Μετασχηματισμοί στη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας 1981- 1991.

Μετασχηματισμοί στη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας 1981- 1991.

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Εισαγωγή

            Το αντικείμενο του συγκεκριμένου άρθρου αφορά το  ζήτημα των μεταβολών που χαρακτήρισαν τη διάθρωση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1981- 1991. Ο σκοπός της μελέτης είναι να δείξει ότι σε αντίθεση με διάφορες νεοφιλελεύθερες αλλά και μεταμοντέρνες θεωρίες, η εργατική τάξη αυξάνεται όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα, περιλαμβάνοντας στους κόλπους της νέα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, για να μπορέσει αυτό να στηριχτεί κρίθηκε αναγκαία η αναφορά σε βασικά ζητήματα θεωρίας των κοινωνικών τάξεων, ενώ οι όλες εξελίξεις της εξεταζόμενης περιόδου εξετάζονται υπό το πρίσμα της αντιφατικής συνύπαρξης της αριστερόστροφης διακυβέρνησης των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία με τη στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που υιοθετήθηκε στη δεύτερη τετραετία (1985- 1989).

 

2. Ζητήματα Ορισμού και Μεθοδολογίας

α. Το γενικό πρόβλημα

            Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει κατά πόσο έχει τροποποιηθεί η κοινωνική διάρθρωση στην Ελλάδα της περιόδου 1981- 1991 είναι προαπαιτούμενο η αποσαφήνιση δύο βασικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Το πρώτο αφορά το αν ο καπιταλισμός ου 20ου αιώνα από ένα σημείο και μετά χαρακτηρίζεται από την εξάλειψη των ορίων μεταξύ κοινωνικών τάξεων, πράγμα που οδηγεί στο σχηματισμό μιας πολυάριθμης «μεσαίας» τάξης. Το δεύτερο σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού σχηματισμού και του κατά πόσο  αποτελεί ένα σχηματισμό που τη συγκεκριμένη ιστορική φάση κυριαρχούν τα μικροαστικά στρώματα.

            Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά. Σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί κυρίως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η χρησιμότητα της έννοια των κοινωνικών τάξεων τίθεται σε αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί θεωρείται πως  υπάρχει μια σταδιακή μείωση των οικονομικών διαφορών και των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, μια πανταχού παρούσα λειτουργία της κοινωνικής κινητικότητας και μια αποδιάρθρωση των κοινών πρακτικών που χαρακτήριζαν στο παρελθόν τα άτομα που ανήκαν σε ίδιες κοινωνικο- οικονομικές κατηγορίες. Ο R. Saunders θα υπογραμμίσει τη σημασία που είχε η διάδοση της ιδιοκτησίας της κατοικίας στην εξέλιξη αυτή (Saunders 1995: 99) ενώ σύμφωνα με τον J. Pakulski η έννοια της κοινωνικής τάξης έχει απολέσει το ενισχυμένο κύρος που τη διέκρινε στο παρελθόν ως το κλειδί της κοινωνιολογικής θεωρίας (Pakulski 1993: 289). Τέλος οι Clark και Lipset συμπεραίνουν πως νέα μοντέλα κοινωνικής διαστρωμάτωσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους, τα οποία διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό με τα αντίστοιχα του παρελθόντος που να μπορεί να γίνει λόγος για κατακερματισμό της παραδοσιακής κοινωνικής διαστρωμάτωσης (Clark- Lipset 1991).

            Η δική μας θέση είναι πως οι συγκεκριμένες θεωρήσεις πάσχουν από το πρόβλημα μιας εμπειρίστικης κοινωνιογραφικής προσέγγισης. Δηλαδή περιγράφουν μια πραγματικότητα χωρίς να την αναλύουν, καταλήγοντας σε συμπεράσματα επειδή έτσι «μοιάζει» μια κατάσταση. Επειδή στην εποχή του Μαρξ οι εργάτες ασκούσαν χειρονακτική εργασία και οι μη ασκούντες χειρονακτική εργασία ανήκαν στη μικροαστική τάξη, σήμερα που η χειρονακτική εργασία έχει περιοριστεί το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων ανήκει στα λεγόμενα «μεσαία» στρώματα.

Σε αντιδιαστολή με το παραπάνω η δική μας οπτική θεωρεί πως η μορφή της εργατικής τάξης είναι συνδεδεμένη, με τρόπο ακατάλυτο, τόσο με τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, όσο και με την κυκλοφορία του κεφαλαίου. Η θέση αυτή μας οδηγεί στην ανάγκη να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο μετασχηματισμός του κεφαλαίου αποτελεί ένα ενιαίο προτσές. Αυτό σημαίνει πως ο διαχωρισμός ανάμεσα στις τρεις σφαίρες της αμιγούς καπιταλιστικής παραγωγής (βιομηχανία, εμπόριο υπηρεσίες), ως κριτηρίου για την ένταξη σε μια κοινωνική τάξη, είναι εσφαλμένος. Υπάρχουν μέλη της εργατικής τάξης που εργάζονται στη βιομηχανία, όπως υπάρχουν μέλη της εργατικής τάξης που εργάζονται είτε στο εμπόριο είτε στις υπηρεσίες. Ο μαρξιστικός ορισμός των κοινωνικών τάξεων δεν έχει καμία σχέση με τις διάφορες μορφές που παίρνει η κυκλοφορία του κεφαλαίου ούτε με τον διαφορετικό τρόπο που επιτυγχάνεται η απόσπαση υπερεργασίας. Η μαρξιστική θεωρία χρησιμοποιεί ως βασικό κριτήριο για την κοινωνική διαστρωμάτωση τη σχέση ενός προσώπου με τα μέσα παραγωγής, και δευτερευόντως την ποσότητα του κοινωνικού πλούτου που κατέχει κάποιος ή/ και τη θέση του μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Η επέκταση των αποκαλούμενων «υπηρεσιών» σε τίποτα δεν τροποποιεί αυτή τη θεωρητική προσέγγιση (Λένιν χχ 15).

Η κοινή συνισταμένη, που διαπερνά τα τρία αυτά κριτήρια είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ' όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (Croix 1984: 94), είναι ο παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.

Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως από τη μια πλευρά τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και από την άλλη πλευρά η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται καταρχήν από την κατοχή των μέσων παραγωγής και δευτερευόντως από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά.

 

β. Χαρακτηριστικά των επιμέρους κοινωνικών τάξεων

ι) Οι βασικές τάξεις

Στηριζόμενοι σε αυτούς τους γενικούς προσδιορισμούς μπορούμε να καταλήξουμε σχετικά με το ποια είναι τα ποιο σημαντικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης: είναι η τάξη που διευθύνει την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, η τάξη που, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια συμφέροντά της, καθορίζει το περιεχόμενο και τις ιεραρχήσεις της, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο, κοινωνικής πράξης (Bihr 1989: 88-89). H θέση της βασίζεται  στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και στην υπαγωγή των κοινωνικών δυνάμεων στην εξουσία της. Σε επίπεδο υψηλής αφαίρεσης τα μέλη της προσδιορίζονται ως εκμεταλλευτές/ κάτοχοι/ μη παραγωγοί/ αποσπώντες υπερεργασία /οργανωτές των μηχανισμών κυριαρχίας (Johnson 1977: 203).

            Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αστική τάξη η εργατική τάξη είναι αποστερημένη από την κατοχή των μέσων παραγωγής και εκτελεί όλες εκείνες τις πρακτικές που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής του εξουσίας. Δεν κατέχει ούτε τον έλεγχο ούτε μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εργασίας της. Ασκεί, απλά, ένα εκτελεστικό ρόλο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (Bihr 1989: 90). Με ένα πιο αφαιρετικό τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργατική τάξη ως αποτελούμενη από εκμεταλλευόμενους/ μη κατόχους/ παραγωγούς/ μισθωτούς  / υφιστάμενους τους καταναγκασμούς που επιβάλουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας (Johnson 1977: 202- 203).

            Μεταξύ των δύο θεμελιακών τάξεων υπάρχει επίσης μια τρίτη ενδιάμεση τάξη: η μικροαστική τάξη. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει όλους εκείνους που λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας διαθέτουν εισόδημα μεγαλύτερο της αξίας της εργατικής τους δύναμης (Baudelot- Establet- Malemort 1973: 224). Πρόκειται για μια τάξη που, την ίδια στιγμή, είναι ηγεμονευόμενη από την αστική τάξη και ηγεμονική απέναντι στο προλεταριάτο (Bihr 1989: 89). Με αυτή την έννοια θεωρούμε πως ο σωστός χαρακτηρισμός για την μικροαστική τάξη είναι πως πρόκειται για τάξη ενδιάμεση, τάξη υπαγόμενη στις δύο θεμελιώδεις ((Resnick/ Wolff 1986: 102) και όχι για την μεσαία τάξη. Όσο και αν φαίνεται πως οι όροι αυτοί είναι ταυτόσημοι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Με τον όρο «μεσαία» τάξη, μεσαία στρώματα κλπ εννοείται πως υπάρχει ένα νοητό κοινωνικό συνεχές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μία  διαβαθμισμένη πυραμίδα όπου στη βάση τοποθετείται η εργατική τάξη, στη μέση τα λεγόμενα μεσαία στρώματα και στην κορυφή η άρχουσα τάξη.  Αντίθετα ο όρος ενδιάμεσος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης  η οποία στο οικονομικό επίπεδο δεν είναι εκμεταλλευόμενη αλλά λειτουργεί υποστηρικτικά στις δομές οικονομικής εκμετάλλευσης, στο ιδεολογικό συμβάλει αποφασιστικά στην αναπαραγωγή των φετιχιστικών αναπαραστάσεων που έχουν τα κυριαρχούμενα στρώματα για τις συνθήκες κυριαρχίας τους και στο πολιτικό διακρίνεται από μία αμφιθυμία στο με ποια από τις δύο θεμελιώδεις τάξεις θα συμμαχήσει.

Η μικροαστική τάξη είναι χωρισμένη σε δύο μερίδες: στη νέα μικροαστική τάξη και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Και οι δύο αυτές μερίδες ανήκουν στην ίδια τάξη γιατί η κοινωνική τους πρακτική χαρακτηρίζεται, αφενός, από την αδυναμία άρθρωσης αυτόνομης πολιτικής δράσης, αντίθετα με την εργατική ή την αστική τάξη- γεγονός που επιφέρει την πρόσδεσή της πότε στη μια και πότε στην άλλη τάξη, αφετέρου, λόγω της κοινής οικονομικής τους βάσης. Κοινή οικονομική βάση που στηρίζεται είτε στην απόσπαση υπεραξίας (παραδοσιακή μικροαστική τάξη), είτε στην πληρωμή από τον όγκο της υπεραξίας (στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης που εργάζονται στο δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα), είτε στο ύψος της αμοιβής τους που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης  (στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας, ελεύθεροι επαγγελματίες) και έχει ως κοινή συνισταμένη το γεγονός πως τα μέλη αυτής της τάξης δεν υφίστανται εκμετάλλευση και ότι πληρώνονται για το σύνολο του χρόνου της εργασίας τους.

 

ιι) Δύο ειδικές περιπτώσεις

1) Το ζήτημα των αγροτών

Σε ότι αφορά το θέμα των αγροτικών στρωμάτων η θέση που υποστηρίζεται είναι πως το καπιταλιστικό σύστημα με μία σειρά από άμεσους και έμμεσους τρόπους έχει καταφέρει να ενσωματώσει τα αγροτικά στρώματα και να τα μεταβάλει σε εργάτες γης.  ¨Όπως σωστά υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε στην ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η "μικρή αγροτική παραγωγή (να) αποτελεί όχι ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, αλλά μία μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό και ενσωματούμενη σ' αυτόν (Βεργόπουλος 1975: 207).

Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης από το καπιταλιστικό σύστημα πληθώρας εξειδικευμένων μέτρων: 1) Πολιτικές μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και αύξησης των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων. 2) Μορφές υψηλής φορολογίας που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τους αγρότες παραγωγούς (ειδικά στη Ελλάδα αυτό επιτυγχάνεται μέσω της υψηλής έμμεσης φορολογίας) 3). Πληθωριστικές πολιτικές οι οποίες, ως μορφές αναγκαστικής αποταμίευσης, επιφέρουν την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο πλουσίων (Vergopoulos 1974: 172 κε). 4) Συμφωνίες μεταξύ ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και οικογενειακών εκμεταλλεύσεων για παραγωγή μίας καθορισμένης ποσότητας, («με το κομμάτι»), για τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και κτηνοτροφικών προϊόντων.

Το αποτέλεσμα είναι πως μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο παραγωγής, οι μικροί καλλιεργητές, εργαζόμενοι όλο και πιο εντατικά, καταλήγουν να απολέσουν την ουσιαστική κυριότητα των μέσων παραγωγής, ενώ οι αποφάσεις σχετικά με τους ρυθμούς και τα προϊόντα της παραγωγής περνούν όλο και περισσότερο στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ο μεν αγρότης δεν κατορθώνει παρά να εξασφαλίσει τα μέσα για την αναπαραγωγή του (George 1964: 9-11), ενώ το κεφάλαιο πετυχαίνει να καρπωθεί όλο το πλεόνασμα που δημιουργείται στην αγροτική παραγωγή (Vergopoulos 1974: 267)

            Αυτή η διαδικασία απόσπασης πλεονάσματος από τους άμεσους παραγωγούς έχει τις επιπτώσεις της, όσον αφορά την κοινωνική ένταξη των αγροτικών μικροιδιοκτητικών στρωμάτων. Τα στρώματα αυτά αποτελούν μια οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης. Στην ουσία δε διαφέρουν από τους υπόλοιπους εργάτες, αφού έχουν ξεπέσει στο επίπεδο του χειρώνακτα προλετάριου (Amin 1974: 46).

Κατ' αυτό τον τρόπο οι μικροϊδιοκτήτες γης που δε χρησιμοποιούν μισθωτούς αγρεργάτες, ανήκουν σε ένα ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα που ονομάζεται οιονεί εργατική τάξη. Αντίστοιχα οι ιδιοκτήτες γης που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ανήκουν στην οιονεί μικροαστική τάξη και όσοι προβαίνουν σε διευρυμένη αναπαραγωγή στην οιονεί αστική τάξη.

 

2) Οι Δημόσιοι υπάλληλοι

Το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο ενοποιείται κατά βάση λόγω του θεσμού της μονιμότητας είναι ένα διαταξικό σώμα όπου ένα μεγάλο τμήμα των εργαζομένων εντάσσεται στην εργατική τάξη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη μεταποίηση, ενέργεια-ύδρευση, επικοινωνίες, μεταφορές και Τράπεζες είναι εκμεταλλευόμενοι (Meiksins 1986: 17), επειδή ανταλλάσσουν την εργατική τους δύναμη με κεφάλαιο αμειβόμενοι λιγότερο απ' όσο εργάστηκαν. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν,  καθώς και το διοικητικό προσωπικό των διαφόρων δημοσίων οργανισμών και υπουργείων (Μαγκλιβέρας 1987: 103) ανήκουν- εκτός από τα ανώτερα και τα μεσαία στελέχη των υπουργείων, τους στρατιωτικούς, τους καθηγητές πανεπιστημίου, καθώς και τα εργαζόμενα στο Δημόσιο μέλη της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί)- στην εργατική τάξη για τους ακόλουθους λόγους:

α) Δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής.

β)Τους αποσπάται υπερεργασία.

γ)Επιτελούν τη λειτουργία συλλογικού εργάτη (Carchedi 1977: 134).

δ)Αμείβονται με μισθό που καθορίζεται από την κρατική εισοδηματική πολιτική (Λύτρας 1993: 98), ο οποίος βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (Bouvier-Ajam/ Mury 1963: 73) που τείνουν να μην ξεπερνούν το ύψος της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.

Από εκεί και πέρα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που αναφέραμε στις προηγούμενες παραγράφους τα μεσαία στελέχη των υπουργείων και των δημοσίων επιχειρήσεων, οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί-εκτός από τους ανώτατους αξιωματικούς ανήκουν στη μικροαστική τάξη, ενώ οι κορυφές της διοίκησης (πολιτικής, στρατιωτικής, πανεπιστημιακής) και των κρατικών εταιρειών ανήκουν στην αστική τάξη.

 

3. Η μορφή της ελληνικής κοινωνίας  το 1981

            Ύστερα από τη σχετικά εκτενή εισαγωγή, απαραίτητη ωστόσο για την ανάδειξη ενός θεωρητικού πλαισίου πάνω στο οποίο να στηρίζεται  η μετέπειτα εμπειρική ανάλυση, μπορούμε να περάσουμε στην περιγραφή της κοινωνικής διάρθρωσης το 1981. Το βασικό ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι κατά πόσο ισχύουν για την ελληνική κοινωνική μορφολογία απόψεις όπως του Κ. Τσουκαλά "η Ελλάδα, περισσότερο απ' όλες τις άλλες χώρες, εξακολουθεί να κυριαρχείται από μορφές απασχόλησης μικροαστικές» (Τσουκαλάς 1984) ή του Γ. Καραμπελιά «Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου το βάρος της μικροϊδιοκτησίας και των μεσαίων είναι τέτοιο, που να σφραγίζει όλες τις κοινωνικές εξελίξεις» (Καραμπελιάς 1982: 15) ή η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική;

            Σε κάθε περίπτωση για να μπορέσουμε να σκιαγραφήσουμε τη μορφολογία της ελληνικής κοινωνίας το 1981 είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τα δεδομένα που παρουσιάζονται  στον Πίνακα 1 όπου όχι μόνο αναφέρεται η κατανομή των επαγγελμάτων αλλά συνδέεται αυτή και με τη θέση στο επάγγελμα. Με αυτή την έννοια μεμονωμένα στοιχεία του πίνακα δεν μπορούν να μας οδηγήσουν κατευθείαν σε ασφαλή συμπεράσματα για την ταξική διάρθρωση στην Ελλάδα. Χρειάζεται ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων (κατανομή/ θέση) αλλά και η χρήση πρόσθετων δεδομένων από άλλες, συμπληρωματικές, πηγές.

 

          

 

 

 

Τα στοιχεία του πίνακα 1 δείχνουν πως το 1981 το 3% του ΟΕΠ το αποτελούσαν εργοδότες, το 34% αυτοαπασχολούμενοι, το 11,5% συμβοηθούντα μέλη, το 49,6% μισθωτοί και το 1,5% μη κατατασσόμενοι. Ωστόσο, μόνο με αυτά τα δεδομένα, όπως ήδη υποστηρίξαμε, είναι δύσκολο να  προχωρήσουμε σε συμπεράσματα για την κοινωνική διάρθρωση της χώρας. Κι αυτό γιατί μένουν ορισμένα ζητήματα να αποσαφηνιστούν δεδομένου ότι στις λεγόμενες «θέσεις στο επάγγελμα» συνυπάρχουν άτομα διαφορετικής ταξικής ένταξης. Ας το δούμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά:

Στην κατηγορία Εργοδότες δεν ανήκουν μόνο μέλη της αστικής τάξης αλλά και μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης[1] . Με αυτή την έννοια και λαμβάνοντας υπόψη πως διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου πραγματοποιείται  στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 10 και περισσότερους μισθωτούς (Σακελλαρόπουλος 2001: 170) το ποσοστό της ελληνικής αστικής τάξης είναι στο 1,5%, αποτελώντας το άθροισμα των διευθυντών και των ανώτερων διοικητικών στελεχών που είναι μισθωτοί (1,0%) με τους επιχειρηματίες που απασχολούσαν πάνω 9 εργαζόμενους (0,5%) (βλ. πίνακα 1 του Παραρτήματος). Επιπρόσθετα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό, περίπου 1,5% που περιλαμβάνεται στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη, πρόκειται για  εργοδότες που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Στην κατηγορία αυτοαπασχολούμενοι συμπεριλαμβάνονται ελεύθεροι επαγγελματίες μέλη της νέας μικροαστικής τάξης, μικροεπιχειρηματίες που δεν χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία, αγρότες καλλιεργητές καθώς και σημαντικό τμήμα μικρεμπόρων και τεχνιτών. Στην πραγματικότητα από το 34% του συνόλου περίπου το 16,7% (δηλαδή μετά την αφαίρεση των απασχολούμενων στη γεωργία) μπορεί να θεωρηθεί πως ανήκει στη μικροαστική τάξη και ειδικότερα το μεγαλύτερο τμήμα 13%  (μικρέμποροι, μικροπωλητές, τεχνίτες) στην παραδοσιακή της μερίδα, ενώ το υπόλοιπο 3,7% στη νέα μικροαστική τάξη. Σε ότι αφορά τους αγρότες αυτοαπασχολούμενους θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ αυτών που αποσπούν πλεόνασμα από την καλλιέργεια της γης τους και αυτών που το μόνο που καταφέρνουν είναι να αναπαραχθούν[2]. Έτσι στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται περίπου το 3,5% του ΟΕΠ των καλλιεργητών που διαθέτουν περιουσία από 50 μέχρι 199 στρέμματα καθώς και το 0,3% των καλλιεργητών που διαθέτουν πάνω από 200 στρέμματα Πρόκειται για μέλη της οιονεί μικροαστικής και της οιονεί αστικής τάξης αντίστοιχα  Στην άλλη κατηγορία ανήκει το 13,5% του ΟΕΠ που διαθέτει κλήρο λιγότερο από 50 στρέμματα (Παπαδόπουλος 1987: 260). Πρόκειται για μέλη της οιονεί εργατικής τάξης.

Σε σχέση με τα συμβοηθούντα μέλη, το 9,9% του ΟΕΠ αποτελείται από συμβοηθούντα μέλη στη γεωργία τα οποία δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μοιράζονται τον κοινό μόχθο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους εκμεταλλευόμενα μόνα τους την περιορισμένη έκτασή τους και κατά προέκταση ανήκουν και εκείνα στα φτωχά αγροτικά στρώματα (μέλη της οινεί εργατικής τάξης). Ταυτόχρονα, το 1,5% του ΟΕΠ που συνίσταται από συμβοηθούντα μέλη που εργάζονται στο εμπόριο και στις υπηρεσίες δεν διαφοροποιείται ταξικά από τα υπόλοιπα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης λόγω του οικογενειακού χαρακτήρα των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται.

Στην κατηγορία των μισθωτών δεν μπορούμε να τους κατατάξουμε όλους συλλήβδην στην εργατική τάξη διότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό της κατηγορίας μισθωτοί επιστήμονες που ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη. Ωστόσο, και στο εσωτερικό των μισθωτών επιστημόνων υπάρχει μια υποκατηγορία, αρκετά ευρεία αφού αριθμεί περίπου 100000 άτομα ή 3% του ΟΕΠ, που ανήκει στην εργατική τάξη (Κάππος 2004: 156).Πρόκειται για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Κι αυτό γιατί ένας μισθωτός γιατρός ή ένας μισθωτός μηχανικός ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη διότι, παρότι είναι μισθωτοί, διατηρούν τον έλεγχο  και την κρυφή γνώση, του  τμήματος της παραγωγικής διαδικασίας που συμμετέχουν. Αντίθετα ένας καθηγητής σχολείου, και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική εκπαίδευση, δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα από αυτό που ο Μαρξ έχει περιγράψει τόσο γλαφυρά:  «ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης όταν, όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια μα, τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας. Το ότι ο τελευταίος έχει τοποθετήσει το κεφάλαιό του σε ένα εργοστάσιο εκπαίδευσης, αντί σ' ένα εργοστάσιο λουκάνικων δεν αλλάζει τίποτε στη σχέση» (Μαρξ 1978: 525).

 Αν λοιπόν αφαιρέσουμε το ποσοστό αυτό από το άθροισμα των μισθωτών επιστημόνων και των ανώτερων στελεχών, θα καταλήξουμε πως η εργατική τάξη κυμαίνεται στο 44,4% και η νέα μικροαστική τάξη στο 5,2%.

Τέλος οι μη κατατασσόμενοι αποτελούν ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού που για διάφορους λόγους δεν έγινε δυνατό να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία.

Ωστόσο και παρά την παράθεση αυτών των στοιχείων δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να προχωρήσουμε στον οριστικό υπολογισμό του μεγέθους κάθε τάξης δεδομένου ότι υπάρχει ένα τμήμα «γκρίζας ζώνης» το οποίο δεν καταγράφεται στις απογραφές της ΕΣΥΕ και αφορά τους πάσης φύσεως ξένους εργάτες που ζούσαν το 1981 παράνομα στη χώρα μας. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς (Σιγγούνας όπως αναφέρεται από Παπαδόπουλος 1987: 140) το 1981 οι ξένοι εργάτες έφταναν περίπου στο 3,6% του αρχικού ΟΕΠ. Η παράμετρος αυτή μας οδηγεί στο να επαναυπολογίσουμε το μέγεθος των τάξεων[3].

Συμπερασματικά και ύστερα από την επεξεργασία των στοιχείων που προηγήθηκε καταλήγουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η αστική τάξη δεν ξεπερνούσε το 1,5% -του πραγματικού ΟΕΠ ενώ το τμήμα της οιονεί αστικής τάξης, δηλαδή οι πλούσιοι αγρότες έφτανε το 0,4%. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη έφτανε το 15,3% ενώ οι μεσαίοι αγρότες  το 3,4%. Η νέα μικροαστική τάξη το 8,6%, η εργατική τάξη το 46,3% και οι φτωχοί αγρότες το 22,6% ενώ το 2,7% του ΟΕΠ δεν ήταν δυνατό να καταταχθεί

 

 

4. Από το 1981 στο 1991: Τα αίτια των μετασχηματισμών της δομής της ελληνικής κοινωνίας.

Από το 1981 μέχρι το 1991 θα πραγματοποιηθούν αρκετές αλλαγές στη μορφολογία της ελληνικής κοινωνίας. Τα αίτια τους θα πρέπει να αναζητηθούν στην αντιφατική αρχικά στάση που είχε το ΠΑΣΟΚ τόσο απέναντι στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας και στις επιπτώσεις που αυτό είχε απέναντι στο σύνολο των κοινωνικών τάξεων. Διαφορετικά ειπωμένο, το ΠΑΣΟΚ από τη μια αποσκοπούσε έστω και μερικά να πραγματοποιήσει τμήμα των κοινωνικών αλλαγών που διακήρυττε στην πριν του 1981 περίοδο. Από την άλλη έπρεπε να διαχειριστεί ένα αστικό κράτος το εσωτερικό του οποίου δεν ήταν διατεθειμένο να αλλάξει. Το αποτέλεσμα ήταν η συνολική περίοδος κυβερνητικής εξουσίας του ΠΑΣΟΚ να πρέπει να χωριστεί στην θητεία 1981—1985 η οποία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αριστερόστροφης ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας και σε αυτή των ετών 1985- 1989 όπου σαφώς κυριαρχούν κατευθύνσεις ενός ήπιου νεοφιλελευθερισμού, είναι αυτό που έχει ονομαστεί στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ας τα πάρουμε όλα αυτά με τη σειρά .

 

Α) Η περίοδος 1981- 1985

Στην πρώτη τετραετία διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ η αγροτική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με το σοκ που προκαλεί η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Πιο συγκεκριμένα τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας (χαμηλό επίπεδο μηχανολογικού εξοπλισμού, μικρός βαθμός συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας, μικρή κατανάλωση λιπασμάτων) της ελληνικής γεωργίας βγήκαν στην επιφάνεια αμέσως μετά την εισδοχή στην Κοινότητα (Μαραβέλιας 1989: 466- 467; Καραμπελιάς 1988:258- 259 ). Το αποτέλεσμα ήταν, αφενός η πτώση των επενδύσεων και, αφετέρου, η εμφάνιση ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο- συνέπεια της μεταστροφής εμπορίου αγροτικών προϊόντων από και προς τις χώρες της Κοινότητας.

            Στο βιομηχανικό τομέα όλη η πρώτη τετραετία χαρακτηρίζεται από κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων. Γεγονός που σχετίζεται με την πτώση των ποσοστών κέρδους λόγω της κρίσης υπερσυσσώρευσης που έχει κάνει έντονη την εμφάνισή της στη χώρα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, με τον περιορισμό των πιστώσεων αλλά και λόγω του γενικότερου ριζοσπαστικού κλίματος της εποχής που δεν ευνοούσε τις δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα (Σακελλαρόπουλος 2001: 370- 372).

Το ΠΑΣΟΚ αντιμέτωπο με την κρίση αποεπένδυσης υποχρεώθηκε να υιοθετήσει μία πολιτική αύξησης των δημοσίων δαπανών- μία πολιτική που στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει πρώτη η κυβέρνηση της ΝΔ- που κατευθύνθηκαν κυρίως σε δημόσια έργα, στους τομείς υποδομών, στις τράπεζες, στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών και δευτερευόντως στην ενίσχυση της δημόσιας παρέμβασης στη μεταποίηση όπου κατά βάση αναλήφθηκαν τα έξοδα λειτουργίας των "προβληματικών" επιχειρήσεων. (Σακελλαρόπουλος 2001: 373- 374)

            Τα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών γνώρισαν κατά μέσο όρο ανά έτος αυξήσεις της τάξης του 1,1%, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ενίσχυση των χαμηλόμισθων και των συνταξιούχων. Το αποτέλεσμα ήταν η μέση ετήσια ιδιωτική κατανάλωση να αυξηθεί κατά 1,9%. (Σακελλαρόπουλος 2001: 386) Ωστόσο, και οι αυξήσεις αυτές δεν ήταν επαρκείς για να εξαλείψουν φαινόμενα σημαντικών οικονομικών ανισοτήτων.

 

Η περίοδος 1985- 1989

Η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από το μετασχηματισμό του ΠΑΣΟΚ από αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα σε νεοφιλελεύθερο αστικό μέσω της υιοθέτησης της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

            Στο επίπεδο της πολιτικής πράξης η αλλαγή του σοσιαλιστικού κινήματος θα εξειδικευθεί σ' ένα πρώτο στάδιο με την εξαγγελία της νέας οικονομικής πολιτικής τον Οκτώβριο του '85 και στη συνέχεια με τη συνολική αποδοχή του περιεχομένου της αναδιάρθρωσης.

Οι κυριότερες πλευρές της νέας οικονομικής πολιτικής ήταν η απαγόρευση των αυξήσεων, η αναπροσαρμογή της ΑΤΑ, η υποτίμηση της δραχμής, η περικοπή των προσλήψεων στο δημόσιο καθώς και η άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων με ρυθμούς μικρότερους του πληθωρισμού.

H αποδοχή της στρατηγικής της αναδιάρθρωσης εκφράστηκε με τη σημαντική μετακίνηση πλούτου από την πλευρά της εργασίας στην πλευρά του κεφαλαίου την περίοδο '86-'87, τη σταδιακή εφαρμογή των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, την υιοθέτηση ιδεολογικών σχημάτων που θεωρούσαν ως πρωταρχικούς παράγοντες της ελλιπούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας το υπερδιογκωμένο κράτος, τους μη παραγωγικούς εργαζόμενους, το υψηλό εργατικό κόστος κλπ.

Οι τρεις βασικές πτέρυγες της ελληνικής αστικής τάξης (βιομηχανικό, εφοπλιστικό, εμπορικό κεφάλαιο) ωφελήθηκαν σημαντικά από την αλλαγή της κυβερνητικής πολιτικής. Ειδικότερα οι βιομήχανοι γνώρισαν άνοδο της αποδοτικότητας των επιχειρήσεών τους, οι εφοπλιστές είδαν το εργατικό κόστος  να μειώνεται και οι έμποροι τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται (Σακελλαρόπουλος 2001: 483- 485).

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, όπως δείχνουν και οι έρευνες οικογενειακών προυπολογισμών της ΕΣΥΕ οι ανισότητες, σωρευτικά, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, να αυξηθούν. Έτσι, μεταξύ των τεσσάρων εισοδηματικών κατηγοριών που χωρίζει η ΕΣΥΕ το σύνολο των νοικοκυριών, στην ανώτερη οικονομική κατηγορία ενώ το 1981/82 συμμετείχε το 19,9% των νοικοκυριών, το 1987/88 συμμετείχε μόνο το 14,6%  (ΕΣΥΕ 1983; ΕΣΥΕ 1989). Η αντίστροφη τάση παρατηρείται στην πιο φτωχή κατηγορία όπου η συμμετοχή των νοικοκυριών αυξάνει από 19,3% σε 28%. Αλλά και στις δύο μεσαίες κατηγορίες παρατηρούνται αλλαγές όπου μειώνεται η συμμετοχή στην πιο εύπορη μεσαία  κατηγορία και αυξάνεται στην πιο φτωχή μεσαία κατηγορία.

Πρέπει και εδώ να παρατηρηθεί πως η μείωση των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων αφορά το σύνολο της οκταετίας του ΠΑΣΟΚ. Αν λάβουμε υπόψη μας τη βελτίωση των αποδοχών των πιο λαϊκών στρωμάτων  κατά την πρώτη τετραετία, γίνεται εμφανές το εύρος της μεταφοράς εισοδήματος από την εργασία στο κεφάλαιο που σημειώθηκε  λόγω της εφαρμογής της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

 

Η αναφορά στις δύο περιόδους διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ έγινε γιατί θεωρούμε πως η αρχική (1981- 1985) διαχείριση της εγγραφής υλικών αιτημάτων από την πλευρά των λαϊκών τάξεων στο εσωτερικό του κράτους σε συνδυασμό με το μετέπειτα αντιφατικό ξεκίνημα της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δημιούργησε  σημαντικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση της δομής της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Από εκεί και πέρα η μελέτη των στοιχείων του πίνακα 2 μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ειδικότερες εξελίξεις.

 

           

 

 

 

Οι εργοδότες (7,1% του ΟΕΠ) μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις βασικές κοινωνικές ομάδες. Σε αυτούς που ανήκουν στην αστική τάξη, σε αυτούς που ανήκουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη και σε αυτούς που ανήκουν στα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης). Σε απόλυτους αριθμούς το 1991 δραστηριοποιούνταν περίπου 260000 εργοδότες. Από αυτούς οι 19000 (δηλαδή το 0.6% του ΟΕΠ) κατείχαν επιχειρήσεις που απασχολούσαν από 10 και περισσότερους εργαζόμενους[4] και ανήκουν στην αστική τάξη, 10000 (ποσοστό 0,3% του ΟΕΠ) περίπου είναι οι αρχηγοί νοικοκυριών που κατέχουν πάνω από 200 στρέμματα[5] πραγματοποιούν σημαντικά επίπεδα κερδοφορίας μέσω της χρήσης και μισθωτού δυναμικού και ανήκουν στην οιονεί μερίδα της αστικής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι 231000 (6,2%ποσοστό του ΟΕΠ) ανήκουν στην παραδοσιακή μερίδα της μικροαστικής τάξης

Οι αυτοαπασχολούμενοι φτάνουν στο 29,4% του ΟΕΠ και μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

Στην πρώτη ανήκουν  οι απασχολούμενοι στη γεωργία (12,5% του ΟΕΠ) και πρόκειται για αγρότες οι οποίοι μη χρησιμοποιώντας μισθωτό εργατικό δυναμικό είτε αποσπούν ένα περιορισμένο πλεόνασμα από την ενασχόλησή τους είτε κατορθώνουν απλά να αναπαραχθούν. Για τον περαιτέρω διαχωρισμό τους θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ως βάση τα στοιχεία της κατανομής των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το 1989 περίπου το 51% των εκτάσεων ανήκει σε αυτούς που κατέχουν μέχρι 50 στρέμματα (ΕΣΥΕ 1989) και μόνο το 17% στους διαθέτοντες από 100- 200 στρέμματα, μπορούμε να συμπεράνουμε αντίστοιχα πως το 9% του ΟΕΠ της κατηγορίας αυτοαπασχολούμενοι ανήκει στους φτωχούς αγρότες (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και το υπόλοιπο 3,5% στα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης).

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μέλη της νέας μικροαστικής τάξης δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες πάσης φύσης και οι διευθυντές οι οποίοι δεν υφίστανται εκμετάλλευση ή κυριαρχία οι οποίοι αθροιζόμενοι φτάνουν στο 3,0% του ΟΕΠ και η τρίτη κατηγορία συνίσταται από μικροεπιχειρηματίες (μικρέμπορους και μικροπωλητές) οι οποίοι οι φτάνουν στο 14%του ΟΕΠ και συμμετέχουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στους μισθωτούς είναι σημαντική να γίνει μια αναγκαία διευκρίνηση. Σε ό,τι αφορά την ειδική κατηγορία των «μη κατατασσόμενων» οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως η σημαντική διαφορά που παρατηρείται σε σχέση με το 1981 (αύξηση από 1,3% σε 5,0%) δεν πρέπει να σχετίζεται με τεχνικού χαρακτήρα προβλήματα αλλά με ουσιαστικές κοινωνικές μεταλλαγές όπου ένα σημαντικός αριθμός εργαζομένων δε θεωρεί ότι έχει μια συγκεκριμένη επαγγελματική ταυτότητα. Είναι οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις[6] που οδηγούν τους ανθρώπους αυτούς σε μια συνεχή εναλλαγή επαγγελμάτων και κατά προέκταση στην αδυναμία κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού. Με αυτή την έννοια πέρα από το 1,6% των μισθωτών που συμπεριλαμβάνεται στην εργατική τάξη εκτιμούμε πως το 3,2% των μη δηλωσάντων θέση αλλά και το 0,2% των αυτοαπασχολούμενων πρέπει να ανήκει στην εργατική τάξη ακριβώς γιατί αποτελεί μια ασαφή ομάδα εργαζομένων, των οποίων οι διαρκώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις τους οδηγούν σε πληθώρα επαγγελμάτων  από τα οποία πληρώνονται μέσω αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, αλλά στην ουσία πρόκειται για μισθωτούς υποκείμενους στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις.

             Η κατηγορία μισθωτοί  που αποτελεί και την πολυπληθέστερη (54,1% του ΟΕΠ) συγκροτείται κατά κύριο λόγο από μέλη της εργατικής τάξης αλλά συμμετέχουν σε αυτή και μέλη της αστικής τάξης (1% του ΟΕΠ που αποτελείται από του διευθυντές και τα ανώτερα στελέχη) αλλά και της νέας μικροαστικής τάξης (το 10,0% της κατηγορίας των ασκούντων επιστημονικά και ελεύθερα επαγγέλματα). Από εκεί και πέρα το υπόλοιπο 43% είναι μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης,

            Η κατηγορία συμβοηθούντα μέλη που αποτελεί το 6,2% του ΟΕΠ αποτελείται κύρια από εργαζόμενους στη γεωργία (4,3% του ΟΕΠ) και δευτερευόντως από βοηθούντες στο εμπόριο και στις μικροεπιχειρήσεις (1,8%του ΟΕΠ). Πρόκειται σαφώς για άτομα που συμμετέχουν σε οικογενειακού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν μισθωτή εργασία.  Κατά συνέπεια αυτό το 4,3% θα πρέπει να προστεθεί στα φτωχά αγροτικά στρώματα ενώ το 1,8% στα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης η οποία δεν πραγματοποιεί διευρυμένη κεφαλαιακή συσσώρευση.

Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμισθεί, πέρα από όσα ήδη αναφέραμε είναι ότι  πως υπάρχει, όπως και το 1981, και ένας «σκοτεινός» αριθμός μελών της εργατικής τάξης που δεν καταγράφονται στα στοιχεία του πίνακα 2. Πρόκειται για τους αλλοδαπούς που δεν καταγράφηκαν στην απογραφή του 1991 επειδή βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια στον εμφανιζόμενο ως ΟΕΠ θα πρέπει  να προσθέσουμε και τους 300000 που εκτιμούμε ότι είναι οι μη δηλωθέντες αλλοδαποί (8,0% του ΟΕΠ[7]) που ανήκει στην εργατική τάξη λόγω της φύσης των εργασιών με τις οποίες απασχολείται.

            Συνοψίζοντας και βάση όσων υποστηρίξαμε επαναυπολογίζουμε το μέγεθος της κάθε κοινωνικής ομάδας, καταλήγοντας ότι η αστική τάξη αποτελεί το 1,5% του ΟΕΠ, τα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) το 0,3%, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη το 20,4%, η νέα μικροαστική τάξη το 12%, τα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) το 3,2%, τα φτωχά αγροτικά στρώματα το 12,3% (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και η εργατική τάξη το 50,3%.

 

            Εντάσσοντας τα αποτελέσματα της επεξεργασίας του υλικού μας και για το 1981 και για το 1991 δημιουργείται ο ακόλουθος πίνακας

 

 

*Η ύπαρξη πιο αναλυτικών στοχείων για το 1991 συνέβαλε στο να γίνει εφικτό το να καταταχτεί όλος ο ΟΕΠ σε μια κοινωνική κατηγοριοποίηση. 

 

            Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη του πίνακα μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες διαπιστώσεις

1) Υπάρχουν σε ορισμένες, αλλά όχι σε όλες, από τις κοινωνικές ομαδοποιήσεις πολύ σημαντικές αλλαγές μεταξύ το 1981 και του 1991. Στο αγροτικό χώρο δε σημειώνονται σημαντικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τα πλούσια και τα μεσαία αγροτικά στρώματα. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο γεγονός πως οι συγκεκριμένες κατηγορίες μπορούσαν να επιβιώσουν με τις εκτάσεις που διέθεταν προσφεύγοντας λιγότερο σε δεύτερη απασχόληση ή όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο αφορούσε πρακτικές που αναβάθμιζαν την κοινωνική και οικονομική τους θέση (πχ ενασχόληση με τον τουρισμό).  Ταυτόχρονα δεν υπάρχει αλλαγή στο μέγεθος της αστικής τάξης που παρά την οικονομική κρίση παραμένει σταθερό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η κρίση των μεγάλων επιχειρήσεων έδωσε τη δυνατότητα διείσδυσης σε ένα μεγάλο αριθμό μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτό ενώ μεταξύ 1978- 1988 οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 100 άτομα μειώνονται από 1272 σε 1166, οι επιχειρήσεις απασχολούν από 10- 49 άτομα αυξάνονται 13307 σε 16107 (Κάππος 2004: 138). 

2) Αντίθετα τα φτωχά αγροτικά στρώματα μειώνονται σχεδόν στο μισό μέσα σε μόνο μια δεκαετία. Η ερμηνεία που δίνουμε είναι πως οι μικρότεροι καλλιεργητές σταδιακά έπαυαν να έχουν τη γεωργία ως κύρια απασχόληση και δεδομένης της ανάπτυξης της κατανάλωσης στις αγροτικές περιοχές άρχισαν να επιδίδονται, τουλάχιστον ένα τμήμα τους, σε μικροεμπορευματικές δραστηριότητες. Έτσι δικαιολογείται εν μέρει και η αύξηση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης.  Ένα άλλο τμήμα μετανάστευσε στις πόλεις και είτε μέσω του μηχανισμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εντάχθηκε στη νέα μικροαστική τάξη είτε απασχολήθηκε ως μισθωτός (εργάτης/ υπάλληλος). 

3) Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη γνωρίζει μια σημαντική αύξηση. Η γνώμη μας είναι πως αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Στον ένα ήδη αναφερθήκαμε και αφορά την ροπή ενός τμήματος των πρώην αγροτικών στρωμάτων να επιδοθούν σε μικροεπιχειρηματικές και μικροεμπορικές δραστηριότητες στο χώρο της υπαιθρου. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘8θ-η οποία λόγω του περιορισμού των δραστηριοτήτων αρκετών μονοπωλιακών επιχειρήσεων είχε ως αποτέλεσμα την δυνατότητα μικρότερων οικονομικών μονάδων να παρέμβουν στο ν επενδυτικό χώρο που αφηνόταν ελεύθερος. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1978 υπήρχαν 405 χιλ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούσαν μέχρι  9 εργαζόμενους, το 1988 φτάνουν τις 490 χιλιάδες

4) Μεγάλη είναι και η ανάπτυξη των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην προηγηθείσα (περίοδος 1955- 1979) ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού με τη δημιουργία πιο μεγάλων συγκεντροποιημένων επιχειρήσεων  οι οποίες είχαν την ανάγκη ενός μεσαίου, μορφωμένου και εξειδικευμένου στελεχιακού δυναμικού το οποίο λειτούργησε ως η ραχοκοκαλιά του όλου συστήματος είτε με τη μορφή της άμεσης μισθωτοποίησης είτε με τη μορφή της έμμεσης μισθωτοποίησης (δελτίο παροχής υπηρεσιών.), είτε με τη μορφή του ελεύθερου επαγγελματία εκεί που οι ανάγκες της οικονομίας της αγοράς το απαιτούσαν. Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’80 δεν ανέστειλε αυτή τη δυναμική αλλά αντίθετα την τόνωσε μέσω αύξηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των αλλαγών στο δημόσιο τομέα που απαιτούσαν και ένα πιο εξειδικευμένο προσωπικό  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι ευεξήγητο το γεγονός πως οι πάσης φύσεως διανοητικά εργαζόμενων είχαν φτάσει τις  300 χιλ το 1985. (Κάππος 2004: 156).

5)  Η εργατική τάξη σημειώνει μια υπαρκτή άνοδο η οποία οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η μείωση των αγροτικών στρωμάτων και η, σε σημαντικό βαθμό, προλεταριοποίησή τους (ιδιαίτερα όσων κατευθύνθηκαν προς τις πόλεις). Ο δεύτερος συνδέεται με τη αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών εργατών η πλειονότητα των οποίων απασχολούνταν σε χειρωνακτικές/ εκτελεστικές εργασίες.

 

5. Συμπέρασμα

Στη συγκεκριμένη εργασία ασχοληθήκαμε με την μεταβολή της κοινωνικής διάρθρωσης της Ελλάδας μεταξύ 1981 και 1991. Αναγκαίο μεθοδολογικό εργαλείο υπήρξε η χρήση της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης έτσι ώστε να γίνει εφικτός ο προσδιορισμός της σχέσης του επαγγέλματος και της θέσης στην παραγωγή με την κοινωνική ένταξη. Η ακτινογραφία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της Ελλάδας του 1981 έδειξε πως επρόκειτο για μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό «παραδοσιακού»  χαρακτήρα. Τα αγροτικά στρώματα ξεπερνούσαν το 1/4 του συνόλου, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη έκανε αισθητή παρουσία της ενώ η εργατική τάξη δεν αποτελούσε ούτε το 1/2 του ΟΕΠ. Μετά από 10 χρόνια τα πράγματα έχουν ως ένα βαθμό αλλάξει. Οι όποιες αλλαγές οφείλονται αφενός στα αποτελέσματα της αριστερόστροφης διαχείρισης του κράτους που έκανε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του και αφετέρου στη γεμάτη αντιφάσεις προσπάθεια που έκανε στη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης για εφαρμογή της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Οι εξελίξεις θα είναι ενδιαφέρουσες από κοινωνιολογικής σκοπιάς: Διαπιστώνεται μια σοβαρή υποχώρηση της βαρύτητας των φτωχών αγροτικών στρωμάτων και μια αντίστοιχη αύξηση των δύο μερίδων της μικροαστικής τάξης (παραδοσιακής και νέας) καθώς και της εργατικής τάξης. Ουσιαστικά έχουμε μια απευθείας μείωση των καλλιεργητών οι οποίοι μη μπορώντας να συντηρηθούν από την αγροτική τους απασχόληση είτε μεταβάλλονται σε μικροεπιχειρηματίες της υπαίθρου είτε, όσοι δεν έχουν τέτοιες οικονομικές δυνατότητες, μετοικίζουν στις πόλεις  και εντάσσονται στην εργατική τάξη. Παράλληλα στην νέα μικροαστική τάξη διεισδύουν μαζικά γόνοι αγροτικών  οικογενειών μέσω του μηχανισμού της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Κατά συνέπεια η ελληνική κοινωνία σ’ αυτή τη δεκαετία συνεχίζει μια αργή αλλά υπαρκτή μετάλλαξή της από την κυριαρχία πιο «παραδοσιακών» κοινωνικών χαρακτηριστικών (εύρος αγροτικού τομέα, περιορισμός μεγέθους εργατικής τάξης) στην απόκτηση περισσότερων στοιχείων ενός «δυτικόμορφου» κοινωνικού μοντέλου. Επειδή ακριβώς όμως πρόκειται για μια αντιφατική πορεία, διαπιστώνεται και η αύξηση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα το ερώτημα σχετικά με το αν πρόκειται για μια κυρίαρχα μικροαστική κοινωνία απαντιέται μεν αρνητικά αλλά θα πρέπει να υπογραμμίζεται και η ισχυρή παρουσία των μικροαστικών στρωμάτων.  Είναι μια κοινωνία σε μετεξέλιξη 

 

6.Παράρτημα

 

 

 

 

7. Βιβλιογραφία

Amin S. (1974), ‘Le capitalisme et la rente fonciere’ στο Amin S./ Vergopoulos Κ., La question paysanne et le capitalisme,  Paris, Anthropos.

Βεργόπουλος Κ. (1975), Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, , Αθήνα, Εξάντας.

Bihr Α. (1989), Entre bourgeoisie et Proletariat, Paris, , L' Harmattan.

Baudelot C./ Establet R./ Malemort J., (1973), La petite bourgeoisie en France, , Paris, Maspero.

Bouvier-Ajam M./  Mury G. (1963), Les classes sociales en France, Paris Editions Sociales,

Carchedi G. (1977), On the Economic Identification of Social Classes, London Routledge Direct Editions,.

Clark T. N.- Lipset S. M., (1991), «Are Social Classes Dying?», International Sociology vol. 6 no 4., 397- 410

Croix de ste, G. E. M. (1984), ‘Class in Marx's Conception of History, Ancient and Modern’, New Left Review 146, 94- 111.

Ε.Σ.Υ.Ε.,  (1983), Έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών 1981/82.

Ε.Σ.Υ.Ε. , (1989) Έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών  1987/88.

ΕΣΥΕ (2000), http://www.statistics.gr/gr_tables/VII1.htm

George P. (1964), ‘Anciennes et nouvelles classes sociales dans les campagnes francaises’, Sociologie XXXVII, 3-22.

Johnson Τ. (1977), ‘What is to be known?’, Economy and Society, 6, 2, 194- 233.

Κάππος Κ. (2004), Ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα Αλήθεια,.

Καραμπελιάς Γ., (1982), Μικρομεσαία Δημοκρατία, Αθήνα, Κομμούνα,

Καραμπελιάς Γ., (1988) Κράτος και κοινωνία στη μεταπολίτευση,: Αθήνα, Εξάντας

Κατσορίδας Δ. (2004), «Μεταβολές στην ταξική δομή: Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα» στο Ιδρυμα Σ. Καράγιωργα, Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα.

Λένιν Β. Ι. χχ., Άπαντα, τόμος 39, , Αθήνα Σύγχρονη Εποχή

Λύτρας Α. (1993), Προλεγόμενα στη θεωρία της ελληνικής κοινωνικής δομής, , Αθήνα Νέα Σύνορα.

Μαραβέλιας Ν. (1989), Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: Επιπτώσεις στον αγροτικό τομέα,  Αθήνα,  Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών.

Μαρξ Κ. (1983), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιο],  , Αθήνα, Α/συνέχεια.

Meiksins R. (1986), ‘Βeyond the boundary question’ New Left Review 157, 101-120.

Pakulski J., (1993), «The dying of Class or of Marxist Class Theory», International Sociology vol. 8 no 3, 279- 292

Πανιτσίδης Γ,(1992), Προσεγγίσεις στην ταξική δομή της αγροτικής οικονομίας μας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,.

Παπαδόπουλος Π.(1987), Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, Σύγχρονη Εποχή,  Αθήνα.

Resnick S./ Wolff R.D. (1986), ‘Power, Property and Class’, Socialist Review, 16, 86, 97- 124.

Saunders R., (1995), Social Theory and the Urban Question, , London Routledge.

Σακελλαρόπουλος Σ. (2001), Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις,  Αθήνα, Λιβάνης.

Τσουκαλάς Κ. (1984),, "Η δομή της απασχόλησης", Αντί τ. 260, 21- 23.

Vergopoulos K. (1974), ‘Capitalisme difforme’ στο Amin S.-Κ. Vergopoulos , La question paysanne et le capitalisme,  Paris, Anthropos.

 

 

 

 

 

 

 

 


[1] Αν θα θέλαμε να είμαστε πιο ακριβείς θα λέγαμε πως ανήκουν επίσης και μεσαία στρώματα της γεωργίας τα οποία χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία, αλλά δεδομένου του περιορισμένου του συνολικού μεγέθους των αγροτών εργοδοτών, 0,1% του ΟΕΠ, δεν προβαίνουμε σε περαιτέρω διαχωρισμούς. 

[2]Μια σειρά από ποσοτικά και  ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν γιατί οι καλλιεργητές που δεν διαθέτουν πάνω από 50 στρέμματα ανήκουν στα φτωχά στρώματα, όσοι κατέχουν από 50 μέχρι 199 στα μεσαία και όσοι από 200 και πάνω στα πλούσια βλ. Πανιτσίδης 1992.

[3] Η μέθοδος είναι απλή. Στο αρχικό 100% του ΟΕΠ προσθέτουμε και το 3,6% των ξένων εργατών και έχουμε 103,6. Στο 44,4% της εργατικής τάξης προσθέτουμε το 3,6 και το 48 που προκύπτει το διαιρούμε με το  103,6 οπότε το 46,3% που είναι το πηλίκο αποτελεί και το μέγεθος  της εργατικής τάξης. Αντίστοιχα το 14,9 της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης το διαιρούμε  με το 103,6 και το 14,4% που προκύπτει αποτελεί το μέγεθος της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης.

[4] ΕΣΥΕ, Απογραφές βιομηχανίας, εμπορίου και λοιπών υπηρεσιών 1988.

[5] ΕΣΥΕ, Έρευνα Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων 1989.

[6] Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις αρχίζουν και γενικεύονται στην Ελλάδα με την εφαρμογή της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Έτσι σύμφωνα με μια έρευνα της Εμπορικής Τράπεζας υπολογίζεται ότι στο σπίτι με το κομμάτι το 1987 δουλεύουν μεταξύ 120.000 και 200.000  ατόμων ή το 17,5% των εργαζομένων στη βιομηχανία Ο ΟΟΣΑ από την άλλη υπολογίζει ότι στην Ελλάδα το ίδιο έτος οι μερικά απασχολούμενοι φθάνουν το 7,9% του συνόλου των εργαζομένων ή 300.000 άτομα (Σακελλαρόπουλος 2001: 456).

[7] Επειδή αυτοί οι εργαζόμενοι δεν ανήκουν στον «επίσημο» ΟΕΠ θα πρέπει να επαναλάβουμε την ίδια διαδικασία με αυτή που περιγράψαμε στην υπος. 4.