιδιώκει να επιστρέψει στη χώρα προέλευσής του (Hirst/ Thompson 2000: 64). Ταυτόχρονα, ενώ στο παρελθόν (1815- 1914) οι μετανάστες έφευγαν, πολύ συχνά μεταφέροντας όλη τους την οικογένεια, γνωρίζοντας πως είναι καλοδεχούμενοι στις νέες τους πατρίδες, σήμερα η κατάσταση εμφανίζεται εντελώς διαφορετική (Hirst/ Thompson 2000: 72). Το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών μεταναστών ξέρει πολύ καλά πως εκεί που θα πάει ούτε πολύ εύκολα θα βρει μόνιμη, και νόμιμη, απασχόληση ούτε ότι είναι ευπρόσδεκτο στο νέο τόπο διαμονής του. Κύρια αίτια  για την κατάσταση αυτή είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, αλλά και το χαμηλό επίπεδο εργασιακών ικανοτήτων που ως επί το πλείστον χαρακτηρίζει τους σύγχρονους μετανάστες[3].

 

            Συμπερασματικά, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της θεωρούμενης  «παγκοσμιοποίησης» της μετανάστευσης αυτό που προκύπτει είναι πως οι ρυθμοί μετακίνησης πληθυσμού ούτε πρωτοφανείς είναι  αλλά ούτε και ιδιαίτερα υψηλοί αν συγκριθούν με τους αντίστοιχους του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

 

Βιβλιογραφία

Βεργόπουλος Κ., 1999, "Η παγκοσμιοποίηση και ο Ν. Πουλαντζάς" Ανακοίνωση στο διεθνές Συνέδριο που διοργανώθηκε στην Αθήνα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Universite de Paris VIII στη μνήμη του Ν. Πουλαντζά με τίτλο Η Πολιτική Σήμερα, σσ. 1- 16.

Hirst P./ Thompson G., 2000, Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, Παπαζήσης, Αθήνα.

Hobsbawm E., 1994, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848- 1875. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.

Μελάς Κ., 1999, Παγκοσμιοποίηση, Εξάντας, Αθήνα.

Πελαγίδης Θ., 2001, Πόσο έχει προχωρήσει η παγκοσμιοποίηση; Παπαζήσης, Αθήνα.

Rourke 'O K./ Williamson J., 1999, Globalization and History, The MIT Press, Massachusetts.

 

 

 

 


[1]Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος αποφοίτησε από Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου τον Ιούνιο του 1989. Τον Ιούνιο του 1992 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Πολτική Κοινωνιολογία στην Πολιτική Κοινωνιολογία αφού παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Anthropologie et Sociologie du Politique στο 8ο Πανεπιστημίου του Παρισιού. Το Νοέμβριο του 1995 αναδείχθηκε Διδάκτορας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Το 1998 εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη το βιβλίο του Τα αίτια του Απριλιανού πραξικοπήματος. Από το Νοέμβριο του 1999 μέχρι το Δεκέμβριο του 2000 έτυχε της Μεταδιδακτορικής Υποτροφίας του ΙΚΥ για την πραγματοποίηση μελέτης με τους μετασχηματισμούς του κράτους στην περίοδος της παγκοσμιοποίησης. Από το Φεβρουάριο του 2001 διδάσκει Κοινωνιολογία στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη το νέο του βιβλίο με τίτλο Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση.

[2]Η βιβλιογραφία που υπάρχει στο τέλος του κειμένου προσφερεται για μια πιο εκτενή ενασχόληση με το ζήτημα της "Παγκοσμιοποίησης".

[3]Με την έννοια πως η άνοδος των δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου στις αναπτυγμενες δυτικές χώρες δημιουργεί αντικειμενικά προβλήματα ένταξης στους αλλοδαπούς, κυρίως μη ευρωπαίους, εργαζόμενους- πράγμα που σε πολύ μικρότερο βαθμό ίσχυε στο παρελθόν δεδομένης της σχετικά μικρής απόστασης που χώριζε τις ευρωπαϊκές οικονομίες από την αντίστοιχη αμερικανική