Ξαναγυρνώντας στον ιμπεριαλισμό

Ξαναγυρνώντας στον ιμπεριαλισμό

Μια παρέμβαση στις απόψεις των Panitch και Gindin περί σχηματισμού της άτυπης Αμερικανικής Αυτοκρατορίας.

 

Των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη

 

 

Εισαγωγή

 

Στη δεκαετία του 1990 η «παγκοσμιοποίηση» χρησιμοποιήθηκε ως ο πιο κατάλληλος όρος για να περιγράψει τις παγκόσμιες εξελίξεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει επανακάμψει η έννοια του Ιμπεριαλισμού, η οποία δεν θεωρείται πια ξεπερασμένη. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή παίζουν οι διαρκώς αυξανόμενες αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, ξεκινώντας από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και καταλήγοντας στην εισβολή και την στρατιωτική κατοχή του Ιράκ. Ήδη αρκετοί δημοσιολόγοι καθώς και μέλη των απανταχού think tanks έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για μια νέα μορφή φιλελεύθερου Ιμπεριαλισμού ο οποίος θα αντιμετωπίσει τα διάφορα κράτη-παρίες (rogue states) και τα υπόλοιπα παγκόσμια προβλήματα (Cooper 2002, Wolf 2001). Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως αυτή των αμερικανών νέοσυντηρητικών είναι ανοιχτή μια συζήτηση περί καλοκάγαθης (benevolent) Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας (Kagan 1998, Boot 2001, Donnelly 2002) η οποία θα προστατεύει τις ελεύθερες αγορές και τις δυτικές αξίες.

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν αρκετοί αριστεροί διανοητές που αναφέρονται ξανά στον ιμπεριαλισμό[1] τόσο ως αναλυτικό εργαλείο όσο και ως επίδικο της πολιτικής πάλης. Η εξέλιξη αυτή είναι αναμφίβολα καλοδεχούμενη ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς πως η ένδεια των ριζοσπαστικών αναλύσεων των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ήταν και απότοκο της πολιτικής και ιδεολογικής υποχώρησης της αριστεράς, έκφραση της οποίας υπήρξε η «δαιμονοποίηση» του όρου ιμπεριαλισμός και η, σχεδόν, πάνδημη αποδοχή της παγκοσμιοποίησης.

Στο πλαίσιο αυτό οι σχετικά πρόσφατες μελέτες των Leo Panitch και Sam Gindin συντελούν στην ανάπτυξη αυτής της προβληματικής και είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, να παρουσιαστούν στο αναγνωστικό κοινό της ελληνικής έκδοσης του Monthly Review υπό το φως μιας κριτικής προσέγγισης.

 

 

1. Παρουσίαση των θέσεων των Panitch και Gindin

 

Η θεωρητική προσέγγιση του Panitch (Panitch 2000) περί ανάδυσης μιας νέας μορφής ιμπεριαλισμού αποτέλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση σε σχέση με τα προβεβλημένα σχήματα της «παγκοσμιοποίησης». Σε αντιδιαστολή με ένα μεγάλο τμήμα των σύγχρονων θεωρητικών που φαίνεται να λησμονούν την ύπαρξη σημαντικών κειμένων του παρελθόντος, ο Panitch επαναφέρει στο προσκήνιο την προσπάθεια που έκανε ο Νίκος Πουλαντζάς στη δεκαετία του ’70 για τη διατύπωση μιας θεωρίας για τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου (Πουλαντζάς 1990: 45-108).

 

 

1.1 Αναδρομή στον Πουλαντζά

 

Συγκεκριμένα, ο Πουλαντζάς είχε διατυπώσει τη θέση πως η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται ούτε την εξασθένιση των εθνικών κρατών ούτε τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κοινωνικού σχηματισμού. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, κύρια με τη μορφή των άμεσων ξένων επενδύσεων, οδηγεί, από τη στιγμή που το ξένο κεφάλαιο ενσωματώνεται στο εγχώριο ηγεμονικό μπλοκ, στην εσωτερίκευση, σε κάθε επιμέρους κράτος, του συνολικού συσχετισμού δύναμης που επικρατεί εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ενώ, ταυτόχρονα, συντελεί στην αναπαραγωγή των διεθνών ανταγωνισμών εντός του ηγεμονικού μπλοκ. Η θέση αυτή βοήθησε τον Πουλαντζά να δώσει ένα νέο περιεχόμενο στην έννοια της Αμερικανικής υπεροχής εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, από τη στιγμή που οι αμερικανικές επενδύσεις στις χώρες της ΕΟΚ σηματοδοτούσαν την εσωτερίκευση των σχέσεων εξάρτησης των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κοινωνικών σχηματισμών από τις ΗΠΑ. Ο Πουλαντζάς, παρά τη χρήση του, από θεωρητικής άποψης, πολύ προβληματικού όρου της εξάρτησης[2], είχε απόλυτο δίκιο όταν απέρριπτε όλες εκείνες τις απόψεις που διακήρυτταν την έλευση της εποχής της αμερικάνικης παρακμής και της αντίστοιχης ανόδου της Ευρώπης ή/ και της Ιαπωνίας.

Ωστόσο, η πιο σημαντική πλευρά της θέσης του Πουλαντζά ήταν, αφενός, η ανανέωση της έννοιας της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, σύμφωνα με την οποία το παγκόσμιο σύστημα βασίζεται στην ύπαρξη των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, και, αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να θεωρητικοποιήσει την πολυπλοκότητα με την οποία οι κοινωνικές σχέσεις διαπλέκονται με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου. Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ανανέωσης της θεωρίας του ιμπεριαλισμού και θα συντελέσει στο ξεπέρασμα απλουστευτικών απόψεων οι οποίες εστιάζονταν είτε στη διαμόρφωση της αποικιακής αυτοκρατορίας είτε στο στρατιωτικό ακτιβισμό για την προσάρτηση εδαφών. Ο Πουλαντζάς, αντίθετα, επικέντρωσε στη σημασία του κράτους και της πολιτικής εξουσίας ως δομικών προαπαιτουμένων για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό επαναδιατύπωσε την έννοια του ιμπεριαλισμού δημιουργώντας ένα θεωρητικό εργαλείο ικανό να περιγράψει τον ιμπεριαλισμό ως το αποτέλεσμα της προσπάθειας του κράτους να διασφαλίσει και να διαχειριστεί τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

 

 

1.2 Διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ιμπεριαλισμός

 

Ο Panitch, από την πλευρά του, επιχειρώντας να περιγράψει την τρέχουσα μορφή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου δίνει ιδιαίτερη σημασία στις οικονομικές εξελίξεις καθώς και στις πολιτικές επιλογές που έλαβαν χώρα στη δεκαετία του 1970 μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods (Panitch 2000: 10). Μολονότι υπήρξαν αρκετές ριζοσπαστικές προτάσεις, ακόμα και από αστικά πολιτικά κόμματα, για την εισαγωγή ποικίλων μορφών ελέγχου πάνω στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τελικά θα υπερισχύσει η εξουσία των χρηματοπιστωτικών αγορών σε συνδυασμό με την πολιτική πίεση των ΗΠΑ, με πρώτη εξέλιξη την αποδοχή των κανόνων του ΔΝΤ από την κυβέρνηση των Άγγλων Εργατικών. Ο Panitch απορρίπτει τον, κατ’ αυτόν, μύθο της υποτιθέμενης αμερικανικής παρακμής στις δεκαετίες των 1970 και των 1980, επιμένοντας, αντιθέτως, πως αυτό που συμβαίνει είναι η παγίωση της αμερικάνικης κυριαρχίας τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Θα είναι αυτή η επιμονή του στην παραδοχή πως μεταπολεμικά ποτέ δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση η αμερικάνικη ηγεμονία, που θα τον οδηγήσει, σε συνεργασία με τον Sam Gindin, να επιμείνουν στη χρήση του όρου Ιμπεριαλισμός ακόμα και στα χρόνια του Κλίντον όπου σημειώνεται η ακμή της έννοιας της παγκοσμιοποίησης.

Από εκεί και πέρα η αλλαγή στην ρητορική της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής που έφερε η έλευση του Μπους, (παρότι από πλευράς ουσίας υπάρχει συνέχεια με την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική της δεκαετίας του 1990), θα επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση περί Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας. Τα αίτια αυτής της αλλαγής πρέπει να αναζητηθούν αφενός στην κυνική χρήση του όρου από την πλευρά των νέο-συντηρητικών και αφετέρου από την εμφάνιση βιβλίων σαν την Αυτοκρατορία των Hardt και Negri (Hardt / Negri 2000), έστω και αν το τελευταίο δεν αποτελεί παρά μια παραλλαγή της θέσης περί παγκοσμιοποίησης. Σε αντιδιαστολή με αυτούς τους προβληματισμούς οι Panitch και Gindin θα υπογραμμίσουν πως μολονότι η έννοια της Αυτοκρατορίας έχει επανέλθει στη δημόσια συζήτηση, η έννοια του ιμπεριαλισμού είναι απούσα εδώ και αρκετό καιρό από τις θεωρητικές επεξεργασίες της Αριστεράς, εξαιτίας και των μονόπλευρων και βασικά λανθασμένων απόψεων περί αμερικάνικης παρακμής (Panitch / Gindin 2004: 34- 35). Για τους δύο συγγραφείς αυτό που έχει ανάγκη η Αριστερά είναι «μια νέα θεωρία του ιμπεριαλισμού που θα υπερβαίνει τους περιορισμούς της παλιάς μαρξιστικής θεωρίας η οποία έδινε βάρος στην ενδοιμπεριαλιστική αντιπαλότητα, και θα επιτρέπει μια συνολική εκτίμηση των ιστορικών παραγόντων που οδήγησαν στο σχηματισμό της μοναδικής άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας» (Panitch / Gindin 2004: 36).

Οι Panitch και Gindin προσεγγίζουν τον ιμπεριαλισμό ως μια ουσιαστική «δομική» τάση του καπιταλισμού προς την επέκταση και τη διεθνοποίηση η οποία δεν μπορεί να ερμηνευτεί με πληρότητα χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στο ρόλο της πολιτικής εξουσίας και του καπιταλιστικού κράτους. Μολονότι αυτή η επεκτατική τάση είναι ενυπάρχουσα στον καπιταλισμό, οι ιστορικές μορφές που παίρνει εξαρτώνται από τις ιστορικά ιδιαίτερες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις (Panitch / Gindin 2004: 38).

 

 

 

1.3 Η απόρριψη των κλασικών θεωριών του ιμπεριαλισμού

 

Για να αποδείξουν ότι η ιμπεριαλιστική διάσταση αποτελεί δομική τάση σε κάθε φάση της εξέλιξης του καπιταλισμού, οι Panitch και Gindin επιχειρούν να απορρίψουν αυτό που περιγράφουν ως κλασικές θεωρίες του Ιμπεριαλισμού στηριζόμενοι στα ακόλουθα επιχειρήματα: α) Ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός δεν ήταν αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους που οδήγησε σε κρίσεις υπερσυσσώρευσης ή/ και υποκατανάλωσης αλλά απότοκο των επιταχυνόμενων ευκαιριών και αναδυόμενων ικανοτήτων του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. β) Ο ιμπεριαλισμός δεν συμπίπτει με την εξάντληση των παραγωγικών ικανοτήτων του Ιιμπεριαλιστικού κέντρου, αντιθέτως αυτό που ιστορικά υπήρξε ήταν μια «εμβάθυνση της κεφαλαιακής σχέσης στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου» (Panitch / Gindin 2004: 39). γ) Ο ιμπεριαλισμός δεν συνδέεται με κανένα ιδιαίτερο στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αντιθέτως, υπάρχουν ιμπεριαλιστικές τάσεις από την εμφάνιση του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος. Το «ελεύθερο» βρετανικό εμπόριο του 19ου αιώνα δεν ήταν ασύμβατο με ιμπεριαλιστικές πρακτικές, τουναντίον η κρατική παρέμβαση ήταν από την αρχή απαραίτητη για να βοηθηθεί το «ελεύθερο» εμπόριο. Πότε δεν υπήρξε κάποια μορφή «καθαρού» καπιταλισμού αντίθετου ή έστω «αδιάφορου» προς την επεκτατική εξάπλωση (Panitch / Gindin 2004: 41). δ) Ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να αναχθεί αποκλειστικά σε οικονομικές τάσεις και σχέσεις. Για το λόγο αυτό η σχέση του Ιμπεριαλισμού με τον καπιταλισμό απαιτεί μια θεωρία του κράτους, μια «επέκταση της θεωρίας του καπιταλιστικού κράτους», πάρα μια ευθεία αναγωγή σε μια θεωρία των οικονομικών κρίσεων ή των οικονομικών σταδίων. ε) Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί πόλεμοι, σε αντίθεση με τη θέση του Λένιν και σε μερική συμφωνία με την άποψη του Κάουτσκι περί υπεριμπεριαλισμού, δεν αποτελούν αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

 

 

1.4 Η άτυπη αμερικανική αυτοκρατορία

 

Στηριζόμενοι στις παραπάνω θέσεις οι Panitch και Gindin εμβαθύνουν την ανάλυσή τους υποστηρίζοντας ότι η βασική διαφορά μεταξύ του «κλασικού» ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ου αιώνα και του σημερινού ιμπεριαλισμού είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ μετά το 1945 κατέκτησαν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική υπεροχή δημιουργώντας αυτό που οι δύο συγγραφείς περιγράφουν ως «άτυπη αμερικανική αυτοκρατορία». Υπό το φως αυτής της παρατήρησης προτείνεται η εγκατάλειψη των κλασικών ορισμών της ενδοιμπεριαλιστικής αντιπαλότητας (Panitch / Gindin 2004: 43).

Στη συνέχεια, οι Panitch και Gindin επιχειρούν να ορίσουν την έννοια της άτυπης αυτοκρατορίας. Πιστεύουν πως τα αίτια της ανάδυσής της βρίσκονται στη μορφή της πολιτικής οργάνωσης του αμερικανικού κράτους, το οποίο από την αρχή εμπεριείχε τη δυνατότητα εξέλιξης σε κάποια μορφή αυτοκρατορίας, ακόμα κι αν αυτό έτεινε να παρουσιάζεται με τους όρους ενός πλαισίου πανανθρώπινων δικαιωμάτων. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο η άτυπη αμερικάνικη αυτοκρατορία κατόρθωσε να ενσωματώσει «όλες τις άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις σε ένα αποτελεσματικό σύστημα συνεργασίας υπό την αιγίδα της» (Panitch / Gindin 2004: 49). Αυτό δεν περιλάμβανε μόνο τις ψυχροπολεμικές συμφωνίες ασφαλείας, αλλά, επίσης, ένα σύνολο οικονομικών θεσμών και μορφών οικονομικής συνεργασίας.

Η άτυπη αυτοκρατορία δεν αποσκοπεί στην αποδιάρθρωση των εθνικών κρατών, αλλά στην ανασυγκρότησή τους ως αναπόσπαστα τμήματά της. Έτσι, το αμερικάνικο κράτος επιχειρεί να υπερκεράσει τον προηγούμενο κατακερματισμό του καπιταλισμού σε αντίπαλες αυτοκρατορίες. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα «της οικονομικής διείσδυσης και των στενών θεσμικών διασυνδέσεων του αμερικάνικου κράτους με τα άλλα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη» (Panitch / Gindin 2005: 95). Και ήταν η παρέμβαση του αμερικάνικου κράτους που συγκρότησε τις επιλογές των ευρωπαϊκών κρατών μέσω των πιέσεων για συνεργασία σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και ανάπτυξης των διεθνών τους δραστηριοτήτων[3] με απότοκο το συμπέρασμα ότι «η αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού εξαρτήθηκε από τη διεθνή του ενσωμάτωση» (Panitch / Gindin 2005: 98).

Το παραπάνω δεν σήμαινε κάποια μορφή «απόσυρσης του κράτους» από τη στιγμή που το «εθνικό κράτος παρέμεινε ως το βασικό όχημα μέσω του οποίου α) οι κοινωνικές σχέσεις και οι ταξικοί θεσμοί (ιδιοκτησία, νόμισμα, συμβόλαια, αγορές) εγκαθιδρύονταν και αναπαράγονταν, β) η διεθνής κεφαλαιακή συσσώρευση πραγματοποιούνταν» (Panitch / Gindin 2004: 54). Η τάση αυτή ονομάζεται από τους δύο συγγραφείς ως διεθνοποίηση του Κράτους. Με αυτό τον τρόπο επιχειρούν να κρατήσουν αποστάσεις από τις θεωρίες της συγκρότησης μιας υπερεθνικής αστικής τάξης[4]: «το ζήτημα δεν είναι ότι έχει αναδυθεί μια υπερεθνική αστική τάξη, η οποία δραστηριοποιείται εντός ενός υπερεθνικού αιθέρα μεταξύ των κρατών, αλλά κάτι πιο σύνθετο. Η αστική τάξη κάθε χώρας διατηρεί την διακριτότητά της αλλά τόσο το ενδογενές όσο και το ξένο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στο εσωτερικό της, για να μπορέσουν να εξαπλώσουν και να διαχειριστούν την καπιταλιστική τάξη, εξαρτώνται πια από αμφότερα τα κράτη (προέλευσης και τοποθέτησης), καθώς και από το αμερικάνικο κράτος,» (Panitch / Gindin 2005: 102).

Αυτή η διεθνοποίηση του Κράτους γίνεται ιδιαίτερα σημαντική κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1960 και 1970 και μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods εξαιτίας των γενικευμένων πιέσεων πάνω στο ποσοστό του κέρδους που εμφανίστηκαν τότε σε όλες τους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Στις ΗΠΑ αυτό πήρε τη μορφή των πολιτικών και οικονομικών αλλαγών που οδήγησαν στην φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ενδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ως «ένα ουσιαστικό, αν και μερικές φορές επώδυνο, τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για την ανασυγκρότηση της αμερικανικής οικονομικής εξουσίας» (Panitch / Gindin 2004: 59). Επρόκειτο για μια διαδικασία που έκανε φθηνότερο το κόστος αναπαραγωγής του κεφαλαίου στις ΗΠΑ από τη στιγμή που η αμερικάνικη οικονομία διατήρησε μέσω της Wall Street μια αποκλειστική πρόσβαση στις παγκόσμιες αποταμιεύσεις. Δεν ήταν μόνο μια οικονομικού χαρακτήρα απάντηση αλλά και ένα σύνολο πολιτικών πιέσεων απέναντι στις κατακτήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων, αποσκοπώντας στην εξάλειψη όλων των θεσμικών εμποδίων, ενδογενών και διεθνών, που δυσχέραιναν την συσσώρευση του κεφαλαίου.

Ωστόσο, αν θέλουμε να μελετήσουμε τη σημερινή κατάσταση, από το ιστορικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1970 θα κρατήσουμε το γεγονός της διατήρησης της αμερικανικής ηγεμονίας κα της μη απόσυρσης του Κράτους. Από εκεί και πέρα οι Panitch και Gindin θα επιμείνουν ότι «δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το σημερινό ιμπεριαλισμό με όρους της ανεπίλυτης κρίσης της δεκαετίας του 1970, όπου η υπερσυσσώρευση και ο υπερβολικός ανταγωνισμός συντελούν στην εκ νέου ανάπτυξη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων» (Panitch /Gindin 2004: 62). Οι λόγοι για τους οποίους δεν ισχύει κάτι τέτοιο είναι οι ακόλουθοι: α) η τρέχουσα σχετική οικονομική υστέρηση της Ευρώπης και της Ιαπωνίας απέναντι στις ΗΠΑ. β)Η αναμφισβήτητη στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ, η οποία καθιστά αδύνατη την περιγραφή του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ Ευρώπης, Ανατολικής Ασίας και ΗΠΑ ως ιμπεριαλιστικής αντιπαλότητας με το περιεχόμενο που είχε ο όρος αυτός πριν τον 10 παγκόσμιο πόλεμο. γ) Η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ποτέ δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με το αμερικάνικο κεφάλαιο ή το αμερικάνικο κράτος. Πόσο μάλλον που «η ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών αγορών επέφερε […] την αύξηση της διεισδυτικότητας των αμερικάνικων τραπεζικών επενδύσεων» (Panitch /Gindin 2004: 64). δ) Η μη ανάληψη από την ΕΕ του γιγαντιαίου κόστους για την απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων αντίστοιχων αυτών των ΗΠΑ. ε) Η πολύ μακρινή, χρονικά, πιθανότητα η Κίνα να αναδειχθεί ως ένας νέος ιμπεριαλιστικός πόλος.

Στηριγμένοι πάνω σε αυτές τις παραδοχές οι Panitch και Gindin υποστηρίζουν ότι οι αντιφάσεις στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό δεν παίρνουν τη μορφή της αμφισβήτησης του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ, αλλά έχουμε αντιφάσεις που αφορούν το σύνολο του ιμπεριαλισμού υπό την ηγεμονία τους. Αυτές παίρνουν τη μορφή μιας σειράς οικονομικών κρίσεων, όπως στην Ν.Α. Ασία το 1997-98, των αυξανόμενων περιβαλλοντικών προβλημάτων, των προβλημάτων που προκύπτουν από τη σχετική απροθυμία των αστικών τάξεων των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών κρατών να υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα την τάση των ΗΠΑ προς τη μονομερή στρατιωτική επέμβαση, ακόμη και όταν αποδέχονται τον παγκόσμιο αστυνομικό ρόλο των ΗΠΑ, και τελικά την αυξανόμενη απήχηση και δυναμική των μεγάλων αντιιμπεριαλιστικών αγώνων ως αποτέλεσμα μιας «αυτοκρατορίας που δεν συγκαλύπτει πια την αυταρχική της φύση και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό (Panitch / GIndin 2004: 75)

Οι Panitch και Gindin δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο των χρηματοπιστωτικών θεσμών για την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, όχι μόνο μέσω της χρηματοπιστωτικής πειθαρχίας αλλά και μέσω της αναδιανομής κεφαλαίων καθώς και της διάχυσης τεχνολογίας σε επιχειρήσεις και τομείς. Προβάλλουν μια μάλλον πειστική περιγραφή για το πώς η αμερικάνικη χρηματοπιστωτική θέση στην παγκόσμια οικονομία διασφαλίζει μια προνομιακή πρόσβαση στις παγκόσμιες αποταμιεύσεις και σε φθηνότερα αγαθά (Panitch/ Gindin 2005: 121). Επιπρόσθετα, υπογραμμίζουν ότι η ικανότητα του δολαρίου να διατηρεί τη θέση του ως παγκόσμιο νόμισμα δεν είναι οικονομικό αλλά πρώτιστα πολιτικό ζήτημα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλη δύναμη που να έχει «είτε τη θέληση είτε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει την αμερικάνικη μορφή ηγεμονίας στον καπιταλιστικό κόσμο» (Panitch/ Gindin 2005: 122).

Η έμφαση αυτή στη σημασία της πολιτικής εξουσίας και της πολιτικής νομιμοποίησης εκτείνεται ταυτόχρονα στα ερωτήματα για το ενδεχόμενο ανάδυσης πιθανών απειλών απέναντι στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Έτσι, από τη στιγμή που οι οικονομικές αντιφάσεις δεν αυτομετασχηματίζονται αυτομάτως σε δομικές κοινωνικές κρίσεις οι δύο συγγραφείς θεωρούν ότι «οι δυνατότητες για ριζοσπαστικές αλλαγές στη σύγχρονη φάση του καπιταλισμού θα είναι περισσότερο ζητήματα πολιτικής νομιμοποίησης παρά αποτελέσματα της όποιας αιφνίδιας οικονομικής κατάρρευσης» (Panitch / Gindin 2005: 123). Κάνουν, τέλος, σαφές πως δεν υπάρχει χώρος για μια ρεφορμιστική νοσταλγία μιας προηγούμενης «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού. Αντιθέτως, αυτό που χρειαζόμαστε είναι «νέες πολιτικές στρατηγικές που θα θέτουν σε αμφισβήτηση με θεμελιακό τρόπο τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (Panitch/ Gindin 2005: 124).

 

 

2 Κριτική αποτίμηση των θέσεων των Panitch και Gindin

 

 

2.1 Οι αρετές της τοποθέτησής τους

 

Υπάρχουν πολλές αρετές στις απόψεις των Panitch και Gindin. Πρώτα από όλα απορρίπτουν την άποψη περί «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή περί της δημιουργίας ενός ενιαίου παγκόσμιου κοινωνικού σχηματισμού και επιμένουν στη συνεχιζόμενη σημασία του ρόλου των εθνικών κρατών μέσα σε ένα διεθνές πεδίο. Ταυτόχρονα, διαφοροποιούνται από τον οικονομισμό, δίνοντας έμφαση στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου όχι μόνο ως οικονομικής διαδικασίας, αλλά εξίσου και στις πολιτικές της όψεις, υπογραμμίζοντας το ρόλο του Κράτους στο συνολικό προτσές της κεφαλαιακής επέκτασης. Με τον τρόπο αυτό παίρνουν αποστάσεις από μια γραμμική συσχέτιση μεταξύ οικονομικών αντιφάσεων και κρίσεων της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Η προσπάθειά τους να ανανεώσουν την έννοια του Ιμπεριαλισμού είναι από θεωρητική άποψη ιδιαίτερα σημαντική και για το λόγο αυτό ο Panitch επιστρέφει στη δουλειά του Πουλαντζά, ο οποίος επιχείρησε την τελευταία συνεκτική προσπάθεια διαμόρφωσης μιας θεωρίας των οικονομικών και πολιτικών όψεων του σύγχρονου Ιμπεριαλισμού, δοκιμάζοντας να υπερκεράσει τις αδυναμίες τόσο της τριτοδιεθνιστικής προσέγγισης όσο και της θεωρίας της εξάρτησης.

Οι παρατηρήσεις τους που αφορούν το ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη συνάρθρωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των ταξικών συμφερόντων που συνδέονται με αυτή τη στρατηγική, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως η βάση για μια θεώρηση των οικονομικών πλευρών του σύγχρονου Ιμπεριαλισμού που δεν θα αναπαράγει το μύθο της αντίφασης μεταξύ ενός καθαρού «παραγωγικού» καπιταλισμού και ενός «εκφυλισμένου», κερδοσκοπικού καπιταλισμού- καζίνο. Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τη σημασία που έχει η εμμονή τους στη θέση περί μη παρακμής των ΗΠΑ, σε αντιδιαστολή με πολλούς διανοητές, γεγονός που ήταν αναγκαίο μεθοδολογικά ώστε να γίνεται κατανοητός ο σημερινός ηγεμονικός ρόλος των ΗΠΑ.

 

 

2.2. Η ανεπάρκεια της έννοιας της αυτοκρατορίας

 

Ωστόσο, πέρα από τα σημεία συμφωνίας, είναι αναγκαίο να αναφερθούμε και σε ορισμένα σημείο διαφωνίας: Πρώτα από όλα υπάρχουν ορισμένα όρια στη χρήση της έννοιας της Αυτοκρατορίας ως εργαλείου περιγραφής της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο διεθνές σύστημα. Από μια πλευρά η επιστροφή, μετά από τη χρόνια και μονότονη επανάληψη της θέσης περί παγκοσμιοποίησης, στη μεταφορική χρήση του όρου Αυτοκρατορία ήταν μια καλοδεχούμενη αλλαγή, που πρόβαλλε μια χρήσιμη περιγραφή της αμερικάνικης επιθετικότητας και ιδιοτέλειας η οποία χαρακτήρισε ένα μεγάλο τμήμα της αμερικάνικης ιστορίας[5]. Ωστόσο, η έννοια αυτή δεν διαθέτει τη θεωρητική αυστηρότητα που απαιτεί μια θεωρία του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Ο λόγος είναι πως οι Αυτοκρατορίες (οι αρχαίες αυτοκρατορίες της Ανατολής, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) στηρίζονταν σε προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σχέσεις αυτές καθιστούσαν αναγκαίες τις εδαφικές επεκτάσεις, εντός των οποίων συγκροτούνταν ορισμένες μορφές απευθείας διακυβέρνησης ή πολιτικού ελέγχου, ώστε να διασφαλίζεται η απόσπαση πλεονάσματος για το αυτοκρατορικό κράτος. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες της νεότερης εποχής, αν και βασίστηκαν στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που επικρατούσαν στο κέντρο, περιλάμβαναν, ωστόσο, ορισμένες μορφές εδαφικής επέκτασης και απευθείας διακυβέρνησης αντιπροσωπεύοντας μια μεταβατική μορφή, με την έννοια πως αντιστοιχούσαν σε συγκυρίες αντιφατικής και ανταγωνιστικής συνύπαρξης του καπιταλισμού με άλλους τρόπους παραγωγής, προς την ανάδυση ενός πραγματικά καπιταλιστικού διεθνούς συστήματος (Σωτήρης 2003).

Ο σύγχρονος Ιμπεριαλισμός, αντιθέτως, έχει δομηθεί στις αρχές της τυπικής εθνικής κυριαρχίας και έχει το καπιταλιστικό εθνικό κράτος ως το βασικό τόπο κοινωνικής αναπαραγωγής. Ακόμα και η ωμή και εγκληματική κατοχή του πάλαι ποτέ κυρίαρχου Ιράκ από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της δεν λαμβάνει χώρα υπό το πρίσμα της προσάρτησης στις ΗΠΑ, ούτε δημιουργεί με τυπικούς όρους μια αποικία, ακόμα και αν οι αμερικάνοι χρησιμοποιούν τις παλιές τεχνικές διοίκησης των αποικιών (αναζήτηση συνεργατών, διάπραξη θηριωδιών απέναντι στην αντίσταση, χρήση των Κούρδων ως μια παραλλαγή της παλιάς βρετανικής στρατηγικής του διαίρει και βασίλευε). Με αυτή την έννοια η προσθήκη του επιθέτου άτυπος δεν επαρκεί για να διαχωρίσει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό από την Αυτοκρατορία. Θεωρούμε πως, μολονότι ετυμολογικά, στην αγγλική γλώσσα, ο ιμπεριαλισμός (imperialism) προκύπτει από την αυτοκρατορία (empire), από αναλυτικής άποψης πρόκειται για δύο ξεχωριστά φαινόμενα τα οποία δεν θα πρέπει να συγχέονται και δεν διστάζουμε να υποστηρίξουμε ότι η χρήση της έννοιας της αυτοκρατορίας αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό ως εργαλείο περιγραφής τους διεθνούς τοπίου (Σωτήρης 2003).

Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να διατηρηθεί η έννοια του Ιμπεριαλισμού για να περιγράψει τις πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές πρακτικές και στρατηγικές των καπιταλιστικών κρατών ως ένα αποτέλεσμα της διεθνοποίησης και της τάσης εξάπλωσης του κεφαλαίου πέραν των εθνικών συνόρων. Κατά συνέπεια αν θέλουμε να περιγράψουμε τη θέση των ΗΠΑ, μπορούμε να μιλήσουμε για ηγεμονία ή για ηγεμονική θέση εντός ενός σύνθετου, αντιφατικού και ιεραρχημένου συστήματος εθνικών κρατών.

Με τον όρο ηγεμονία εννοούμε την ικανότητα της κυρίαρχης δύναμης να προωθεί τα συμφέροντα των υποτελών δυνάμεων, διαχωριζόμενη από την έννοια της κυριαρχίας. Κατά συνέπεια αξίζει να επιστρέψουμε στην γραμσιανή έννοια της ηγεμονίας (Gramsci 1970) μια και τότε για πρώτη φορά υπογραμμίστηκε το γεγονός πως η καπιταλιστική εξουσία δεν στηρίζεται μόνο στην άμεση καταστολή αλλά σε ένα συνδυασμό καταστολής και συναίνεσης με τη συναίνεση να αποτελεί το αποτέλεσμα της ιδεολογικής κυριαρχίας και υλικών παραχωρήσεων[6].

Οι Panitch και Gindin αναφέρονται στην ικανότητα του αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού να διασφαλίσει όχι μόνο τα συμφέροντα των αμερικανών καπιταλιστών αλλά ένα συγκεκριμένο δρόμο προς την κεφαλαιακή συσσώρευση και την καπιταλιστική ανάπτυξη για τον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, η δική μας θέση είναι πως το βάρος θα πρέπει να πέσει σε αυτή την πλευρά της αμερικάνικης στρατηγικής. Η ηγεμονία δεν είναι αυτοσκοπός. Ίσως ορισμένοι να θεωρούν πως πρόκειται για ακούσιο αποτέλεσμα μιας μονομερούς «εγωκεντρικής» πολιτικής ή πως μπορεί να θεωρηθεί το απότοκο συνειδητού πολιτικού σχεδιασμού, αλλά παραμένει το γεγονός πως για να συνεχιστεί η αμερικανική κυριαρχία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συλλογικά καπιταλιστικά συμφέροντα και των υπόλοιπων καπιταλιστικών εθνικών σχηματισμών. Αυτό δεν είναι απαραίτητο να πάρει τη μορφή της άμεσης οικονομικής βοήθειας ή παρέμβασης. Μπορεί επίσης να λειτουργήσει και μέσα από πολιτικά και ιδεολογικά υποδείγματα. Η προώθηση κατά την περίοδο του Ρήγκαν της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και ιδεολογίας, που στην πραγματικότητα αυτή καθαυτή δεν ήταν παρά μια εσωτερική προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πτώση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ και να ανατραπεί ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, λειτούργησε εξίσου ως ένα νέο ηγεμονικό πολιτικό και ιδεολογικό υπόδειγμα με παγκόσμιο αντίκτυπο.

Αυτός ο ορισμός της ηγεμονίας βοηθά, επίσης, να κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιφάσεις της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες δεν μπορούν να περιγραφούν ως απλά προβλήματα κυριαρχίας, με τη μορφή της εκδήλωσης απειθαρχίας από τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες. Οι αντιφάσεις αυτές προκύπτουν όταν οι συνασπισμοί εξουσίας των υπόλοιπων καπιταλιστικών χωρών συναισθανθούν ότι οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν μια συνολική λύση για το συλλογικό καπιταλιστικό συμφέρον, πχ στην περίπτωση που εκτιμηθεί πως η αμερικάνικη επιθετικότητα μπορεί να έχει, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα, αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα.

Ωστόσο, το παραπάνω μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα φανερώνοντας πως είναι μάλλον απλουστευτικό να περιγράφεται η μετά την 11/9 αμερικάνικη πολιτική ως μια μονομερής και αυτοαναφορική πολιτική προς την κατάκτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας με μόνο σκοπό τη διάσωση του αμερικάνικου καπιταλισμού. Αντίθετα, αυτό που πράγματι συνέβη, ήταν η ανάληψη πρωτοβουλίας για την εκπόνηση ενός νέου ηγεμονικού σχεδίου το οποίο συνδυάζει τα βασικά στοιχεία της περιόδου Κλίντον, την εξάπλωση της ελεύθερης αγοράς και του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας, με την απόδοση μεγαλύτερης έμφασης σε πρακτικές οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πειθάρχησης αποσκοπώντας στην τιθάσευση των κοινωνικών και εργατικών αντιδράσεων που σημειώθηκαν μετά το 1995 και στην προετοιμασία της αντιμετώπισης των επιπτώσεων από μια ενδεχόμενη μεγαλύτερη ύφεση. Αυτό, δε, που ήταν εμφανές από το ξεκίνημα της εφαρμογής της νέας αμερικανικής πολιτικής, σε αντιδιαστολή με μια εξίσου απλουστευτική εικόνα της «Ευρώπης» ως έκφρασης μιας διαφορετικής διεθνούς στρατηγικής, ήταν το εύρος αποδοχής που συνάντησε. Η επονομαζόμενη νέα Ευρώπη των νέο-ρηγκανικών οικονομικών, των πολύ χαμηλών μισθών, της ανύπαρκτης φορολογίας για τις επιχειρήσεις, της έντασης της αστυνόμευσης, των αντιτρομοκρατικών νόμων και της νέο- ατλαντικής εξωτερικής πολιτικής, είδε στις διακηρύξεις του Μπους ένα πολύ καλό τρόπο για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες λαϊκές διεκδικήσεις και να αυξήσει την οικονομική, (καπιταλιστική), ανταγωνιστικότητα.

 

 

2.3 Η υποτίμηση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών

 

Πιστεύουμε ότι οι Panitch και Gindin τείνουν να υποτιμήσουν την έκταση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών συγχέοντας τη δομική τάση προς ανταγωνισμό, σύγκρουση και αντιπαλότητα (ως αποτέλεσμα της άνισης ανάπτυξης εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας) με το συγκυριακό συσχετισμό δύναμης που κάνει αδύνατη την όποια προσπάθεια ανοιχτής αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ. Η τρέχουσα, φαινομενική, όψη μιας υπεριμπεριαλιστικής φάσης δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως η φυσική συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά ως το απότοκο της λυσσαλέας προσπάθειας των ΗΠΑ να διατηρήσουν μια στρατιωτική ισχύ ικανή να αναχαιτίσει το σύνολο των πιθανών ανταγωνιστών. Η ανεύρεση των απαραίτητων πόρων για την επιτυχία αυτού του στόχου στηρίζεται στην ύπαρξη ενός παράλληλου καθεστώτος οικονομικής και χρηματοπιστωτικής υπεροχής.

 

 

2.4 Η υποτίμηση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της περιοδολόγησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών

 

Θεωρούμε πως οι δύο συγγραφείς υπεραπλουστεύουν τη θέση του Λένιν απεικονίζοντάς την ως μια ακόμα περίπτωση κλασικής οικονομίστικης θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό. Σίγουρα, υπάρχουν αρκετές αδυναμίες στην προσπάθεια που έκανε ο Λένιν για να δημιουργήσει μια θεωρία που να συνδέει τον ιμπεριαλισμό με αυτό που αντιλαμβανόταν ως νέο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την έμφαση που δίνει στη σημασία της οικονομικής στασιμότητας, στην περιγραφή του ιμπεριαλισμού ως παρασιτικού φαινόμενου, στη βαρύτητα που αποδίδει στα μονοπώλια, στη θέση του περί εργατικής αριστοκρατίας. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η σημασία της παρέμβασης του Λένιν βρίσκεται αλλού: Αφενός στην έμφαση που δίνει στο ότι η διεθνής συμπεριφορά εξαρτάται από τις ενδογενείς ταξικές στρατηγικές και τις αντίστοιχες κοινωνικές δυναμικές και αφετέρου στην πρωτοπόρα προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής ως αίτιο για τις αλλαγές στις ενδοκρατικές αντιπαλότητες.

Όμως, το σημαντικότερο πρόβλημα στην προσέγγιση των δύο συγγραφέων είναι ότι αντιμετωπίζουν τον ιμπεριαλισμού ως μια περιγραφική έννοια που μπορεί να συγκεφαλαιώσει διάφορες μορφές οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής επιθετικότητας που συνοδεύουν την ιστορία του καπιταλισμού. Αυτό, όσο καλοδεχούμενο και εάν είναι απέναντι στη φιλολογία περί παγκοσμιοποίησης, δεν παύει να αποτελεί μια υποχώρηση σε σχέση με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού. Με αυτό εννοούμε ότι δεν πρέπει να πάμε πίσω από το θεωρητικό ρήγμα που άνοιξε η παρέμβαση του Λένιν και η πρωτότυπη προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα ενοποιητικό θεωρητικό σχήμα για τη σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τη μετάβαση σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, δεν μπορούμε δηλαδή να πάμε πίσω από τη δυνατότητα όχι μιας περιγραφής αλλά μιας θεωρίας του ιμπεριαλισμού.

Με αυτή την έννοια το θεωρητικό σφάλμα των δύο συγγραφέων είναι διττό: α) δεν λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη των διαφορετικών μορφών καπιταλιστικής οργάνωσης σε κάθε εθνικό σχηματισμό, θεωρώντας, έστω και άρρητα, πως δεν υπάρχει διαχωρισμός σε φάσεις και σε στάδια του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος. Ωστόσο η σχετική ανάλυση του Πουλαντζά (Πουλαντζάς 1990: 51 κ. εξ.) φανερώνει πως η ταξική πάλη παράγοντας υλικά αποτελέσματα στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών συντελεί στην εμφάνιση διαφορετικών σταδίων και φάσεων, ενώ το ίδιο το ιμπεριαλιστικό στάδιο, το οποίο αποτελεί καθαυτό «ένα ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού» (Πουλαντζάς 1990 53), διακρίνεται α) από τη μεταβατική φάση περάσματος από τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, β) τη φάση στερέωσης του ιμπεριαλιστικού σταδίου και γ) τη σύγχρονη φάση του ιμπεριαλισμού.

Η περιοδολόγηση αυτή είναι αναγκαία ακριβώς γιατί αναδεικνύει και κατηγοριοποιεί τις – υπαρκτές- διαφορές που ενυπάρχουν σε κάθε στάδιο ή φάση[7] β) Ταυτίζουν, ως απότοκο της αδυναμίας κατανόησης της σημασίας της περιοδολόγησης, όλες τις επεκτατικές τάσεις με τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές. Ωστόσο, η διαφορά είναι πολύ σημαντική. Οι επεκτατικές δραστηριότητες χαρακτηρίζουν μια πληθώρα συστημάτων παραγωγής και όχι μόνο τον προ- ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. Σχετίζονται με την ανάγκη εύρεσης νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά και με την κατάκτηση λαών οι οποίοι χρησιμοποιούνται άκοντες ως βασικοί οικονομικοί συντελεστές. Αντίθετα, στο πλήρες ξεδίπλωμα των ιμπεριαλιστικών πρακτικών που συνοδεύουν το μονοπωλιακό στάδιο δεν υπάρχει η ανάγκη τυπικής εδαφικής κατάκτησης, ακριβώς γιατί έχει ήδη επιτευχθεί η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, έχει αναπτυχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η τεχνολογία, έχουν κατοχυρωθεί μορφές εξαγωγής κεφαλαίου και η διευρυμένη αναπαραγωγή των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών σχηματισμών δεν απαιτεί την αποικιακή εξάπλωση. Οι πόλεμοι είναι αποτέλεσμα ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που αφορούν όχι την κατάκτηση νέων εδαφών αλλά την ανατροπή συσχετισμών στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και συμπυκνώνουν αντιμαχόμενες αστικές στρατηγικές σε διεθνές επίπεδο.

Με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Panitch και Gindin διαμορφώνουν μια σχετικά απλουστευτική εκδοχή των κλασικών θεωριών του ιμπεριαλισμού. Στο σχήμα τους η κλασική θεωρία του ιμπεριαλισμού έχει βασικό άξονα τους πολέμους ως αποτέλεσμα ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών οι οποίοι αφορούν μοίρασμα εδαφών και σχεδόν πάντα επιλύονται με στρατιωτικά μέσα. Προφανώς και όταν τα τρία αυτά στοιχεία (ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, μοίρασμα εδαφών, πόλεμος) εκλείπουν τότε δεν μιλάμε για Ιμπεριαλισμό αλλά για άτυπη αμερικανική αυτοκρατορία.

Η δική μας θέση είναι πως τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά και αυτό γιατί επιμένουμε ότι αφενός ο ιμπεριαλισμός αποτελεί πλευρά ενός ξεχωριστού σταδίου του καπιταλισμού, αφετέρου γιατί το βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού δεν είναι οι πόλεμοι για εδαφική επέκταση. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι στο μονοπωλιακό στάδιο συναρθρώνονται η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, (πράγμα που δημιουργεί μια νέα μερίδα αστικής τάξης η οποία στις πιο αναπτυγμένες χώρες αποτελεί την ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης και τα αντικειμενικά συμφέροντα της οποίας ωθούν τα αντίστοιχα εθνικά κράτη στη δημιουργία μηχανισμών διασφάλισης των συμφερόντων αυτών και στο εξωτερικό αυξάνοντας τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις), η αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίων και η ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν όλες τις χώρες που έχουν μεταβεί στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα έρχεται να δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των ισχυρότερων κρατών, αποτελώντας τη μεταφορά και διάχυση της ταξικής πάλης, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εκάστοτε αστικές στρατηγικές, σε διεθνές επίπεδο. Το τελευταίο σημαίνει πως όλοι οι εθνικοί σχηματισμοί σε όποιο στάδιο και φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης κι αν έχουν φτάσει, ανήκουν στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Για την κατάταξη μιας χώρας (ενός κοινωνικού σχηματισμού) στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνυπολογίζεται τόσο το επίπεδο της οικονομικής του ανάπτυξης όσο και η συνολική πολιτικο- στρατιωτική του ισχύ. Το ποιο από τα δύο στοιχεία έχει μεγαλύτερη σημασία εξαρτάται κάθε φορά από την εξέλιξη της ταξικής πάλης τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο[8]. Αυτό, με άλλα λόγια που φαίνεται να κυριαρχεί στις σχέσεις μεταξύ των κρατών αλυσίδας είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη[9]- γεγονός που οδηγεί και σε διαφορετικές, ιεραρχικά ανισότιμες, θέσεις.

Έτσι, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια παράθεση κοινωνικών σχηματισμών αλλά ως ένα κεντρικό πεδίο της ταξικής πάλης όπου ανταγωνίζονται ατομικά και εθνικά κεφάλαια, κοινωνικοί σχηματισμοί αλλά και συνασπισμοί κρατών. Τα μπλοκ αυτά συγκροτούνται γύρω από μια ηγεμονική δύναμη η οποία έχει την οικονομική υπεροχή αλλά και την πολιτικοστρατιωτική ικανότητα να διαφυλάξει τα συμφέροντα των χωρών που ανήκουν στον συνασπισμό αυτό (Σακελλαρόπουλος 2001: 109- 110).

 

 

Εν κατακλείδι

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια σύγχρονη θεωρία του ιμπεριαλισμού έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη και θα αναμετρηθεί με σημαντικά ερωτήματα. Η απόρριψη της απλουστευτικής φιλολογίας περί «παγκοσμιοποίησης» είναι μόνο το πρώτο βήμα. Απαιτούνται εκείνες οι επεξεργασίες που θα αναλύσουν την τρέχουσα φάση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, τη σημασία των αναδιαρθρώσεων και των μετασχηματισμών που έχουν λάβει χώρα, την οικονομική και πολιτική βαρύτητα της τρέχουσας μορφής διεθνοποίησης, τη συνάρθρωση ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Η παλινδρόμηση σε περιγραφικά σχήματα ή σε περιγραφικές έννοιες όπως η «άτυπη αμερικανική αυτοκρατορία» ορίζουν περισσότερο τις προκλήσεις που είναι μπροστά μας και δεν συγκροτούν μια θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Σε τελική ανάλυση για να θεωρήσουμε το ιμπεριαλιστικό στάδιο ή / και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα ως θεωρητικά ξεπερασμένες αναλυτικές έννοιες θα πρέπει, τουλάχιστον, να βρούμε άλλες εξίσου συγκροτημένες και τεκμηριωμένες για να τις αντικαταστήσουν.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Basevich, Andrew, 2002, American empire: The realities and the consequences of the US Diplomacy, Cambridge: Harvard Press.

Boot, Max 2001, ‘The Case for American Empire’, The Weekly Standard, 15/10/2001 http://www.weeklystandard.com/Utilities/printer_preview.asp?idArticle=318&R=76C47AD0.

Cohen, Benjamin 1998, The Geography of Money, New York: Cornell University Press.

Cooper, Robert 2002, ‘The post-modern state’ in Mark Leonard (ed.), Re- Orderimg the World, London: The Foreign Policy Centre: 11-20.

Cox Robert 1987, Production, Power, and World Order. Social Forces in the Making of History, New York: Columbia University Press

Donnelly, Thomas 2002, ‘The Past as Prologue: An Imperial Manual’, http://www.foreignaffairs.org/20020701fareviewessay8529/thomas-donnelly/the-past-as-prologue-an-imperial-manual.html.

Gills Barry and Andre Gunder Frank, 1990, «The Cumulation of Accumulation: Theses and Research Agenda for 5000 years of World System History», Dialectical Anthropology, 15: 19- 42.

Gramsci, Antonio 1970, Selections from the Prison Notebooks, London: Lawrence and Wishart.

Hardt Michael/ Negri Toni, 2000, Empire, Cambridge Mass: Harvard University Press.

Hirst Paul and Grahame Thompson, 2000, Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, Αθήνα: Παπαζήσης.

Kagan Robert 1998, “The Benevolent Empire”, http://www.ceip.org/people/kagbenev.htm.

Panitch, Leo 2000, “The New Imperial State”, New Left Review 2: 5-20.

Panitch, Leo and Sam Gindin 2004, “Global Capitalism and American Empire”, in Leo Panitch and Colin Leys (eds.) 2004, Socialist Register 2004. The New Imperial Challenge, Athens: Savalas Publications: 33-88.

Panitch, Leo and Colin Leys (eds.) 2004, Socialist Register 2004. The New Imperial Challenge, Athens: Savalas Publications.

Panitch, Leo and Sam Gindin 2005, “Finance and American Empire”, in Leo Panitch and Colin Leys (eds.) 2005, Socialist Register 2005. The Empire Reloaded, Athens: Savalas Publications: 93-130.

Πουλαντζάς Νίκος, 1975, Φασισμός και Δικτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό, Αθήνα: Ολκός.

Πουλαντζάς Νίκος, 1990, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο.

Robinson, William, Jerry Harris (2000): «Towards a Global Ruling Class : Globalization and the Transnational Capitalist Class». Science and Society Vol 64 no 1, σελ. 11- 54.

Ruigrok Winfried and Rob Van Tulder, 1995, The logic of International Restructuring, London and New York: Routledge.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 1998, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος, Αθήνα: Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνης.

Σακελλαρόπουλος, Σ.πύρος 2001, «Σχετικά με τη θεωρία του Ιμπεριαλισμού της εποχής μας», Θέσεις τ. 74: 89- 125.

Sklair, Leslie 2001, The Transnational Capitalist Class. Oxford: Blackwell.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2004, Η Μυθολογία της Παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα: Gutenberg.

Σταθάκης Γιώργος, 2004, Το Δόγμα Τρούμαν & το σχέδιο Μάρσαλ. Η ιστορία της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

Σωτήρης, Παναγιώτης 2003, «Αυτοκρατορία: Νέο θεωρητικό υπόδειγμα ή μήπως αναπαραγωγή παλαιών αντιφάσεων;», Θέσεις, 85: 11-44.

Χριστοδουλίδης Θόδωρος, 2004, Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην ευρωπαϊκή ένωση. Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, Αθήνα: Σιδέρης.

Wolf, Martin 2001, ‘The need for a new imperialism’, Financial Times 9/10/2001.

 

 


[1]Βλ. και τα έξοχα αφιερώματα του Socialist Register το 2004 και το 2005.

[2]Σχετικά με την αμφισβήτηση της χρησιμότητας του όρου της εξάρτησης βλ. Σακελλαρόπουλος 1998: 74- 96.

[3]Δεν χρειάζεται παρά να αναφέρουμε την προσπάθεια των ΗΠΑ τόσο για την οικονομική ανάπτυξη της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης όσο και για τη διαμόρφωση στενών ενδοευρωπαίκών επαφών. Για το λόγο αυτό θα επιλεγεί η εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ καθώς και η ίδρυση του ΟΕΣ (Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνεργασίας). Το σχέδιο Μάρσαλ περιελάμβανε μια πολύ σημαντική οικονομική βοήθεια (13 δις. δολάρια συνολικά) προς τις χώρες της Ευρώπης που είχαν πληγεί από τις συνέπειες του πολέμου. Ωστόσο επειδή αρχικά η κάθε χώρα διατύπωσε μια δική της λίστα προτεραιοτήτων και μπροστά στο ενδεχόμενο η όλη κίνηση να λειτουργήσει από-συσπειρωτικά για την καπιταλιστική Ευρώπη οι ΗΠΑ θα υποχρεώσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνεργαστούν έτσι ώστε να υπάρξουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα από τη βοήθεια. Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθεί, το 1948, ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, ως ο πρώτος θεσμός ευρωπαϊκής συνεργασίας. Βεβαίως, οι ΗΠΑ δεν υιοθέτησαν αυτή την πολιτική ως δείγμα αγαθοεργίας απέναντι στη δοκιμαζόμενη Ευρώπη. Στην πραγματικότητα ήταν μια συνειδητή προσπάθεια σύναψης διεθνών συμμαχιών απέναντι στην εξαπλούμενη σοβιετική επιρροή αλλά και διαμόρφωσης σχέσεων συναίνεσης των κυριαρχούμενων στρωμάτων απέναντι στην ισχυρή παρουσία των κομμάτων της κομμουνιστικής αριστεράς (ιδιαίτερα σε Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα) (Σταθάκης 2004: 135- 141, Χριστοδουλίδης 2004: 41- 42).

[4]Για απόψεις που υπερασπίζονται τη συγκρότηση μιας υπερεθνικής τάξης βλ. Robinson/ Harris 2000, Sclair 2001.

[5]Ο Andrew Bacevich, από μια μη μαρξιστική σκοπιά, προσφέρει μια ευρεία τεκμηρίωση της θέσης περί Αυτοκρατορίας (Bacevich 2002).

[6]O Robert W. Cox ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν την έννοια της ηγεμονίας στη θεωρία των διεθνών σχέσεων (Cox 1987).

[7]Για μια πιο διεξοδική παρουσίαση του περιεχομένου των όρων στάδιο, φάση, κλπ βλ. Πουλαντζάς 1975: 29.

[8]«Η συγκεκριμένη θέση και ο βαθμός αυτής της δραστικότητας του πολιτικού τομέα μέσα σε κάθε εθνικό σχηματισμό εξαρτώνται από την ‘ιστορική’ του θέση σαν κρίκου της αλυσίδας, κι αντίστροφα από την ανισόμετρη διαμόρφωση της αλυσίδας, ανάλογα με τον τρόπο ύπαρξής της μέσα στο ίδιο το πλαίσιο του κάθε κρίκου. Ξεκόβοντας έτσι με τον οικονομισμό ανακαλύπτουμε ταυτόχρονα τη θέση των άλλων κρίκων στην αλυσίδα, κρίκων σχετικά πιο αδύνατων ή πιο δυνατών. Εκείνο που παρεμβαίνει στον προσδιορισμό αυτής της θέσης, καθώς και των μετατοπίσεων ... δεν είναι απλώς η ‘οικονομική’ κατάσταση μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες, αλλά η ιδιομορφία του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού (Πουλαντζάς 1975: 33).

[9] Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Πουλαντζάς «η άνιση ανάπτυξη... είναι η συστατική μορφή αναπαραγωγής του ΚΤΠ στο ιμπεριαλιστικό στάδιο στις σχέσεις του με τους άλλους τρόπους παραγωγής συγκεκριμενοποιημένους σε κοινωνικούς σχηματισμούς» (Πουλαντζάς 1990: 60).