Οι αλλεπάλληλες διευρύνσεις της ΕΟΚ/ΕΕ: Από την Ευρώπη των έξι στην Ευρώπη των εικοσιοχτώ

Οι αλλεπάλληλες διευρύνσεις της ΕΟΚ/ΕΕ:  Από την Ευρώπη των έξι στην Ευρώπη των εικοσιοχτώ

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Η επιτυχημένη λειτουργία των τριών κοινοτήτων στη δεκαετία του ΄50 (ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ) έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διεύρυνσης του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος με την προσθήκη και άλλων χωρών πέραν των έξι ιδρυτικών μελών. Άλλωστε η ίδια συνθήκη της Ρώμης προέβλεπε πως όποια ευρωπαϊκή χώρα το επιθυμούσε μπορούσε να αιτηθεί να γίνει μέλος των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Στο παρόν κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε όλη αυτή τη πορεία που θα οδηγήσει από την Ευρώπη των έξι στην Ευρώπη των είκοσι οκτώ ξεκινώντας από τη διαδικασία που ακολουθεί μια χώρα όταν επιθυμεί την ένταξη της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. 

 

  1. Η διαδικασία που ακολουθείται για να ενταχθεί μια χώρα στην ΕΕ

Για να γίνει μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει πρώτα απ’ όλα να υποβάλει αίτηση ένταξης στο Συμβούλιο. Το τελευταίο ζητεί από την Επιτροπή να προχωρήσει σε αξιολόγηση της αίτησης ως προς τη δυνατότητα της συγκεκριμένης χώρας να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της προσχώρησης. Για να αρχίσουν επίσημα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και της συγκεκριμένης χώρας, θα πρέπει να έχει προηγηθεί θετική γνώμη της Επιτροπής και ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. Τότε στην αιτούσα χώρα αναγνωρίζεται το status της υποψήφιας χώρας. Αυτό σημαίνει καθεστώς πολιτικής αναγνώρισης της ύπαρξης στενότερων σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και της υποψήφιας χώρας, γεγονός που σημαίνει τον εντατικότερο πολιτικό διάλογο και τη στενότερη οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο μερών.

Ωστόσο, το καθεστώς του «υποψήφιου μέλους» είναι απαραίτητο αλλά όχι αρκετό για να προχωρήσει η Ένωση σε έναρξη των διαπραγματεύσεων. Οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να πληρούν σε γενικές γραμμές τα κριτήρια της Κοπεγχάγης καθώς και, όπως αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, πολιτικά κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, είναι η συνεργασία με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ταυτόχρονα θα πρέπει να έχει επιτευχθεί και πρόοδος τόσο σχετικά με την εκπλήρωση των οικονομικών κριτηρίων όσο και των υποχρεώσεων που απαιτεί η ιδιότητα του μέλους.

 Οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν με τη διαδικασία που ονομάζεται «λεπτομερής εξέταση» και έχει διάρκεια μερικών μηνών. Ο σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η παρουσίαση και η εξήγηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο υποψήφιο μέλος έτσι ώστε να εντοπιστούν περιοχές όπου θα προκύψουν προβλήματα προς επίλυση. Θυσιαστικά με αυτό τον τρόπο η Επιτροπή επιδιώκει να εξακριβώσει το βαθμό ετοιμότητάς τους για ένταξη και να προσδιορίσει τις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να κάνουν έτσι ώστε να εκπληρώσουν τους όρους ένταξης.  Στη συνέχεια, η υποψήφια χώρα υποβάλλει μια θέση διαπραγμάτευσης και η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο ένα σχέδιο κοινής θέσης. Το Συμβούλιο υιοθετεί μια κοινή θέση που επιτρέπει το άνοιγμα των κεφαλαίων (κάθε κεφάλαιο αφορά συγκεκριμένο πεδίο δραστηριοτήτων, π.χ. δικαιοσύνη).

Από εκεί και πέρα η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την πρόοδο που παρουσιάζει η υποψήφια χώρα βάσει των λεγόμενων «εκθέσεων παρακολούθησης». Οι εκθέσεις αυτές έχουν διττό ρόλο: από τη μία πλευρά, ενημερώνουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και, από την άλλη πλευρά, σημειώνουν τις αδυναμίες που παρουσιάζει η υποψήφια χώρα έτσι ώστε οι πολιτικές της αρχές να το λάβουν υπόψη και να προσαρμόσουν ανάλογα τις θεσμικές τους λειτουργίες.

Όταν τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις για όλα τα κεφάλαια, τότε τα αποτελέσματα ενσωματώνονται στο σχέδιο της Συνθήκης Προσχώρησης, όπως αυτό συμφωνείται μεταξύ της ΕΕ και της υποψήφιας χώρας. Το σχέδιο αυτό υποβάλλεται στην Επιτροπή για γνωμοδότηση και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για συγκατάθεση. Στη συνέχεια, οι αρμόδιες αρχές υπογράφουν τη Συνθήκη Προσχώρησης και μετά ακολουθούν η επικύρωση στο εσωτερικό της υποψήφιας χώρας ανάλογα με τις προβλεπόμενες εσωτερικές διαδικασίες: είτε μέσω της έγκρισης από το εθνικό κοινοβούλιο είτε μέσω της διεξαγωγής δημοψηφίσματος. Όταν ολοκληρωθούν και αυτές οι διαδικασίες, τότε η Συνθήκη Προσχώρησης τίθεται σε ισχύ και η υποψήφια χώρα γίνεται κράτος-μέλος

 

2. Για ποιους λόγους επιθυμεί μια χώρα να γίνει μέλος της ΕΕ

Είδαμε στις προηγούμενες παραγράφους ποιες είναι οι προϋποθέσεις και ποια είναι η απαιτούμενη διαδικασία για να ενταχθεί μια χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, πέρα από τα θεσμικά ζητούμενα, υπάρχει και ένα ουσιαστικό ερώτημα: Για ποιο λόγο μια χώρα επιθυμεί να ενταχθεί στην Ένωση;

Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τη σημασία της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Για να δημιουργηθεί από τουλάχιστον δύο χώρες ένα καθεστώς οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, προηγείται η εκτίμηση και από τις δύο χώρες πως θα έχουν αμοιβαίο όφελος σε όρους ανάπτυξης, αποτελεσματικότητας, εθνικού εισοδήματος και πολιτικής ισχύος. Το όφελος αυτό αναμένεται να προκύψει ως απότοκο του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εργασίας και της αύξησης της συνολικής πολιτικής ισχύος όλων των κρατών που συμμετέχουν στις διαδικασίες αυτές. Η θεωρία της ολοκλήρωσης υποστηρίζει πως μπορεί να υπάρξουν πολλαπλές πηγές δυνητικών οφελών, ιδιαίτερα σε οικονομικό επίπεδο. Μπορεί να είναι άμεσα κέρδη, ξεκινώντας από την κατάργηση των φραγμών στο εσωτερικό εμπόριο, αλλά και μακροπρόθεσμα κέρδη, όπως, για παράδειγμα, οι αλλαγές που θα προκύψουν στις μορφές της εγχώριας παραγωγής. Εννοείται πως τα κέρδη από την οικονομική ολοκλήρωση μπορεί να φτάσουν στο μέγιστο σημείο μόνο εάν οι οικονομικοί φορείς ανταποκριθούν στις διαθέσιμες ευκαιρίες.

Ως άμεσα αποτελέσματα μπορούμε να διακρίνουμε τα ακόλουθα:

Α) Τη δημιουργία μιας ευρύτερης αγοράς.

Β) Την πραγματοποίηση μεγαλύτερης εξειδίκευσης.

Γ) Την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού.

 

Δ) Την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος της οικονομικής ολοκλήρωσης στο διεθνές πεδίο.

Ε) Την πολιτική ισχύ στο παγκόσμιο περιβάλλον.

ΣΤ) Οικονομική ασφάλεια.

Ζ) Πολιτική ταυτότητα.

Πέρα, όμως, από τα άμεσα, έχουμε και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα-οφέλη από την ένταξη και την ολοκλήρωση, τα οποία έχουν να κάνουν με την πιο ολοκληρωμένη πραγμάτωση των δυνητικών ωφελημάτων μέσω της πληρέστερης ανταπόκρισης στις διαρκείς αλλαγές του οικονομικού και του πολιτικού περιβάλλοντος. 

Πιο συγκεκριμένα, στα μακροπρόθεσμα οφέλη συγκαταλέγονται τα εξής:

Α) Αυξημένη εμπορική βεβαιότητα.

Β) Μεγέθυνση των ροών των άμεσων ξένων επενδύσεων.

Γ) Αποτελέσματα για την ανάπτυξη των επιμέρους περιφερειών.

 

Κι αφού παρουσιάσαμετο γενικό πλαίσιο ένταξης μιας χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξιστόρηση της κάθε διεύρυνσης ξεχωριστά.

 

3) Η διεύρυνση του 1973: Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Ιρλανδία.

Το βασικό ζήτημα που απασχόλησε όλη την διαδικασία για την πραγματοποίηση της πρώτης διεύρυνσης αφορούσε τη Βρετανία και το ρόλο της μέσα στις Κοινότητες. Η Βρετανία είχε επιλέξει να μην ενταχθεί από την αρχή στο ευρωπαϊκό εγχείρημα γιατί έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στις σχέσεις με τις πρώην αποικίες της, τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, καθώς και με τις ΗΠΑ ενώ παράλληλα φοβούνταν πως μια ενδεχόμενη ένταξή της θα έθετε ζητήματα περιορισμού της εθνικής της κυριαρχίας. Έπειτα η δυναμικότητα της Βρετανίας στον άνθρακα και το χάλυβα εκείνη την περίοδο ήταν κατά πολύ υπέρτερη οποιασδήποτε από τις έξι χώρες της ΕΚΑΧ ενώ η συμμετοχή στην ΕΚΑΕ σηματοδοτούσε την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριών με χώρες με λιγότερο αναπτυγμένη πυρηνική ισχύ (Nugent 2012: 79).

Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν τους Βρετανούς στο να επιλέξουν την συμμετοχή στηνΕυρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)[1] η οποία χαρακτηριζόταν από απουσία υπερεθνικών στοιχείων και αποτελούσε προσπάθεια συγκρότησηςελεύθερης ζώνης συναλλαγών. Ωστόσο γρήγορα το ΗΝ. Βασίλειο θα μεταβάλει γνώμη και θα επιδιώξει τη σύνδεσή του με τις Κοινότητες. Οι λόγοι οφείλονταν στο γεγονός πως η Βρετανία εμφάνιζε μια πορεία οικονομικού προσανατολισμού προς τις χώρες της Κοινότητας δεδομένου ότι η Κοινοπολιτεία δεν παρουσίαζε την οικονομική δυναμική της ΕΟΚ (όπου η ανάπτυξη του εμπορίου, των επενδύσεων και του ΑΕΠ παρουσίαζαν πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς σε σχέση με τους αντίστοιχους βρετανικούς) ενώ και η σχέση με τις ΗΠΑ αποδυναμώθηκε δεδομένου πως οι Βρετανοί δεν αποτελούσαν πια μια παγκόσμια ηγεμονική δύναμη. Για το λόγο αυτό επιδίωξαν δύοφορές (1961 και 1967) να ενταχθούν στις ευρωπαϊκές κοινότητες. Ειδικά δε τη δεύτερη φορά ένας πρόσθετος λόγος που η απόπειρα έγινε ήταν γιατί υπήρχε η εκτίμηση πως η δυνητική βρετανική συμβολή στον τομέα της τεχνολογικής συνεργασίας θα λειτουργούσε ενισχυτικά στην αντιμετώπιση της υπεροχής των ΗΠΑ στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας (Χριστοδουλίδης 2004: 79- 80)

Από την άλλη πλευρά η γαλλική μεριά υπό την ηγεσία του Προέδρου Σαρλ ντε Γκολεμφανιζόταν αρνητική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κι αυτό γιατί υπήρχε η εκτίμηση πως η Αγγλία θα αποτελούσε σημαντικό αντίπαλο της Γαλλίας που θα έθετε σε αμφισβήτηση το σχηματισμό της γαλλογερμανικής συμμαχίας ενώ υπήρχε και ο φόβος πως μια βρετανική ένταξη θα άνοιγε το δρόμο για την αμερικάνικη διείσδυση στο χώρο της δυτικής Ευρώπης. Έτσι ενώ τον Ιούλιο- Αύγουστο του 1961 η Βρετανία , η Ιρλανδία και η Δανία θα υποβάλουν αίτηση ένταξης στις ευρωπαϊκές κοινότητες τον Ιανουάριο του 1963 η Γαλλία θα ασκήσει βέτο. Νέα αίτηση από τις τρεις αυτές χώρες θα υποβληθεί τον Μάιο του 1967, αλλά το Δεκέμβριο του ίδιου έτους δε θα καταλήξει το Συμβούλιο των Υπουργών σε συμφωνία λόγω των αντιδράσεων της Γαλλίας.

Οι γαλλικές επιφυλάξεις θα αρθούν όταν θα αναλάβει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Ζορζ Πομπιντού ο οποίος θα εκτιμήσει πως μια βρετανική συμμετοχή θα λειτουργούσε ως αντίβαρο απέναντι στη διαρκή ενδυνάμωση της Δ. Γερμανίας ενώ σημασία αποκτούσαν και παράγοντες όπως η συνεισφορά τωνβρετανών στον κοινοτικό προϋπολογισμό, η απόσπαση συμφωνίας πωςΓαλλία θα λάβει μεγαλύτερες ενισχύσεις μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Λάβδας 2002: 93) αλλά και τα δυνητικά οικονομικά οφέλη που θα είχαν οι Γάλλοι από την πρόσβαση στις βρετανικές αγορές

Η Δανία και η Ιρλανδία δεν έδειξαν αρχικά ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν στο εγχείρημα των «έξι» τόσο λόγω του αγροτικού χαρακτήρα των οικονομιών τους όσο και λόγω της πρόσδεσής της ιρλανδικής οικονομίας στη Βρετανική και τηςδανέζικης με τη βρετανική αλλά και με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες (Nugent 2012: 81). Αυτή η σχέση με τη Βρετανία ήταν που παρέκαμψε τους αρχικούς δισταγμούς κι όταν η τελευταία αποφάσισε να υποβάλει αίτηση έντασης οδηγήθηκαν στο να ακολουθήσουν τη βρετανική στάση.

Έτσι και μετά από όλες τις εξελίξεις που αναφέραμε τον Ιούνιο του 1970 η Κοινότητα θα ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις μετη Δανία , την Ιρλανδία αι το ΗΝ. Βασίλειο[2]. Ωστόσο ειδικά για την περίπτωση της Βρετανίας δεν ήταν ανέφελες οι διαπραγματεύσεις αφού, μεταξύ άλλων, αναδύθηκε ένα σημαντικό πρόβλημα που αφορούσε τη συμμετοχή των βρετανών στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Κι αυτό γιατί λόγω της δομής της βρετανικής οικονομίας και των δημοσιονομικών ρυθμίσεων που είδαν είχαν υιοθετηθεί από τους «έξι» το Ην. Βασίλειο θα έπρεπε να καταβάλει ένα δυσανάλογα μεγάλο τίμημα (υψηλές γεωργικές εισφορές επί των εισαγόμενων προϊόντων από χώρες εκτός κοινότητας, τελωνειακούς δασμούς και έσοδα από τον ΦΠΑ) τη στιγμή που ο περιορισμένος αγροτικός της τομέας δε θα της επέτρεπε να απορροφήσει ανάλογο ποσοστό των κοινοτικών δαπανών,. Τελικά οι έξι αποδέχθηκαν να δώσουν στη Βρετανία μια επταετή μεταβατική περίοδο ενώ στην οριστικοποίηση της συμφωνίας σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η συνάντηση του Βρετανού Πρωθυπουργού Χιθ με το Γάλλο Πρωθυπουργό Πομπιντού το Μάιο του 1971 όπου συνομολογήθηκε η σύγκλιση των δύο χωρών σχετικά με την υπεροχή των εθνικών συμφερόντων απέναντι στις επιταγές της ολοκλήρωσης (Χριστοδουλίδης 2004: 108- 109) Το αποτέλεσμα θα είναι οι διαπραγματεύσεις να ολοκληρωθούν τον Ιανουάριο του 1972και οι τρεις χώρες θα ενταχθούν στην ΕΟΚ από τον Ιανουάριο του 1973.

 

4. H Ένταξη της Ελλάδας (1981)

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ελλάδας για μελλοντική συμμετοχή στο διεθνή αυτό οργανισμό. Έτσι, στις 8 Ιουνίου 1959 η χώρα μας θα υποβάλει αίτηση σύνδεσης με την ΕΟΚ. Η ελληνική κυβέρνηση θα προτιμήσει να υποβάλει αίτηση σύνδεσης και όχι ένταξης επειδή ακριβώς γνώριζε πως οι υστερούσες βιομηχανικές δομές της δεν θα επέτρεπαν την πλήρη και άμεση ένταξή της σε ένα οργανισμό όπου συμμετείχαν έξι από τις πιο αναπτυγμένες δυτικές χώρες. Η λύση της Σύνδεσης θα έδινε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να μπορέσει να αναπτύξει την οικονομία της και, μακροπρόθεσμα να μπορέσει να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην Κοινότητα  Η Σύνδεση θα έπαιρνε τη μορφή της πλήρους τελωνειακής ένωσης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που θα ολοκληρωνόταν σε 22 χρόνια.

Οι διερευνητικές συνομιλίες θα ξεκινήσουν το Σεπτέμβριο του 1959 και οι επίσημες διαπραγματεύσεις στις 21 Μαρτίου του 1961. Η υπογραφή της Σύνδεσης θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου του 1961. Η Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Νοεμβρίου του 1962 αφού τον Φεβρουάριο του 1962 είχε εγκριθεί από την ελληνική βουλή.

Ωστόσο η πραγματοποίηση του απριλιανού πραξικοπήματος και η ανάληψη της εξουσίας από του Συνταγματάρχες θα δημιουργήσει δισεπίλυτα προβλήματα στα κράτη- μέλη της ΕΟΚ που διακρίνονταν από την  ύπαρξη μια αδιατάρακτης κοινοβουλευτικής ομαλότητας. Έτσι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 10 Μαίου 1967 θα εγκρίνει ψήφισμα  σύμφωνα με το οποίο  «η Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελλάδας, που προβλέπει τη μεταγενέστερη ένταξη της χώρας αυτής στην Κοινότητα, θα μπορέσει να εφαρμοστεί στις διάφορες φάσεις της μόνον αν οι δημοκρατικοί θεσμοί διακυβέρνησης και οι συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες αποκατασταθούν στην Ελλάδα». Στη συνέχεια και η Επιτροπή  θα συναινέσει στην αναστολή της ισχύος της Συμφωνίας Σύνδεσης με σχετική απόφαση που θα κοινοποιήσει στο Συμβούλιο.

Θα χρειαστεί να πέσει η δικτατορία για να επανέλθει η Κοινότητα στο θέμα. Πράγματι δύο μέρες μετά την πτώση της χούντας η Commission θα συνεδριάσει και θα διαπιστώσει πως «οι πρόοδοι της Δημοκρατίας  δεν μπορούν παρά να έχουν θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη της σύνδεσης της Ελλάδας με την Κοινότητα». Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση θα στείλει στις 22 Αυγούστου του 1974 υπόμνημα στην Επιτροπή και στην Προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών το οποίο αναφέρεται στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων ζητώντας την άμεση επανενεργοποίηση των συμφωνίας μέσω μιας σειράς συγκεκριμένων μέτρων: αποκατάσταση σχέσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής κλπ. Η απάντηση από την πλευρά του Συμβουλίου θα είναι σχετικά άμεση και στις 17 Σεπτεμβρίου του 1974 το τελευταίο θα αποφασίσει πως μπορούν να επαναλειτουργήσουν τα όργανα της Συμφωνίας Σύνδεσης έτσι ώστε να προωθηθεί η πλήρης εφαρμογή της και να διευκολυνθεί η μελλοντική ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα.

Η επανασύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας και Κοινότητας θα ενθαρρύνει τη ελληνική κυβέρνηση ώστε να επιδιώξει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, την πλήρη ένταξη της χώρας. Έτσι, στις 5 Ιουνίου 1975 η Ελλάδα υποβάλλει αίτηση προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Η Επιτροπή χωρίς να δώσει μια άμεσα απορριπτική απάντησή στην ουσία θα υιοθετήσει μια πρόταση αναβολής της ελληνικής αίτησης. Κι αυτό γιατί,  ενώ, από τη μια, αποκρινόταν θετικά στο αίτημα ένταξης μέσω της σύστασης επιτροπής για άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων, από την άλλη πρότεινε, παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις αυτές, την ύπαρξη ενός σταδίου προένταξης αναιρώντας ουσιαστικά την προηγούμενη καταφατική απάντηση.  Ως αιτιολογικό αναφερόταν ότι « η ελληνική οικονομία στο παρόν στάδιο περιέχει ένα αριθμό διαρθρωτικών χαρακτηριστικών που περιορίζουν την ικανότητά της να συνδυαστεί αρμονικά με τις οικονομίες των τωρινών κρατών- μελών. Συγκεκριμένα, το συγκριτικό μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού, η δομή της αγροτικής βιομηχανίας της Ελλάδας και η σχετικά ασθενής βιομηχανική της βάση απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές των οποίων η Κοινότητα θα πρέπει να αναλάβει μέρος του κόστους».

Μετά από αυτή την αρνητική θέση η ελληνική κυβέρνηση θα αντιδράσει απαντώντας πως η επιθυμία της είναι για πλήρη ένταξη και υποστηρίζοντας πως μια τέτοια εξέλιξη θα συνέβαλε τόσο στη στήριξη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσο και στην παγίωση των δεσμών με τις χώρες της Δύσης.  Το αποτέλεσμα θα είναι οι απόψεις της Commission να απορριφθούν από το Συμβούλιο  των Υπουργών που με απόφασή του της 9 Φεβρουαρίου του 1976 θα αποδεχθεί ομόφωνα το ελληνικό αίτημα και θα εξουσιοδοτήσει την Commission να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την ελληνική πλευρά.

Οι διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν επίσημα στις 27 Ιουλίου του 1976, ενώ η ουσιαστική φάση του θα ξεκινήσει στις 10 Φεβρουαρίου του 1978 και θα  ολοκληρωθεί με επιτυχία στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η υπογραφή της Συνθήκης για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα θα πραγματοποιηθεί στις 28 Μαΐου 1979 στο Ζάππειο Μέγαρο και από την 1η Ιανουαρίου 1981 η χώρα μας θα αποτελεί το 10ο μέλος της Κοινότητας

 

5. Η ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (1986)

Τα δικτατορικά καθεστώτα που υπήρχαν στις δύο αυτές χώρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 επίσης επέδρασαν ανασταλτικά σε μια ενδεχόμενη ένταξή τους ενώ πρόσθετος λόγος ήταν και η απόσταση που τις χώριζε από τις χώρες της αναπτυγμένης δύσης. Έτσι θα χρειαστεί να έρθει η πτώση των δικτατορικών καθεστώτων τους για να υποβάλουν αιτήσεις ένταξης: Η Πορτογαλία τονΜάρτιο του 1977 και η Ισπανία τον Ιούλιο του 1977. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων και για τις δύο χώρες έγινε το Φεβρουάριο του 1979.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αναδύθηκαν αρκετές δυσκολίες όπως το ενδεχόμενο μαζικής μετανάστευσης Ισπανών και Πορτογάλων πολιτών προς το Βορρά, οι επιπτώσεις της ισχυρής ισπανικής γεωργίας για τις άλλες μεσογειακές χώρες (ειδικά σε προϊόντα όπως το κρασί, τα λαχανικά και τα φρούτα), το μέγεθος του ισπανικού αλιευτικού στόλου, η αύξηση της συμμετοχής της Γερμανίας και της Βρετανίας στις γεωργικές δαπάνες, η ύπαρξη ανταγωνιστικών κλάδων στην Ισπανία (χαλυβουργία, ναυπηγεία, κλωστοϋφαντουργία) έναντι των βόρειων χωρών.

Τελικά οι αιτήσεις θα γίνουν αποδεκτές δεδομένου πως λήφθηκε υπόψη, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, το πολιτικό κριτήριο της ανάγκης ύπαρξης σταθερότητας στη Ν. Ευρώπη σε συνδυασμό με την σύνδεση της Ν. με τη Β. Ευρώπη, γεγονός που παρείχε στρατηγικά πλεονεκτήματα τόσο για τη Δ. Ευρώπη όσο και για το ΝΑΤΟ (Nugent 2012 83- 84). Σε ότι αφορά τα οικονομικά ζητήματα αποφασίστηκε μια μεταβατική περίοδος επτά ετών για την Ισπανία και δέκα ετών για την Πορτογαλία ενώ είχε προηγηθεί συμφωνία για την οργάνωση των κοινοτικών αγορών για τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο (Οκτώβριος 1983) και μια συμφωνία για τον έλεγχο της παραγωγής κρασιού (Φεβρουάριος 1985) (Χριστοδουλίδης 2004: 112).  Έτσι  τον Ιούνιο του 1985, ύστερα από έξι χρόνια διαπραγματεύσεων, η Ισπανία και η Πορτογαλία υπέγραψαν τις συνθήκες προσχώρησης στην Κοινότητα και από τον Ιανουάριο του 1986 αποτέλεσαν τα νέα μέλη της Κοινότητας

 

6. Ένταξη Αυστρία, Φινλανδίας, Σουηδίας (1995)[3]

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του 1993 και ολοκληρώθηκαν με επιτυχία τον Μάρτιο του 1994. Οι λόγοι της επιθυμίας ένταξης οφείλονταν στο ότι η Αυστρία και η Σουηδία μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους προσήλωση σε μια στάση διεθνούς ουδετερότητας. Για τη Φινλανδία η κατάρρευση της ΕΣΣΔ τερμάτισε τη γεωγραφική της απομόνωση και την ειδική σχέση που είχε με τη Μόσχα. Επίσης από ένα σημείο και μετά αυτές οι τρεις χώρες που συμμετείχαν στην ΕΖΕΣ κατανόησαν πως τις συνέφερε περισσότερο να ενταχθούν στην Κοινότητα (Nugent 2012: 84). Αυτό συνέβη αφενός γιατί παρά τη συνεργασία μεταξύ ΕΟΚ και ΕΖΕΣ, από τις χώρες της τελευταίας διατυπώνονταν ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο πολλές φορές η ΕΟΚ λάμβανε αποφάσεις τις οποίες στη συνέχεια ήταν υποχρεωμένες να εφαρμόσουν (πχ θέσπιση εμπορικών κανόνων) και αφετέρου γιατί το πρόγραμμα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς μέχρι το 1992 λειτούργησε θελκτικά για την συμμετοχή αυτών των χωρών στην ΕΟΚ. Έτσι όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις η επιτυχής κατάληξή τους ήταν πιο εύκολη δεδομένου πως αφορούσε χώρες βιομηχανικά αναπτυγμένες και προσαρμοσμένες στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (λόγω των διαφόρων συμφωνιών μεταξύ ΕΖΕΣ και ΕΕ είχαν ήδη ενσωματώσει στο εθνικό τους δίκαιο μεγάλο μέρος της κοινοτικής νομοθεσίας) και δεν υπήρχαν τα ζητήματα  συμμετοχής στον προϋπολογισμό που οι προηγούμενες διευρύνσεις είχαν αναδείξει (Nugent 2012: 86). Έτσι από τον Ιανουάριο του 1995 η Φινλανδία, η Σουηδία και η Αυστρία αποτελούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[4].

 

7. Η ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας (2004)

Η Κύπρος και η Μάλτα υπέβαλαν αιτήσεις ένταξης τον Ιούλιο του 1990 αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πως αρχικά υπήρξε ένας προβληματισμός από την πλευρά της Κοινότητας τόσο λόγω της μικρής τους έκτασης όσο, για την περίπτωση της Κύπρου, εξαιτίας του προβλήματος της διχοτόμησης του νησιού ύστερα από την τουρκική εισβολή και κατοχή. Σε ό,τι αφορά τη Μάλτα η Επιτροπή εμφανιζόταν επιφυλακτική σε σχέση με τις υφιστάμενες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και το κατά πόσον ευνοούσαν μια σύντομη προσάρτηση στην Κοινότητα. Ωστόσο τον Ιούλιο του 1993 το αρχικά αρνητικό κλίμα άλλαξε προς το θετικότερο όταν η Επιτροπή στη γνωμοδότηση της παρότι αναγνώριζε πως θα αναδύονταν αρκετά προβλήματα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων υποστήριζε την προώθηση των δύο αιτήσεων ενώ για το εδικό ζήτημα της Κύπρου δε θεωρούσε πως θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο σε μια μελλοντική ένταξη της Κύπρου[5]. To δε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1994 ανακοίνωσε πως στην επόμενη φάση της διεύρυνσης θα περιλαμβάνονται η Κύπρος με τη Μάλτα[6].

Εντούτοις, σε ό,τι αφορά τη Μάλτα υπήρξε μια καθυστέρηση διότι στις εκλογές του 1996 ανήλθε στην εξουσία μια κυβέρνηση που ανέστειλε την υποψηφιότητα της χώρας πράγμα που κράτησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1998 όταν μια νέα κυβερνητική αλλαγή επανέφερε το ζήτημα και έτσι οι διαπραγματεύσεις για την ένταξή της να ξεκινήσουν το Φεβρουάριο του 2000.

Αντίθετα η Κύπρος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις το Μάρτιο του 1998. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την Κύπρο υπήρχε συνεχώς το ενδεχόμενο αναστολής τους λόγωτης διχοτόμησης του νησιού- ένα ενδεχόμενο για το οποίο η Ελλάδα απειλούσε με άσκηση βέτο ενάντια σε όλες τις νέες εντάξεις. Τελικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο του 1999δήλωσε πως η επίτευξη λύσης για το Κυπριακό ήταν μεν ιδιαίτερα επιθυμητή αλλά δεν μπορούσε να αποτελέσει προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου. Ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια κατευνασμού των τουρκικών αντιδράσεων, ανακοίνωσε πως και η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα. Στη συνέχεια και δεδομένης της μη επίλυσης του Κυπριακού η σύνοδος κορυφής της Κοπεγχάγης που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 2002 αποφάσισε πως η Κύπρος μπορούσε να ενταχθεί στην ΕΕ το Μάιο του 2004 μαζί με την Μάλτα και τις άλλες οκτώ χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (βλ. παρακ).

 

8. Η ένταξη των πρώην σοσιαλιστικών χωρών (2004- 2013)

Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα ασχοληθούμε το ιστορικό της ένταξης χωρών που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας και συμμετείχαν στο λεγόμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Η εξέταση της ενταξιακής τους πορείας γίνεται στο ξεχωριστό κεφάλαιο διότι λόγω της διαφορετικής οικονομικής και πολιτικής τους προέλευσης χρειάστηκε από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια ειδική θέσπιση για τις διαδικασίες ένταξης.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά..

 

α) Οι προϋποθέσεις ένταξης για τις χώρες της Κ. και Α. Ευρώπης.

Από θέση αρχής η ΕΕ ήταν θετική στην προσχώρηση σε αυτή όσων ευρωπαϊκών χωρών ενδιαφέρονταν για κάτι τέτοιο. Ειδικότερα το άρθρο 49 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει πως κάθε ευρωπαϊκό κράτος που σέβεται τις αρχές της ελευθερίας, της δηµοκρατίας, του σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών του κράτους δικαίου µπορεί να αιτηθεί την ένταξή του στην ΕΕ.

Ωστόσο µια τέτοια γενική τοποθέτηση δεν θα έπρεπε να ερµηνευτεί ως παντελή έλλειψη κριτηρίων και προϋποθέσεων για την ένταξη ένταξη µιας χώρας. Η ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ ανατολικών και δυτικών ευρωπαϊκών χωρών δημιούργησε μια ξεχωριστή προενταξιακή πραγματικότητα για τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που επιθυμούσαν να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έτσι υπήρξε μια κλιμακωτή διαδικασία/ πορεία στην ένταξη των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Στην πρώτη φάση της ενταξιακής τους πορείας δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος συμφωνιών σύνδεσης προωθημένης συνεργασίας που ονομάστηκε «Συμφωνίες Ευρώπη» που σκοπό είχε να μπορέσουν οι χώρες της Κ και Α. Ευρώπης να αναπτύξουν τις εμπορικές τους σχέσεις και να ενισχύσουν τους πολιτικούς τους δεσμούς με την ΕΕ: συγκρότηση τελωνειακής ένωσης, οικονομική και τεχνική συνεργασία, χορήγηση βοήθειας προς το συνδεόμενο κράτος, πολιτικός διάλογος. Δημιουργούνταν έτσι ένα κατάλληλο πλαίσιο για την σταδιακή ενσωμάτωση του υποψήφιου κράτους στην Κοινότητα ενώ δινόταν το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για την προσαρμογή της νομοθεσίας του στους κοινοτικούς κανόνες.

Σε δεύτερη φάση τον Ιούνιο του 1993 το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Κοπεγχάγης θα υπογραµµίσει ότι: « Η προσχώρηση θα πραγµατοποιηθεί από τη στιγµή που µια συνδεδεµένη χώρα θα είναι ικανή να αναλάβει τις υποχρεώσεις του µέλους,  δηλαδή εφόσον ικανοποιεί τις απαιτούµενες οικονοµικές και πολιτικές προϋποθέσεις». Για την υλοποίηση αυτής της κεντρικής κατεύθυνσης θα θεσπιστούν τα λεγόµενα κριτήρια της Κοπεγχάγης τα οποία συµπυκνώνονταν: α) στην ανάγκη ύπαρξης σταθερών πολιτικών θεσµών που να εγγυώνται τις κοινοβουλευτικές λειτουργίες, την έννοµη τάξη, τα δικαιώµατα των µειονοτήτων και το σεβασµό των ατοµικών δικαιωµάτων β) τη λειτουργία πλαισίου ελεύθερης αγοράς µε παράλληλη ικανότητα αντιµετώπισης του έντονου ανταγωνισµού που κυριαρχεί εντός της ΕΕ γ) την ανάληψη της υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του µέλους συµπεριλαµβανόµενης της αποδοχής των στόχων της πολιτικής, οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης δ) την υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», δηλαδή του συνόλου της κοινής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, και την αποτελεσματική εφαρμογή του μέσα από τη λειτουργία των κατάλληλων δικαστικών και διοικητικών υποδομών.

Οι λόγοι που θα οδηγήσουν στη συγκεκριµένη απόφαση σχετίζονται µε την επιθυµία της ΕΕ να µην κληρονοµήσει προβλήµατα και ασαφείς καταστάσεις από την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισµού, αλλά ούτε και να συζητηθούν από την αρχή ζητήµατα τα οποία, ύστερα από µακρόχρονες διαδικασίες είχαν λήξει για τα κράτη- µέλη της ΕΕ.

Το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Μαδρίτης του ∆εκεµβρίου 1995 πρόσθεσε ότι τα κριτήρια ένταξης απαιτούν από την υποψήφια χώρα να έχει δηµιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ενσωµάτωσή της στην ΕΕ διαµέσου της προσαρµογής των διοικητικών δοµών της, υπογραμμίζοντας πως ενώ είναι σηµαντικό για τη κοινοτική νοµοθεσία να µεταφερθεί στην εθνική νοµοθεσία, είναι ακόµη πιο σηµαντικό για τη νοµοθεσία αυτή να εφαρµόζεται αποτελεσµατικά µε τους κατάλληλους διοικητικούς και δικαστικούς µηχανισµούς

 

β) Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμούσε  τη διεύρυνση προς τα ανατολικά

Σε προηγούμενες ενότητες είδαμε για ποιους λόγους, από οικονομική και πολιτική σκοπιά, μια χώρα επιθυμεί την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, υπάρχει και το ζήτημα της εκτίμησης του για πιο λόγο η ΕΕ επιθυμούσε ειδικά την ένταξη των ανατολικών χωρών που προέρχονταν από ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικο- οικονομικό πλαίσιο.

Κατά τη γνώμη μας υπάρχουν οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες που εξηγούν αυτό τον προσανατολισμό

Οι πολιτικοί παράγοντες έχουν να κάνουν με την ανάγκη πλήρους «εκδυτικοποίησης» των ανατολικών περιοχών. Από τη στιγμή που το δυτικό μοντέλο οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης είχε επικρατήσει του σοσιαλιστικού αντιπάλου του ήταν αναμενόμενο να επιδιώξει και τη διάχυσή του προς τα ανατολικά. Αυτή η γενική τάση ενδυναμωνόταν και από δύο ακόμα παραμέτρους: η πρώτη συνδεόταν με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου εντός των κρατών της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας όπου για πρώτη φορά μετά το 1945 η Ευρώπη είδε να διεξάγεται πόλεμος εντός της ηπείρου της’ η δεύτερη αφορούσε τον κίνδυνο να δημιουργηθούν ανεξέλεγκτες συνθήκες στο εσωτερικό της πρώην ΕΣΣΔ (άνοδος των εθνικισμών, πόλεμοι, πολλαπλασιασμός των παραβατικών και εγκληματικών πρακτικών) με σημαντικές επιπτώσεις για την ΕΕ (κατακόρυφη αύξηση της μετανάστευσης και της εισαγόμενης εγκληματικότητας, πιθανές εμπόλεμες καταστάσεις απέναντι σε χώρες της ΕΕ)

 

Οι βασικοί οικονομικοί παράγοντες είναι οι ακόλουθοι:

1. Το σχετικά χαμηλό εργασιακό κόστος που διέκρινε τις ανατολικές οικονομίες ερχόταν να συνδυαστεί με το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του γηγενούς πληθυσμού.

2. Η γεωγραφική εγγύτητα με τις βιομηχανίες και τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης ήταν ένα άλλο πλεονέκτημα, γεγονός που θα έδινε τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στις ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ να μεταφέρουν με ευκολία τμήματα των λειτουργιών τους, και ιδιαίτερα τα τελικά στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

3.Ορισμένοι τομείς της οικονομίας των ανατολικών χωρών χαρακτηρίζονταν από υπανάπτυξη, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τις υπηρεσίες (επικοινωνίες, ενέργεια) και το χρηματικο-οικονομικό τομέα (π.χ., συμβουλευτική [consulting] για επενδύσεις και φορολογικά ζητήματα], με αποτέλεσμα την ανάδειξη πολύ μεγάλων δυνατοτήτων για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.

4.Το γεγονός της ένταξης των δέκα πρώην σοσιαλιστικών χωρών σηματοδοτούσε την αύξηση του πληθυσμού της ΕΕ κατά 100 εκατομμύρια κατοίκους και θα συνέβαλε στην κατακόρυφη αύξηση της εσωτερικής της αγοράς. 

5. Ειδικά η πιο ισχυρή χώρα της ΕΕ, η Γερμανία, είχε πολλά να ωφεληθεί λόγω της γειτνίασής της με τις χώρες αυτές. Είναι χαρακτηριστικό πως αντιπροσώπευσε το 50% του εμπορίου της ΕΕ προς τις χώρες αυτές. 

 

γ) Η προσχώρηση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (2004)

Η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού θα λειτουργήσει ενθαρρυντικά για στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στο να υποβάλουν αιτήσεις προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την πλευρά της η ΕΟΚ/ ΕΕ είχε προχωρήσει στη σύναψη δεσµών πρώτα µε την Ουγγαρία το 1988 και στη συνέχεια µε τις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καταργώντας τις ποσοστώσεις στις εισαγωγές, επεκτείνοντας το καθεστώς εµπορικών προτιµήσεων και ξεκινώντας σύναψη συµφωνιών, πρώτα µε την Ουγγαρία και την Πολωνία και µετά µε τις άλλες ανατολικές χώρες, αρχικά για το εµπόριο και τη συνεργασία και στη συνέχεια για τη σύνδεση. Για τη διευκόλυνση όλης αυτής στρατηγικής η ΕΕ προχώρησε στην υλοποίηση προγραµµάτων τα οποία αποσκοπούσαν αφενός στη χρηµατοδότηση και αφετέρου στην παροχή τεχνογνωσίας έτσι ώστε οι χώρες αυτές να µπορέσουν να ανασυγκροτήσουν και να µεταρρυθµίσουν µε ταχείς ρυθµούς τις οικονοµίες τους. Το πιο γνωστό πρόγραµµα είναι το PHARE που περιελάµβανε επιχορηγήσεις και το 30% των δαπανών του κατευθύνονταν για τη δηµιουργία θεσµών κατάλληλων έτσι ώστε να µπορέσει να γίνει εφικτή η εξοικείωση µε τους µηχανισµούς και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα υπήρχαν πιο εξειδικευµένα προγράµµατα που αφορούσαν ειδικά τη γεωργία (Sapard), τις µεταφορές και το περιβάλλον (ISPA), την εγκληµατικότητα, τη διαφθορά, τους οικονοµικούς και τους πολιτικούς πρόσφυγες. Τέλος, η ΕΕ προώθησε την πραγµατοποίηση έργων υποδοµής τα οποία συγχρηµατοδότησε µαζί µε διεθνή χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα, ενώ µέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεωνδόθηκαν δάνεια άνω των 15 δισ στις χώρες της Κ. και Α. Ευρώπης

Μολονότι οι πάσης φύσεως επαφές, ανταλλαγές, συζητήσεις, διαπραγµατεύσεις, υλοποίηση προγραµµάτων κ.λπ. µεταξύ της ΕΕ και των χωρών που επεδίωκαν την ένταξη είχαν, όπως είδαμε, ήδη ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, θα χρειαστεί να φτάσουμε στο 1993 όπου και ύστερα από τις πιέσεις των ανατολικών χωρών να υιοθετηθούν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.

Η πρώτη χώρα που θα κάνει αίτηση ένταξης θα είναι η Ουγγαρία το Μάρτιο του 1994

Μπροστά στην κατάσταση που διαμορφωνόταν το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Μαδρίτης το ∆εκέµβριο του 1995 κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει µια εκτίµηση για τις αιτήσεις των υποψηφίων χωρών για ένταξη στην ΕΕ, ενώ οι αιτήσεις ένταξης θα συνεχιστούν με την Τσεχία και τη Σλοβενία να υποβάλουν αιτήσεις τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 1996 αντίστοιχα.Τελικά τον Ιούλιο του 1997 η Επιτροπή παρουσίασε την «Ατζέντα 2000», ένα κείµενο στο οποίο αναφερόταν πως η διεύρυνση μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μικρό κόστος για την ΕΕ. Αυτό αποτέλεσε σημαντική αλλαγή γιατί αρχικά είχε επικρατήσει η αντίληψη πως έπρεπε η διεύρυνση να πραγµατοποιηθεί κατά «κύµατα», πρόταση που αποτελούσε και συµβιβαστική λύση στη διαφωνία που είχε ξεσπάσει µεταξύ των κρατών µελών για το αν και κατά πόσο η «εµβάθυνση» θα έπρεπε να προηγηθεί της «διεύρυνσης» της ΕΕ ή αντίστροφα. Τελικά έχοντας εκτιµήσει την κατάσταση κάθε χώρας ΚΑΕ όσον αφορά τη πλήρωση των κριτηρίων προσχώρησης µε βάση πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τις ίδιες τις υποψήφιες χώρες, σχετικές εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πορίσµατα άλλων διεθνών οργανισµών και διεθνών χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, η Επιτροπή πρότεινε να αρχίσουν διαπραγµατεύσεις ένταξης µε τις χώρες της Εσθονίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Τσεχίας κάτι που θα εγκρίνει το Δεκέμβριο του 1997 το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Λουξεµβούργου.

Οι διαπραγµατεύσεις με τις χώρες αυτές άρχισαν τον Μάρτιο του 1998 και το ∆εκέµβριο του 1999 το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Ελσίνκι θα επαναβεβαιώσει πως η διαδικασία προσχώρησης δεν έχει περιοριστικό χαρακτήρα αφού στο μεσοδιάστημα και άλλες πρώην ανατολικές χώρες είχαν σημειώσει αξιόλογη πρόοδο[7] και θα εγκρίνει την έναρξη επίσηµων διαπραγµατεύσεων µε ακόµα πέντε υποψήφιες πρώην σοσιαλιστικές χώρες (Βουλγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουµανία, Σλοβακία). Στις χώρες αυτές θα υπογραμμιστεί η σημασία της ενσωμάτωσης και της εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου καθώς και η ανάγκη διασφάλισης της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και των πολιτικών της ΕΕ. Τελικά το Δεκέμβριο του 2002 στην Κοπεγχάγη το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο θα εγκρίνει την προσχώρηση οκτώ πρώην σοσιαλιστικών χωρών:της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Εσθονίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Σλοβενίας. Τον Μάιο του 2004 η Μάλτα, η Κύπρος και οι οκτώ πρώην σοσιαλιστικές χώρες γίνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 

δ) Η ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας (2007)

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Ρουμανία και η Βουλγαρία σύναψαν στενότερες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 1993 η Ρουμανία υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1995. Πρόκειται για μια θεσμική και νομική βάση για τις περαιτέρω σχέσεις της Ρουμανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ως βασικό στοιχείο είχε τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου μέσα στα προσεχή 10 χρόνια. Στις 22 Ιουνίου του 1995 η Ρουμανία υπέβαλε επίσημη υποψηφιότητα ένταξης στην ΕΕ και το 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι αποφασίστηκε η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, υπέβαλε αντίστοιχη αίτηση προσχώρησης στις 14 Δεκεμβρίου του 1995. Το Μάρτιο του 1998 αποφασίζεται η σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ Βουλγαρίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο επόμενο διάστημα η Επιτροπή αξιολόγησε θετικά τις προόδους των δύο χωρών και εξέδωσε τα τελικά συμπεράσματα προτού ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο του 2000.

Ωστόσο η Ρουμανία και η Βουλγαρία δεν θα κατορθώσουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 μαζί με τις άλλες οκτώ πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Ο λόγος είχε να κάνει με ένα κλίμα δυσπιστίας που είχε δημιουργηθεί σχετικά με τη λειτουργία των διοικητικών και δικαστικών συστημάτων τους καθώς και για ταυψηλά επίπεδα διαφθοράς που χαρακτήριζε το δημόσιο βίο των δύο χωρών (Nugent 2012: 90). Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2002, αναφέρθηκε πως οι δύο χώρες θα γίνουν μέλη της ΕΕ το 2007, αφού συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και οι απαραίτητες προσαρμογές στο κοινοτικό κεκτημένο δεδομένου ότι υπήρχε η εκτίμηση πως η Βουλγαρία και η Ρουμανία δεν πληρούσαν όλα τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Τελικά, στις 22 Φεβρουαρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε ευνοϊκή γνώμη για την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, και αφού στις 13 Απριλίου ακολούθησαν οι σύμφωνες γνώμες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο στις 25 Απριλίου αποφάσισε την αποδοχή των αιτήσεων προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Έτσι από την 1η Ιανουαρίου 2007 οι δύο αυτές χώρες είναι πλέον μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

ε) Η ένταξη της Κροατίας (2013)

Η Κροατία υπέβαλε αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση το Φεβρουάριο του 2003. Στις 20 Απριλίου 2004 η Επιτροπή με σχετική της απόφαση θεώρησε πως η Κροατία μπορεί να λάβει το status της υποψήφιας χώρας υπο την προϋπόθεση να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες τόσο για την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της με το κοινοτικό κεκτημένο όσο και να μεριμνήσει για την αποτελεσματική εφαρμογή του.  Έτσι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών (17-18 Ιουνίου 2004) αποφάσισε να της αναγνωρίσει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας ενώ τον Ιανουάριο του 2005 τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ ΕΕ και Κροατίας. Ωστόσο στις 16 Μαρτίου το Συμβούλιο Υπουργών θα διαπιστώσει απροθυμία συνεργασίας της Κροατίας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και ανέβαλε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Θα χρειαστεί να ακολουθήσει στις 3 Οκτωβρίου του 2005 θετική έκθεση της Εισαγγελίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις[8]. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αναδύθηκαν διάφορα προβλήματα όπως το θέμα της διαφθοράς, η γραφειοκρατία του δημόσιου τομέα, η ανάγκη αναδιάρθρωσης των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου αλλά και η ύπαρξη μεθοριακών θεμάτων μεταξύ Κροατίας και Σλοβενίας. Το τελευταίο θα διαρκέσει αρκετά και μάλιστα στις 18 Ιουνίου 2009 η Κροατία θα αποχωρήσεις από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Τελικά στις 11  Σεπτεμβρίου 2009 θα επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών και οι διαπραγματεύσεις Κροατίας- Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεχιστούν.  Έτσι τον Ιούνιο του 2011 θα ανακοινωθεί το επιτυχές πέρας των ενταξιακών συνομιλιών και την 1η Ιουλίου 2013 η Κροατία γίνεται το 28ο μέλος της ΕΕ.

 

9. Συμπέρασμα

Ο μετασχηματισμός της ΕΟΚ των έξι στην ΕΕ των εικοσιοχτώ επέφερε σημαντικές αλλαγές στη μορφή του αρχικού εγχειρήματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πια είναι μια μεγάλη θεσμική ολοκλήρωση που περιλαμβάνει την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρώνενώ οι δραστηριότητες της εκτείνονται σε τέτοιο εύρος και βάθος που καμία άλλη ολοκλήρωση χωρών (NAFTA, RIM. ASEAN, MERCOSUR κλπ) δεν έχει επιτύχει. Η εξέλιξη αυτή την έχει αναγάγει σε διεθνή οργανισμό με πολύ σημαντική οικονομική βαρύτητα: αν και στην ΕΕ κατοικεί περίπου το 7,3% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2011 της αναλογούσε το 16,4% των παγκόσμιων εισαγωγών και το 15,4% των παγκόσμιων εξαγωγών ενώ ο πληθυσμός της που φτάνει τα 500 εκατομμύρια συντελεί στο να έχει και μια σημαντική εσωτερική αγορά.

Φυσικά όλες αυτές οι αλλαγές συνέβαλαν στο να αυξηθεί το μέγεθος των ευρωπαϊκών οργάνων έτσι ώστε να συμμετέχουν όλες οι χώρες- μέλη, πράγμα που έκανε πολύ πιο πολύπλοκες τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων αλλά περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητα χρήσης του βέτο. Η είσοδος νέων χωρών τροποποίησε και τις πολιτικές της ΕΕ προσθέτοντας νέα στοιχεία: έτσι όταν ολοκληρώθηκε η ένταξη της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ( σε συνδυασμό με την παρουσία της Ιρλανδίας) δόθηκε βάρος στον αναπροσανατολισμό της ΚΑΠ όσο και στη θέσπιση αναδιανεμητικών πολιτικών.Αντίστοιχα η διεύρυνση του 1995 επηρέασε την ΕΕ στο να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα όπως η διαφάνεια και η λογοδοσία ενώ η ένταξη των πρώην σοσιαλιστικών κρατών συνέβαλε στην ανάγκη δημιουργίας δομών προσανατολισμού στις αξίες και στους θεσμούς της ΕΕ.

 

  •  

Ανδρικοπούλου Ε., Καυκαλάς Γ., (επιμ), Ο Νέος Ευρωπαϊκός Χώρος: Η διεύρυνση και η γεωγραφία της Ευρωπαϊκής ανάπτυξης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2000.

Δασκάλου, Γ. Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Ιστορία- Συνθήκες- Θεσμοί- Διευρύνσεις- Βασικές Πολιτικές. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική. 1996.

Καμχής Μ. Η ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου 1986-2006,Αθήνα: Κριτική, 2007.

Λάβδας Κ., 2002, Ευρωπαϊκή Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το β’ μισό του 20ου Αιώνα και τη Μετα- Σοβιετική Περίοδο. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Λεοντίδου Λ. (επιμ.), 2008, Η Ευρωπαϊκή Ένωση τη αυγή της τρίτης χιλιετίας: Θεσμοί, οργάνωση και Πολιτικές, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Mαραβέγιας, Ν. & Τσινισιζέλης, Μ. (επιμ.), Η νέα Ευρωπαϊκή Ένωση: 50 χρόνια, Αθήνα: Θεμέλιο 2007

Μούσης Ν., 2013, Ευρωπαϊκή Ένωση. Δίκαιο. Οικονομία. Πολιτική, Αθήνα: Παπαζήσης.

  •   Ν., 2012, Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιστορία- Θεσμοί – Πολιτικές, Αθήνα: Σαββάλας.  

Χριστοδουλίδης Θ., 2004, Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού  εγχειρήματος, Αθήνα: Σιδέρης.

 

 

 


[1] Η ΕΖΕΣ δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1960 και ως ιδρυτικά τα μέλη είχε την Αυστρία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία, την Ελβετία και το Ην. Βασίλειο.

[2] Θα πρέπει να  σημειωθεί πως παράλληλη  χρονικά προσπάθειας ένταξης με τις άλλες τρεις χώρες πραγματοποίησε και η Νορβηγία, ωστόσο παρότι έγινε δεκτή η αίτησή της η πλειοψηφία του λαού της, ύστερα από δημοψήφισμα, θα ταχθεί ενάντια στην προσχώρηση (Σεπτέμβριος 1972).

[3] Θα πρέπει να σημειωθεί πως το 1990 υπήρξε μια «ιδιότυπη» διεύρυνση όταν η επανένωση της Γερμανίας έφερε εντός της ΕΟΚ και τα κρατίδια που μέχρι τότε αποτελούσαν την Α. Γερμανία.

[4] Θα πρέπει να σημειωθεί πως η Νορβηγία είχε (ξανα)κάνει αίτηση ένταξης μαζί με τις τρεις άλλες χώρες η οποία έγινε δεκτή αλλά για δεύτερη φορά ο νορβηγικός λαός τάχθηκε κατά της ένταξης.  

[5] Συγκεκριμένα αναφερόταν: «Η Επιτροπή έχει την πεποίθηση πως θα πρέπει να σταλεί θετικό μήνυμα στις αρχές και το λαό της Κύπρου που να επιβεβαιώνει ότι η Κοινότητα θωρεί τη Κύπρο ικανή για την προσχώρηση και μόλις διασφαλισθούν περισσότερο οι προοπτικές για τη διευθέτηση, η Κοινότητα θα είναι έτοιμη να αναλάβει από κοινού με την Κύπρο τη διαδικασία που θα πρέπει τελικά να οδηγήσει στην εν λόγω προσχώρηση»

[6] Για τη Μάλτα αναφερόταν πως η επιλεξιμότητά της θα έπρεπε να θεωρηθεί ως «ένα θετικό μήνυμα στη χώρα να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που θα την καταστήσουν ικανή για πλήρη ένταξη στην κοινότητα»

[7] Σημαντικό ρόλο στην πιο «ανοικτή» πολιτική της ΕΕ στο θέμα των διαπραγματεύσεων διαδραμάτισαν γεγονότα όπως ο πόλεμος στο Κόσοβο που δημιουργούσε κλίμα ανασφάλειας για τις εξελίξεις στη ΝΑ Ευρώπη.

[8] Θα πρέπει να σημειωθεί  πως η εμπλοκή της Κροατίας στο γιουγκοσλαβικό εμφύλιο είχε αφήσει  ορισμένα «κατάλοιπα» που έπρεπε να εξαλειφθούν με σκοπό την ένταξη στην ΕΕ. Συγκεκριμένα ιδιαίτερη σημασία είχε η συνεργασία κάθε υποψήφιας χώρας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και στην περίπτωση της Κροατίας η συμβολή στη σύλληψη του καταζητούμενου Κροάτη Στρατηγού Gotovina ο οποίος κατηγορούνταν για τη συμμετοχή στη δολοφονία 150 Σέρβων στη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου 1991- 1995.