Ο Νίκος Μπελογιάννης και η εποχή του

Ο Νίκος Μπελογιάννης και η εποχή του

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

  1. Το Πολιτικό πλαίσιο

α) Από το τέλος του εμφυλίου μέχρι την παραίτηση Παπάγου

Το τέλος του εμφυλίου δεν οδήγησε σε μια ομαλή αναπαραγωγή των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών της νικήτριας παράταξης. Στο χώρο της Δεξιάς το Λαικό Κόμμα εμφάνιζε τάσεις αποσύνθεσης χωρίς, όμως να αμφισβητείται η ηγεσία του Κ. Τσαλδάρη. Ο Ν. Ζέρβας (Εθνικό Κόμμα Ελλάδος) συνέχιζε να διατηρεί μια ορισμένη επιρροή ειδικά στις περιοχές (Ήπειρος, Βοιωτία) που είχε αναπτύξει αντιστασιακή δράση. Ο Σ. Μαρκεζίνης ηγούνταν του Νέου Κόμματος, το οποίο δεν παρουσίαζε σημαντική δυναμική ενώ ο Κ. Μανιαδάκης που επέστρεψε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ τον Αύγουστο του 1949 δημιούργησε το Κόμμα της Ελληνικής Αναγεννήσεως το οποίο συνέλεξε τους επιζήσαντες συνεργάτες της 4ης Αυγούστου. Τέλος στον ενδιαμεσο χώρο μεταξύ Δεξιάς και Κέντρου υπήρχε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Π. Κανελλόπουλου (Γρηγοριάδης χχ. 14- 15). Στο χώρο του Κέντρου υπήρχε παραδοσιακά το κόμμα των Φιλελευθέρων του Σ. Βενιζέλου ενώ άλλες σημαντικές προσωπικότητες ήταν ο Γ. Παπανδρέου και ο Ε. Τσουδερός (Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα). Ωστόσο αυτό που θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις θα είναι η ίδρυση απότο Ν. Πλαστήρα, σε συνεργασία με τον Γ. Καρτάλη και τον Ε. Τσουδερό, της ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου). Στην Αριστερά καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το γεγονός πως το ΚΚΕ είναι σε καθεστώς παρανομίας. Οι υπόλοιπες δυνάμεις που εντάσσονται σε αυτό το χώρο είναι το ΣΚΕΛΔ των Α. Σβώλου και Η. Τσιριμώκουκαι οι ΑριστεροίΦιλελεύθεροι των Ν. Γρηγοριάδη και Σ. Χατζήμπεη. Εδώ σημαντικό ρόλο θα παίξει η άφιξη στην Αθήνα του Ι. Σοφιανόπουλου. Ο τελευταίος ίδρυσε την Ένωση Αριστερών και μαζί με τα άλλα δύο αριστερά νόμιμα κόμματα συγκρότησαν τη Δημοκρατική Παράταξη.

Οι εκλογές που θα διεξαχθούν στις 5 Μαρτίου του 1950 έφεραν στην πρώτη θέση το Λαϊκό Κόμμα ου Τσαλδάρη με 18,8% και 62 έδρες και στη συνέχεια ακολούθησαν οι Φιλελεύθεροι με 17,24% και 56 έδρες, η ΕΠΕΚ με 16,44%και 45 έδρες, το Δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα του Γ. Παπανδρέου με10,67% και 35 έδρες, η Δημοκρατική Παράταξη με 9,7% και 18 έδρες, Η Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη του Μανιαδάκη(ΠΑΠ)με 8,15% και 16 έδρες, το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Κανελλόπουλου με 5,27% και 7 έδρες, το Εθνικό κόμμα του Ζέρβα με 3,65% και επτά έδρες, η Παράταξη Αγροτών και Εργαζομένων (ΠΑΕ) του Α. Μπαλτατζή με 2,62% και 3 έδρες και το Νέον Κόμμα του Σ. Μαρκεζίνη με 2,5% και μία έδρα (Νικολακόπουλος2000: 105- 107).

Βασικά χαρακτηριστικά του εκλογικού αποτελέσματοςήταν η επιβεβαίωση του κατακερματισμού της δεξιάςμε συνακόλουθο την καταβαράθρωσή της από 65% το 1946σε 38% το 1950, η σημαντική παρουσία της Αριστεράς μόλις έξι μήνες μετά το τέλος του εμφυλίου και η δυναμική είσοδος του Πλαστήρα που στην πραγματικότητα αναδεικνυόταν ως ρυθμιστής του κομματικού συστήματος.

Σε επίπεδο εκλογικής γεωγραφίας είναι σαφής ο δυισμός του εκλογικού σώματος. Τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα υπερεκπροσωπούνταιστις αγροτικές περιοχές με 40,2% για το σύνολο των δεξιών κομμάτων: 20,4% το Λαικό Κόμμα , 11,2% το κόμμα του Παπανδρέου και 19,4% το κόμμα των Φιλελευθέρων. Αντίθετα υποεκπροσωπούνται στα αστικά κέντρα με 31,8% για το σύνολο των δεξιών κομμάτων: 14,3% το Λαϊκό Κόμμα , 9,5% το κόμμα του Παπανδρέου και 12,5% το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το αντίθετο συμβαίνει με την ΕΠΕΚ και τη Δημοκρατική Παράταξη. Το κόμμα του Πλαστήρα, σημειώνει το καλύτερο αποτέλεσμά του στα μικρά και μεσαία αστικά κέντρα (22,8%) και στο σύνολο των αστικών κέντρων (20,4%) με 18,9% στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και17,9% στη Θεσσαλονίκη. Αυτή η πόλωση γίνεται πιο εμφανής με το κόμμα της Δημοκρατικής Παράταξηςτο οποίο σημειώνει μόλις 4,8% στις αγροτικές περιοχές, 13,5% στα μικρά και μεσαία αστικά κέντρα, 21,2% στο σύνολο των αστικών κέντρων, 25,23% στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και 31,8% στη Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη στις τρεις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης (Νικολακόπουλος 2000: 113; 121). Η ταξική πόλωση φαίνεται σε περιοχές όπως η Β’ Πειραιά όπου η ΔΠ σε όλες τις συνοικίες θα κινηθεί πάνω από το 30% ενώ ΕΠΕΚ θα κυμανθει από 25% μέχρι 29% (Βερναρδάκης- Μαυρής 1991: 208).

Σε αυτό το πλαίσιο η δραστηριοποίηση του Πλαστήρα με κατευθυντήριο σύνθημα την αμνηστία στους κατάδικους και εξόριστους κομμουνιστές επιχειρούσε να λειτουργήσει αφενός ως πόλος έλξης του εαμικού μπλοκ και αφετέρου ως τομή με το εμφυλιακό κλίμα. Διαφορετικά ειπωμένο έμοιαζε σα να παρακινούσε ο Πλαστήρας το αστικό πολιτικό προσωπικό, δεδομένης της νίκης της αστικής παράταξης στον εμφύλιο, ναδεχτεί να ξεκινήσουν διαδικασίες ενσωμάτωσης των ηττημένων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Ωστόσο για το σκληρό πυρήνα το αστικού κατεστημένου, που είδε στον εμφύλιο τον κίνδυνο απώλειας της εξουσίας του, αυτό ήταν κάτι που συνάντησε την εχθρότητά του. Αυτό θα γίνει εμφανές μετά τις εκλογές όταν θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για το σχηματισμό κυβέρνησης. Τότε ο Βασιλιάς θα αποφύγει να δώσει στον Πλαστήρα την εντολή ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης παρότι οι Πλαστήρας, Βενιζέλος, Τσουδερός, Παπανδρέου είχαν στείλει στις 12 Μαρτίου επιστολή στον Παύλο όπου τον ενημέρωναν ότι είχαν συμφωνήσει στη συγκρότηση κυβέρνησης. Αντίθετα έδωσε το χρίσμα στον Τσαλδάρη, ο οποίος το κατέθεσε αυθημερόν και στη συνέχεια στο Βενιζέλοο οποίο συμφώνησε με τον Τσαλδάρη να του παράσχει ψήφο ανοχής ενώ ο Κανελλόπουλος θα συμμετείχε στην κυβέρνηση.

Το ενδιαφέρον είναι πως πέραν από την αντίθεση των Πλαστήρα- Τσουδερού, αλλά και της Αριστεράς, σε αυτό το κυβερνητικό σχήμα, το σοβαρό προβληματισμό του κατέθεσε και ο Πρέσβης των ΗΠΑ Χένρυ Γκρέιντι. Έτσι μια μόλις εβδομάδα μετά το σχηματισμό της Κυβέρνησης Βενιζέλου ο αμερικανός πρέσβης απέστειλε στις 30 Μαρτίου ανοικτή επιστολή στο Βενιζέλο όπου του ανέφερε πως η κυβέρνηση του δεν ικανοποιούσε τις ΗΠΑ διότι δεν δημιουργούσε προϋποθέσεις σταθερότητας ώστε να αξιοποιηθεί η αμερικανική οικονομική βοήθεια αφήνοντας υπονοούμενο πως παραμονή αυτής της κυβέρνησης θα έθετε σε αμφισβήτηση τη συνέχιση της αμερικάνικης βοήθειας[1]. Αρχικά ο Βενζέλος προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία αυτής της επιστολής ωστόσο λίγες μέρες μετά στις 11 Απριλίου ο διαχειριστής της Διοικήσεως Οικονομικής συνεργασίας Πωλ Χοφμαν ενημέρωσε πως εγκρίθηκε το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού της Ελλάδας ύψους 79.060.000 δολαρίων αλλά για να αρχίσει να εφαρμόζεται θα πρέπει να διασφαλιστούν παράμετροι όπως: η απουσία κινδύνου πληθωρισμού, η πραγματοποίηση διοικητικών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματική αξιοποίηση της αμερικανικής βοήθειας και η καθήλωση των μισθών τουλάχιστον για ένα τρίμηνο. Το γεγονός πως η λήψη αυτών των μέτρων χρειαζόταν ευρείες συναινέσεις σε συνδυασμό με άρθρο αμερικανικής εφημερίδας που ανέφερε πως είναι τυφλός όποιος παραγνωρίζει το περιεχόμενο της επιστολής Γκρέιντυ για σχηματισμός ισχυρής και σταθερής κυβέρνησης οδήγησαν τον Βενιζέλο σε παραίτηση[2].Μετά από αυτό ο Βασιλιάς έδωσε την εντολή στον Πλαστήρα ο οποίος σχημάτισε στα τέλη Απριλίου κυβέρνηση με τους Φιλελευθέρους και το κόμμα του Γ. Παπανδρέου.

Ωστόσο σύντομα θα αναδειχθούν οι εσωτερικές διαφωνίες αυτού του σχηματισμού με επίκεντρο τα μέτρα αμνήστευσης. Από την πλευρά του ο Πλαστήρας ο Πλαστήρας είχε κάνει προσπάθειες ήδη από το Νοέμβριο του 1948 για μια συμβιβαστική λύση του εμφυλίου.  Τότε ενθάρρυνε την πρωτοβουλία εννιά πρώην υπουργών και πολιτευτών να στείλουν τηλεγράφημα στον Πρόεδρο του ΟΗΕ και Αυστραλό Υπουργό των Εξωτερικών Έβατ ζητώντας του να εντείνει τις προσπάθειές του για να επιτευχθεί ειρήνη στην Ελλάδα. Στο τηλεγράφημα μεταξύ άλλων αναφερόταν: «Η αναληφθείσα από της αυστραλιανής αντιπροσωπείας πρωτοβουλία εγένετο δεκτή μετά πλήρους ικανοποιήσεως παρά της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού φρονούσης ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν πρέπει να λήξη ειμή δια συμβιβαστικών μέτρων…» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 51). Στο ίδιο μήκος κύματος και μετά το τέλος του εμφυλίου σε συνέντευξή του στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων δήλωνε: «Αν θέλωμεν να εξέλθωμεν από το αδιέξοδο αυτό, πρέπει να σχηματισθή από τούδε μια κυβέρνησις εξ όλων των κομμάτων, περιλαμβάνουσα κυρίως και κόμματα τα οποία απέσχον των εκλογών του 1946, και κατά συνέπεια δεν αντιπροσωπεύονται εις την Βουλήν. Η κυβέρνησις αυτή οφείλει όχι μόνον να άρει τον στρατιωτικόν νόμον, αλλά και να καταργήση χωρίς καθυστέρησιν όλην την έκτακτον νομοθεσίαν και όλα τα έκτακτα μέτρα τάξεως που υπεβλήθησαν υπό του εμφυλίου πολέμου»» και πρόσθεσε: «Πρέπει να επωφεληθώμεν εκ του γεγονότος ότι το ΚΚΕ ευρίσκεται την στιγμήν αυτήν εις έκδηλον  παρακμήν, δια να επιτρέψωμεν εις το κόμμα τούτο να επανέλθη εις την νομιμότητα, οπότε θα δοθή εις τον λαόν η ευκαιρία να κατανοήση πως ότι η κομμουνιστική ιδεολογία δεν είναι τόσο διαδεδομένη» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 55).

Εντούτοις  το ορατό ενδεχόμενο ανάληψης της Πρωθυπουργίας οδήγησε τον Πλαστήρα να υιοθετήσει πιο μετριοπαθείς θέσεις. Έτσι στις 8 Μαρτίου σε δηλώσεις του προς τον αμερικανό δημοσιογράφο Σουλτσμπέργκερ έλεγε πως «Η επιθυμία μου είναι να ίδω την χώραν ηρεμούσαν και ειρηνεύουσαν. Τούτο απαιτεί κάποιον πολιτική αμνηστείας, εις την οποία περιλαμβάνεται και η απελευθέρωσις των κρατουμένων εις την Μακρόνησον, όσων δε βαρύνονται με συγκεκριμένας κατηγορίας» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 81).

 Η μετατόπιση αυτή θα γίνει ακόμα πιο σαφής όταν στην κοινή επιστολή που έστειλαν στις 12 Μαρτίου οι τέσσερις αρχηγοί (Πλαστήρας, Βενιζέλος, Παπανδρέου, Τσουδερός) στο Βασιλιά με την οποία τον ενημέρωναν για τη συμφωνία τους για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας υπό την προεδρία Πλαστήρα αναφερόταν μεταξύ άλλων για τα κύρια σημεία πολιτικής: «…3. Σ τ ρ α τ  ό ς. Αναγνώρισις του έργου του Στρατού και της Ηγεσίας του εις το εθνικό αγώνα. Επί των ενόπλων μας δυνάμεων στηρίζει το Έθνος την ασφάλειαν του και εις το μέλλον. 4. Ε θ ν ι κ ό ς α γ ώ ν  κ α τ ά  τ ο υ  σ υ μ μ ο ρ ι τ ι σ μ ο ύ. Ο πρόσφατος αγών κατά του συμμοριτισμού υπήρξεν εθνικός. Αποβλέπομεν εις την ειρήνευσιν της χώρας  με απόλυτον επιβολήν ισοπολιτείας και δημιουργίαν Κράτους Δικαίου. Πάντες οι Έλληνες θα είναι ίσοι απέναντι των νόμων» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 83). Εδώ είναι προφανές πως δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αναφορά στα μέτρα αμνήστευσης, προφανώς η απουσία αυτή οφείλεται στους συμβιβασμούς που έγιναν μεταξύ των τεσσάρων αρχηγών.   

Στη συνέχεια όταν ο Πλαστήρας αναλαμβάνει Πρωθυπουργός διατάζει την αναστολή εκτελέσεων στις φυλακέςΑθήνας, Αίγινας και άλλων πόλεων που προωθούσαν οι δικαστικές στρατιωτικές αρχές (Παρασκευόπουλος 1987: 100).Στις 6 Ιουνίου θα κατατεθούν πέντε νομοσχέδια «περί μέτρων επιεικείας» Σε αυτά περιλαμβάνονται: Παροχή ευεργετημάτων σ’ όσους από τους«συμμορίτας» παραδοθούν αυθορμήτως «εντός μηνός, από της δημοσιεύσεως των μέτρων», αναθεώρηση των αποφάσεων των εκτάκτων στρατοδικείων μετά από έφεση του καταδίκου στα αναθεωρητικά στρατοδικεία. Βαθμιαία «ουσιαστική κατάργησις» του ΟΓ ψηφίσματος περί οργανισμού Μακρονήσου, αναστολή της ποινής όρους των θεωρούμενων μη επικινδύνων καταδίκων εφ’ όσον έχουν εκτίσει το ένα τρίτο της ποινής, λειτουργία δευτεροβάθμιου συμβουλίου νομιμοφροσύνης στο οποίο θα δύνανταινα προσφεύγουν οι «ανανήψαντες» δημόσιοι υπάλληλοι.

Αναμφίβολα αυτά τα μέτρα αφορούσαν μόνο υποσύνολα των πολιτικά διωκόμενων αποτελώντας συγκερασμό μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων που υπήρχαν εντός της κυβέρνησης. Αυτό έγινε αμέσως εμφανές αφού την ίδια μέρα που κατατέθηκαν αυτά τα νομοσχέδια ο Γ. Παπανδρέου, ως αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης,υποστήριξε πως η κυβέρνηση απορρίπτει το αίτημα της γενικής αμνηστείας ενώ σε αντιδιαστολή ο Πρωθυπουργός Πλαστήρας δήλωσε από το Παρίσι όπου βρισκόταν «Μόλις επιστρέψω εις Αθήνας σκέπτομαι να ζητήσω γενικήν αμνηστίαν δι’ όλα τα πολιτικά αδικήματα εν Ελλάδι»(Παρασκευόπουλος1987: 106- 107).

Η αντιπαράθεση αυτή θα συνεχιστεί και τις επόμενες εβδομάδες όταν με προσωπικά σημειώματα ο Πλαστήρας προσπαθούσε ναπραγματοποιήσει απολύσεις πολιτικών εξόριστων αλλά συναντά τη αντίδραση του Παπανδρέου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ηγέτη του Αγροτικού Κόμματος ΕλλάδαςΚώστα Γαβριηλίδη όπου αρχικά απελευθερώθηκε και στη συνέχεια επανεκτοπίστηκε με αποτέλεσμα να πεθάνει στην εξορία ύστερα από δύο χρόνια (Παρασκευόπουλος 1987: 109).

Αν σε αυτές τις πιέσεις προστεθεί και η στάση του αμερικάνικου παράγοντα που είναι πια σαφώς επικριτικός προς τον Πλαστήρα (ήδη από τις 8 Μαΐου η στάση των ΗΠΑ αναφέρεται στην ανάγκη προσεκτική επιλογής των κρατουμένων πριν από την απελευθέρωση- Foreign Relations….8/5/1950) τότε γίνεται κατανοητό γιατί ο τελευταίος αποφασίζει να περιορίσει, τα ήδη μειωμένης έκτασης, μέτρα επιείκειας. Σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθούν και οι δηλώσεις του στις 24 Ιουλίου: «Η κυβέρνησις, λαμβάνουσα υπ’ όψιν της την δημιουργηθείσαν διεθνή ατμόσφαιραν εκ της συγκρούσεως τα Κορέας, θα δευθυγραμμίση την πολιτικήν της με την πολιτικήν των Συμμάχων. Εάν βραδύτερον ήθελον μεταβληθούν αι συνθήκαι, θα εδημιουργούντο ίσως γενικώτεραι προϋποθέσεις, αι οποίαι θα επέτρεπον εις την κυβέρνησιν να συμπληρώση τα μέτρα επιεικείας» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 115). Έτσι τα πέντε νομοσχέδια έγιναν τρία: αμνήστευση των «συμμοριτών» που θα παραδίδονταν, αύξηση του αριθμού του συμβουλίου χαρίτων και δικαίωμα αναθεώρησης των αποφάσεων των εκτάκτων στρατοδικείων. Τα νομοσχέδια  εγκρίθηκαν με τη μορφή των αναγκαστικών νόμων από το υπουργικό συμβούλιο στις 4 Αυγούστου 1950.   Στη σχετική αλληλογραφία που υπάρχει μεταξύ αμερικάνικης πρεσβείας και Σταίητ Ντιπαρτμεντ της 26ης Ιουλίου είναι εμφανής η ικανοποίηση των ΗΠΑ για τις εξελίξεις αυτές ( Foreign Relations….26/7/1950).

Έτσι και ύστερα από όλες αυτές τις υποχωρήσεις ο Πλαστήρας στη διάρκεια των εορτασμών για τον 15αυγουστο θα δηλώσειαπό την Τήνο: «Δυστυχώς, κύριοι, η ειρήνευσις είναι αδύνατος υπό την παρούσαν σύνθεσιν της κυβερνήσεως. Ι μετ’ εμού κυβερνώντες την χώραν δεν συμφωνούν μαζί μου. Η σύνθεσις, συνεπώς, της κυβερνήσεως δεν μου επιτρέπει να εφαρμόσω τα εξαγγελθέντα υπ’ εμού μέτρα» (αναφέρεται στο Γρηοριάδης χχ: 42). Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο βράδυ η κοινοβουλευτική ομάδα των Φιλελευθέρων να αποσύρει την υποστήριξή στον Πλαστήρα και η κυβέρνησή του να χάσει τη δεδηλωμένη.

Λίγες μέρες μετά θα συγκροτηθεί (νέα) κυβέρνηση Βενιζέλου την οποία ανακοινώνουν πως θα στηρίξουν και οι Πλαστήρας- Παπανδρέου ενώ στους Φιλελεύθερους θα προσχωρήσει και ο Ν. Ζέρβας με το κόμμα του. Ωστόσο η άρνηση του Βενιζέλου να υιοθετήσει το πρόγραμμα επιείκειας της προηγούμενης κυβέρνησης θα οδηγήσει την ΕΠΕΚ στο να μη συμμετάσχει στο κυβερνητικό σχήμα. Λίγο αργότερα και κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνηςη ΕΠΕΚ τελικά ψηφίζει κατά και η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν παίρνει τη δεδηλωμέυνη. Ο λόγος της αλλαγής αυτής οφείλεται στο διάβημα που έκανε ο αμερικανός επιτετραμμένος Μαινερ στα Ανάκτορα όπου ενημέρωνε πως οι ΗΠΑ δεν ευνοούσαν μιακυβέρνηση Βενιζέλου αλλά θα προτιμούσαν μια κυβέρνηση Παπάγου με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών. Τότε ο Πλαστήρας σκέφτηκε πως η επίσπευση των εκλογών θα ανάγκαζε τα υπόλοιπα κεντρώα κόμματα να συσπειρωθούν υπό την ηγεσία του απέναντι στον Παπάγο και έτσι δεν ψήφισε την Κυβέρνηση (Γρηγοριάδης χχ: 46).Πιθανώς, πέρα και από την προσωπική πικρία, ρόλο σε αυτό έπαιξε και η αρνητική στάση του Βενιζέλου στο θέμα των μέτρων επιείκειας[3]

Μετά από αυτό ο Παύλος ο οποίος φοβόταν το ενδεχόμενο ανάμιξης του Παπάγου στην ενεργό πολιτική συγκάλεσε σε σύσκεψη τους Βενιζέλου, Παπανδρέου και Τσαλδάρη όπου επετεύχθη συμφωνία σχηματισμού της (τρίτης) κυβέρνησης Βενιζέλου. Φυσικά με τη συμμετοχή του Λαϊκού κόμματος δεν ήταν πια μια κεντρώα αλλά μια κεντροδεξιά κυβέρνηση η οποία εγκρίθηκε από τη Βουλή στις 15 Σεπτεμβρίου

            Θα περίμενε κανείς πως η συγκρότηση αυτής της κυβέρνησης θα αντιμετώπιζε την αντίθεση των ΗΠΑ. Ωστόσο μια πολύ σημαντική παράμετρος είχε αλλάξει: η εκδήλωση του πολέμου στην Κορέα. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει στην αλλαγή του Πρεσβευτή Γκρέιντι και στον ερχομό, στις 22 Σεπτεμβρίου, του Πρεσβευτή Πιουριφόι ο οποίος ήταν σαφής στο πως οι ΗΠΑ έβλεπαν τις ελληνικές κυβερνήσεις: «Πριν από τον πόλεμο της Κορέας», καλή ήταν μια κυβέρνησις της Κεντροαριστεράς. Τώρα χρειάζεται μια κυβέρνηση της Κεντροδεξιάς σαν αυτή εδώ. Δεν φαντάζομαι να χειροτερεύσουν τα πράγματα τόσο, ώστε να χρειασθεί κυβέρνησις της Δεξιάς» (αναφέρεται στο Γρηγοριάδης χχ: 49). Άλλωστε μια από τις πρώτες ενέργειές της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν η αποστολή ελληνικού  εκστρατευτικού σώματος στην Κορέα. Συγκεκριμένα στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της 31ης Αυγούστου Βενιζέλος δήλωσε πως «Όλα τα μικρά κράτη αποστέλλουν μικράς δυνάμεις εξ’ αλληλεγγύης προς τα Ηνωμένα Έθνη. Ελλάς εφ’όσον είναι μέλος του ΟΗΕ, μολονότι καθυμαγμένη, πρέπει να στείλει και αυτή δια να μην καθυστερήση» (Ελευθερία της 1ης Σεπτεμβρίου 1950). Έτσι στις 25 Οκτωβρίου  ένα ενισχυμένο τάγμα 800 ανδρών, υπό την ηγεσία του υποστράτηγου Σ. Γκίκα, θα πάρει τη σημαία του ΟΗΕ στ μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και θα αναχωρήσει για την Κορέα μαζί με ένα σμήνος εννέα μεταφορικών αεροπλάνων Ντακότα. Στα τρία χρόνια που θα διαρκέσει αυτή η εκστρατεία 186 αξιωματικοί και οπλίτες θα χάσουν τη ζωή τους και τέσσερα αεροπλάνα θα καταριφθούν (Γρηγοριάδης 1979: 145- 146). 

            Ανεξάρτητα από την αποστολή στην Κορέα οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν όταν στις αρχές Οκτωβρίου θα έρθει στην επιφάνεια ένα σκάνδαλο παρανομιών στη διαχείριση της εκφόρτωσης άνθρακα στο Λιμάνι του Πειραιά. Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις και τελικά βρέθηκε αναμεμιγμένο, χωρίς την ύπαρξη αποδείξεων, και το όνομα του Κ. Τσαλδάρη[4].  Το αποτέλεσμα ήταν η συγκρότηση στις 16 Νοεμβρίου μιας νέας κυβέρνησης Βενιζέλου στην  οποία δε συμμετείχε ο Τσαλδάρης και βουλευτές του αλλά απολάμβανε της εμπιστοσύνης τους. Το πρόβλημα για το Λαϊκό κόμμα δεν ήταν μόνο η απομάκρυνσή του από την  κυβερνητική εξουσία αλλά και η ανάδυση εσωτερικών αντιθέσεων που θα οδηγήσουν στην αποχώρηση 25 βουλευτών που θα δημιουργήσουν ανεξάρτητη κοινοβουλευτική ομάδα με πρόεδρο τον Σ. Στεφανόπουλο. Το αξιοσημείωτο είναι πως παρότι η κυβέρνηση Βενιζέλου δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υποστήριξη της ομάδας Στεφανόπουλου μπόρεσε να διατηρηθεί στην εξουσία μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 1951, ενώ στις αρχές του 1951 δημιουργείται ένα νέο κόμμα, το ΛΕΚ (Λαικόν- Ενωτικόν Κόμμα) ύστερα από συμφωνία του Π. Κανελλόπουλου με τον Σ. Στεφανόπουλο. Ο σκοπός ήταν η υπέρβαση του φθαρμένου Λαϊκού κόμματος και η δημιουργία ενός νέου δεξιού κόμματος.

Από την πλευρά του Θρόνου  η ρευστή πολιτική κατάσταση θα οδηγήσει τον Παύλο στο να κάνει σχέδια για πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου και σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον έμπιστό του στρατηγό Βεντήρη που θα προκήρυττε εκλογές στις οποίες ο Παύλος θα έπειθε τον Παπάγο να κατέβει ηγούμενος ενός δεξιού κόμματος αλλά όντας κάτω από τη δική του επιρροή και ύστερα από βασιλική πρωτοβουλία.  Η υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού είχε δύο όψεις: καταρχάς την κοινοποίηση στον Πιουριφόι αποσκοπώντας στο να έχει την έγκριση των ΗΠΑ (την οποία και απέσπασε[5]) και αφετέρου την πρωτοβουλία των κινήσεων δείχνοντας πως το Παλάτι αποφασίζει και όχι ο Στρατάρχης και ο Στρατός. Ωστόσο ούτε ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης (όπου στους μηχανισμούς καταστολής ο Θρόνος έλεγχε μόνο τη Χωροφυλακή) ούτε η τελική στάση των ΗΠΑ (όπου δε δέχονταν λύση Βεντήρη- σε αντιδιαστολή με την  αρχική συγκατάθεση του Πιουριφόι,, επιθυμούσαν εκλογές με πλειοψηφικό και εξέφραζαν την επιθυμία πιθανή ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Παπάγο να μη συνοδευτεί από παρεμβάσεις του Παλατιού- ( Foreign Relations….9/11/1950)) επέτρεπαν την υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών.   

 

β) Ο ρόλος του ΙΔΕΑ

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον ειδικό ρόλο του Στρατού στη συγκεκριμένη περίοδο ώστε να μπορέσουν να γίνουν κατανοητές οι περαιτέρω εξελίξεις (παραίτηση Παπάγου από τη θέση του Αρχιστράτηγου, το κίνημα της 28ης Μαΐου και η γρήγορη κατάσβεσή του)

Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε πως η συγκρότηση του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών) αντικατόπτριζε την πολύ ισχυρή παρουσία του στρατιωτικού μηχανισμού στ σύστημα εξουσίας. Ο ΙΔΕΑ, που αποτελούσε μετεξέλιξη ακροδεξιών στρατιωτικών οργανώσεων που έδρασαν στη Μ. Ανατολή (ΕΝΑ (Ένωσις Νέων αξιωματικών), ΣΑΝ (Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων) αλλά και ορισμένων που έδρασαν στην Ελλάδα στη διάρκεια της κατοχής (Τρίαινα, ΡΑΝ [Ρίλος- Αυλών- Νίσσα]), δημιουργήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1944 στην Αθήνα. Παράμετροι όπως η συμμετοχή σε σημαντικές μάχες του β’ παγκοσμίου πολέμου, η παράδοση της αυτόνομης δράσης του στρατιωτικού μηχανισμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό τουλάχιστον από το 1909 και ύστερα (αν όχι ήδη από την εξέγερση του 1843), οι αντιδράσεις που δημιούργησε η διάδοση της αριστερής ιδεολογίας στο στρατό,  η δυσπιστία με την οποία έγινε δεκτή από τους νεώτερους αξιωματικούς η επανένταξη στο στρατό των απότακτων του κινήματος του ΄35, είχαν γεννήσει το πλαίσιο της αυτόνομης λειτουργίας ενός (ηγεμονικού) τμήματος του στρατιωτικού μηχανισμού[6].

Στο φόντο της μετακατοχικής Ελλάδας ο ΙΔΕΑ συγκροτείται, στις 25 Οκτωβρίου 1944, ως ο στρατιωτικός βραχίωνας της αστικής παράταξης. Σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πέραν από τις στρατιωτικές του δραστηριότητες, αντιπροσωπείες του επισκέφτηκαν αστούς πολιτικούς (Παπανδρέου, Μαρκεζίνη, Βενιζέλο, Κανελλόπουλο, Σοφούλη κα) πιέζοντάς τους ώστε να αποφευχθεί η ειρήνευση και να σχηματιστεί κυβέρνηση Λαικών- Φιλελεύθερων με Πρωθυπουργό το Θ. Σοφούλη (Καραγιάννης 1955: 254).  

 Στο καταστατικό του (14 Ιουλίου 1949) και όταν έχει γίνει πια σαφές πως ο εμφύλιος κατευθύνεται στη λήξη του,  αναφέρεται με σαφήνεια πως «Είναι αναμφισβήτητον γεγονός ότι ο πρωτεργάτης της σωτηρίας της Πατρίδος, μέχρι σήμερον υπήρξεν το Σώμα των αξιωματικών… Το Σώμα των αξιωματικών έδωσε και καθημερινώς δίδει ποταμούς αίματος δια την σωτηρίαν του Εθνους, αδελφομένου με τα τέκνα του Ελληνικού Λαού, του Λαού εκείνου ο οποίος αντελήφθη ήδη ότι ο μόνος υγιής οργανισμός εις το Κράτος σήμερον είναι ο Στρατός. Το Σώμα των Αξιωματικών, μαζί με τον μαχόμενον Λαόν, έχουν ευθύνας έναντι της Ιστορίας του Εθνους και είναι υπεύθυνοι δια την σωτηρίαν του. ... Αποκλειόμενης της επιτεύξεως των σκοπών του ΙΔΕΑ δια των υπευθύνων εξ ολοκλήρου της σημερινής συμφοράς της Ελλάδος και δοσιλόγων εν καιρώ, κατόπιν βαθείας μελέτης του ζητήματος τούτου η Οργάνωσις επείσθη ήδη ότι μία λύσις υπάρχει μόνον ως προς τούτο: η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ του ΙΔΕΑ» (αναφέρεται στο Παραλίκας 1982: 31; 33). 

Με τις θέσεις αυτές οι αξιωματικοί αυτο-αναγνώριζαν τον πρωταρχικό ρόλο του Στρατού στο πολιτικό σύστημα- ρόλο που ήταν νομιμοποιημένος στη λαική συνείδηση σύμφωνα με τους συντάκτες του καταστατικού- και παράλληλα επεδίωκαν τη πραγματοποίηση των στόχων τους μέσω της δικτατορίας του ΙΔΕΑ. Η δε ανεξαρτησία του Στρατού από το Παλάτι διαφαίνεται από το γεγονός της απουσίας ύπαρξης οποιασδήποτε αναφοράς στο πρόσωπο του Βασιλιά και στο θεσμό της βασιλείας. Όπως έχει σωστά επισημανθεί ο ΙΔΕΑ δεν ήταν βασιλικός (Χαραλάμπης 1985: 35).

Σύμφωνα με τον Ν. Αλιβιζάτο η στάση αυτή του Στρατού αντλεί τη νομιμοποίηση της, σε σχέση με την άρχουσα τάξη, ήδη από το 1935. Πρόκειται για μία διαδικασία "μονόπλευρης υπερπολιτικοποίησης του σώματος των αξιωματικών προς μίαν αντικοινοβουλευτική κατεύθυνση" (Αλιβιζάτος 1983: 220). Η πολιτική αυτή όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, η οποία ως μοναδικό της στόχο είχε την αντιμετώπιση της ανάπτυξης του αριστερού κινήματος, άφησε το ιδεολογικό της στίγμα στις συνειδήσεις των ελλήνων αξιωματικών οι οποίοι συνήθισαν να ονομάζουν  "κομμουνιστικό" οποιοδήποτε δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό θεσμό (Αλιβιζάτος 1983: 221- 222), θεωρώντας, ταυτόχρονα, τους εαυτούς τους ως τους πιο γνήσιους υπερασπιστές των "εθνικών" αξιών οι οποίοι αντιτίθονταν στον "αφερέγγυο πολιτικό κόσμο" που υπέθαλπε τα σχέδια του πανσλαβισμού και του κομμουνισμού (Αλιβιζάτος 1983: 260- 261).

            Η δράση της ομάδας του ΙΔΕΑ, που κάθε άλλο παρά ολιγάριθμη ήταν[7], είχε ως συνέπεια τον ουσιαστικό έλεγχο του στρατού από τους ιδεαίτες αξιωματικούς. Οι διαδικασίες εξέλιξης, επιμόρφωσης, μετάθεσης και προαγωγής των αξιωματικών περνούσαν από μέλη του ΙΔΕΑ[8] που είχαν κατορθώσει να στελεχώσουν θέσεις-κλειδιά του στρατεύματος. Στην πραγματικότητα αυτοί οι αξιωματικοί είχαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη απ' ότι οι ανώτεροί τους (!) και ήταν εκείνοι που διέθεταν την πραγματική εξουσία σε κάθε στρατόπεδο (Μπουλούκος 1989: 74- 75).

            Εννοείται ότι η επιτυχία αυτή δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μία συντεχνιακού χαρακτήρα "επιτυχία" αλλά, κατά κύριο λόγο, ως πολιτική απόληξη του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων όπου το πιο ακραίο κομμάτι καταλάμβανε την πιο ισχυρή θέση, πράγμα για το οποίο είχαν συμβάλει όλες οι κυβερνήσεις από 1935 και ύστερα.

Το ενδιαφέρον είναι πως η ηγεσία του ΙΔΕΑ ήταν συλλογική και ακριβώς επειδή τα μέλη του προέρχονταν από τη ΣΑΝ ή ήταν μετέπειτα στρατολογηθέντες   αποτελούνταν από κατώτερους και μεσαίους στην ιεραρχία αξιωματικούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον ασαφή χρονικά προσδιορισμό τού πότε θα λάμβανε η χώρα «η δικτατορία του ΙΔΕΑ» δημιουργούσε μια πολύ θετική εικόνα για το ρόλο του Παπάγου ο οποίος είχε ηγηθεί του εθνικού στρατού στον εμφύλιο.  

 

γ) Από την παραίτηση Παπάγου μέχρι το σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης Πλαστήρα 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα εκδηλωθεί τόσο η απόφαση του Παπάγου για να κατέλθει στην πολιτική ζωή όσο και η παρέμβαση του ΙΔΕΑ. Ο Αρχιστράτηγος κατανοώντας πως δεν ήταν η εποχή για νέα στρατιωτικά κινήματα όπως στο μεσοπόλεμο θα δηλώσει στις 20 Φεβρουαρίου 1951: «Τα διακηρυσσόμενα περί εξωκοινοβουλευτικιών και ανωμάλων λύσεων και μάλιστα υπό τας σημερινάς συνθήκας, τα θεωρώ ότι πραγματοποιούμενα θα απετέλουν τον τάφον της Ελλάδας» (αναφέρεται στο Γρηγοριάδης χχ: 55).

            Ένα γεγονός του οποίου έχει παραγνωριστεί η σημασία για την ερμηνεία των κατοπινών εξελίξεων και της ανάμιξης του Παπάγου στην ενεργό πολιτική σχετίζεται με τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 1951. Οι τελευταίες πραγματοποιήθηκαν στις 15 Απριλίου[9] όπου οι δυνάμεις της συντηρητική δεξιάς σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες φανερώνοντας πως υπήρχε χώρος για τη δημιουργία ενός νέου δεξιού κόμματος κάτω από την ηγεσία μιας ευρύτερα αποδεκτής προσωπικότητας. Έτσι στην Αθήνα νίκησε ο Κ. Κοτζιάς, πρώην υπουργός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, που έλαβε το 60,8% των ψήφων ενώ ο βουλευτής της ΕΠΕΚ Στ. Μερκούρης  20,2% (ποσοστό που συνιστά αύξηση σε σχέση με το 13,9% της ΕΠΕΚ το 1950) και ο υποστηριζόμενος από την αριστερά Γ. Σπηλιόπουλος 16,7% (από 22,1% που είχε πάρει η Δημοκρατική Παράταξη). Στη Θεσσαλονίκη ο συνδυασμός που στήριξε το σύνολο της δεξιάς αλλά και το κόμμα του Παπανδρέου καθώς και οι Φιλελεύθεροι  πήρε 49,8%, ο συνδυασμός της αριστεράς με επικεφαλής τον Θ. Θεοφυλάκτου 28,6%  και ο συνδυασμός της ΕΠΕΚ με επικεφαλής τον Μ. Πατρίκιο 21,6%. Στον Πειραιά ο βουλευτής του Λαϊκού κόμματος Γ. Ανδριανόπουλος πήρε 37,1%, ο υποψήφιος των Φιλελεύθερων Π. Ντεντιδάκης 27,8%, ο υποψήφιο της αριστεράς Δ. Μαριόλης 23,4% και ο υποψήφιος της ΕΠΕΚ Α. Βουλοδήμος 11,7% (Νικολακόπουλος 2014: 13- 14).

Έχοντας και αυτό το θετικό δεδομένο η επόμενη κίνηση του Στρατάρχη ήταν να παραιτηθεί από το αξίωμά του στις 28 Μαΐου. Οι λόγοι επικαλέστηκε ήταν υγείας και ευθιξίας δεδομένου πως είχε πληροφορηθεί πως ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Βασιλιά Α. Μεταξάς βρισκόταν στις ΗΠΑ όπου στις διάφορες πολιτικές επαφές του εκφραζόταν αρνητικά για τον Αρχιστράτηγο βεβαιώνοντας μάλιστα πως αναμενόταν και η αντικατάστασή του. Φυσικά όλα αυτά ήταν προσχηματικά αφού η βούληση του Παπάγου ήταν να πολιτευτεί. Ωστόσο ο ΙΔΕΑ διάβασε με διαφορετικό τρόπο αυτή την εξέλιξη και φοβούμενος πως σήμαινε υποβάθμιση της θέσης του στρατού στο σύστημα εξουσίας (και αντίστοιχη αναβάθμιση του Θρόνου) προχώρησε σε κίνημα στις 31 Μαΐου (και παρότι ο Παύλος είχε καταργήσει τη θέση του και μαζί με αυτή και τον Α. Μεταξά). Αυτό που επεδίωκαν οι στασιαστές ήταν να ανακηρυχθεί σε Πολέμαρχο ο Παπάγος, δηλαδή να κηρυχθεί στρατιωτική δικτατορία με επικεφαλής τον Παπάγο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβαν το ΓΕΣ και τα Παλαιά Ανάκτορα αλλά μόλις το πληροφορήθηκε ο Παπάγος τους συνάντησε και τους ανακοίνωσε πως καταδικάζει το κίνημα και τις πρακτικές τους. Από το σύνολο των κινηματιών μόνο επτά θα συλληφθούν αλλά και αυτοί μετά από ένα χρόνο θα επανέλθουν κανονικά στο στράτευμα. Ταυτόχρονα με ανακοίνωση υπέβαλε την παραίτησή του όλο το προσωπικό της Αυλής[10]. Ο Παύλος όχι μόνο δε θα δεχθεί τις παραιτήσεις αλλά θα διορίσει στη θέση κλειδί του Αρχηγού του ΓΕΣ τον πιστό σε αυτόν στρατηγό Τσακαλώτο και όχι τον Στρατηγό Κιτριλάκη που επιθυμούσε ο Παπάγος. Ο τελευταίος μετά τη λήξη του κινήματος πήγε για διακοπές στα Τρίκαλα Κορινθίας και τότε  ο Βενιζέλος άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο των εκλογών  έτσι ώστε να μην προλάβει να συμμετάσχει ο Παπάγος. Τους σχεδιασμούς αυτούς τους πρόλαβε η διάσπαση της κυβέρνησης στις 30 Ιουνίου όταν ο Παπανδρέου ήρθε σε αντιπαράθεση με τον Βενιζέλου λόγω των τιμών του σιταριού και παραιτήθηκε μαζί με τους υπουργούς του.  Τελικά και ύστερα από παρέμβαση του Βασιλιά οι αρχηγοί των περισσότερων, πλην της αριστεράς, κομμάτων θα συμφωνήσουν να παραμείνει μια κυβέρνηση αμιγώς του κόμματος των Φιλελευθέρων με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών και στις 5 Ιουλίου θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η νέα κυβέρνηση.

            Ωστόσο το πολιτικό κλίμα θα αναταραχθεί ξανά στις 30 Ιουλίου όταν με δήλωσή του ο Παπάγος ανακοινώνει την απόφασή του να πολιτευτεί[11] και στις 6 Αυγούστου ιδρύει τον Ελληνικό Συναγερμό. Το αποτέλεσμα ήταν τα περισσότερα στελέχη του Λαϊκού Κόμματος να προσχωρήσουν στο νέο σχηματισμό, το ίδιο να συμβεί και στο κόμμα του Γ. Παπανδρέου ενώ το ΛΕΚ προσχώρησε σύσσωμο.   

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες  δε θα πρέπει να προξενεί εντύπωση το γεγονός πως στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου ο Ελληνικός Συναγερμός θα αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα με 36,4% και 110 έδρες. Στη συνέχεια ακολούθησε η ΕΠΕΚ με 23,5% και 72 έδρες, οι Φιλελεύθεροι  με 18,9% και 56 έδρες,  η ΕΔΑ (το νέο κόμμα της Αριστεράς που είχε δημιουργηθεί μόλις πριν από ένα μήνα) 10,5% και εννιά έδρες, το Λαϊκό κόμμα με 6,6% και μόλις δύο έδρες.

Σε επίπεδο εκλογικής γεωγραφίας συνεχίζεται μεν η πόλωση μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών αλλά η τάση είναι προς μείωση αυτού του φαινομένου. Χωρίς τα στρατιωτικά τμήματα τα Δεξιά κόμματα παίρνουν πανελλαδικά 41,4%, 43,4% στις αγροτικές περιοχές και 37,5% στο σύνολο των αστικών κέντρων. Το κόμμα των Φιλελευθέρων παίρνει 19,7% πανελλαδικά αλλά 23,3% στις αγροτικές περιοχές και μόλις 12,5% στο σύνολο των αστικών κέντρων. Αντίθετα η ΕΠΕΚ λαμβάνει 23,7% πανελλαδικά αλλά 21,8% στις αγροτικές περιοχές και 27,6% στο σύνολο των αστικών κέντρων. Η ΕΔΑ με 11,4% πανελλαδικά παίρνει 7,2% στα αγροτικά τμήματα 19,6% στο σύνολο των αστικών κέντρων,28,1% στη Θεσσαλονίκη και 19,5% στην περιφέρεια της πρωτεύουσας   Το ενδιαφέρον είναι πως ενώ το 1950 η ΕΠΕΚ υπολειπόταν της ισχύος του τότε αριστερού κόμματος, της Δημοκρατικής Παράταξης, τώρα στην Πρωτεύουσα κυριαρχεί καθαρά με 27,6% έναντι 19,6% ενώ στη Θεσσαλονίκη η διαφορά περιορίζεται από τις 13,9 μονάδες στις 1,8% (28,1% η ΕΔΑ έναντι 26,3% η ΕΠΕΚ) (Νικολακόπουλος 2000: 143)..    

Τα πολιτικά συμπεράσματα είναι πως πρώτη δύναμη αναδεικνύεται ο χώρος του κέντρου αλλά η Δεξιά εμφανίζεται να ξεπερνά τον πολυκερματισμό της και να συνασπίζεται γύρω από το κόμμα του Α. Παπάγου. Το τελευταίο κατορθώνει να απορροφήσει το μεγαλύτερο τμήμα των αστικών και μεσοαστικών στρωμάτων που στις εκλογές του 1950 είχαν ψηφίσει το κόμμα του Γ. Παπανδρέου: Φωκίωνος Νέγρη, Φιλοθέη, Ψυχικό, Κολωνάκι, Παγκράτι αλλά και στην αστική συνοικία της Νέας Σμύρνης (Μαυρής Βερναρδάκης 1991: 208) Είναι προφανές πως με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα ο Ελληνικός Συναγερμός θα αποκτούσε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σημαντική επιτυχία πρέπει να θεωρείται και η άνοδος του νέου αριστερού κόμματος, της ΕΔΑ, που όντως ένας φορέας με άμεση σχέση με το ΚΚΕ, σε αντίθεση με τη Δημοκρατική Παράταξη[12], κατορθώνει να αντέξει το αυταρχικό μετεμφυλιακό κλίμα.     

Σε κάθε περίπτωση βάση αυτών των αποτελεσμάτων ο Βασιλιάς πρότεινε στον Παπάγο να αναλάβει την Πρωθυπουργία σχηματίζοντας κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή του Πλαστήρα και του Βενιζέλου. Παρότι οι δύο τελευταίοι δέχτηκαν ο Παπάγος αρνήθηκε υποστηρίζοντας πως μόνη λύση είναι η διεξαγωγή νέων εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα[13] Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Βασιλιάς κάλεσε τον Πλαστήρα ο οποίος του διαμήνυσε πως διέθετε τη δεδηλωμένη ύστερα από συμφωνία με το Βενιζέλο. Έτσι στις 27 Οκτωβρίου ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση ΕΠΕΚ- Φιλελεύθερων. Το θέμα των μέτρων ειρηνεύσεως θα απασχολήσει τα δύο κόμματα και τελικά θα επέλθει συμβιβασμός που θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: Θα καταργηθούν τα έκτακτα στρατοδικεία και τα προβλεπόμενα από τον ΑΝ 509 αδικήματα θα δικάζονται από τα πενταμελή εφετεία.. Όλες οι θανατικές ποινές θα μετατραπούν σε ισόβια και θα απολυθούν από τις φυλακές όσοι έχουν καταδικαστεί σε ποινές μέχρι πέντε χρόνια αφού πρώτα κριθούν ως μη επικίνδυνοι από ειδικές επιτροπές ενώ η απόλυσή τους θα έχει το χαρακτήρα αναστολής της ποινής. Θα καταργηθούν τα στρατόπεδα και όσοι από τους πολιτικούς κρατούμενους κριθούν από τις ειδικές επιτροπές θα περιοριστούν σε ορισμένα γεωγραφικά σημεία αλλά όχι σε στρατόπεδα. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων θα διατηρηθούν για το διορισμό στο δημόσιο τομέα. Όσοι έχουν καταδικαστεί σε ποινές μεγαλύτερες των πέντε ετών θα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αναθεώρηση της δίκης τους (Λιναρδάτος 1977: 302). Είναι χαρακτηριστικό πως στην παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή ο Πλαστήρας  για τα μέτρα ειρηνεύσεως ανέφερε πως «…δε θα εξέρχωνται των ορίων της επιβαλομένης μερίμνης και προσοχής δια την περιφρούρισιν της εσωτερικής ασφάλειας και της ανεξαρτησίας και των ελευθεριών του λαού από πάσης έσωθεν ή έξωθεν επιβουλής». Καταλήγοντας ο Πλαστήρας τόνισε πως  η συνολική εφαρμογή του προγράμματος (άρα και των μέτρων ειρήνευσης- ΣΣ)  θα πραγματοποιηθεί ύστερα από «στενή επαφή και συνεργασία μετά της Αμερικανικής Αποστολής…» (Ελευθερία της 1ης Νοεμβρίου 1951).               

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές πως ο Πλαστήρας για κανένα λόγο δεν ήταν διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με τις Δυτικές χώρες. Έτσι στις 18 Φεβρουαρίου 1952 επικυρώνεται η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και ο Πλαστήρας δηλώνει σχετικά στη Βουλή: «Κύριοι Βουλευταί η κυβέρνησις είναι ευτυχής σήμερον διότι με τη ψήφισιν… του νομοσχεδίου περί εισόδου της Ελλάδας εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον… τιμάται ο ελληνικός λαός, τιμώνται οι θυσίαι του, τιμάται ο ελληνικός στρατός…Δε νομίζω μάλιστα πως έπρεπε να λάβη μίαν έκτασιν τόσο μεγάλη η συζήτησις δι’ ένα γεγονός το οποίο εμβαπτίζεται ολόκληρον μέσα εις την συνείδησιν του Έθνους…  Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Είναι μια μεγάλη επιτυχία τ’ ότι εισήλθεν η Ελλάς εις τΑτλαντικόν Σύμφωνον διότι τιμάται αύτη από τους ομόφρονες αι δημοκρατικούς λαούς του Ατλαντικού Συνασπισμού»  (Ελευθερία της 19/2/1952).

     

2. Ο ρόλος των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ ως η ηγεμονική στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά δύναμη του δυτικού στρατοπέδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις στα ελληνικά πράγματα τόσο κατά τη διάρκεια του εμφύλιου όσο και αμέσως μετά. Το μόνο που άλλαξε ήταν πως από την παρουσία της στρατιωτικής της εξουσίας (AMAG- American Mission for Aid to Greece) υπήρξε μετάβαση στην οικονομική εξουσία  (ECA- Economic Cooperation Administration). Αν στην πρώτη φάση οι ΗΠΑ για τις παρεμβάσεις τους επικαλούνταν τη σωτηρία  της Ελλάδας ως τμήματος του «ελεύθερου κόσμου»[14] στη δεύτερη περίπτωση προέβαλαν τη ανάγκη χρηστής διαχείρισης της οικονομικής βοήθειας που προερχόταν από την φορολόγηση των αμερικάνων πολιτών (Λυμπεράτος  χχ: 37).  Με βάση αυτό το κεντρικό επιχείρημα γίνονταν οι διάφορες επεμβάσεις στην ελληνική πολιτική ζωή που ως αποκλειστικό κίνητρο είχαν την υποστήριξη των αμερικανικών συμφερόντων, μόνο που αυτά δεν ήταν πάντα ίδια, μετασχηματίζονταν ανάλογα με τις διεθνείς, τις αμερικανικές και τις ελληνικές εξελίξεις.

Η αλήθεια είναι πως μεσούντος του εμφυλίου πολέμου κυριαρχούσαν αρκετά μετριοπαθείς κατευθύνσεις. Έτσι ο Αρχηγός της Αμερικάνικης Αποστολής στην Ελλάδα Ναουάιτ Γκρίσγουλντ έγραφε στο Διευθυντή του Γραφείου Ανατολικών και Αφρικανικών Υποθέσεων του Σταίητ Ντηπάρτμεντ Λου Χέντερσον στις 24 Ιουνίου 1948: «Η δική μου άποψη είναι πως δεν μπορείτε να εδραιώστε την ειρήνη και την ησυχία στην Ελλάδα στηρίζοντας μια κυβέρνηση στα δεξιά κόμματα. Οι ομάδες αυτές έχουν μια ισχυρή τάση να εξοντώσουν όλους τους Έλληνες που δε συμφωνούν πολιτικά μεταξύ τους… Κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ στην Ελλάδα να αναδείξουν μια ηγεσία μετριοπαθών και διορατικών φιλελεύθερων, ικανών να αντισταθμίσουν το κύρος που έχουν αποκτήσει οι δεξιές ομάδες λόγω της μεγαλύτερης εκλογικής τους δύναμης» (αναφέρεται στο Ιατρίδης 35- 36).

Η αλήθεια είναι πως παρά τον έντονα παρεμβατικό τους ρόλο οι ΗΠΑ πριν από τον πόλεμο της Κορέας είχαν μια μετριοπαθή προσέγγιση των ελληνικών ζητημάτων και θεωρούσαν πως θα μπορούσε να συζητηθεί μια διαδικασία ενσωμάτωσης των ηττημένων κομμουνιστών στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι δεν ήταν καταρχάς αρνητικοί στην υιοθέτηση μέτρων επιείκειας, σε μια πιθανή αναστολή των εκτελέσεων, στο ενδεχόμενο επανόδου των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού στην Ελλάδα, ακόμα και την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ συζητούσαν (Λυμπεράτος χχ: 88).

 

Λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου ο Γκρέιντι είχε με σαφήνεια ταχθεί στις 18 Νοεμβρίου 1949 υπέρ του εκσυγχρονισμού του πολιτικού προσωπικού: «Αν η Ελλάς πρόκειται να εξακολουθήση να είναι αληθώς δημοκρατική, αν η κυβέρνησις πρόκειται να είναι κυβέρνησις εκ του λαού και δια τον λαόν, τότε οι καλύτεροι άνθρωποι εις εκάστην κοινότητα πρέπει να έλθουν εις το προσκήνιον. Μια δημοκρατική κυβέρνησις πρέπει να κατευθύνεται από καλώς επιλογομένην ομάδα ανθρώπων, ομάδα απαρτιζμένην από αγρότας, μηχανικούς, εμπόρους, βιομηχάνους, δικηγόρους, ιατρούς- ίσως δε και πολτικούς» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 45).Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου, ο Αμερικανός υφυπουργός των Εξωτερικών Μακ Γκη θα δηλώσει από την Αθήνα: «Επιθυμία της αμερικανικής κυβερνήσεως είναι όπως η πολιτική κατάστασις εξελίσσεται πάντοτε εντός των συνταγματικών πλαισίων και αποτελεί την κατά το δυνατόν σαφεστέραν έκφρασιντης θελήσως του λαού. Εις αυτόν τον λόγον οφείλεται και η επιθυμία μας δι’ εκλογάς» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 45).

Στο παραπάνω πλαίσιο θα κινηθούν οι συζητήσεις της αμερικάνικης πλευράς για αναστολή των εκτελέσεων (Foreign Relations….21/12/1949) αλλά και για περιορισμό του μεγέθους του ελληνικού στρατού (Foreign Relations….10/4/1950). Τις ΗΠΑ πιο πολύ τις ενδιέφερε η πραγματοποίηση ενός καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης μακριά από την κατοχική και μεταπολεμική διαφθορά όπου και οι ηττημένοι θα έβρισκαν την -υποτελή- τους θέση παρά το μετεμφυλιακό αυταρχικό πλαίσιο που τελικά θα επιβληθεί, με σημαντικότατη ευθύνη και των ίδιων, ως παρενέργεια του ψυχρού πολέμου σε συνδυασμό με την επικράτηση των πιο αυταρχικών εγχώριων δυνάμεων (βλ. παρακ).     

Με αυτές τις δύο δηλώσεις οι αμερικάνοι αξιωματούχοι έκαναν σαφές πωςαφενός επιθυμούσαν μια ριζική ανανέωση του πολιτικού δυναμικού και αφετέρου ήταν ενάντιοι σε οποιαδήποτε πραξικοπηματική ενέργεια είτε αυτή προερχόταν από τον ΙΔΕΑ είτε/ και από τον Παπάγο.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί υπήρχε αρχικά αυτή η υποστήριξη προς τον Πλαστήρα. Ο τελευταίος δημιουργώντας την ΕΠΕΚσε δηλώσεις του τόνιζε και τη σημασία δημιουργίας κράτους ισοπολιτείας αλλά την ανάγκη εξάλειψης των εκτεταμένων φαινομένων διαφθοράς κι όλα σε αγαστή συνεργασία με τις ΗΠΑ[15].

Από εκεί και πέρα οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν, όπως είδαμε, έτσι ώστε να πέσει ο Βενιζέλος και να δημιουργηθεί κυβέρνηση υπό τον Πλαστήρα. Στις όποιες αντιδράσεις των άλλων κομμάτων απέναντι στην κυβέρνηση Πλαστήρα θα απαντήσουν με τη συνάντηση της 13ης Ιουνίου 1950 όπου ο επιτετραμμένος Μάινορ και ο αρχηγός της οικονομικής αποστολής Πόρτερ βρίσκονται με τους Πλαστήρα, Παπανδρέου, Τσουδερό και Κωστόπουλο(Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας) και τους προειδοποιούν πως πτώση της κυβέρνησης θα οδηγήσει στη διακοπή της αμερικάνικης βοήθειας[16].

Η στάση των ΗΠΑ αρχίζει να μεταβάλλεται από τη στιγμή που ξεσπούν δύο γεγονότα. Από τη μία είναι η εκδήλωση του Μακαρθισμού στο εσωτερικό των ΗΠΑ[17] και από τη άλλη το ξέσπασμα του πολέμου στην Κορέα.Σε αυτό το πλαίσιο αναλαμβάνει σταθμάρχης της ΣΙΑ στην Αθήνα ο ελληνοαμερικάνος Τομ Καραμεσίνηςενώ μετατίθεται στην πρεσβεία της Τεχεράνης ο μέχρι τότε αμερικανός πρεσβευτής Γκρέιντι. Ο Καραμεσίνης ως ανώτερο στέλεχος της ΣΙΑ διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στον εμφύλιο αποτελώντας το σύνδεσμο με τον πολιτικό κόσμο, το στρατό και τα σώματα ασφαλείας.

      Ο πόλεμος στην Κορέα προκάλεσε έντονες ανησυχίες στο εσωτερικό του Σταίητ Ντηπάρτμεντ όπου θεωρείται σχεδόν σίγουρο πως μέσω Βουλγαρίας θα πραγματοποιηθεί εισβολή στην Ελλάδα η οποία θα μετατραπεί σε σοβιετικό δορυφόρο: «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η ΕΣΣΔ μπορεί να θεωρήσει ότι η Ελλάδα δίνει την κατάλληλη ευκαιρία για επίθεση από τις σοβιετικές δορυφορικές δυνάμεις χωρίς την άμεση συμμετοχή της ΕΣΣΔ. Σοβαρά  στρατηγικά αποτελέσματα θα προέκυπταν αν η Ελλάδα, ή ακόμα και οι βόρειες ελληνικές επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ» . (Foreign Relations….10/8/1950)

Το νέο πνεύμα της αμερικάνικης πολιτικής δεν αργεί να φανεί. Στις 17 Ιουλίου ο στρατηγός Βαν Φλητ φεύγοντας για τη νέα του θέση στη Γερμανία λέει στον αυλάρχη Ναύαρχο Λεβίδη λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο: «Να διαβιβάστε στον Βασιλέα από μέρους μου ότι πριν από λίγες ημέρες έστειλα στο Πεντάγωνο μυστική έκθεση όπου τόνιζα ότι σε περίπτωση γενικού πολέμου η κυβέρνηση Πλαστήρα, που έχει διαβρωθεί από κομμουνιστές θα αποτελούσε Πέμπτη φάλαγγα του εχθρού. Τη κατάσταση θα την έσωζε μόνο μόνο μόνο μια κυβέρνηση υπό τον Παπάγο» Και μετά από λίγες μέρες δήλωνε στους Ταιμς της Νέας Υόρκης: «Ο ένοπλος αγώνας κατά των κομμουνιστών έληξε στην Ελλάδα, αλλά οι κομμουνιστές συνεχίζουν τον αγώνα τους μέσα από τους κόλπους της ελληνικής κυβερνήσεως, όπου κατάφεραν να διοχετεύσουν μεταμφιεσμένους συνεργάτες τους» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 114). Τηνίδια μέρα που ο Βαν Φλητ αποκαλύπτει στο Λεβίδη την εμπιστευτική του έκθεση προς το Πεντάγωνο ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Μάινορ αναφέρει στο Βασιλιά ότι η αμερικανική κυβέρνηση θαέβλεπε θετικά μια κυβέρνηση υπό το Παπάγο στηριζόμενη σε ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (Δαφνής 1970: 470).

ΟΙ εξελίξεις το 1951 θα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τις φοβικές τάσεις στο εσωτερικό του αμερικάνικου κατεστημένου: Στην Αίγυπτο ακυρώνεται η βρετανοαιγυπτιακή συμφωνία του 1936 σχετικά με το καθεστώς διέλευσης του Σουέζ αμφισβητώντας για τη Βρετανία τόσο τα οικονομικά της προνόμια όσο και την πρωτοκαθεδρία της στο Σουδάν. Ταυτόχρονα το Ιράν εθνικοποίησε τις πετρελαιοπηγές του ενώ αντίστοιχα προβλήματα για τα δυτικά συμφέροντα εμφανίστηκαν στο Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία (Λυμπεράτος χχ: 203- 204).

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο οι ΗΠΑ θεώρησαν πως αντικειμενικά αναβαθμιζόταν η σημασία της Ελλάδας, όπως και της Τουρκίας, για τη δυτική συμμαχία και έτσι άρχισαν να φτιάχνουν στρατιωτικά σχέδια ώστε ο ελληνικός στρατός να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ενάντια σε μία υποκινούμενη από τους σοβιετικούς εισβολή η οποία πιθανολογείτο πως θα γινότανμέσα στο 1951!(USA, Foreign Relations 1951: 446- 451). Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν πληροφορίες του Σταίητ Ντιπάρτμεντ που ανέβαζαν σε 600000 τους στρατιώτες που μπορούσαν να κινητοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας από τα βόρεια σύνορά της[18]. Μάλιστα όσο περνούσε καιρός και συνεχιζόταν ο πόλεμος στην Κορέα τόσο οι ανησυχίες των αμερικανών για το μέλλον της Ελλάδας αυξάνονταν. ΄Έτσι σε έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 1951 αναφερόταν: «Η απειλή για την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας προέρχεται από την ΕΣΣΔ μέσω της δράσης διαφορετικών φορέων: του ΚΚΕ, των σοβιετικών κρατών- δορυφόρων που βρίσκονται στα βόρεια της Ελλάδας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Η ασφάλεια της Εγγύς Ανατολής και κατά προέκταση η ασφάλεια των αμερικάνικων συμφερόντων θα βρεθεί σε κίνδυνο αν η ΕΣΣΔ είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω των συμμαχικών της φορέων, αποκτήσει τον έλεγχο της Ελλάδας… Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή όπου το Κρεμλίνο μπορεί να εκτιμήσει ότι μια επίθεση αντίστοιχη του κορεάτικου μοντέλου (εισβολή μόνο μέσω στρατών δορυφορικών κρατών) θα έχει επιτυχία. … είναι πιθανό η ΕΣΣΔ να υποκινήσει μια βουλγαρική (ή μια αλβανο-βουλγαρική) επίθεση ενάντια στην Ελλάδα σε συνεργασία ή με την υποστήριξη ανανεωμένων αντάρτικων δραστηριοτήτων… Η βουλγαρική κατοχή… θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός «αυτόνομου» μακεδονικού κράτους σύμφωνα με τους στόχους του Κρεμλίνου… Υπό το πρίσμα των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ελλάδα και της βαθιάς δέσμευσης του αμερικάνικου κύρους στην Ελλάδα  η πιο έγκυρη εναλλακτική δίοδος για τις ΗΠΑ στην περίπτωση μιας επίθεσης από σοβιετικές ή/ και δορυφορικές δυνάμεις θα πρέπει να είναι η προμήθεια στρατιωτικού υλικού και η ανάπτυξη αμερικάνικων δυνάμεων στον απαραίτητο και διαθέσιμο βαθμό χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των ΗΠΑ σε περιοχές του πλανήτη με μεγαλύτερη στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ και να ενθαρρύνουν όλα τα άλλα κράτη να αναλάβουν ίδια δράση» και στο συμπέρασμα του εν λόγω κειμένου ο συντάκτης του καταλήγει πως στην περίπτωση που η Ελλάδα δεχτεί επίθεση από φιλοσοβιετικές δυνάμεις και δε γίνει εφικτό να σταματήσει με πολιτικά μέσα ή μόνο με αποστολή στρατιωτικού τότε «αν κριθεί απαραίτητο και στο βαθμό που θα είναι ανασχετικό σε άλλα ζητήματα ασφάλειας, θα σταλούν οι απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα μέσω του ΟΗΕ, μέσω του ΝΑΤΟ,  μέσω μιας συμφωνίας ΗΠΑ- Βρετανίας και μέσω μιας μονομερούς αμερικάνικης υποστήριξης… Να θέσει τον εαυτό της (δηλαδή  οι ΗΠΑ- ΣΣ) στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για να αντιμετωπίσει την αυξημένη απειλή ενός παγκόσμιου πολέμου»  Το πιο ουσιαστικό όμως βρίσκεται στο τι θα γίνει αν η ίδια η ΕΣΣΔ επιτεθεί στην Ελλάδα  όπου «οι ΗΠΑ θα υλοποιήσουν όλα τα μέτρα που περιγράφηκαν στις προηγούμενες παραγράφους ..έχοντας πλήρη γνώση πως ένας γενικευμένος πόλεμος μπορεί να είναι παρόλα αυτά αναπόφευκτος» (USA, Foreign Relations 1951: 457; 459; 460; 461).  

Για να μπορέσει όμως να είναι επιτυχής η δράση του ελληνικού στρατούαυτός θα έπρεπε να ενισχυθεί τόσο σε έμψυχο όσο και σε πολεμικό υλικό ενώ θα έπρεπε να παταχθεί κάθε δραστηριότητα εναντίωσης της συμμετοχής της Ελλάδας στην εκστρατεία στην Κορέα. Έτσι εκτελέστηκε ο Ν Νικηφορίδης (Μάρτιος του ’51)[19] επειδή διακινούσε το ψήφισμα για την κατάργηση των ατομικών όπλων ενώ παρά τις ελληνικές απώλειες στην Κορέα (δεκάδες νεκροί και πολλοί περισσότεροι τραυματίες)αποφασίζεται τον Οκτώβριο του 1951 να σταλούν άλλοι 350 έλληνες στρατιώτες. Η εξαγγελία από την πλευρά της επίσημης εφημερίδας της ΕΠΕΚ Προοδευτική αλλαγήτο Σεπτέμβριο του 1951 πως μια εκλογική νίκη του κόμματος του Πλαστήρα θα ισοδυναμούσε με επιστροφή πολλών στρατιωτών στα σπίτια τους μόνο σε λόγους δημιουργίας μπορεί να αποδοθεί δεδομένης της παραμονής του ελληνικού στρατού και επί της δεύτερης κυβέρνησης Πλαστήρα.

Πέραν των υπολοίπων παρεμβάσεων ο αμερικανικός παράγων εργάστηκε και για τη δημιουργία του αναγκαίου υποστρώματος έτσι ώστε να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ενιαίου κόμματος της Δεξιάς.Σε αυτό το πλαίσιο κα μετά τη διάσπαση του Λαϊκού κόμματος ο Πιουριφόι μέσα στο Δεκέμβριο του 1950 πραγματοποιεί, ξεχωριστά, συναντήσεις τόσο με τον Κανελλόπουλο και με το Στεφανόπουλο αλλά και με τον Παπάγο.Η ίδρυση του ΛΕΚ στις Ιανουαρίου δεν πρέπει να θεωρείται άσχετο με όλα αυτά.

Το γεγονός πως από ένα χρονικό σημείο και ύστερα ο φόβος του Παλατιού απέναντι στον Παπάγο, δημιουργούσε κλίμα εχθρότητας το οποίο αυξανόταν μετά την ανακοίνωση του τελευταίου πως θα κατέλθει στις εκλογές, καθόλου δε λειτουργούσε ανασχετικά στις δραστηριότητες του Πιουριφόι ο οποίος αφενός πίεζε τον Παύλο να σταματήσει να υποσκάπτει τον Αρχιστράτηγοκαι αφετέρου του ζητούσε να πιέσει την εφημερίδα Ελευθερία ώστε να πάψει να ασκεί πολεμική στον Παπάγο (Λυμπεράρος χχ: 75). Σε όλα αυτά ο Πιουριφόι είχε τη σθεναρή υποστήριξη του Σταίητ Ντιπάρτμεντ το οποίο όχι μόνο θα επιδοκιμάσει τη στάση του αλλά θα τον προτρέψει «με πρώτη ευκαιρία να επισημάνειμε διακριτικότητα (στο Βασιλιά) τους κινδύνους όχι μόνο για το θεσμό της Μοναρχίας αλλά και για τη σταθερότητα της χώρας που θα προέλθει από πιθανή ακύρωση του αμερικάνικου προγράμματος στην Ελλάδα»( USA, Foreign Relations 1951: 502 )  

Από εκεί και πέρα μια βασική μέριμνα των ΗΠΑ ήταν να μπορέσει να κυβερνήσει ανενόχλητο το δεξιό κόμμα οπότε τάχθηκαν με σαφήνεια υπέρ της αλλαγής του εκλογικού νόμου και της καθιέρωσης του πλειοψηφικού. Έτσι στις 14 Μαρτίου 1952 η πρεσβεία θα εκδώσει την ακόλουθη ανακοίνωση: «Ο Αμερικανός πρέσβης εδέχθη την πρωίαν τον Διευθυντήν του του Πολιτικού Γραφείου του Προέδρου της κυβερνήσεως κ. Μοάτσον.. .Ο Αμερικανός Πρεσβευτής παρεκάλεσε τον κ. Μοάτσον να διαβεβαιώσει τον Πλαστήραν ότι η κυβέρνησις των Ηνωμ. Πολιτειών συμμερίζεται και επιδοκιμάζει την παρά του στρατηγού εκφρασθείσαν αντίθεσιν εις την επαναφοράν της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος εν Ελλάδι. Η αμερικανική κυβέρνησις πιστεύει ότι η επάνοδος εις το σύστημα της απλής αναλογικής με την αναπόφευκτην συνέπεια συνεχούς κυβερνητικής ασταθείας θα είχε τόσον ολέθριαν επίδρασιν επί της αποδοτικής χρησιμοποιήσεώς της προς την Ελλάδα αμερικανικής βοηθείας, ώστε η αμερικανική πρεσβεία θεωρεί εαυτήν υποχρεωμένη να προβή εις την παρούσαν ανακοίνωση επιδοκιμασίας του κ. πρωθυπουργού επί του προκειμένου ζητήματος» (αναφέρεται στο Παρασκευόπουλος 1987: 183- 184.)

 

3. Η οικονομία

Η όλη οικονομική ανάπτυξη της περιόδου πραγματοποιήθηκε υπό την παρέμβαση (οικονομική και πολιτική) της αμερικάνικης οικονομικής αποστολής. Στο αμιγώς οικονομικό επίπεδο οι ΗΠΑ  το 1948 παρείχαν μισό δισ δολ στην Ελλάδα (2,9% του Ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος) ενώ το 1949 2,5 δις δολ (10,8% του Ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), το 1950  3,9 δις δολ (14,9% του Ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος), το 1951 μέχρι το 1951 3,7 δις δολ (11,5% του Ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος) και το 1952 2,4 δισ  δολ  (7% του Ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος) (Καραβίας 1964: 221). Το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας (πάνω από 80%) ήταν δωρεάν και σε ποσοστό ανά κάτοικο ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι έλαβαν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Μευνώ χχ: 421).

Το πλαίσιο εφαρμογής της οικονομικής βοήθειας στηριζόταν σε επιστολή που είχε στείλει στις 15 Ιουνίου 1947 ο τότε Υπουργός των εξωτερικών Κ. Τσαλδάρης προς το Σταίητ Ντιπάρντμεντ, το περιεχόμενο όμως της οποίας είχε την απόλυτη έγκριση των ΗΠΑ: «… Η αμερικάνικη Αποστολή θα μετέχει στην πολιτική που θα καθορίζει τον τρόπο ανάπτυξης του εισοδήματος και τις δαπάνες για δραστηριότητες οι οποίες άμεσα ή έμμεσα περιλαμβάνουν τη χρησιμοποίηση ης αμερικανικής βοήθειας, θα παίρνει μέρος στο σχεδιασμό του προγράμματος εισαγωγών και θα εγκρίνει τη χρήση του ξένου συναλλάγματος. Επίσης η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε η Αποστολή να επιβλέπει την εκτέλεση του προγράμματος ανόρθωσης, τη βελτίωση της διοίκησης, την επιμόρφωση των υπαλλήλων και του άλλου προσωπικού, τη συνέχιση του προγράμματος υγείας, την ανάπτυξη των εξαγωγών, τον προγραμματισμό και τη διάθεση των προμηθειών, την προώθηση της βιομηχανικής ανασυγκροτήσεως  και το διακανονισμό των μισθών και των τιμών. Γενικά η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε να συμβουλεύεται την Αποστολή προτού πάρει οποιαδήποτε οικονομικά μέτρα που θα επηρεάζαν την επιτυχία του προγράμματος αμερικανικής βοήθειας» (αναφέρεται στο Αγγέλου χχ: 30).

          Για το πώς έβλεπαν οι αμερικάνοι τη διττή και στενή διασύνδεση οικονομικής και πολιτικής βοήθειας είναι χαρακτηριστικός  ο λόγος που εκφώνησε ο Πιουριφόι σε γεύμα στο Propeller Club στις 19/10/51:

" ...Διττή αποστολή μας ενταύθα είναι η εξύψωσις του βιοτικού επιπέδου  και η σύγχρονος ενίσχυσις της Ελληνικής αμύνης. Πρόκειται περί ηρακλείου έργου απαιτούντος την συνεισφοράν και της τελευταίας ικμάδος  συνεργασίας και μόχθου εκ μέρους όλων μας, Ελλήνων και Αμερικανών.....Δυστυχώς η προσπάθεια ανασυγκροτήσεως της Ελλάδος δεν ηκολούθησεν ανάλογον ρυθμόν με την λαμπράν πρόοδον ήτις εσημειώθη εις τον στρατιωτικόν τομέα. Νέα οικονομικά εμπόδια υψούνται προ της Ελλάδος, φραγμοί που πρέπει να υπερβή και μάλιστα ταχέως. Ο πάντοτε επικρεμάμενος κίνδυνος πληθωρισμού επιτείνεται τώρα και από τας ενδείξεις καθ' ας η οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα κατά το τρέχον έτος ίσως να είναι κατωτέρα εκείνης που υπελογίσθη κατά την κατάστρωσιν του κρατικού προϋπολογισμού. Κατ' ακολουθίαν η Ελληνική Κυβέρνησις οφείλει επειγόντως και δραστηρίως να εφαρμόση σειράν δυσχερών και εν πολλοίς αντιδημοτικών μέτρων προς αποφυγήν δυσαρέστων εξελίξεων...»[20]

Τώρα για τον τρόπο που ασμένως υιοθετούνταν οι οικονομικές υποδείξεις της αμερικανικής αποστολής για λήψη επώδυνων για τα λαϊκά συμφέροντα μέτρων είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο δημοσίευμα της Καθημερινής της 23/2/52:

«Χθες την πρωϊαν εις το υπουργείον του Συντονισμού συνεκροτήθη υπό την προεδρίαν του πρωθυπουργού κ. Πλαστήρα σύσκεψις του Κυβερνητικού Οικονομικού Συμβουλίου εις την οποίαν έλαβον μέρος ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, οι οικονομικοί υπουργοί, οι άνευ χαρτοφυλακίου υπουργοί, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός της αμερικανικής οικονομικής αποστολής και ανώτεροι υπάλληλοι των υπουργείων και της αμερικανικής αποστολής.

          Μετά το πέρας της συσκέψεως εξεδόθη ανακοινωθέν, εις το οποίον αναφέρεται ότι κατά την σύσκεψιν ανεγνώσθησαν δύο επιστολαί του αρχηγού της αμερικανικής αποστολής κ. Λάπαμ, εις τας οποίας τονίζεται η ανάγκη της ταχυτέρας εφαρμογής του δελτίου διανομών και η επιβολή ελέγχου επί των τιμών, η περικοπή των κρατικών δαπανών δι' εφαρμογής οικονομιών μεταξύ των οποίων πρέπει να είναι και η σύμπτυξις δημοσίων υπηρεσιών και η αύξησις των δημοσίων εσόδων, συμφώνως προς τας απόψεις της αποστολής, δέον να επιδιωχθή διά της λήψεως και άλλων μέτρων προς συστηματικοτέραν καταπολέμησιν της φοροδιαφυγής, επίσης δε, εάν παραστή προς τούτο ανάγκη, διά της επιβολής και νέων φόρων. Οι φόροι όμως αυτοί δέον να επιβληθούν αποκλειστικώς επί ειδών πολυτελείας, πράγμα όπερ αποτελεί και αποκατάστασιν φορολογικής δικαιοσύνης, διά της ούτω μεγαλυτέρας συμμετοχής των ευποροτέρων τάξεων εις τα κρατικά βάρη.

            Οι λαβόντες τον λόγον εκ μέρους της Κυβερνήσεως ετόνισαν, ως εγνώσθη, ότι η Κυβέρνησις είναι πλήρως σύμφωνος με τα υποδεικνυόμενα διά των επιστολών μέτρα, τα οποία συμπίπτουν με τας οικονομικάς και κοινωνικάς μεταρρυθμίσεις, την εφαρμογήν των οποίων πρόκειται να επιδιώξη αύτη,»

Η οικονομική ανάπτυξη που θα σημειωθεί στις πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια θα στηριχθεί στην αμερικανική βοήθεια, δεδομένου πως τα πρώτα χρόνια οι πόροι της βοήθειας κάλυπταν περισσότερο από το μισό των δημόσιων επενδύσεων (Καραβίας 1964: 22),  ενώ ένα σημαντικό της τμήμα αφορούσε στρατιωτικό υλικό (43% του συνόλου) καθώς και δαπάνες για την αποκατάσταση των πληγέντων από τον εμφύλιο,.

Πέραν της σημασίας της βοήθειας των ΗΠΑ οι οικονομικές εξελίξεις επικαθορίστηκαν και από την ήδη πραγματοποιηθείσα συσσώρευση  που συνέβη στη διάρκεια της κατοχής στηριζόμενη στον καλπάζοντα πληθωρισμό, στη μαύρη αγορά και στη μεταβίβαση ολόκληρων περιουσιών. Αυτού του είδους η «πρωταρχική» συσσώρευση δεν οδήγησε σε μια μορφή αποθησαύρισης αλλά σε ενεργό επενδυτικό ρεύμα. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ μεταξύ 1931- 1940 δημιουργήθηκαν 18033 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις στη διάρκεια των ετών 1941 με 1945  δημιουργήθηκαν 7962, μεταξύ 1946-1948 10070 και στο διάστημα 1949-51 (απριλ) 14897 (ΕΣΥΕ 1954) Ταυτόχρονα η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε από 100 το 1946 σε 241 το 1951 (και έρχεται τρίτη στη Δ. Ευρώπη για την περίοδο 1947- 1951 μετά την Δ. Γερμανία και την Αυστρία-  Κωστής 2013: 714) ενώ η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από 100 το 1938 πήγε στο 176 το 1948 ,στο 244 το 1950 και στο 337 το 1953. ‘Ένα βασικό κίνητρο της μεταπολεμικής ανάπτυξης ήταν οι χαμηλοί μισθοί. Έτσι με δείκτη 100 για το 1947 ο μέσος πραγματικός μισθός  εξελίχθηκε σε 81 για το 1948, 76 για το 1949, 76 για το 1950 και 81 για το 1951. Σε σύγκριση με τα προπολεμικά επίπεδα οι πραγματικοί μισθοί το 1950 αντιστοιχούσαν στο 58% εκείνων του 1938 (Βεργόπουλος 1984: 546- 549). Ταυτόχρονα οι χαμηλοί μισθοί στηρίζονταν και στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπου περίπου 200000 άτομα υπολογίζεται πως ήταν άνεργα. Η δε συμμετοχή των εργοδοτικών εισφορών στα ταμείο ανεργίας είχε μειωθεί από 10% το 1945 σε 1% το 1949 με αποτέλεσμα να παίρνουν επίδομα ανεργίας για 6 μήνες μόνο οι 10000 από τους 100000 επίσημα καταγεγραμμένους άνεργους το οποίο έφτανε για την αγορά ενός κιλού κρέατος (Λυμπεράτος χχ: 181).  Άλλο βασικό κίνητρο ήταν η χαμηλή φορολόγηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων: Οι άμεσοι φόροι που εισέπραττε το κράτος το 1951 έφταναν το 16% του εθνικού εισοδήματος όταν στη δεκαετία του ’30 κυμαίνονταν στο 20% τη στιγμή που οι έμμεσοι φόροι αποτελούσαν το 80% του συνόλου της φορολογίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κράτος προχωρούσε σε ακόμα μεγαλύτερες φορολογικές ελαφρύνσεις: με σχετικό ψήφισμα (ΚΗ’ του 1948) απαλλάσσονταν όλες οι νεόδμητες οικονομίες από τη φορολογία μέχρι το 1960. Αντίστοιχα η φορολόγηση των εφοπλιστών γινόταν με φόρο κατά 27% μικρότερο του υπολογιζομένου ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου πλοία που κατασκευάστηκαν σε ιταλικά ναυπηγεία στη συνέχεια το Υπουργείο Ναυτιλίας τα παρέδωσε στους εφοπλιστές με ευκολίες πληρωμές κάτω της αξίας τους και σε δόσεις 20 ετών με τόκο μόλις 2% (Λυμπεράτος χχ: 162- 163). Έτσι δεν πρέπει να προκαλεί απορία το γεγονός πως μεταξύ 1949 και 1952 η χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου αυξάνει από τους 2,4 εκατ τόνους στους 4 εκατ τόνους (Θεοτοκάς 2003: 91). Στον τραπεζικό τομέα εφαρμοζόταν αντίστοιχη πολιτική εύνοιας των επιχειρηματιών. Έτσι οι ιδιωτικές τράπεζες, παρότι τα κεφάλιά τους προέρχονταν από τις καταθέσεις των Νομικών Προσώπων  Δημοσίου Δικαίου μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος και των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, δανείζονταν με 4% και δάνειζαν με 20% όπου μαζί με τις προμήθειες και άλλα έξοδα ο τόκος έφτανε μέχρι και το 30% (Λυμπεράτος χχ: 167).

Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι η διαμόρφωση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας που μετά τον κίνδυνο απώλειας της εξουσίας συγκροτείται από μια κοινωνική συμμαχία αποτελούμενη από τις ακόλουθες κοινωνικές κατηγορίες:

1) Η αστική τάξη κάτω από την ηγεμονία του εφοπλιστικού και του μεγάλου βιομηχανικού κεφαλαίου (Χαραλάμπης 1985: 73) σε συνεργασία με τα νεοπαγή αστικά στρώματα που πλούτισαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και της "ανοικοδόμησης". Σημαντικός ήταν και ο ρόλος της επίσημης κρατικής διανόησης (καθηγητές πανεπιστημίου κλπ) στη δημιουργία όρων ιδεολογικής συνοχής και νομιμοποίησης.

2) Αγρότες από τις πιο καθυστερημένες οικονομικά περιοχές της χώρας καθώς και κάτοικοι των παραμεθόριων περιοχών που το επίσημο κράτος τους κρατούσε απομονωμένους από την υπόλοιπη Ελλάδα με το πρόσχημα του κινδύνου της κατασκοπίας (Βερναρδάκης – Μαυρής 1991: 174).

3) Τα στρώματα εκείνα που συνδέθηκαν με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς κατά τη διάρκεια των ετών 1936-1949 (δοσίλογοι, παρακρατικοί, μέλη των ΤΕΑ, κλπ.) .

4) Η επαγγελματική κατηγορία των μόνιμων αξιωματικών του στρατού όπου μέσα από τις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες κατόρθωσε να αναβαθμίσει τη θέση και το κύρος της στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας[21].

5) Το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων του, εκκαθαρισμένου από τα φιλοεαμικά στοιχεία, κρατικού μηχανισμού.

6) Τα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. Μέσω του κυκλώματος των κρατικών επιδοτήσεων, αλλά και μέσω των κερδών που είχαν συσσωρεύσει στην κατοχή, νεοσύστατα μικροαστικά στρώματα είχαν βγει στο κοινωνικό προσκήνιο. Το πολιτικό τους βάρος δεν πρέπει, σε καμμία περίπτωση, να υποτιμηθεί. Οπως υπολογίζει ο Κ. Βεργόπουλος μεταξύ του 1941 και του 1953  δημιουργήθηκαν 40.000 νέες βιομηχανίες (Βεργόπουλος 1984: 550- 551), ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '50 ο αριθμός των εργοδοτών, των αυτοαπασχολούμενων και των συμβοηθούντων μελών από την οικογένεια στις μικρές επιχειρήσεις του δευτερογενή και του τριτογενή τομέα έφθανε τις 300.000!

            Στο πολιτικό επίπεδο η κοινωνική αυτή συμμαχία στηριζόταν κυρίως μέσα από την παρουσία της αμερικάνικης αποστολής και του Στρατού και δευτερευόντως από τις πολιτικές του Παλατιού και τις κυβέρνησης.  Όπως αναφέραμε μέχρι την έναρξη του πολέμου της Κορέας οι ΗΠΑ ακολουθούσαν μια πιο μετριοπαθή πολιτική δίνοντας βάρος στην αποστρατιωτικοποίηση της χώρας, στην οικονομική της ανάπτυξη, στην εκκαθάριση του παλαιού πολιτικού προσωπικού που τα θεωρούσαν συνδεδεμένο με τη διαφθορά και στη στήριξη μετριοπαθών κεντρώων κυβερνήσεων. Στη συνέχεια αυτό άλλαξε και υιοθετήθηκε η επιλογή υποστήριξης μιας δεξιάς κυβέρνησης υπό την αρχηγία του Παπάγου ενώ εγκαταλείφθηκε η όποια στήριξη σε μέτρα ειρήνευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα έλθει ο Μπελογιάννης στην Ελλάδα, θα δραστηριοποιηθεί, θα συλληφθεί, θα δικαστεί και θα εκτελεστεί.

 

4) Η επιλογή της επιβολής των εκτελέσεων

Στα οικεία κεφάλαια παρουσιάζεται με λεπτομέρειες η δράση του Μπελογιάννη στην Αθήνα   καθώς και το γεγονός της σύλληψή του όπως και το τι συνέβη και στις δύο δίκες αλλά και η πορεία προς την εκτέλεση. Το ερώτημα στο οποίο θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το τμήμα, και αφού έχει ήδη περιγραφεί το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον της εποχής, είναι γιατί υπήρχε τόσο μεγάλη σπουδή για την εκτέλεση Μπελογιάννη παρά την αντίθετη θέλησή της κυβέρνησης Πλαστήρα- αν και αυτή θα δείξει τα όριά της όταν θα αρνηθεί να απειλήσει με παραίτηση στην περίπτωση που γίνονταν οι εκτελέσεις (βλ παρακ σελ ????  .

Ο Μπελογιάννης, αλλά και η Ε. Ιωαννίδου και στις δύο δίκες, ο Τ. Λαζαρίδης στη δεύτερη δίκη, ο Παπανικολάου, ο Γραμμένος, ο Δρομάζος , η Κόντου στην πρώτη δίκη, ταύτισαν τον εαυτό τους με την πολιτική του ΚΚΕ. Αλλά και ο τρεις εκτελεσθέντες (Μπάτσης, Καλούμενος, Αργυριάδης) ανεξάρτητα από τη στάση τους στη δεύτερη δίκη (βλ. το σχετικό κεφάλαιο) ήταν τόσο ταυτισμένοι με το ΚΚΕ και τις πρακτικές του (συγκρότηση παράνομου μηχανισμού) που ήταν δύσκολο να θεωρηθούν πως, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κομματική ιεραρχία, δεν κατείχαν νευραλγικές θέσεις. Κατά συνέπεια το συνολικό ζήτημα των δύο δικών θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της αντίθεσης του ΚΚΕ με τους νικητές του εμφυλίου, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων πολιτικών που αυτοί οι δυο πόλοι ανέπτυξαν.

Η πολιτική του ΚΚΕ στην εξεταζόμενη περίοδο (1949- 1952) μπορεί να  χαρακτηριστεί ως φαινομενικά αντιφατική. Λέμε αντιφατική γιατί από τη μια έχουμε το διάγγελμα της "Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης" της 15.10.49 όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζεται ότι "... γελιούνται θανάσιμα όσοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει Δ.Σ.Ε. Ο Δ.Σ.Ε. δεν κατέθεσε τα όπλα. Μόνο τα έθεσε παρά πόδα. Ο Δ.Σ.Ε. δε λύγισε, δε συντρίφτηκε, παραμένει ισχυρός με ακέραιες τις δυνάμεις του".  Εξ άλλου στην ημερήσια διαταγή της 28.10.49 το Γενικό Αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. δήλωνε: "... Οι κύριες δυνάμεις του Δ.Σ.Ε. σταμάτησαν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτό όμως δε σημαίνει συνθηκολόγηση και υποταγή. Δε σημαίνει ότι κατέθεσαν τα όπλα. Ο πόλεμος σταμάτησε. Ο ανταρτοπόλεμος συνεχίζεται...". Αντίστοιχη είναι και η απόφαση  του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. της 11.11.49 ότι:"... τα τμήματα του Δ.Σ.Ε. θα διατηρηθούν όσο βαστάει η μεταβατική περίοδος και η δράση τους θα ανοίξει καινούριες προοπτικές στην πολύπλευρη λαϊκή πάλη για την τελική νίκη». Αν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί η παρουσία ένοπλων ανταρτομάδων εντός του ελλαδικού χώρου καθώς και η αποστολή και στρατιωτικών πληροφοριών μέσω των ασυρμάτων (βλ. το σχετικό κεφάλαιο) τότε δημιουργούνταν η εντύπωση πως παρά τη βαριά στρατιωτική στο μυαλό της ηγεσίας του ΚΚΕ  είχε εμφιλοχωρήσει η σκέψη πως δυνητικά και ανάλογα και με τις διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις θα ήταν πιθανή η δυνατότητα επανεργοποίησης του ΔΣΕ. Μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί πως η διατύπωση «περί όπλου παρά πόδα» δεν ήταν μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η βαριά στρατιωτική ήττα σε επίπεδο ηθικού φρονήματος αλλά ότι το ρευστό διεθνές τοπίο τροφοδοτούσε σκέψεις για μια πιθανή επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων με τη βοήθεια των άλλων σοσιαλιστικών χωρών στην περίπτωση που νομιμοποιούσαν κάτι τέτοιο οι εξελίξεις (πχ ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα ή η εκδήλωση μιας διεθνούς κρίσης στην ευρύτερη περιοχή με αποτέλεσμα την παρέμβαση και των ΗΠΑ και των Σοβιετικών).

Από την άλλη ταυτόχρονα με αυτές τις κατευθύνσεις υπάρχει και η απόφαση της ΚΕ της 9 Οκτωβρίου 1949 που ρίχνει το βάρος στη δραστηριοποίηση του (παράνομου) κομματικού μηχανισμού στην Ελλάδα με στόχο τη δημιουργία δημοκρατικού μετώπου που θα ζητούσε γενική αμνηστία και πολιτική ομαλότητα. Οι δύο «αντιφατικές γραμμές» συνυπάρχουν και ενώ τον Μάιο του 1950 αποφασίζεται η αποστολή του Ν. Μπελογιάννη και του Ν. Ακριτίδη για την υπηρέτηση της γραμμής της ειρήνευσης ο Ν. Ζαχαριάδης τον Οκτώβριο του 1950 συνεχίζει να υπερασπίζεται το «όπλο παρά πόδα»[22].

Ωστόσο πρόκειται για μια «φαινομενική» αντιφατικότητα αφού συνέτρεχαν μια σειρά από παράγοντες που στην πραγματικότητα αναδείκνυαν ως σαφή προτεραιότητα την κατεύθυνση της ειρήνευσης και όχι του τρίτου γύρου σε συνδυασμό όμως με την ανάγκη διαχείρισης των συνεπειών της ήττας[23]. Έτσι καταρχάς ήταν δεδομένη η αντίθεση των Σοβιετικών σε μια μορφή νέου γύρου εχθροπαξιών εξ’ ου και η συμφωνία Στάλιν – Ζαχαριάδη γύρω από το ντοκουμέντο της Ρίτσας όπου με σαφήνεια αποκηρυσσόταν το ενδεχόμενο μιας καινούριας στρατιωτικής αντιπαράθεσης[24] Η παρέμβαση του Στάλιν πιθανότητα έγινε για να αποφευχθεί η περαιτέρω εσωτερική ένταση στο πλαίσιο της ήττας- (άλλωστε και προς το τέλος του εμφυλίου  αλλά και αμέσως μετά θα διατυπωθούν κριτικές στη γραμμή της ηγεσίας από διαφορετικές πλευρές και για διαφορετικούς λόγους: (Μάρκος[25], Καραγιώργης[26], Χρύσα Χατζηβασιλείου[27], Παρτσαλίδης[28], Αποστόλου[29]).  Σε κάθε περίπτωση είχε μια σημασία η διατύπωση μιας εκτίμησης  που να λαμβάνει υπόψη της τα αισθήματα ήττας που διακατείχαν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ αφήνοντας μια μικρή ελπίδα πως στο μέλλον θα μπορούσαν να υπάρξουν αλλαγές αυτή της κατάστασης.

Παρόλα αυτά το πρόβλημα παρέμενε και αφορούσε το γεγονός πως παρότι η ηγεσία του ΚΚΕ στην πραγματικότητα δεν εννοούσε τα περί «τρίτου γύρου» η αντίπαλη πλευρά είτε από φόβο είτε/ και από υπολογισμό τα χρησιμοποιούσε για να νομιμοποιήσει τα κατασταλτικά μέτρα απέναντι στα μέλη και τις επιρροές του ΚΚΕ. Σε αυτό ρόλο έπαιζε και η αποστολή  των τηλεγραφημάτων για διάφορες στρατιωτικού χαρακτήρα κινήσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας. Μπορεί ο αριθμός αυτός των τηλεγραφημάτων να ήταν περιορισμένος σε σχέση με το σύνολο μη ξεπερνώντας τα επίπεδο πληροφόρησης που μπορούσε να δώσει ένας απλός στρατιώτης για τη μονάδα του, ωστόσο όλα αυτά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, και χρησιμοποιήθηκαν τελικά, ως εχθρικές κινήσεις από το μετεμφυλιακό κράτος.  Από αυτή την άποψη το συμβολικό «είμαστε στρατός εν υπνώσει» έβλαψε πολύ το ουσιαστικό «παλεύουμε για τα μέτρα ειρήνευσης».                                                                         

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μπελογιάννης κινείται προσπαθώντας να υλοποιήσει την κατεύθυνσης δημιουργίας ενός αριστερού μετωπικού πολιτικού φορέα και έκδοσης μιας ανεξάρτητης αριστερής εφημερίδας αποσκοπώντας ταυτόχρονα στη άσκηση πίεσης για την εφαρμογή των μέτρων ειρήνευσης. Αυτό το στίγμα θα δίνει καθοδηγώντας τα στελέχη του ΚΚΕ στην Αθήνα, αλλά και πραγματοποιώντας συναντήσεις με προσωπικότητες της εκτός ΚΚΕ αριστεράς αλλά και με στελέχη του χώρου της ΕΠΕΚ. Είναι το ίδιο πνεύμα που θα χαρακτηρίσει τις απολογίες του στις δύο δίκες: για τον εμφύλιο φταίει η Δεξιά, αυτό έχει πια τελειώσει, τώρα το ΚΚΕ αγωνίζεται για τη ειρήνευση και την απαλλαγή της χώρας από τους δεσμούς εξάρτησης.

Η γνώμη μας είναι πως αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος στην Κορέα τότε μια σταδιακή μορφή επιβολής κάποιων μέτρων ειρήνευσης μέσω κεντρώων κυβερνήσεων θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί δεδομένης της αρχικά θετικής στάσης των ΗΠΑ. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο ρόλος του Στρατού και του Θρόνου θα περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις (πραγματοποίηση ή όχι μέτρων ειρήνευσης) οι επιλογές συνδέονται άρρηκτα με τη στάση των ΗΠΑ. Θεωρούμε πως χωρίς την αμερικανική στρατιωτική, πολιτική και οικονομική βοήθεια η έκβαση του εμφυλίου θα ήταν διαφορετική κι αυτό το αναγνώριζε η ελληνική άρχουσα τάξη. Η τελευταία βγάνοντας από τον εμφύλιο και έχοντας βιώσει το άμεσο ενδεχόμενο απώλειας της πολιτικής της εξουσίας στηριζόταν αφενός στις ΗΠΑ και αφετέρου στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Μόνο που η στήριξη από της ΗΠΑ είχε και οικονομικές διαστάσεις. Κατά συνέπεια στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν δύσκολο να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί τους. Γι’ αυτό ο Βασιλιάς θα τρέχει να ενημερώσει τους αμερικανούς για τους εκπονούμενους σχεδιασμούς του,  γι αυτό ο Βενιζέλος θα οδηγείται σε παραίτηση από τη στιγμή που χάνει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ, γι’ αυτό η πολιτική ελίτ θα υιοθετεί της παραινέσεις της αμερικάνικης οικονομικής αποστολής για λήψη μέτρων λιτότητας παρότι κάτι τέτοιο προσκρούει στη θέληση της κοινής γνώμης.         

Ο πόλεμος στη Κορέα μετέβαλλε όχι μόνο το διεθνές αλλά και το ελλαδικό πλαίσιο. Η νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ και η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1949) τροποποιούσε ριζικά  τους διεθνείς συσχετισμούς, που είχαν ήδη αλλάξει μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου και την προσχώρηση χωρών της Ανατολικής και Βαλκανικής Ευρώπης στη σοβιετική επιρροή. Η προσθήκη στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο της πολυπληθέστερης χώρας στον κόσμο μετασχημάτιζε δραστικά το τοπίο. Η διένεξη στην Κορέα ίσως να μην είχε πάρει τόση διεθνή έκταση αν αφενός δε συνέβαινε σε μια εποχή που δεν είχαν παγιωθεί οι ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ αι ΕΣΣΔ και αφετέρου δεν εμπλεκόταν η Κίνα. Αντίθετα μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία θεωρήθηκε πως μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για απόπειρα ανακατατάξεων και στη Βαλκανική όπου η Ελλάδα αποτελούσε τον πιο αδύνατο κρίκο για τη δυτική συμμαχία (τέσσερις γειτονικές χώρες στην επιρροή της ΕΣΣΔ, στρατιωτικές δυνάμεις του ΚΚΕ στις ανατολικές χώρες, ύπαρξη σημαντικής πολιτικο-ιδεολογικής εμβέλειας του παράνομου ΚΚΕ στο εσωτερικό της Ελλάδας).   

Οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένες να δεχτούν οποιαδήποτε εξέλιξη εντός Ελλάδας που θα διευκόλυνε τους πιθανολογούμενους, από μερίδα του Σταίητ Ντιπάρτμεντ, σοβιετικούς σχεδιασμούς. Γι’ αυτό συνέβη η εκτέλεση του Νικηφορίδη, όχι γιατί ήταν αριστερός, άλλωστε πολλοί άλλοι αριστεροί με πολύ  μεγαλύτερη εμπλοκή στο κομμουνιστικό κίνημα δεν εκτελέστηκαν, αλλά διότι ασχολούνταν με τη δημιουργία κινήματος ειρήνης στην Ελλάδα, κίνηση που αποτελούσε «άμμο στα γρανάζια» της αμερικάνικης πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ αλλάζουν θέση για τους ελληνικούς εξοπλισμούς και τον αριθμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ζητούν την αύξησή τους, επιθυμούν τη δραστική περιστολή των μέτρων ειρήνευσης, έχουν δυσπιστία απέναντι στις κεντρώες δυνάμεις (παρά τις ατέρμονες προσπάθειες των τελευταίων για να διασφαλίσουν την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ μεταβάλλοντας την πολιτική τους συνεχώς προς πιο μετριοπαθείς κατευθύνσεις) καταλήγοντας πως αυτό που χρειάζεται στην Ελλάδα είναι μια ισχυρή δεξιά κυβέρνηση με επικεφαλής τον Παπάγο.  

Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει σύμπλευση μεταξύ ΗΠΑ- Στρατού- Θρόνου- Δεξιάς- οικονομικού κατεστημένου: γύρω από τη συντριβή της κομμουνιστικής επιρροής με όλα τα μέσα. Φυσικά η υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι εύκολη: και γιατί έχει να αντιμετωπίσει τις παρεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της, αλλά και γιατί θα πρέπει να λάβει υπόψη και τα φιλειρηνικά αισθήματα των κεντρώων και αριστερών ψηφοφόρων. Γι’ αυτό επιλέγεται να γίνει με ταχύτατες διαδικασίες όχι μόνο η δεύτερη δίκη αλλά και η πραγματοποίηση των εκτελέσεων έτσι ώστε να μην προλάβουν να γιγαντωθούν οι διαμαρτυρίες αλλά  γι’ αυτό επίσης προκρίνεται να παραμείνει γι’ αρκετό χρόνο ακόμα το μετεμφυλιακό πλαίσιο περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού παρά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ και την παραμονή στο ανατολικό μπλοκ της ηγεσίας του ΚΚΕ και μεγάλου μέρους στελεχών και μελών του. 

Βάση των παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε και τη τελική εξέλιξη που έχει η υπόθεση των ιδεαιτών αξιωματικών που είχαν συμμετάσχει στο στρατιωτικό κίνημα της 30ης και 31ης Μαΐου 1951. Έτσι παρά το πόρισμα καταπέλτης του Ταγματάρχη Ζωζωνάκη όπου περιγραφόταν τόσο η όλη δραστηριότητα του ΙΔΕΑ όσο και ο ρόλος του καθενός από τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς όχι μόνο δεν υπήρχε δικαστική συνέχεια αλλά οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο Στρατός και οι ΗΠΑ επιθυμούσαν σφόδρα μια τέτοια εξέλιξη και οι φιλοδεξιός τύπος με προεξάρχουσα την Ακρόπολη ζητούσαν να σταματήσει κάθε δίωξη. Μάλιστα η Ακρόπολη δημοσίευσε την έκθεση του υποστράτηγου Καυκά που συμμετείχε στην ανάκριση, θεωρούνταν μέλος του ΙΔΕΑ, όπου ο Ζωζωνάκης χαρακτηριζόταν ως «εθνικός εγκληματίας» δεδομένου πως κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αρκετές περιπτώσεις κατηγορούμενων με το Γ’ ψήφισμα είχε αρνηθεί να τους καταδικάσει. Τελικά με βασιλικό διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου 1952 αμνηστεύτηκαν όλα  τα πολιτικά αδικήματα των αξιωματικών του ΙΔΕΑ για την περίοδο από τον Απρίλιο του 1949 μέχρι τον Αύγουστο του 1951.

Σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς κινηματίες οι δύο δίκες του Μπελογιάννη και των συγκατηγορουμένων του διεξήχθησαν κανονικά, για την ακρίβεια αφού  η πρώτη δίκη δεν οδήγησε σε εκτελέσεις χρειάστηκε και η δεύτερη δίκη για να διασφαλιστεί το αποτέλεσμά της  

Η πρώτη δίκη  αφορούσε το δίκτυο λειτουργίας του παράνομου μηχανισμού και ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου αλλά λίγες μέρες μετά, στις 27 Οκτωβρίου, ανέλαβε ο Πρωθυπουργός ο Πλαστήρας όπου είχε ως σημαντικό άξονα της πολιτικής του τα μέτρα ειρήνευσης. Φυσικά, όπως είδαμε πρόκειται για πολύ περιορισμένης εμβέλειας μέτρα αλλά, σε κάθε περίπτωση, μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και η μη πραγματοποίηση εκτελέσεων στη βάση του 509. Μάλιστα, όπως φαίνεται στα πρακτικά, γίνεται και προσπάθεια διακοπή της δίκης αλλά προσκρούει στην αντίδραση του προέδρου του δικαστηρίου. Αυτή η δίκη περιλαμβάνει πληθώρα κατηγορουμένων, (93), οδηγεί σε 12 θανατικές καταδίκες οι οποίες όμως δε θα εκτελεστούν. Πολλοί κατηγορούμενοι κρατούν ηρωική στάση, αρκετοί κατηγορούμενοι θα θεωρηθούν άσχετοι με την υπόθεση και θα αθωωθούν, άλλες αθωώσεις θα είναι εμφανές πως θα προέλθουν λόγω της αποκήρυξης του ΚΚΕ από τους κατηγορούμενους.  

Σίγουρα για όλους αυτούς τους λόγους το αποτέλεσμα αυτής της δίκης δεν ήταν αυτό που επιθυμούσαν οι κυρίαρχες δυνάμεις. Η δεύτερη δίκη που θα προσδιοριστεί αμέσως μετά το τέλος της πρώτης θα αφορά μικρότερο αριθμό κατηγορουμένων με πολύ μεγαλύτερο βαθμό εμπλοκής και με το πιο «βαρύ» κατηγορητήριο της κατασκοπίας. Το χαρακτηρίζουμε ως πιο «βαρύ» τόσο γιατί περιελάμβανε τη θανατική ποινή χωρίς τη δυνατότητα αυτόματης μετατροπής της ποινής μέσω κυβερνητικής ρύθμισης αλλά μέσω παροχής χάριτος από το Συμβούλιο Χαρίτων ή από το Βασιλιά, όσο και γιατί μια δίκη βάση του 509 ουσιαστικά σήμαινε την ποινικοποίηση της μετεμφυλιακής συμμετοχής στο ΚΚΕ αλλά μία δίκη βάση του νόμου περί κατασκοπίας ήταν κάτι που δημιουργούσε σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες νομιμοποίησης των καταδικών. Έτσι διενεργήθηκε στη βάση της ύπαρξης των ασυρμάτων και πάνω σε καταδόσεις, μαρτυρίες προσώπων, παρακολουθήσεις κλπ.

Η δεύτερη δίκη είχε δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορούσε την πάλη ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα, ελληνικό και διεθνές, και εδώ δεν υπάρχει διαφορά σε σχέση με τη δεύτερη. Η δεύτερη διάσταση σχετιζόταν με την προσπάθεια κάθετου διαχωρισμού με τις δυνάμεις που μπορεί να επιδίωκαν όχι συνεργασία αλλά έστω και κάποιους είδους επαφή με το ΚΚΕ. Βασικός άξονας ήταν η παρουσία Μπάτση στη δίκη. Ο Μπάτσης δεν είχε κάποια σχέση με τους ασύρματους αλλά μόνο με τη διακίνηση των οικονομικών πόρων του παράνομου μηχανισμού.  Ωστόσο θα καταδικαστεί ακριβώς λόγω της καταγωγής του και της επιστημονικής του δραστηριότητας. Με το Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα αποδεικνύει πως μπορεί να υπάρχει ένας εναλλακτικός δρόμος παραγωγικής ανασυγκρότησης για τη χώρα εντελώς διαφορετικός από αυτό που η άρχουσα τάξη χάραζε. Η αστική του καταγωγή έδειχνε πως η επιρροή του ΚΚΕ μπορούσε να διεμβολίσει  ακόμα και γόνους της αντίπαλης τάξης. Ουσιαστικά το νόημα που έχει η καταδίκη Μπάτση είναι καμία συνεργασία με κανένα τρόπο με το κομμουνιστικό κόμμα. Έχει γραφτεί η πλευρά αυτή πως αποτελούσε μια συμβολική διάσταση. Αυτό είναι σωστό αλλά ταυτόχρονα είναι και μερικό γιατί η πολιτική- πρακτική πλευρά της καταδίκης Μπάτση έχει επίσης μια ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για την παγίωση του αντικομμουνισμού ως βασικού διαχωριστικού στοιχείου και την καταδίκη των οποιονδήποτε επαφών προοδευτικών αστικών κομμάτων με αυτήν το ΚΚ.  Το ΚΚΕ δεν έπρεπε να έχει τη νομιμοποίηση να χρησιμοποιεί διαύλους. Ο Μπελογιάννης αλλά και το ΠΓ του ΚΚΕ με σχετική ανακοίνωσή του κατά τη διάρκεια της δίκης απαντώντας σε αυτό επιβεβαιώνουν τις επαφές με ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα έχει αρχίσει μια έντονη φημολογία πως μέρος των σημάτων Βαβούδη δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα ακριβώς επειδή βεβαιώνει αυτές τις επαφές ενώ πλανάται στον αέρα η διάδοση πως το όνομα Φουστανελάς που περιέχεται στον κώδικα Βαβούδη αντιστοιχεί στον Πλαστήρα. Η ενέργεια αυτή από την πλευρά Μπελογιάννη- ΚΚΕ είχε το νόημα πως όσες απαγορεύσεις και αν έβγαζε η άρχουσα τάξη, είναι τέτοια η εμβέλεια του κομμουνιστικού κόμματος που αναγκαστικά θα γίνονται επαφές με τμήματα του προοδευτικού αστικού προσωπικού.

Ο Μπάτσης σε αυτό το πλαίσιο δεν αρκεί να αποκηρύξει το ΚΚΕ, ούτε να διατρανώσει την πίστη του στο αστικό καθεστώς και στις ΗΠΑ ζητώντας να τον στείλουν να πολεμήσει στην Κορέα, ούτε ακόμα το να αναφέρει συνεργάτες του στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Πρέπει να φτάσει ένα βήμα παραπέρα, να συμμετάσχει ενεργά στη σκευωρία των αεροπόρων καταγγέλοντάς την υποτιθέμενη κομμουνιστική συνομωσία στο στράτευμα. Δεν αρκεί, δηλαδή, να πει ό,τι γνωρίζει, ούτε να μεταμεληθεί, θα πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο στους περαιτέρω σχεδιασμούς λέγοντας ψέματα.

Έτσι, σε ατομικό επίπεδο οι Μπελογιάννης, Καλούμενος και Αργυριάδης θα εκτελεστούν λόγω των νευραλγικών θέσεων που κατείχαν στο μηχανισμό του ΚΚΕ (άσχετα αν οι δύο τελευταίοι θα διαχωρίσουν στη δίκη τη θέση τους σε σχέση με το ΚΚΕ) ενώ ο Μπάτσης ως αποστάτης αστός που δε δέχτηκε να συνεργαστεί μέχρι το τέλος, που δεν αποδέχτηκε να πει τη ψευδή «αλήθεια» που έλεγε η τάξη του.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως δεδομένων δύο παραμέτρων οι δύο δίκες ήταν αναμενόμενο να καταλήξουν σε πραγματοποίηση εκτελέσεων. Οι δύο παράμετροι είναι από τη μία η ένταση του Ψυχρού Πολέμου μέσα από την εκτύλιξη του πολέμου στην Κορέα και από την άλλη η ανάγκη αποκρυστάλλωσης ενός θωρακισμένου ελληνικού πολιτικού συστήματος που να μη διαπερνάται από τα βασικά αιτήματα του ΚΚΕ. Από ορισμένες πλευρές έχει διατυπωθεί η άποψη πως ίσως να ήταν διαφορετική η εξέλιξη αν ο Ζαχαριάδης δε χαρακτήριζε την περίφημη επιστολή Πλουμπίδη, με την οποία ο τελευταίος αναλάμβανε την ευθύνη της λειτουργίας του παράνομου μηχανισμού ου ΚΚΕ, ως ψευδή και χαφιέδικη. Ωστόσο εμείς πιστεύουμε πως η δυναμική των πραγμάτων ήταν τέτοια που οι εκτελέσεις θα γινόντουσαν ακόμα κι αν θεωρούνταν από όλες τις πλευρές ως αληθής η δήλωση Πλουμπίδη. Άλλωστε κανείς δεν κατηγόρησε ποτέ τους Αργυριάδη και Καλούμενο πως ήταν σε καθοδηγητικά πόστα αλλά αυτό δεν απέτρεψε την εκτέλεσή τους. Βεβαίως αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατοπινή στάση του ΚΚΕ απέναντι στο Ν. Πλουμπίδη όπου όταν εκείνος εκτελούνταν φωνάζοντας «ζήτω το ΚΚΕ» ο σταθμός του κόμματος με ανακοίνωσή υποστήριζε πως με τη βοήθεια της ασφάλειας ο «Μπάρμπας» είχε διαφύγει στις ΗΠΑ.  Στην πραγματικότητα η απόδοση της ρετσινιάς του «χαφιέ» στον Πλουμπίδη δεν αποτελεί παρά την τραγική κατάληξη μιας μεγάλης σειράς αλληλοκατηγοριών που ξεκίνησαν από τα Δεκεμβριανά και ‘φτάσαν μέχρι την 6η ολομέλεια του΄56. Το ερώτημα αν ήταν ο Σιάντος πράκτορας της Ιντελιτζεντ Σέρβις, όπως, μετά θάνατον τον κατηγόρησε το ΚΚΕ το 1950[30] θα έχει ως απόληξή του το ερώτημα για το αν ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ήταν πράκτορας και πώς γλίτωσε σώος και αβλαβής από το Νταχάου[31]. Στο ενδιάμεσο  είχαν αποκαλεστεί πράκτορες ή είχαν εγερθεί σοβαρές κατηγορίες για τους Παρτσαλίδη[32], Καραγιώργη[33], Χατζηβασιλείου[34], Βαφειάδη[35], Πλουμπίδη.   Αν σε όλα αυτά συμπληρώσουμε το γενικό πολιτικό πλαίσιο της ήττας, του μη καταλογισμού πολιτικών ευθυνών για τη γραμμή που ακολουθήθηκε, τη διείσδυση της ασφάλειας στο εναπομείναν τμήμα του ΚΚΕ στην Ελλάδα τότε μπορούμε να κατανοήσομε πως το θέμα της «πρακτορολογίας» δεν αφορούσε μόνο τους προαναφερόμενους αλλά και πλήθος άλλων στελεχών και απλών μελών του ΚΚΕ που μέσα στο κλίμα της ήττας και της ανασφάλειας αποκαλούνταν «πράκτορες» από τους μέχρι τότε συντρόφους τους[36][37].    

 

Αναμφίβολα κάθε σημαντική ιστορική εποχή έχει τα μεγαλεία και τις τραγωδίες της. Στα μεγαλεία συγκαταλέγουμε τη στάση των όλων όσων και με κίνδυνο της ζωής τους δεν πρόδωσαν τα πιστεύω τους αγωνιζόμενοι για την έξοδο της κοινωνίας μας από την ανθρώπινη προϊστορία.  Στις τραγωδίες περιλαμβάνονται όλα τα λάθη που διέπραξαν απαράτ και ηγετικές μορφές του κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο κι αυτά δεν έγιναν παρά για να επιβεβαιώσουν τη γνωστή ρήξη του Κάρολου Μαρξ από τη 18 Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη:

«Αντίθετα, οι  προλεταριακές επαναστάσεις… κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε στιγμή την πορεία τους, γυρίζουν πάλι σε κείνο που φαίνεται πώς έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, χλευάζουν με ωμή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες που παρουσιάζουν οι πρώτες δοκιμές τους, φαίνονται πως ξαπλώνουν κάτω τον αντίπαλό τους μόνο για να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη Γη και να σηκωθεί μπροστά τους πιο γιγάντιος, οπισθοχωρούν ολοένα μπροστά στην απροσδιόριστη απεραντοσύνη των ίδιων των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθούν όροι πού κάνουν αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα…»

                             

 

    

 

 

 

 


[1] Μεταξύ αλλων ο Γκρέιντι ανέφερε: «Ο Αμερικανικός λαός εντούτοις δικαούται να αναμένη… ότι οιαδήποτε ελληνική κυβέρνησις, η οποία ελπίζει να εξακολουθήσει λαμβάνουσα την γεναιοδώρος παρεχομένην βοήθειάν του, θα αξιοποιήση τη βοήθειαν αυτήν εις το μέγιστον δυνατίν βαθμόν. Κατά τη γνώμην μου, μόνο μια σταθερά και ικανή κυβέρνησις, χαίρουσα της υποστηρίξεως του Λαού και της Βουλής, θα δύναται να ενεργήση με το θάρρος και την σταθερότητα μακρόπνοου πολιτικής άτινα είναι απαραίτητα δια την συνετήν χρησιμοποίησιν της βοηθείας την οποίαν παρέχει ο αμερικανικός λαός…» και αναφέρομενος στα μεγάλα έργα που θα πρέπει να γίνουν καθώς και στη μείωση του αριθμού των ενόπλων δυνάμεων υπογραμμίζει: «Εν τούτοις τοιαύται αποφάσεις δεν είναι  εύκολον να ληφθούν  και μόνον από μίαν κυβέρνησιν ικανήν να εξασφαλίση και να διαηρήση την εμπιστοσύνη της Κοινής Γνώμης, δια της τόλμης της και της προσηλώσεώς της εις το κοινόν συμφέρον, δύναται τις να αναμένη ότι θα κατορθώσει να φέρη εις πέρας το έργον της ανασυγκροτήσεως… Εις την ελληνικήν κυβέρνησιν και εις την ελληνικήν Βουλήν εναπόκειται να αποφασίσουν κατά πόσον επιθυμούν να συνεχισθή η παροχή της αμερικανικής βοηθείας και συνεπώς εάν αναλαμβάνουν τας ευθύνας, αι οποίαι αποτελούν την προϋπόθεσαν δια την επιτυχίαν του επιδιωκόμενου σκοπού. Η αμερικανική κυβέρνησις έχει την υποχρέωσιν και την πρόθεσιν όπως, προκειμένου περί των χωρών του Σχεδίου Μάρσαλ, κρίνη κατά πόσον αι επιτεύξεις… δικαιολογούν την συνέχισιν της βοηθείας κατά τη μέχρι σήμερον προβλεπομένην έκτασιν. Ελπίζω ότι η σαφής, αύτη δήλωσις, ότι η ελληνική ανόρθωσις απασχολεί σοβαρά τας Ημωμένας Πολιτείας θα τύχη της δέουσας προσοχής εκ μέρους του ελληνικού και των  εκπροσώπων του και θα ληφθούν το ταχύτρον δυνατόν υπό τα νεας βουλής αοφάσεις δια την θαρραλέαν ανάληψιν μεγαλοπνόου προσπαθείας δια την ανοιδόμησιν» (ανα΄φερεται στο Λιναρδάτος 1977: 105- 107).

[2] Σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το κόμμα των Φιλελευθέρων αναφερόταν πως η Κυβέρνηση προτίμηση να παραιτηθεί λαμβάνοντας υπόψη: «1) την έκδηλον προτίμησιν του συμμαχικού παράγοντος δι’ άλλον κυβερνητικόν σχήμα με ευρυτέραν κοινοβουλευτικήν βάσιν 2) Την υπό του ιδίου παράγοντος πρόσφατον υποβολήν εις την κυβέρνησιν προς άμεσον επίλυσιν σειράς δυσχερεστάτων ζητημάτων τινά των οποίων από ετών εκκρεμούν και την προβαλλόμενην σκοπιμότητα της ανάλήψεως τοιαύτης εκτάσεως προσπαθείας υπό ευρυτέρας κυβερνήσεως» (αναφέρεται στο Λιναρδάτος 1977: 110- 111).

[3] Συγκεκριμένα στη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ο Βενίζελος ανάφερε: «Μετά τη συντριβή του συμμοριτισμού η λήθη του κακού παρελθόντος εμφανίζεται ως στοιχείον  χρήσιμον  δια την» επάνοδον της χώρας εις την γαλήνην. Αλλ’ η λήθη δεν ημπορεί να λειτουργήσει ετεροβαρώς…. Όσοι ηδικήθηκαν θα εύρουν δικαιοσύνην, όσοι μεταμελήθηκαν ειλικρινώς θα εύρουν επιείκιαν. Όσοι εμμένουν εις την υπηρεσίαν των εχθρών της Πατρίδος θα καταστούν ακίνδυνοι για το Έθνος. Εν πάση περιπτώη Κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίση οιανδήποτε υποτροπήν της προδοσίας κατά τον πλέον αμείλικτον τρόπον» (αναφέρεται στο  Λιναρδάτος 1977: 153).

[4]Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν ένας εισπράκτορας του ΟΛΠ ομολόγησε καταχρήσεις του οργανισμού που υπολογίζοντας σε 7,5 δις της εποχής εκείνης. Σε λίγες μέρες συνελήφθησαν περίπου 15 άτομα μεταξύ των οποίων και ανώτατοι υπάλληλοι του Οργανισμού. Η πολιτική πλευρά της υπόθεσης έγκειται στο ότι ο βασικός κατηγορούμενος ήταν κομματικός παράγοντας του Λαϊκού κόμματος, εξέδιδε φιλική εφημερίδα (Η φωνή του αγρότη) και για ένα διάστημα ήταν αποσπασμένος στο ιδιαίτερο πολιτικό γραφείο του Τσαλδάρη.   Για το όνομα του Τσαλδάρη είχε αφήσει υπαινιγμούς το Βήμα σε δημοσίευμά του. Τελικά ύστερα από μήνυση του Τσαλδάρη ο εκδότης του Βήματος Δ. Λαμπράκης   και ο διευθυντής Γ. Συριώτης σε δίμηνη φυλάκιση για απλή δυσφήμηση. Υπάρχει η εκτίμηση πως το συγκρότημα Λαμπράκη τεχνητά διόγκωσε το εν λόγω ζήτημα για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία νέου δεξιού κόμματος υπό την ηγεσία του Παπάγου (Λιναρδάτος 1977: 170). 

[5] Όπως αναφέρει ο Πιουριφόι στη σχετική ενημέρωση που έκανε στο Σταίητ Ντιπάρμεντ:  «Είπα στην Αυτού Υψηλότητα πως πίστευα ότι είχε καταλήξει σε καλή λύση για την Ελλάδα και πως θα μπορούσε να βασίζεται στην πλήρη συνεργασία της Πρεσβείας» ( Foreign Relations….4/11/1950)

[6] Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μετά το κίνημα του 1943 διατάχθηκαν όλοι οι στρατιωτικοί από το Βασιλιά να  πλαισιώσουν τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, τα μέλη του ΣΑΝ δεν εξετέλεσαν τη διαταγή του Βασιλιά, αλλά υπέβαλαν προτάσεις και όρους  (Μπουλούκος 1989: 43).

[7] Σύμφωνα με το πόρισμα του ανακριτή Ταγματάρχη Α. Ζωζωνάκη ο ΙΔΕΑ περιελάμβανε στους κόλπους του 1700 αξιωματικούς το 1947 και 2500 το 1948 βλ. Ελευθερία της 25ης Ιανουαρίου 1950.

[8]Για τις μεθόδους με τις οποίες οι Ιδεαίτες συντελούν στο διαχωρισμό των αξιωματικών σε «εμείς» και «εκείνοι» βλ. Σταύρου 1976: 131

[9]Αξίζει να αναφερθεί πως είναι η πρώτη φορά που ψηφίζουν και οι γυναίκες σύμφωνα με υποχρέωση που είχε αναλάβει η χώρα  έναντι του ΟΗΕ. Το σχετικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε στη Βουλή στις 3 Απριλίου ενώ απορρίφθηκε με ψήφους 72 έναντι 64 τροπολογία που πρότεινε ο Μανιαδάκης να στερούνται οι γυναίκες του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (Λιναρδάτος 1977: 220).      

[10] «Επειδή κυκλοφορούσαι φήμαι καθ’ ας η παραίτησις του Στρατάρχου Παπάγου οφείλεται ουχί σε λόγους υγείας αλλ’ εις εχθρικήν προς αυτόν στάσιν της Αυλής, ο Μέγας Αυλάρχης έχει την τιμήν ίνα όπως βοηθήσει την Υμετέραν Μεγαλειότητα εις το μέγα και πατριωτικό της έργον θέσει ευλαβώς την παράιτησιν ολοκλήρου της Αυλής εις την διάθεσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητας» (αναφέρεται στο Γρηγοριάδης χχ: 82). 

[11]« …Έχω επίγνωσιν της σοβαρότητος των στιγμών τας οποίας διέρχεται η Πατρίς και σταθμίσας τας ευθύνας απέναντι της ιστορίας, αποφάσισα να κατέλθω εις τον εκλογικόν αγώνα. Καλώ τους Έλληνας να με περιβάλλουν δια της εμπιστοσύνης των, ίνα να απαλλαγή η Ελλάς της ακυβερνησίας και αποκτήση την σταθεράν κυβέρνησιν της οποίας έχει ανάγκην» (αναφέρεται στο  Γρηγοριάδης χχ: 90).

[12] Βλ. όσα αναφέρει ο Νικολακόπουλος (Νικολακόπουλος 2000: 106- 107).

[13] Μάλιστα σε επιστολή του προς τον Παύλο σημείωνε: «Η απόφασίς μου να αναμιχθώ εις (αυτάς) τας εκλογάς  εθεμελιώθη κυρίως επί της ιδέας: όπως δοθή εις τον λαόν διέξοδος  εις το να αποκτήση, παρά το (εκλογικόν) σύστημα κυβέρνησιν ομοιογενή και σταθεράν..» Και δε σταματά εκεί ο Παπάγος αλλά κανείς σαφείς νύξεις στο ποιους θεωρεί υπεύθυνους για την ακυβερνησία  «Και το αποτέλεσμα τούτο θα είχεν ήδη επιτευχθεί… αν δεν εσημειούντο αι πρωτοφανείς κομματικαί παρεμβάσεις της διεξαγαγούσης τας εκλογάς κυβερνήσεως και αι άλλαι πάσης φύσεως επεμβάσεις, αι οποίαι ήρκεσαν εις αλλοίωσιν της ψήφου μερίδας του λαού» (παραίθεται στο Γρηγοριάδης χχ:  100). Ο Παρασκευόπουλος αναφέρει πως ο Παπάγος έκανε ένα επιτυχή τακτικό ελιγμό αφού δύο μέρες πριν είχε βεβαιώσει τον Παύλο πως δεν πρόκειται να πολιτευτεί και ο τελευταίος ήσυχος πια προκήρυξε εκλογές (Παρασκευόπουλος 1987: 138) 

[14] Βλ και τη σχετική ομιλία στο Κογκρέσο του Προέδρου Χ. Τρούμαν βάση της οποία εγκρίθηκε η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα,  Ριζοσπάστης της 13/3/1947.

[15]Έτσι μεταξύ άλλων ανέφερε και τις ακόλουθες κατευθύνσεις: «…Την πραγματικήν ανασυγκρότησιν της χώρας, χωρίς την διασπάθισιν της γενναιόφρονος βοηθείας την οποίαν μας παρέχει η Μεγάλη  φίλη μας, η Αμερικανική Δημοκρατία 2) Την πλήρη αποκατάστασιν της τόσο ποθητής, εις όλους τους Έλληνας ειρηνεύσεως και γαλήνης δια της εξασφαλίσεως ταξεως, ισοπολιτείας και δικαιοσύνης εις όλους τους πολίτας  αδιαφόρως πολτικών φρονιμάτων και Δημιουργίαν Κράτους ικανού να πατάσση αμειλίκτως κάθε αυθαιρεσίαν και έκνομον πράξιν οποθενδήποτε προερχομένην 3) Τον ηθικόν καθαρμόν μετά πλήρη αποκάλυψιν εκείνων οι οποίοι ωργίασαν επί των οικονομκών ερειπίων της Ελλάδος 4) την πάταξιν της διαφθοράς που λυμαίνεται σήμερον τον τόπο μας  και έχει φέρει εις οικονομικήν εξαθλίωσιν τας εργαζομένας τάξεις … Η διαφθορά αυτή θα είχεν επιφέρει ολοκληρωτικήν κατάρρευσιν της Εθνικής μας Οικονομίας εάν δεν υπήρχε η Αμερικανική βοήθεια…ζητώ την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού… δια να εξασφαλίσω εσωτερικών μεν την ειρήνην, ισοπολιτείαν, δικαιοσύνην, εξωτερικώς δε την σύσφιγξιν των δεσμών με τους Μεγάλους μας Συμμάχους αλλά και την αποκατάσταση φιλικών, πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με όλους τους γείτονας μας, μικρούς και μεγάλους…) (αναφέρεται στο Λιναρδάτος 1977: 26).  

[16] Συγκεκριμένα στην ανακοίνωση που θα ακολουθήσει αναφέρεται πως οι δύο αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν στους 4 έλληνες πολιτικούς τα εξής: «Οι Αμερικανοί πιστεύουν, ότι είναι ουσιώδες να υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα και συνέχεια κατά την κρίσιμον περίοδον της ανασυγκροτήσεως. Έχουν τον δισταγμόν ότι μια κυβερνητική κρίσης, ή νέαι εκλογαί θα δημιουργήσουν συνθήκας  ασταθείας αι οποίαι θα εμποδίσουν ή θα καθυστερήσουν σοβαρώς την αμερικανικήν βοήθειαν εις πέρας την ανασυγκρότησιν και προφανώς εξακολουθεί να τυγχάνη ευρείας υποστηρίξεως από μέρους του Ελληνικού Λαού και της Βουλής. Δια τον λόγον ακριβώς αυτόν έχει την εμπιστοσύνην και την υποστήριξιν και των Αμερικανών» (αναφέρεται στο  Λιναρδάτος 1977: 137). 

[17] Στις αρχές Ιουνίου στις ΗΠΑ ο γερουσιαστής Μακάρθι εξαπέλυσε κατηγορίες ενάντια στο Σταίητ Ντιπάρτμεντ σύμφωνα με τις οποίες τουλάχιστον 300 αμερικανοί διπλωματικοί υπάλληλοι ήταν ύποπτοι για φιλοκομμουνιστική δράση

[18] ¨Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση: «Εκτός από τον κίνδυνο της άμεσης στρατιωτικής επίθεσης από την ΕΣΣΔ, η εξωτερική απειλή για την Ελλάδα εντοπίζεται στο βουλγαρικό και αλβανικό στρατό και στις ελληνικές αντάρτικες δυνάμεις που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτές τις χώρες . Υπολογίζεται ότι οι βουλγαρικές δυνάμεις αριθμούν  μεταξύ 85.000-150.000 καλά εξοπλισμένους και καλά εκπαιδευμένους άνδρες με δυνατότητα επέκτασης της κινητοποιούμενης δύναμης σε περίπου 600.000 εκπαιδευμένους άνδρες. Οι αλβανικές δυνάμεις υπολογίζεται ότι αριθμούν περίπου 45.000 άνδρες απροσδιόριστης στρατιωτικής εκπαίδευσης . Οι Έλληνες αντάρτες στη Βουλγαρία εκτιμούνται μεταξύ 3.000 και 12.000 και στην Αλβανία μεταξύ 300 και 3.000 . Δεν υπάρχουν γνωστές Σοβιετικές μονάδες μάχης στη Βουλγαρία ή την Αλβανία , αν και εκτιμάται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 2.000 σοβιετικοί στρατιωτικοί "τεχνικοί" στη Βουλγαρία και ένας πολύ μικρότερος αριθμός στην Αλβανία» (Foreign Relations….19/9/1950))

 

[19] Ο Νικηφορίδης και η ομάδα του είχαν κατορθώσει μέσα σε μερικούς μήνες να μαζέψουν 60000 υπογραφές για το κείμενο έκκλησης της Στοκχόλμης υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού.  Στις 8 Ιανουαρίου 1951 οι δυνάμεις καταστολής διέλυσαν το Δημοκρατικό Φιλειρηνικό Μέτωπο Νέων και συνέλαβαν το Νικηφορίδη και 14 άλλα μέλη της οργάνωσης με μόνη κατηγορά ότι συνέλεγαν υπογραφές. Στη συνέχεια το κατηγορητήριο διευρύνθηκε για να υπαχθεί στο ν. 509 και στις 25 Φεβρουαρίου το έκτακτο στρατοδικείο κατά δίκασε σε θάνατο το Νικηφορίδη ο οποίος εκτελέστηκε στις 6 Μαρτίου (Λυμπεράτος 2008).   

[20] Δημοκρατική της 20/10/1951.

[21]Αρκεί να αναλογιστούμε τη σημασία που δινόταν τότε από το οικογενειακό περιβάλλον στο να γίνει ο γιος αξιωματικός ή να παντρευτεί η κόρη με αξιωματικό ώστε να είναι η οικογένεια «μέσα στα πράγματα» (Σακελλαρόπουλος 1998: 157). 

[22] Στην εισήγησή του στην 3η συνδιάσκεψη του Κ.Κ.Ε αναφέρει «…θα πρέπει να κάνουμε γρήγορα την ανασύνταξη και αναδιάταξη των δυνάμεών μας για να είμαστε στην καινούρια κατάσταση έτοιμοι για τους καινούριους αγώνες. Βασικό σ΄αυτή την κατάσταση είναι το γεγονός ότι η ήττα μας στο Βίτσι-Γράμμο δεν ήταν αποφασιστική. Ότι εμείς σταματήσαμε μόνοι τον αγώνα. Έτσι διατηρήσαμε σώο το μεγάλο μέρος των κύριων δυνάμεων και αυτό το πράγμα είναι που βάζει βασικά τη σφραγίδα του, όχι μόνο για σήμερα, αλλά και στις προοπτικές των αυριανών αγώνων στην Ελλάδα» (Ζαχαριάδης 1952: 70-71).

[23] Όπως εύστοχα παρατηρεί η Ι. Παπαθανασίου: «Είχε ως αντικείμενο την υποστήριξη του ηττημένου και πρόχειρα στρατοπεδευμένου στρατού του, στις όμορες χώρες εν όψει της οριστικής μετακίνησης και εγκατάστασης του στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ» (Παπαθανασίου 2002: 144).

[24] Στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1949 (ο Γούσιας αναφέρει πως ο Ζαχαριάδης αναχώρησε για την ΕΣΣΔ στις 4/9/49) ο γγ του ΚΚΕ συνάντησε τον Ι. Στάλιν σε μια βίλα στη λίμνη Ρίτσα στη Αμπχαζία Ο λόγος ήταν η ανάγκη ύπαρξης ενός ντοκουμέντου που να αναφέρεται στα αίτια  της ήττας του ΔΣΕ. Ο Ζαχαριάδης παρουσίασε μια πρώτη εκδοχή και ο Στάλιν κυρίως επέμεινε  στη απάλειψη της εκτίμησης πως «η υποχώρηση του ΔΣΕ είναι προσωρινή». Τελικά το κείμενο εγκρίθηκε από το Στάλιν ο οποίος το προσυπέγραψε δείχνοντας με  αυτό τον τρόπο τη συγκατάθεση του ΚΚΣΕ για τις περαιτέρω ενέργειες του ΚΚΕ. Μεταξύ άλλων στο συγκεκριμένο κείμενο αναφέρονται «1.Υστερα από την ήττα του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) στο Βίτσι - Γράμμο, η κατάσταση στην Ελλάδα άλλαξε, πράγμα που υποχρεώνει το ΚΚΕ να αλλάξει την πολιτική του γραμμή…. .Στην καινούρια κατάσταση που δημιουργήθηκε, η καθοδήγηση του ΚΚΕ ενέργησε σωστά αποκρούοντας την τυχοδιωκτική "τακτική συνέχισης της επίθεσης ό,τι και να γίνει" με την αναπόφευκτη συνέπεια της συντριβής των στελεχών και εφαρμόζοντας την τακτική της υποχώρησης που έδωσε τη δυνατότητα να σωθούν τα στελέχη από τα χτυπήματα και να φυλαχτούνε για τους μελλοντικούς αγώνες.»  Πάνω στο κείμενο αυτό στηρίχτηκε λίγες μέρες μετά η απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ καθώς και  απόφαση της 6ης Ολομέλειας  της 9ης Οκτώβρη 1949. (http://www.rizospastis.gr/static.do?page=/history/dse/DSE_MEROS_83_09-02-97_12.jsp   προσπέλαση στις 10/4/2016).

[25] Ο Μάρκος Βαφειάδης όντας μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και σημαντικό στέλεχος του ΕΛΑΣ διαφώνησε με τον Βελουχιώτη στην προοπτική επίθεσης εναντίων των Αγγλων ενώ διαφώνησε με το Ζαχαριάδη το 1946 για την επανέναρξη των μαχών. Τον Οκτώβριο του 1946 ανέλαβε Αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού και το 1947 Πρωθυπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Το 1948 υιοθέτησε την άποψη της υιοθέτησης παρτιζάνικου αγώνα με σκοπό το συμβιβασμό μ τους Άγγλους  και ήρθε σε σύγκρουση με το Ζαχαριάδη. Καθαιρέθηκε από κάθε αξίωμα, διαγράφηκε από το ΚΚΕ και εξορίστηκε στην ΕΣΣΔ.

[26] Ο Καραγιώργης που διετέλεσε διευθυντής του Ριζοσπάστη και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ άσκησε δριμύτατη κριτική στο Ζαχαριάδη και στην ηγεσία του ΚΚΕ μιλώντας για βαρύτατα λάθη που ξεκινούσαν από το Λίβανο και έφταναν μέχρι το λάθος της αποχής από τις εκλογές του ’46, τον εμφύλιο και την «τυχοδιωκτική», όπως τη χαρακτήριζε, διεξαγωγή του ενώ αναφέρθηκε και στην έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας.

[27]Η Χατζηβασιλείου ήδη πριν από το Δεκεμβριανά τασσόταν υπέρ μιας συμβιβαστικής λύσης με τους Εγγλέζους. Το ίδιο υποστήριξε και στην κρίσιμη συνεδρίαση που έγινε στα Τρίκαλα πριν τη Βάρκιζα θεωρώντας αδύνατη τη δημιουργία Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Στο ίδιο μήκος κύματος διαφώνησε με τη δημιουργία του ΔΣΕ.

[28] Ο Παρτσαλίδης μετά τον εμφύλιο κατηγόρησε την καθοδήγηση Ζαχαριάδη για πληθώρα λαθών: αποχή του ’46, επιμονή στον τακτικό πόλεμο από την πλευρά του ΔΣΕ, υπερτονισμό της σημασίας που είχε το κλείσιμο των συνόρων από τον Τίτο ως καθοριστικός παράγοντας της ήττας του ΔΣΕ, λάθη χειρισμών στο «Μακεδονικό» κ.α. 

[29] Ο Αποστόλου υπέγραψε το Σεπτέμβριο του 1941 ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ το Ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο υποστήριξε το μετασχηματισμό του ΚΚΕ σε πλατύ αντιφασιστικό κόμμα εργαζομένων. Μετά τον εμφύλιο διαφώνησε με το Ζαχαριάδη που τον κατηγόρησε ως συνεργάτη του Καραγιώργη και διαγράφηκε από το κόμμα.

[30] ¨Όπως αναφέρει στο πόρισμά της της 13/10/1950 η σχετική επιτροπή που είχε συσταθεί για να μελετήσει το θέμα Σιάντου: «Η επιτροπή… καταλήγει στη διαπίστωση ότι ο Σιάντος είναι παληός χαφιές που τρύπωσε στο κόμμα και έφτασε μέχρι τα ανώτατα πόστα…» (αναφέρεται στο 3η Συνδιάσκεψη 1988: 349).

[31] Για πρώτη φορά τέτοια ερωτήματα έγειρε ο Βαφειάδης με επιστολή του το Φθινόπωρο του 1948 προς το ΚΚΣΕ. Η 7η ολομέλεια του 1957 αποφάσισε «να γίνει συστηματική  και λεπτομερειακή παραπέρα έρευνα από το Κόμμα πάνω σ’ ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του Ζαχαριάδη» (ΚΚΕ 1997: 176) Η 7η Ολομέλεια της ΚΕ (9-13 Απριλίου 1964) ενέκρινε το πόρισμα της επιτροπής «για την υπόθεση του Νίκου Ζαχαριάδη» σύμφωνα με το οποίο πολλές από τις ενέργειες του Ν. Ζαχαριάδη «δημιουργούν σοβαρότατα ερωτηματικά για το πρόσωπό του σαν ύποπτο, εχθρικό και επικίνδυνο στοιχείο για το Κόμμα και το λαϊκό κίνημα [...] οδηγούν αναπόφευκτα σε πράξεις που αντικειμενικά δεν προκαλούν μικρότερη ζημιά στο Κόμμα και στο λαϊκό κίνημα από τις πράξεις πρακτόρων του εχθρού». (αναφέρεται στο Γιαννικόπουλος – Γραμμένος 2001: 163).  

[32] Για τον Παρτσαλίδη θα αναφέρει ο Ζαχαριάδης στην εισήγησή του πως «παραμένει στις επάλξεις του εχθρού. Θέλει να πατά με το ένα πόδι στο κόμμα και με το άλλο στον εχθρό» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 69). Το αποτέλεσμα θα είναι η 3η Συνδιάσκεψη να τον καθαιρέσει από μέλος του ΠΓ και της ΚΕ και λίγο αργότερα να διαγραφεί από το ΚΚΕ. Θα επανέλθει μετά την 6η ολομέλεια του 1956.   

[33] Ο Καραγιώργης σύμφωνα με σημείωμα που θα φτάσει στην ΚΕ θα κατηγορείται μεταξύ άλλων «για το σπάσιμό του σαν αγωνιστή- κομμουνιστή», «για φραξιονισμό», «για διπροσωπία», «για προσπάθεια εξαπάτησης του κόμματος», «για τακτική κατασυκοφάντησης των στελε΄χων και της ηγεσίας του κόμματος», «για απόπειρα να περάσει στον ταξικό εχθρό» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 432- 438). Έτσι θα καθαιρεθεί στις 9/6/50 από μέλος της ΚΕ και θα διαγραφεί. Τελικά θα συλληφθεί από τη ρουμανική αστυνομία και θα πεθάνει στη φυλακή 

[34] Στα μέσα του 1948 αντικαταστάθηκε από υπεύθυνη της καθοδήγησης των οργανώσεων του ΚΚΕ στην Αττική επειδή θεωρήθηκε πως απέτυχε να στέλνει στελέχη και μέλη του ΚΚΕ στο ΔΣΕ.  Σύμφωνα με το εισηγητικό άρθρο του Ζαχαριάδη  η Χρύσα Χατζηβασιλείου κατηγορείται γιατί «κράτησε συμφιλιωτική και στην ουσία  ενθαρρυντική στάση απέναντι στην οππορτουνίστικη και φραξιονιστική εκδήλωση του Βαφειάδη» καθώς και για «το μακροχρόνιο φραξιονιστικό κουτσομπολιό της  με τον Καραγιώργη» (3η Συνδιάσκεψη 1988: 28) Τελικά στην αποφασή της η 3η συνδιάσκεψη «καταδικάζει… την οπορτουνιστική γραμμή, το συμφιλιωτισμό προς τον οπορτουνισμό και τον αντικομματικό δίχως αρχές φραξιονιστικό κουτσομπολιό που εκπροσωπεί και καλλιεργεί στο ΚΚΕ η Χρύσα Χατζηβασιλείου» (3η Συνδιάσκεψη 1998: 333). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως η Χατζηβασιλείου ούσα χτυπημένη από τον καρκίνο δεν κατέφερε να παρευρεθεί στη Συνδιάσκεψη αλλά έστειλε ένα πολύ αυτοκριτικό γράμμα προς το ΠΓ στις 2/10/50. Σ’ αυτό μεταξύ άλλων παραδεχόταν πως οι ταλαντεύσεις της απέσπασαν κόσμο από τον ένοπλο αγώνα, ότι διαφωνούσε με τις απόψεις Παρτσαλίδη ενώ αναγνώριζε πως ο Καραγιώργης είχε εξελιχθεί σε προδότη  (Δοκίμιο…2011: 220).  

[35]Είδαμε πως από το 1948  ο ίδιος ο Βαφειάδης κατηγορούσε το Ζαχαριάδη ως προδότη. Στις 10/10 του 1950 θα γίνει μια συνάντηση αντιπροσωπείας του ΚΚΕ με το Μάρκο όπου ο τελευταίος θα χαρακτηρίσει ξανά το Ζαχαριάδη ως συνεργάτη του εχθρού. ‘Ύστερα από αυτό η επιτροπή θα αναφερθεί σε «αντικομματικό οχετό» του Βαφειάδη, για «ανοιχτά εχθρική ενέργεια» που «μόνο ένας συνειδητός εχθρός του κόμματος και του ελληνικού λαού μπορεί να κάνει» «… Ο Μάρκος Βαφειάδης παρουσιάζει έκδηλα σημάδια ανισορροπίας…», αποτελεί «δεδηλωμένο εχθρό» του κόμματος, «υποκείμενο» που δεν πρέπει «να λερώσει το ανώτατο αυτό σώμα του κόμματος μας» (Η 3η…1988: 346).  

[36]Η  Ι. Παπαθανασίου συμπυκνώνει το σχετικό κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η χαφιεδολογία: «Ο εχθρός είναι παντού, ο εχθρός είναι ο σύντροφός μας. Ένα σημαντικό μέρος του παράνομου κομματικού δυναμικού απομονώθηκε από το ίδιο το κόμμα μετά τις επιτυχίες της Ασφάλειας, άλλοι ως δυνάμει ένοχοι, δηλαδή ως ‘ύποπτοι’, άλλοι ως ένοχοι, χαφιέδες» (Παπαθανασίου 2002: 149).

[37] Ίσως το αποκορύφωμα της τραγωδίας να είναι η απάντηση που ο ίδιος ο Ζαχαριάδης φέρεται να έδωσε στο Λ. Αποστόλου λίγο μετά την καθαίρεσή του. Διηγείται λοιπόν ο Αποστόλου: «στο τέλος τον ρώτησα (τον Ζαχαριάδη): Εάν με τα ίδια κριτήρια με τα οποία εσύ έκρινες πολιτικά τον Σιάντο, τον Πλουμπίδη, τον Καραγιώργη, έκρινες και τον εαυτό σου, πώς θα τον χαρακτήριζες; Μετά από σύντομη σιωπή, ο Νίκος Ζαχαριάδης μου απαντά με κυνικότητα σταλινικού ηγέτη: 'Θα τον έβγαζα χαφιέ'»» (Αποστόλου 1986: 56)