Ελληνική Αριστερά και Κυπριακό 1918- 1931. Από το αίτημα της αυτοδιάθεσης στην αποσιώπηση και από εκεί στο στόχο της ανεξαρτησίας: ο καθοριστικός ρόλος του «Μακεδονικού»

Οι θέσεις του ΣΕΚΕ- ΚΚΕ για το Κυπριακό από την ίδρυσή  του μέχρι  την εξέγερση του 1931

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Εισαγωγή

            Το Κυπριακό ζήτημα δεν αποτέλεσε βασικό θέμα πολιτικής παρέμβασης για το ΣΕΚΕ στην περίοδο 1917- 1931, σε αντίθεση με ό,τι έγινε πχ στη δεκαετία του ’50 όπου η ΕΔΑ και το ΚΚΕ ανάδειξαν ιδιαίτερα το συγκεκριμένο ζήτημα μέσα από τις στήλες της Αυγής αλλά και μέσα από κομματικές παρεμβάσεις. Φυσικά δεν είναι εύκολες οι συγκρίσεις μεταξύ δύο τόσων διαφορετικών δεκαετιών  όπου στη δεύτερη  δέσποσε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και η θέσπιση της κυπριακής ανεξαρτησίας. Ωστόσο η σχεδόν ανυπαρξία ανάδειξης του ζητήματος δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά από την έλλειψη κινηματικών πρακτικών  στην Κύπρο μέχρι την εξέγερση του 1931 αλλά ούτε από το γεγονός πως η ίδρυση του ΚΚΚ καθυστέρησε λίγα χρόνια σχέση με αυτή του ΣΕΚ- ΚΚΕ. Οι βασικοί παράγοντες εδράζονται στους μετασχηματισμούς που έχουν μόλις επέλθει στα Βαλκάνια λόγω της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  αλλά και στην επίδραση που έχει η επανάσταση των μπολσεβίκων στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κομβικής σημασίας είναι  η συγκρότηση της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας που διαδραματίσει καθοριστικό  ρόλο για την υιοθέτηση συγκεκριμένης οπτικής από το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα γύρω από το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα»  και την αντίστοιχη εξειδίκευσή του στο κυπριακό.

            Αλλά για να μπορέσουν να γίνουν αυτά κατανοητά είναι απαραίτητη μια συγχρονική παρουσίαση τόσο σε επίπεδο διεθνούς όσο και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

 

2) Συγκρότηση και εξέλιξη του βαλκανικού σοσιαλιστικού/ κομμουνιστικού κινήματος 

            Στο χώρο των Βαλκανίων και στο περιβάλλον της σταδιακής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την συνακόλουθη δημιουργία εθνικών καπιταλιστικών κρατών έχουμε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα τη συγκρότηση των πρώτων σοσιαλιστικών κινήσεων. Έτσι στη Βουλγαρία το 1891 δημιουργήθηκε το Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και από το 1894 το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Στη Σερβία το 1903 εμφανίζεται το Σερβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ στην Ελλάδα έχουμε το 1909 το Ελληνικό Σοσιαλιστικό κόμμα του Πλάτωνα Δρακούλη και τη Σοσιαλιστική Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής τον Αβρραάμ Μπεναρόγια.  Θα πρέπει να σημειωθεί πως το βουλγαρικό και το σερβικό κόμμα είχαν αναπτύξει σημαντική δράση στο εσωτερικό της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (Παπαπαναγιώτου 1992: 19).

Με πρωτοβουλία του Βουλγαρικού και του Σερβικού Κόμματος θα συγκληθεί το Δεκέμβριο του 1909 ( με το παλιό ημερολόγιο, με το νέο στις 7-9 Ιανουάριου του 1910) στο Βελιγράδι η πρώτη Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Συνδιάσκεψη η οποία θα διακηρύξει την ανάγκη δημιουργίας μιας Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και ως όργανο για την πραγματοποίησή της αποφασίστηκε η ίδρυση της Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας (Παπαπαναγιώτου 1992: 21). Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν αντιπρόσωποι από σοσιαλιστικά κόμματα και ομάδες από Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Τουρκία, Μαυροβούνιο, Μακεδονία, καθώς και από τις σλαβικές περιοχές της Αυστροουγγαρίας  (Κροατία, Βοσνία, Ερζεγοβίνη, Σλοβενία, Ρουθηνία).  Η βασική συμφωνία ήταν ο συντονισμός των αγώνων ενάντια στην πολιτική του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (Stavrianos 1941- 1942: 186- 187).

 Τον Ιούλιο του 1915 η Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε στο Βουκουρέστι αποφάσισε την ίδρυση της Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Εργατικής Ομοσπονδίας και ενός μόνιμου Διαβαλκανικού Σοσιαλιστικού γραφείου με έδρα το Βουκουρέστι. Ο σκοπός ήταν ο συντονισμός της δράσης των βαλκανικών σοσιαλιστικών κομμάτων υπέρ της ειρήνης (δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα αυτά γίνονταν μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και μόλις δύο χρόνια μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων) και της δημιουργίας της Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Παπαπαναγιώτου 1992: 22). Σε αυτή συμμετείχαν σοσιαλιστικά κόμματα και κινήσεις από τη Βουλγαρία, τη Σερβία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα. Οι αποφάσεις που λήφθηκαν είχαν αντιπολεμικό χαρακτήρα ενώ εκδόθηκε μια διακήρυξη που επιτίθετο στις Μεγάλες Δυνάμεις και στα υπάρχοντα βαλκανικά καθεστώτα και καλούσε στη δημιουργία μιας βαλκανικής δημοκρατικής ομοσπονδίας (Stavrianos 1941- 1942: 198)[1]. Eίναι αλήθεια πως στο κείμενο της διακήρυξης για πρώτη φορά υπάρχει αναφορά στη Μακεδονία και τη Θράκη: «… Οι άρχουσες τάξεις και οι βαλκανικές δυναστείες εξουσιάζουν κάτω από ένα καθεστώς διωγμών και καταπίεσης τους υπόδουλους λαούς της Μακεδονίας, της Ντομπροτζά και τη Θράκης…» Θα πρέπει όμως να σημειωθεί πως αφενός πρόκειται για τη Μακεδονία και τη  Θράκη με τη γεωγραφική έννοια του όρου και την εθνολογική σύνθεση πριν την εκτεταμένη ανταλλαγή πληθυσμών  και αφετέρου ότι δεν υπάρχει αναφορά σε προοπτική δημιουργίας ενιαίου κράτους. 

Η συγκρότηση της Γ’ Διεθνούς το Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα γίνεται με τη συμμετοχή της Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας και τον Ιανουάριο του 1920 η Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία μετονομάζεται σε Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ) στην οποία συμμετέχει από την αρχή και το ΣΕΚΕ (Παπαναγιώτου 1992: 27). Στη συνδιάσκεψη αυτή που έγινε στη Σόφια συμμετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας, το Σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, το ΣΕΚΕ από την Ελλάδα και το Σοσιαλιστικό κόμμα της Ρουμανίας. Η αλλαγή του ονόματος εμπεριείχε σημαντικές αλλαγές τόσο στον οργανωτικό τομέα όσο και στο πολιτικό περιεχόμενο. Η διακήρυξη της Συνδιάσκεψης ανέφερε: «… τίποτε άλλο παρά μόνο η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία του προλεταριάτου θα απελευθερώσει τα βαλκανικά έθνη από  όλες τις μορφές καταπίεσης και θα τους δώσει τη δυνατότητα του αυτοκαθορισμού ενώνοντάς τα όλα σε μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία» (αναφέρεται στο Stavrianos 1941-42: 205). H διαφορά με τις θέσεις της μέχρι πρότινος Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας  είναι προφανής: Στη πρώτη περίπτωση είχαμε ως στόχο τη δημιουργία μιας Ομοσπονδίας ανεξάρτητων Κρατών στη δεύτερη τη συγκρότησης μιας Σοβιετική Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας  μέσω της προλεταριακής επανάστασης και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Επίσης σε οργανωτικό επίπεδο στην πρώτη περίπτωση οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν αραιές και χωρίς σημαντικές πολιτικές δεσμεύσεις ενώ αντίθετα στη δεύτερη περίπτωση είχαμε την ένταξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα οργανωμένο πλαίσιο λειτουργίας και με βαθιές πολιτικο- ιδεολογικές συμφωνίες.  Η ριζική αλλαγή αιτιολογείται, σε σχετικό κείμενο από τον Γ. Δημητρόφ, από το γεγονός πως μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο που τα Βαλκανικά κράτη αγωνίζονταν για την εθνική τους απελευθέρωση υπήρχε η ιστορική δυνατότητα για μα αστικοδημοκρατική επανάσταση ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στο μοναρχισμό  και η εγκαθίδρυση μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας στα Βαλκάνια. Αυτή η δυνατότητα εξέλειψε όταν οι βαλκάνιοι μονάρχες και οι αντίστοιχες αστικές τάξεις ακολούθησαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών και του Α’ Παγκόσμιου πόλεμου μια επιθετική επεκτατική πολιτική μεταβαλλόμενοι σε πιόνια του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Μόνο μια επανάσταση του προλεταριάτου σε συμμαχία με τα φτωχά αγροτικά στρώματα μπορεί να δώσει τέλος στην κυριαρχία της άρχουσας τάξης  και να απελευθερώσει του βαλκανικούς λαούς ενώνοντας τους εντός μιας Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας (Stavrianos 1941-42: 205).

H Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία μέχρι το 1928 που θα μετονομαστεί σε Βαλκανικό Γραφείο της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα πραγματοποιήσει οκτώ Συνδιασκέψεις και θα είναι στην 6η Συνδιάσκεψη, στο Βερολίνο το Νοέμβριο του 1923, που θα τεθεί το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα ύστερα από εισήγηση του Γραμματέα της ΒΚΟ  και εκπρόσωπο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Β. Κολάροφ (βλ παρακ).

Το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίον έβλεπε η ΒΚΟ τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, Η απόφαση της πρώτης της Συνδιάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1921 ανέφερε «… Η κατάσταση των Βαλκανικών λαών που δημιουργήθηκε από τους πολέμους… διακρίνεται από τη μια μεριά με τη διαρκή συγκέντρωση κεφαλαίων… και από την άλλη μεριά με την οικονομική καταστροφή, την πείνα τη δυστυχία και την εγκληματικήν εκμετάλλευση των εργατικών μαζών….Με τέτοιες συνθήκες είναι βέβαιο πως επίκειται οικονομική χρεωκοπία των Βαλκανικών κρατών, ως συνέπεια των πολέμων, των αβάσταχτων γι’ αυτά μεγάλων χρεών και των βαριών οικονομικών υποχρεώσεων που επιβάλουν σ’ αυτά οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ. Οι Βαλκανικές χώρες διαιρεμένες, εχθρικές μεταξύ τους, εξαρτημένες και υποταγμένες στις ανταντικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν μπορούν  μέσα στα εδαφικά τους όρια να αναπτύξουν  και αναγεννήσουν την οικονομική ζωή τους με βάση το καπιταλιστικό σύστημα, χωρίς τη βοήθεια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου …. που θα ανατραπεί προσεχώς από τις επικείμενες κοινωνικές επαναστάσεις στην Ευρώπη. Πρέπει να προστεθούν σε όλα αυτά κι ο περιορισμός των εδαφών των Βαλκανικών χωρών, το άλυτο και το περίπλοκο των εθνικών τους ζητημάτων, οι αντιδραστικοί και εκβιαστικοί τρόποι της διοικήσεώς τους με τους οποίους η αστική τάξη δημιουργεί στη Βαλκανική μια αδιέξοδη και κι αποπνιχτική κατάσταση που οι Βαλκανικοί λαοί δεν μπορούν να ξεφύγουν, εφόσον παραμένουν χωρισμένοι και κάτω από τις σημερινές κεφαλαιοκρατικές σχέσεις. Είναι δε αδύνατη η ομοσπονδιακή Ένωση των Βαλκανικών Χωρών, εφόσον κατέχουν την αρχή οι εθνικόφρονες αστικές τάξεις …

Η κατάσταση αυτή στη Βαλκανική, όλες αυτές οι συνθήκες κι η εξάπλωση του κομμουνιστικού κινήματος σ’ αυτή με την παρουσία των εργατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, επιβάλουν στα Βαλκανικά κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα ν’ αναλάβουν γρήγορα την πολιτική εξουσία και με τη δικτατορία των εργατικών και βιοπαλαιουσών μαζών που βασίζεται επάνω στα συμβούλια (σοβιέτ) των εργατών, χωρικών, και στρατιωτών να ιδρύσουν την Βαλκανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία. Η Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία κι οι εργατικές επαναστάσεις στην Ευρώπη όχι μονάχα δημιουργούν κι ενδυναμώνουν τις διαθέσεις τις τάσεις και την ετοιμότητα στις εργατικές βιοπαλαίουσες μάζες των βαλκανικών χωρών προς την επανάσταση, αλλά και με το θρίαμβο τους καθιστούν αναπόφευκτη και αναγκαία τη Βαλκανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία που χωρίς αυτή  οι Βαλκανικοί λαοί δεν μπορούν να ζήσουν και να αναπτυχθούν» (ΚΟΜΕΠ 1921 τ.1: 384- 385).    

Τον Ιούνιο του 1922 στην 4η Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας προτάθηκε από το ΚΚ Βουλγαρίας, και συγκεκριμένα από τον γγ του Β. Κολάρωφ, που τότε αποτελούσε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα στα Βαλκάνια, το σύνθημα «Ενιαία Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». O λόγος ήταν πως το ΚΚ Βουλγαρίας ισχυριζόταν ότι η δημιουργία ενός τέτοιου κράτους θα έλυνε το Μακεδονικό πρόβλημα και θα σταματούσαν οι ανταγωνισμοί μεταξύ Ελλάδας- Σερβίας και Βουλγαρίας. Ωστόσο στην πραγματικότητα η πρωτοβουλία αυτή είχε ενδοβουλγαρικά αίτια: Το ΚΚ Βουλγαρίας προσπαθούσε να προσελκύσει την ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) έτσι ώστε να εξασθενήσει η επιρροή των κομιτατζήδων στους πρόσφυγες από τη Μακεδονία και τη Θράκη που είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία (ΚΚΕ 1995: 141). Με αυτό τον τρόπο θα δημιουργούνται οι όροι για συμμαχία με τον Στρατηγό Αλεξανδρώφ, θιασώτη της ανεξάρτητης Μακεδονίας γεγονός που θα διευκόλυνε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος Τσαγκώφ (Κατσούλης χχ. τ. β: 141). Με άλλα λόγια δημιουργούνταν μια αντίληψη πως έπρεπε να υπάρξει μια συμμαχία με τα πιο «αριστερά» στοιχεία της ΕΜΕΟ ώστε να διευκολυνθούν οι συνθήκες για την επανάσταση στη Βουλγαρία κι γι’ αυτό ήταν απαραίτητη η θέση περί Ανεξάρτητης Μακεδονίας. Η Γ΄ διεθνής, από την πλευρά της, κάνοντας την εκτίμηση πως το επαναστατικό ρέμα στην Δ. και Κ. Ευρώπη είχε υποχωρήσει έριχνε βάρος στην πιθανότητα εκδήλωσης επανάστασης στη Βουλγαρία.   Αυτό  το θέμα είχε ήδη τεθεί στο Γ’ Συνέδριο της ΚΔ το 1921 αλλά δεν είχε ληφθεί σχετική απόφαση. Τελικά ούτε η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία διατύπωσε άποψη ύστερα από την αντίδραση των ελλήνων, ρουμάνων και γιουγκοσλάβων εκπροσώπων (Πετσόπουλος 1946: 32). Για το τι ακριβώς συνέβη σρτην 4η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ μια ελαφρά διαφορετική εκδοχή δίνουν οι Δάγκας και Λεοντιάδης οι οποίοι υποστηρίζουν πως τέθηκε το «εθνικό ζήτημα» και όχι άμεσα το Μακεδονικό. Ο εκπρόσωπος του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Βουλγαρίας  Hristo Kabakciev, υποστήριξε πως τα κοµµουνιστικά κόµµατα έπρεπε  να υποστηρίζουν τους αγώνες των εθνικών µειονοτήτων για απελευθέρωση. Ο αντιπρόσωπος της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς V.P. Miljutin τάχθημε με το μέρος του Kabakciev αλλά αντιτάχθηκε  ο εκπρόσωπος του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Γιουγκοσλαβίας, M. Pijade, αναφέροντας πως στα Βαλκάνια δεν είχε δημιουργηθεί ακόµη γνήσιο επαναστατικό εθνικό κίνηµα και ότι το ζήτηµα της εθνικής απελευθέρωσης και ενοποίησης θα λυνόταν µε τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δηµιουργία των Βαλκανικών Σοσιαλιστικών ∆ηµοκρατιών. Με τις απόψεις του Pijade συμφώνησε και ο εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ(Κ) Γιάννης Πετσόπουλος (Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 31). Όπως και να ‘χει το θέμα είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο το Μακεδονικό είχε τεθεί στο τραπέζι.

Απόφαση για το “Μακεδονικό» προκύπτει για πρώτη φορά  στην 5η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ, που πραγματοποιήθηκε από 8 ως 12-12-1922 στη Μόσχα. όπου αναφερόταν, πως η Μακεδονία και η Θράκη θα ενταχθούν ως αυτόνοµες δηµοκρατίες στο πλαίσιο της µελλοντικής Βαλκανικής Οµόσπονδης Σοσιαλιστικής Σοβιετικής ∆ηµοκρατίας (Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 31) ενώ τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα θα έπρεπε να «αποκαλύπτουν τους πραγματικούς κατακτητικούς στόχους της εθνικιστικής πολιτικής των αστικών τάξεων της Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας ενάντια στους λαούς που κατοικούν στη Μακεδονία….να στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις την πάλη αυτών των λαών για εθνική ανεξαρτησία και αυτονομία….να παλεύουν για τη δημιουργία της Μακεδονικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, ως συστατικό μέλος της Βαλκανικής Ομόσπονδης Σοβιετικής Δημοκρατίας» (αναφέρεται στο Λεοντιάδης χχ: 8-9)

            Στην 6η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ που έγινε  στη Μόσχα, από τις 8 µέχρι τις 26-11-1923, ο Vasil Kolarov, γγ του ΚΚ Βουλγαρίας, εισήθηκε ότι ότι οι εθνικές οµάδες που ζουν στη Μακεδονία “επιθυµούν να δηµιουργήσουν ένα νέο ξεχωριστό έθνος, το οποίο θα έχει δικό του έδαφος και θα είναι ανεξάρτητο από κάθε άλλο ξένο έθνος” (Δάγκας – Λεοντιάδης 2008: 41)[2]. Στο δε κείμενο απόφασης υπάρχει αναφορά για την Ελλάδα σύμφωνα με την οποία το ΣΕΚΕ(Κ) "...θα πρέπει να αγωνισθεί για την πολιτική και πολιτιστική απελευθέρωση των εθνικών µειονοτήτων...” και ότι “...το δικαίωµα για αυτοδιάθεση θα πρέπει να εξασφαλίζει στις συµπαγείς εθνικές µειονότητες τη δυνατότητα ακόµη και να αποσχισθούν από την Ελλάδα. ". (αναφέρεται στο Δάγκας Λεοντιάδης 2008: 51).

Τελικά το σύνθημα για την Ανεξάρτητη Μακεδονία θα γίνει δεκτό από το Ε’ Συνέδριο της Γ’ Διεθνούς (17 Ιουνίου- 8 Ιουλίου 1924) ύστερα από πρόταση του Μανουλίσκο που στηριζόταν στην επιχειρηματολογία Κολάρωφ με το ακόλουθο σκεπτικό: «Τόσον η Μακεδονία (Ελληνική, Σερβική, Βουλγαρική και Αλβανική) όσον και Θράκη (Τουρκική, Ελληνική, Βουλγαρική)  κατοικούνται από πληθυσμούς που σαν έθνος δεν είναι ούτε Έλληνες, ούτε Τούρκοι, ούτε Βούλγαροι, ούτε Σέρβοι, αλλά Μακεδόνες με συνείδηση μακεδονική (μακεδονική φυλή) και Θράκες με συνείδηση θρακική (θρακική φυλή). Κατά συνέπεια  οι λαοί αυτοί έχοντες ιδιαίτερη εθνική συνείδηση, έχουν απαράγραπτο το δικαίωμα εθνικής ανεξαρτησίας και αυτονομίας» (αναφέρεται στο Κατσούλης χχ τ. β’: 140- 141).   Και η απόφαση ανέφερε «Λόγω της καταπίεσης που υφίσταται ο Μακεδονικός λαός από την Ελληνική, Βουλγαρική και Γιουγκοσλαβική αστική τάξη, τα κομμουνιστικά κόμματα των τριών χωρών  σύμφωνα με τις μαρξιστικές- λενινιστικές αρχές περί αυτοκαθορισμού πρέπει να βοηθήσουν τον αγώνα του Μακεδονικού λαού… ώστε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Ύστερα από την κατάκτηση της ανεξαρτησίας ο μακεδονικός λαός θα έχει το δικαίωμα μέσω ψηφοφορίας να επιλέξει τον τρόπο που θα κυβερνάται» (αναφέρεται στο Papavizas 2006: 97).  Σε αυτό το πλαίσιο «Τα κοµµουνιστικά κόµµατα των Βαλκανίων και η Βαλκανική Κοµµουνιστική Οµοσπονδία οφείλουν να υποστηρίζουν µ' όλη τους τη δύναµη τα εθνικά επαναστατικά κινήµατα των καταπιεζόµενων λαών της Μακεδονίας και Θράκης για τη δηµιουργία ανεξαρτήτων κρατών. Η Βαλκανική Κοµµουνιστική Οµοσπονδία συντονίζει και διευθύνει τη δραστηριότητα των κοµµουνιστικών κοµµάτων των βαλκανικών χωρών αναφορικά µε τα εθνικά ζητήµατα και ιδιαίτερα µε τα ζητήµατα της Μακεδονίας και της Θράκης». (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 136).

Ουσιαστικά υπάρχει μια μετατόπιση από την απόφαση της 5ης Συνδιάσκεψης του ΒΚΟ σε σχέση με αυτά που αποφασίστηκαν στην 6η Συνδιάσκεψη αλλά και στο 5ο Συνέδριο της Κομιντερν. Δε γίνεται πια αναφορά σε μια εθνική Μακεδονική εξέγερση που θα πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο μιας προλεταριακής εξέγερσης αλλά ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με ανοιχτό το πολιτικό καθεστώς που θα προέκυπτε.  Αυτό οφείλεται στο ότι για να μπορέσει να υπάρξει η επιθυμητή συμμαχία με τη ΒΕΜΕΟ, έστω με ένα τμήμα της, το «Μακεδονικό» θα έπρεπε να μετατοπιστεί από διαδικασία συμβολής στην επαναστατική διαδικασία στα Βαλκάνια σε εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα[3].              

 

Η στάση των πρώιμων σοσιαλιστών

Η πρώτη πληροφορία που έχουμε για στάση ελλήνων σοσιαλιστών απέναντι στο Κυπριακό ζήτημα αφορά τη θέση του Π. Δρακούλη το 1915 πως κάποια στιγμή η Κύπρος θα ενωθεί με τη Ελλάδα αλλά αυτό θα αργήσει γιατί για την ώρα συναντά την αντίρρηση των Βρετανών (Νούτσος  1993:440). Πρόκειται για διπλά προβληματική σκέψη αφενός γιατί είναι επηρεασμένη από τη στενή σχέση του Δρακούλη με το Βενιζέλο και τη φιλοβρετανική στάση του τελευταίου μη δίνοντας βάρος στην ανάδειξη του τι θα έπρεπε να έχει ένα σοσιαλιστικό ρεύμα ως στόχο και αφετέρου γιατί παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου δεδομένου ότι την  ίδια χρονιά είναι που η Αγγλία προτείνει την εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο άσχετα αν αυτό δεν προχώρησε κυρίως λόγω των  αντιρρήσεων του Κωνσταντίνου (Σακελλαρόπουλος 2017: 140-144)

Η δεύτερη πληροφορία είναι έμμεση και έρχεται λίγα χρόνια αργότερα όταν τίθεται το θέμα να μεταβούν έλληνες σοσιαλιστές στην Τρίτη διασυμμαχική σοσιαλιστική συναδιάσκεψη που θα γινόταν στο Λονδίνο. Το πρόβλημα ήταν πως πέρα από τη ομάδα Δρακούλη που θεωρούνταν φιλική προς την κυβέρνηση Βενιζέλου οι υπόλοιποι σοσιαλιστές που υπήρχε το ενδεχόμενο να μεταβούν, με κύρια έκφραση τη Φεντερασιόν, ήταν δεδομένο πως θα εκφράζονταν ενάντια στην πολιτική Βενιζέλου. Για το λόγο αυτό ο Ν. Πολίτης, γενικός διευθυντής του υπουργείο εξωτερικών, στις 3 Φεβρουαρίου 1918 έγραφε στον Περικλή Αργυρόπουλο γενικό διοικητή της Μακεδονίας; «Θεωρώ ως απολύτως αναγκαίο ότι θα πρέπει να επιτρέψουμε την αναχώρηση μόνο των προσώπων εκείνων των οποίων ό πατριωτισμός δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφιβολία…Οι κύριες γραμμές πού θα υποστηρίξουν είναι οι ακόλουθες: …..4. [Ένωση της Βορείου ’Ηπείρου με την Ελλάδα, με βάση την ίδια αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης. Το ζήτημα της Κύπρου δεν πρέπει να τεθεί][4]. Στην περίπτωση πού οι αντιπρόσωποι της Σοσιαλιστικής 'Ομοσπονδίας Θεσσαλονίκης έχουν, κατά την άποψή σας, Ιδέες οι όποιες δε συμβιβάζονται με τα εθνικά συμφέροντα... δε θα πρέπει να τούς χορηγηθούν διαβατήρια» (αναφέρεται στο Λεονταρίτης 1978: 178- 179). Κατά συνέπεια υπάρχει η αίσθηση πως οι εκτός της ομάδας Δρακούλη σοσιαλιστές θα θέσουν θέμα ένωσης της Ελλάδας με την Κύπρο.         

Η τρίτη περίπτωση αφορά  το γεγονός πως σε σύσκεψη ορισμένων σοσιαλιστικών ομάδων τον Φλεβάρη του 1918 στη Θεσσαλονίκη αποφασίστηκε να μην πάνε τελικά στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου αλλά να σταλεί ένα μνημόνιο σχετικά με τους στόχους του πολέμου όπου μεταξύ άλλων ζητούνταν «… 7. Η αποκατάσταση της Ελλάδας στο προπολεμικό status quo και η διευθέτηση των ζητημάτων της Βορείου Ηπείρου, Κύπρου, Δωδεκάνησου, Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου και Σαμοθράκης με δημοψήφισμα» (αναφέρεται στο Λεονταρίτης 1978: 181).

Η αντιπροσωπεία που πήγε στο Λονδίνο (οι σοσιαλιστές βουλευτές της Θεσσαλονίκης Α. Δ. Σίδερης και Α. Κουριέλ καθώς και ο Π. Δημητράτος διευθυντής της εφημερίδας Εργατικός Αγώνας) συνέταξαν και υπέβαλαν ένα υπόμνημα που κυρίως αφορούσε τη διευθέτηση του ανατολικού ζητήματος ωστόσο εμπεριείχε μια αναφορά στο θέμα της Κύπρου προς το τέλος του κειμένου: Δε θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε χωρίς να αναφέρουμε ένα άλλο πρόβλημα… Αυτό το πρόβλημα, το του οποίου η επίλυση σήμερα είναι εξίσου απαραίτητη, αφορά τα νησιά του Αρχιπελάγου (Δωδεκάνησα) και την Κύπρο. Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως η συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν η ολότητα, των κατοίκων αυτών των νησιών  αποτελείται από Έλληνες. Ο κατεξοχήν εθνικός χαρακτήρας αυτών σημαντικών κοινοτήτων δεν είναι άγνωστος’ με ζήλο διατήρησαν τον πολιτισμό τους μέσω εισβολών των οποίων τα εδάφη τους υπήρξαν θέατρο και δεν μπορεί να υπάρχει σήμερα καμία αιτιολογία για την κατοχή τους, πράγμα που είναι σε ευθεία αντίθεση με τις δημοκρατικές αρχές που τείνουν να κυριαρχήσουν στις μέρες μας. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές είναι ουσιαστικό οι πληθυσμοί αυτών των νησιών να μπορέσουν να αποκτήσουν τα μέσα ώστε να διατυπώσουν, χωρίς καμία εξωτερική πίεση, την επιθυμία τους για τη μορφή διακυβέρνησης που επιθυμούν να δώσουν στο εξής στη χώρα τους» (Sideris- Couriel- Dimitratos 1918: 29- 30)   

Σε ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκε ο Γ. Πετρίδης στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Βέρνης (Ιανουάριος 1919) όπου μεταξύ άλλων πρότεινε και την ακόλουθη τροποποίηση (που όμως δεν έγινε αποδεκτή): «…4. Οι κάτοικοι των νησιών του Αρχιπελάγους (Δωδεκανήσου) και της Κύπρου θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να εκλέξουν, χωρίς καμιά εξωτερική πίεση, τη μορφή της διακυβέρνησής τους» (αναφέρεται στο Λεονταρίτης 1978: 234) έχοντας δηλώσει τη συμφωνία του με τις αντίστοιχες θέσεις του βρετανού αντιπροσώπου Ramsay Mc Donald (Ritter 1980: 415) .   

 Λίγο αργότερα πραγματοποιήθηκε το πρώτο συνέδριο της ΓΣΕΕ μεταξύ 3 και Νοεμβρίου. Εκεί κατά (μεγάλη πλειοψηφία) εγκρίθηκαν οι πολεμικοί στόχοι που θα πρέπει να έχει χώρα στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν»:«…2) Προσάρτηση από την 'Ελλάδα της Δυτικής Θράκης, ως τον ποταμό 'Εβρο, τής Βορείου ’Ηπείρου, της Κύπρου και της Δωδεκανήσου και τουλάχιστο, του βιλαετιού Αιδινίου στη δυτική Μικρά Ασία». (αναφέρεται στο Λεονταρίτης 1978: 263). Η μειοψηφία που την αποτελούσαν πιο συνειδητοποιημένοι σοσιαλιστές κατήγγειλε την απόφαση τη πλειοψηφίας ως ιμπεριαλιστική,, ωστόσο και το δικό τους πλαίσιο σχετικά με τη διευθέτηση των εδαφών  ανέφερε «…προσάρτηση από την 'Ελλάδα της Δυτικής Θράκης, της Βορείου ’Ηπείρου, του βιλαετίου Αιδινίου, της Κύπρου, της Ίμβρου, της Τενέδου και της Δωδεκάνησου, υπό τον όρο ότι οι κάτοικοι αυτών των περιοχών θα είχαν την ευκαιρία να αποφασίσουν οι ίδιοι για τις τύχες τους, σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης» (αναφέρεται στο Λεονταρίτης 1978: 263). 

 

 

Η στάση του ΣΕΚΕ

Το ΣΕΚΕ μέσω της ΚΕ επιτροπή του και πριν την πραγματοποίηση του τρίτου συνεδρίου εμφανίστηκε πολύ διστακτικό στο να αποδεχτεί τις θέσεις της ΒΚΟ και της Διεθνούς. Οι λόγοι ήταν η αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης της ελληνικής Μακεδονίας και της ελληνικής Θράκης, η απουσία εντός του ελληνικού εδάφους εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων αντίστοιχων της ΕΜΕΟ καθώς και ο κίνδυνος διώξεων στην περίπτωση υιοθέτησης μιας τέτοιας γραμμής  (Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 54).

Το αποτέλεσμα ήταν σταδιακά να ξεκινήσουν παραινέσεις και κριτική από τα κέντρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.  Μετά το τέλος του α’ τριμήνου του 1924  η ΒΚΟ ανέφερε πως «Στην Ελλάδα η δουλειά που  αναπτύχθηκε για εθνικό ζήτημα είναι ακόμα ελλιπής και μη ικανοποιητική» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 56). Γι’ αυτό το λόγο ειδοποιούνταν ο εκπρόσωπός της  Mihail (ψευδώνυμο) που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης του ΣΕΚΕ (Κ) πως θα λάβει «και μια διακήρυξη του Προεδρείου (της ΒΚΟ- ΣΣ)» για το μακεδονικό ζήτημα. Πρέπει να δημοσιευτεί αμέσως στο Ριζοσπάστη και να της δοθεί η μεγαλύτερη δημοσιότητα» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 58). Λίγες μέρες μετά (2/4/24) η ΚΕ του ΣΕΚΕ (Κ) θα στείλει επιστολή στην ΒΚΟ όπου θα επισημαίνει τον κίνδυνο τυχόν δημοσιοποίηση των αποφάσεων της 6ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης θα οδηγήσει σε διώξεις το ελληνικό κόμμα. Η ΒΚΟ θα αντιδράσει (20/4) υποστηρίζοντας «Οι διαμαρτυρίες σας ενάντια στη δημοσίευση των αποφάσεων της 6ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης για  μακεδονικό και το θρακικό ζήτημα είναι όχι μόνο αβάσιμες αλλά και περίεργες. Αυτές οι αποφάσεις πρέπει να δημοσιευτούν και να εκλαϊκευτούν από εσάς τους ίδιους» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 59).      

Στο 5ο Συνέδριο στο Κομμουνιστικής Διεθνούς το ΣΕΚΕ (Κ) έστειλε ως αντιπροσώπους του Πουλιόπουλο και Μάξιμο. Ο τελευταίος αποφεύγοντας να τοποθετηθεί  επί της ουσίας του μακεδονικού επιχείρησε να αμυνθεί στις κατηγορίες περί αδράνειας[5]. Ωστόσο φαίνεται πως η ΒΚΟ δεν πείστηκε και στην 7η Συνδιάσκεψή της που ακολούθησε το συνέδριο της Διεθνούς στο κείμενο της απόφασης αναφερόταν πως το ΣΕΚΕ (Κ): «…θα διέπραττε μεγάλο λάθος, αν εξακολουθούσε να φέρεται περιφρονητικά έναντι του εθνικού επαναστατικού κινήματος, που έχει τεράστια σημασία για την επανάσταση στα Βαλκάνια»  (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 64- 65)[6]. Αμέσως μετά τα δύο διεθνή συνέδρια έγινε σύσταση στο ΣΕΚΕ (Κ) «Αυτές τις αποφάσεις (του 5ου Συνεδρίου- ΣΣ) καθώς και τις αποφάσεις της 7ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης θα πρέπει να τις μελετήσετε  καλά και να τις έχετε υπόψη  κατά την επεξεργασία των αποφάσεων του συνεδρίου σας» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 66). Ωστόσο η απόφαση για το Μακεδονικό δεν δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη. Οπότε το Νοέμβριο η ΒΚΟ επανέρχεται στο ζήτημα και στις σχετικές οδηγίες που στέλνει στον Mihail αναφέρει: «Η θέση για το εθνικό ζήτημα πρέπει να περάσει αυστηρά και με συνέπεια. Για να μη χειροτερεύσουν οι και χωρίς αυτό οξυμένες σχέσεις μέχρι το Σεπτέμβριο αφού μεταφραστεί η Έκκληση της ΒΚΟ για το εθνικό ζήτημα από το Bulletin της Βαλκανικής  Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, αντί να δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη να τυπωθεί σε χωριστή προκήρυξη και να τη μοιράσεις» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 68).  Στη δε ΚΕ του ΣΕΚΕ (Κ) αναφερόταν (25/11) υπήρχε η ακόλουθη οδηγία σε σχέση με το επικείμενο τρίτο συνέδριο: «…Ιδιαίτερα μεγάλη σαφήνεια πρέπει να δοθεί στο εθνικό ζήτημα και να εξαφανιστούν τελειωτικά οι μέχρι σήμερα πλάνες και ταλαντεύσεις σε αυτό το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα»   (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 69).

Τελικά το 3ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ) που έγινε μεταξύ 26/11 και 3/12 υιοθέτησε τη γραμμή των διεθνών κέντρων ύστερα και από τη σχετική τοποθέτηση του Π. Πουλιόπουλου ο οποίος αναδείχθηκε και στη θέση του γραμματέα. Την αντίθετη άποψη εξέφρασε ο μέχρι τότε γραμματέας του κόμματος Θ Αποστολίδης. Η απόφαση του συνεδρίου ανέφερε: «Το μοίρασμα της Μακεδονίας μεταξύ Γιουγκουλαβίας, Ελλάδος και Βουλγαρίας ενισχύει ακόμα περισσότερο τον πόθο των Μακεδόνων να συνενώσουν τα τρία τμήμα της διαμελισμένης πατρίδας των και να αποτελέσουν μια Μακεδονία ενιαία και ανεξάρτητη. Ο ίδιος πόθος για μια ανεξάρτητη Θράκη συνενώνει το Θρακικό λαό που έχει κατατεμαχισθή σε τρία μέρηα από την Ελλάδα, Τουρκία και Βουλγαρία ….Η Ελληνική μπουρζουαζία κατά το διάστημα που έχει κάτω από την κυριαρχία της ένα τμήμα της Μακεδονίας και της Θράκης, απέδειξε πολύ καλά τον υποκριτικό χαρακτήρα των διακηρύξεων της περί απελευθερώσεως των δούλων αδελφών’. Υπέταξε τους λαούς των περιφερειών αυτών κάτω από το ζυγό της οικονομικής εκμεταλλεύσεως και πολιτικής καταπιέσεως και δουλείας και διέγειρε ακόμα περισσότερο τον πόθο των μακεδονικών και θρακικών εργατικοαγροτικών μαζών για την απελευθέρωσή τους…Το συνέδριο παραδέχεται πως τα συνθήματα που διατύπωσε η 6η και 7η κομμουνιστική συνδιάσκεψη ‘ενιαία και ανεξάρτητη μακεδονία, ενιαία και ανεξάρτητη Θράκη’ είναι απολύτως ορθά και επαναστατικά…Άμεσα καθήκοντα του ΚΚΕ πάνω στο εθνικό ζήτημα είναι ο αμείλικτος αγώνας εναντίον της καταπιεστικής πολιτικής στη Μακεδονία και στη Θράκη…(ρ)ίχνοντας ως βασικό πολιτικό σύνθημα το δικαίωμα των λαών της Μακεδονίας για την αυτοδιάθεσίν των μέχρι και των αποχωρισμών από την Ελλάδα       …Το ΚΚΕ στον αγώνα αυτόν θα  υποστηρίξη με όλας του τα δυνάμεις το εθνικό επαναστατικό κίνημα των καταπιεζόμενων λαών της Μακεδονίας και της Θράκης  για τη δημιουργία ανεξάρτητων δημοκρατιών και θα πραγματοποιήσει μαζί με όλες τις επαναστατικές οργανώσεις της Μακεδονίας και της Θράκης το ενιαίο μέτωπο Ελλήνων εργατών χωρικών και των μακεδονικών και θρακικών εργαζομένων μαζών εναντίον του εθνικού και κοινωνικού ζυγού της ελληνικής μπορζουαζίας, για την ένωση όλων των εργαζομένων της Βαλκανικής σε μία  Βαλκανική ομοσπονδία»  (Ριζοσπάστης 5 και 6/2/1925)

 

Σχετικά με τη στάση του ΣΕΚΕ- ΚΚΕ απέναντι στο Κυπριακό

Η πρώτη φορά, και τελευταία μέχρι την άνοιξη του 1925, που υπάρχει αναφορά στο θέμα της Κύπρου σε  έντυπο του ΣΕΚΕ- ΚΚΕ είναι στις 12 Νοεμβρίου  1918 όπου δημοσιεύεται η πλειοψηφούσα άποψη σε σχέση με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και μεταξύ άλλων αναφέρεται: «… Προς επίλυσιν των εκκρεμών μηνυμάτων ή ενδιαφέρουν την Βαλκανικήν και ειδικώς τη χώρα μας το Συνέδριον προτείνει την παροχήν πλήρους ελευθερίας εις τους πληθυσμούς των νήσων Κύπρου, Ίμβρου. Λήμνου, Τενέδου, Σαμοθράκης, δωδεκανήσου και Καστελορίζου καθώς και της Β. Ηπείρου να καθορίσουν την τύχην των». Στη συνέχεια αφού αναφέρεται ως καθήκον των σοσιαλιστικών κομμάτων να αντιπαλέψουν οποιαδήποτε συμμαχία βαλκανικών λαών που εποφθαλμιά τα δικαιώματα κα την ελευθερία άλλων βαλκανικών λαών διακηρύττεται πως «…ο μόνος τρόπος ενώσεως μεταξύ των Βαλκανικών λαών δυνάμενος να εξασφαλίση τη συννενόησιν και διαρκήν ειρήνην είναι η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία στηριζόμενη επί θεσμών εντελώς δημοκρατικών εγγυημένη την πλήρη δημοκρατική και εγγυόμενη την πλήρην και πραγματικήν πολιτικήν, εθνικήν και γλωσσικήν ελευθερίαν όλων των εθνοτήτων άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος»[7].     Παρατηρούμε πως υπάρχει σαφής αναφορά σε συγκεκριμένες περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφεί και κατά συνέπεια μιλάμε για επέκταση των υφιστάμενων ελληνικών συνόρων ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά σε μακεδονικό ή θρακικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τις αποφάσεις της Βαλκανικής Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης του 1915, τίθεται θέμα Βαλκανικής Δημοκρατικής, αλλά όχι ακόμα Σοσιαλιστικής- Σοβιετικής αφού η Γ’ Διεθνής δεν είχε δημιουργηθεί ούτε το ΣΕΚΕ είχε ενταχθεί σε αυτή, Ομοσπονδίας.  Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως το ΣΕΚΕ επηρεάστηκε από την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα του τέλους του Α’ Παγκοσμίου πολέμου όπου αφενός το Κυπριακό αποτελούσε θέμα συζήτησης αφετέρου  δεν υπάρχει κάποια σαφής αναφορά που να ευνοούσε την προοπτική της ανεξαρτησίας.   

Ωστόσο θα χρειαστεί να περάσου εξήμισυ χρόνια, να αναδειχθεί η Κύπρος σε αποικία του Στέμματος για να υπάρξει μια καινούρια αναφορά στο ζήτημα. Πρόκειται για ένα μικρό μονόστηλο στην τελευταία σελίδα του Ριζοσπάστη της 3/5/25 που ενημερώνει τους αναγνώστες του ότι η Κύπρος έγινε αποικία του στέμματος, πως αυτό είναι μόνο προς όφελος των Βρετανών προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των Κύπριων ενώ η νέα σύνθεση του Νομοθετικού Συμβουλίου όπου θα συμμετέχουν 12 έλληνες και τρεις τούρκοι θα λειτουργήσει ενισχυτικά για την πρόκληση φυλετικών ερίδων. Το άρθρο τελειώνει κάπως αμήχανα υποστηρίζοντας πως η διαίρεση των ελλήνων και των Τούρκων σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα συμβάλει στο να μη βρεθεί η Αγγλία αντιμέτωπη με μία κοινή παράταξη.  

Σε επόμενα φύλλα (7/5, 9/5) η αμηχανία γίνεται προσπάθεια να υπερπηδηθεί μέσω ανακοίνωσης πως θα πραγματοποιηθεί δημόσια εκδήλωση όπου θα παρουσιαστούν οι απόψεις του ΚΚΕ για την Κύπρο ενώ υπάρχει και μια ιστορική αναδρομή στο ζήτημα χωρίς όμως την ανάδειξη πολιτικής κατεύθυνσης (9/5, 18/5). Τελικά επειδή η εκδήλωση θα απαγορευτεί η ιστορική εξιστόρηση στις 19/5 θα καταλήξει στη διατύπωση σαφούς στίγματος: «…Το κυριότερο πρόβλημα του απελευθερωτικού κινήματος στην Κύπρο είναι η οργάνωση του ενιαίου αντιαγγλικού μετώπου, μέσα στο οποίον να συμπεριληφθούν οι  Τούρκοι και μέρος της μικροαστικής τάξεως της νήσου, που έχει συμφέρον να απαλλαγεί από την κηδεμονία των Άγγλων. Πρέπει όμως να βρεθεί το κατάλληλο σύνθημα γύρω από το οποίο να οργανωθή το ενιαίο αυτό μέτωπο. Το σύνθημα της Ενώσεως με την Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμεύσει σ’ αυτό και μάλιστα εμποδίζει το ενιαίο μέτωπο γιατί έχασαν πια την εμπιστοσύνη στο σύνθημα αυτό…γιατί σπέρνοντας τη διαίρεση και το μίσος μεταξύ των Τούρκων αφήνει τον Αγγλικό Ιμπεριαλισμό να εκτελεί ανενόχλητος το έργο του…Μόνο ένα διεθνιστικό κόμμα μπορεί να πετύχει αυτό το σκοπό κι αυτό  είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα…Με ποιο σύνθημα όμως θα κινητοποιήσει τις μάζες αυτές; Πάνω στο σύνθημα της Α υ τ ο ν ο μ ί α ς  τ η ς Κ ύ π ρ ο υ»    Και για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία πως το ΚΚΕ αντιτίθεται στην κατεύθυνση της Ένωσης στη διαμαρτυρία για την αποικιοποίηση  που δημοσιεύει ο Ριζοσπάστης στη 1/6/25  αναφέρεται: «…Αλλά αν διαμαρτυρόμεθα για την εξακολούθηση του ξένου ζυγού, διαμαρτυρόμεθα επίσης εναντίον του κλήρου και της μπουρζουαζίας μας που φωνασκούν υπέρ της Ενώσεως με την Ελλάδα. Η μειοψηφία αυτή που αποτελείται από τοκογλύφους και μεγαλεμπόρους μαζί με τον κλήρο αγωνίζονται υπέρ της ενώσεως γιατί διαβλέπουν κάτω από τον ζυγόν της αστικής Ελλάδας την ευκολοτέραν εκπλήρωσιν των εκμεταλλευτικών των σχεδίων κατά των εργατοαγροτών και πτωχών βιοπαλαιστών της νήσου. Διαμαρτυρόμεθα για τους εκάστοτε διατυμπανιζόμενους εθνικούς πόθους των Κυπρίων και διακηρύττουμε πως οι Κύπριοι προλετάριοι, πως οι εργατοαγροτικές μάζες της Κύπρου είναι εναντίον των εθνικιστών αυτών ονείρων της μπουρζουαζίας τους γιατί ξέρουν πολύ καλά πως με την ένωσήν του με την Ελλάδα τους περιμένει ένας ζυγός αστικός χειρότερος του σημερινού…»  Σε αντίστοιχες θέσεις κινείται και δημοσίευμα του Ριζοσπάστη της 8/6/28 με αφορμή τα 50 χρόνια βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο: «Ο Κυπριακός λαός δεν είναι μόνο  ε λ λ η ν ι κ ό ς   π α τ ρ ι ώ τ η ς  λ α ό ς, είναι ελληνικός ΚΑΙ τουρκικός (4χ1), και ο ελληνικός λαός δεν είναι ΕΝΑΣ, δεν είναι όλος μια τάξη, μια κοινωνική κατηγορία. Οι εργατικές μάζες ξέρουν καλά ότι η Ένωση με την Ελλάδα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αλλαγή ζυγού, αλλαγή κυρίου. Η Κύπρος για την Ελλάδα θα είναι μια πηγή πρόσθετης φορολογίας, ένα νέο ανθρώπινο δυναμικό για εκμετάλλευση και καταπίεση. Αν για μερικούς ‘αρχηγούς’ η Ένωση σημαίνει δικαίωμα μεγαλύτερης και ευκολότερης εκμετάλλευσης του εργαζόμενου Κυπρίου, για την εργαζόμενη Κύπρο σημαίνει την αυτή εκμετάλλευση, την αυτή καταπίεση. Οι εργαζόμενες μάζες της Κύπρου (ελληνικές και τουρκικές) γι’ αυτό είναι σύγχρονα κατά του αγγλικού ιμπεριαλισμού και κατά της ένωσης με την Ελλάδα, κατά των ξένων και ντόπιων εκμεταλλευτών…». Μετά από λίγο περισσότερο από ένα χρόνο με δημοσίευμα του Ριζοσπάστη της 13/8/29 εξειδικεύεται ακόμα περισσότερο η κατεύθυνση της εναντίωσης στην Ένωση: «Το γεγονός … της ανακίνησης του ζητήματος της Κύπρου από την ελληνική μπουρζουαζία έχει μια τεράστια σημασία για τις εργαζόμενες μάζες της Ελλάδας και της Κύπρου. Δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την ανάγκη αγορών που έχει η ελληνική μπουρζουαζία και τις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις για την πραγματοποίηση των οποίων προπαρασκευάζεται για τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης υπό την αιγίδα του Αγγλικού, Ιμπεριαλισμού ο οποίος επιφυλάσσει την Κύπρον ως έπαθλον στον έλληνα ιμπεριαλιστήν. Η απαίτηση της ελληνικής μπουρζουαζίας για την προσάρτηση της Κύπρου είναι μια καθαρά ληστρική υπόθεση. Θα χειροτερεύσει την κατάσταση των εργαζόμενων μαζών και της Κύπρου. Είναι ένας παράγων για την προετοιμασία καινούριων  ιμπεριαλιστικών πολέμων» 

 

Για να αιτιολογηθεί αυτή η ενασχόληση με το Κυπριακό αναφέρεται σε κείμενο στην ΚΟΜΕΠ του Ιουνίου- Ιουλίου του 1925: «Το εθνικό ζήτημα πήρε για τη χώρα μας και τώρα τελευταία μια ακόμα μεγαλύτερη  σπουδαιότητα εξ αφορμής των προσπαθειών της ιταλικής φασιστικής πλουτοκρατίας να εγκαθιδρυθεί οριστικώς στα Δωδεκάνησα και της νέας πραξικοπηματικής ενεργείας του αγγλικού ιμπεριαλισμού εναντίον της αυτοδιαθέσεως του κυπριακού λαού. Το Κόμμα μας πιστό στις αρχές της αυτοδιαθέσεως των εθνικών μειονοτήτων μέχρι του αποχωρισμού των, οφείλει να υπερασπίση τα δικαιώματα του δωδεκανησιακού και κυπριακού λαού αποκαλύπτοντας τον αισχρό ρόλο της ελληνικής μπορζουαζίας και δυναμώνοντας τον αγώνα των πληθυσμών αυτών κατά του αγγλικού ιμπεριαλισμού κα του ιταλικού φασισμού» (ΚΚΕ τ. β’ 79-80)

---------------------------------------------------

Ουσιαστικά η μεγάλη αλλαγή γίνεται με το Έκτακτο Συνέδριο του 1924 όπου πια το ΚΚΕ θεωρεί πως το εθνικό ζήτημα περιορίζεται στην ύπαρξη των καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων (Σάρλης 1987: 190).

  ---------------------

Η άποψη περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας φαίνεται καθαρά στην απόφαση της ΚΕ το Δεκέμβριο του 1931 "Η Ελλάδα είναι μια χώρα "ιμπεριαλιστική" που κατέκτησε δια της βίας ολόκληρες περιοχές κατοικημένες από άλλες εθνότητες. Εν ονόματι των πιο βασικών αρχών τουμπολσεβικισμού, το Κ.Κ.Ε. διακηρύσσει για τη Μακεδονία και τη Θράκη την αρχή της αυτοδιάθεσης μέχρι και του δικαιώματος της αποχώρησης από το Ελληνικό Κράτος και υποστηρίζει ενεργά τις επαναστατικές προσπάθειες των πληθυσμών των περιοχών αυτών για την εθνική τους απελευθέρωση» (Αναφέρεται στο Αβέρωφ- Τοσίτσας 1974: 23).

 

Βιβλιογραφία

Αβέρωφ- Τοσίτσας Ε., 1974, Φωτιά και Τσεκούρι. Ελλάς 1946-1949 και τα προηγηθέντα, Αθήνα: Εστία.

Δάγκας Αλέξανδρος- Γιώργος Λεοντιάδης, 2008, Κοµιντέρν και Μακεδονικό Ζήτημα: Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Dimitrov Georgi, 1972, “The Significance of the Second Balkan Conference”, https://www.marxists.org/reference/archive/dimitrov/works/1915/balkan.htmπροσπέλαση στις 10/7/2017.

Ελεφάντης Α., 1979, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπολεμο, Αθήνα: Θεμέλιο. 

ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμος δεύτερος 1925- 1928, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

KKE, 1995, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α’ τόμος Α’ Τόμος 1918- 1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), 1921, «Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. Οι αποφάσεις της Α’ Συνδιάσκεψης», σελ. 383- 395, τ. 1 (Ιανουάριος- Ιούνιος 1921), Αθήνα: εκδόσεις «Καζάντζα».

Λεοντιάδης Γιώργος, χχ, Κομμουνιστική Διεθνής και Μακεδονικό Ζήτημα,  https://www.scribd.com/document/58663898/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%9B%CE%B5%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%94%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%96%CE%AE%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1, προσπέλαση στις 10/7/2017.

Λεονταρίτης Γιώργος, 1978, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Εξάντας.

Νιούτσος Παναγιώτης, 1993, Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα τόμος 2 μέρος Α’ (1907- 1925) Αθήνα: Γνώση.

Παπαναγιώτου Αλέκος, 1992, Το Μακεδονικό ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό κίνημα 1918-1939, Αθήνα: Θεμέλιο

Papavizas George, 2006, Claiming Macedonia. The struggle of the heritage, territory and name of Historic Hellenic Land, Jefferson, North Carolina and London:  MacFarland and Company.

Ritter Gerhard A. (ed), 1980 Die II. Internationale 1918/1919: Protokolle, Memoranden, Berichte und Korrespondenzen.

Πετσόπουλος Γιάννης, 1946, Τα εθνικά ζητήματα και οι έλληνες κομμουνιστές, Αθήνα.

Sideris A.D- A. Couriel- P. Dimitratos, 1918, La Question d'Orient vue par les socialistes grecs. Mémoires soumis par les socialistes grecs à la conférence socialiste inter-alliée de Londres

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2017, Ο Κυπριακός Κοινωνικός σχηματισμός (1191- 2004). Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, Αθήνα: Τόπος.

Σάρλης Δ., 1987, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του Μοναρχοφασισμού (1929- 1936), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.  

Stavrianos L.S, 1941- 1942, Balkan Federation. A History of the movement toward Balkan unity in Modern Times, Northhampton: Smith College Studies in History

 

[1] Ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ λίγες μέρες μετά, στην εφημερίδα του βουλγάρικου κόμματος Rabotnicheski Vestnik («Εργατική Εφημερίδα»)  δήλωνε πως: «Το πρώτο σημαντικό πρακτικό βήμα για την ενοποίηση των βαλκανικών εθνών έχει συντελεστεί με την ενοποίηση του σοσιαλιστικού προλεταριάτου της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας σε μια Βαλκανική Σοσιαλδημοκρατική Ομοσπονδία. Και αυτή η ομοσπονδία των βαλκανικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συνδικαλιστικών ενώσεων συγκροτείται όχι μονάχα επειδή έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι μόνο τεχνητά όρια χωρίζουν τους λαούς της βαλκανικής χερσονήσου και ότι τους συνδέει η ίδια μοίρα, αλλά επειδή χωρίς αυτήν την οργάνωση είναι αδύνατον να διεξαχθεί ένας αποτελεσματικός αγώνας για την πραγμάτωση της Βαλκανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, μέσα στην οποία όλοι οι βαλκανικοί λαοί θα μπορούν να βρουν την μόνη αληθινή τους λύτρωση». (Diimitrov 1972)

[2] Κι αλλού «Αυτή η τάση για ανεξαρτησία της Μακεδονίας υπάρχει όχι μόνο στους βούλγαρους της Μακεδονίας, αλλά επίσης και στους έλληνες, τους τούρκους και τους αλβανούς και πιστεύω ότι το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τους σέρβους….Αυτή η ανεξαρτησία πρέπει να θεωρείται ως στόχος που ακολουθείται από όλο τον πληθυσμό, ή, εάν όχι από όλο, τότε από τη συντριπτική πλειοψηφία. Γι’αυτό το λόγο, το ζήτημα δε μπορεί να παραμένει ξένο για την πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων των Βαλκανίων και για τη ΒΚΟ» (αναφέρεται στο Λεοντιάδης χχ: 12).

[3] Γι’ αυτό άλλωστε στη σχετική απόφαση της ΒΚΟ δεν υπάρχει αναφορά σε σοσιαλιστική σοβιετική ομοσπονδία «Στην εθνική, πολιτική και οικονοµική απελευθέρωση των βαλκανικών εθνικοτήτων µπορεί να οδηγήσει µόνο ο δρόµος του κοινού αγώνα των εργατών και των αγροτών, όλων των βαλκανικών χωρών, για την εγκαθίδρυση της εργατοαγροτικής κυβέρνησης σε κάθε χώρα και ο δρόµος της ένωσης των εργατικών µαζών όλων των βαλκανικών χωρών µε σκοπό τη δηµιουργία µιας οµοσπονδιακής βαλκανικής δηµοκρατίας». (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 111).

[4] Το τμήμα μέσα σε αγκύλες έχει διαγραφεί στο αρχικό έγγραφο (Λεονταρίτης 1978: 199).

[5] Η κριτική κατά τη διάρκεια των διαδικασιών προήλθε από τον Μανουλίσκο ο οποίος ανάφερε: «Πριν µερικούς µήνες, η Εκτελεστική Επιτροπή της Βαλκανικής Κοµµουνιστικής Οµοσπονδίας, εν όψει µιας ένοπλης σύγκρουσης στα Βαλκάνια, ψήφισε ένα µανιφέστο, µε το οποίο καλούσε το προλεταριάτο των βαλκανικών χωρών να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της Μακεδονίας. Το Ελληνικό κοµµουνιστικό κόµµα, όχι µόνο δε δηµοσίευσε αυτό το µανιφέστο, αλλά και απέστειλε αιτιολογηµένη διαµαρτυρία ενάντια στη λήψη παρόµοιων ντοκουµέντων, από την Εκτελεστική Επιτροπή της Βαλκανικής Κοµµουνιστικής Οµοσπονδίας» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 128). Από την πλευρά του ο Μάξιμος απάντησε πως «Από την άποψη της υλοποίησης του συνθήµατος της Αυτόνοµης Μακεδονίας -και αυτό το ζήτηµα είναι το πιο ουσιαστικό- το Ελληνικό Κοµµουνιστικό Κόµµα ήταν αναγκασµένο να επιστήσει την προσοχή (για αυτό ακριβώς ζήτησε και τις πρακτικές οδηγίες από την Βαλκανική Οµοσπονδία) στο γεγονός, ότι η εργατική και αγροτική τάξη της Ελλάδας δεν ήταν έτοιµες για ένα τέτοιο σύνθηµα, πολύ περισσότερο που το Ελληνικό Κοµµουνιστικό Κόµµα µόλις πρόσφατα πρόβαλε το σύνθηµα της µακεδονικής αυτονοµίας και το έθεσε ενώπιον των µαζών. Αλλά η διαµαρτυρία µας αφορούσε αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Βαλκανική Οµοσπονδία δεν έλαβε υπόψη της τις ειδικές συνθήκες και τις πρακτικές δυσκολίες, υπό τις οποίες το κόµµα µας ήταν αναγκασµένο να δουλέψει. Έτσι λοιπόν, η διαµαρτυρία του ελληνικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος δεν αφορούσε στη δηµοσίευση των αποφάσεων. Εµείς µπορούµε να αποδείξουµε ότι δουλέψαµε για την υλοποίηση των αποφάσεων της Βαλκανικής Συνδιάσκεψης.» (αναφέρεται στο Δάγκας – Λεοντιάδης 2008: 133- 134).

 

[6] Στη δε εισήγηση για τη δράση του Προεδρείου της Βαλκανικής Κοµµουνιστικής Οµοσπονδίας, (9 Ιουλίου 1924) μεταξύ άλλων αναφερόταν: «Σχετικά µε το Ελληνικό κόµµα, το Προεδρείο συνάντησε εδώ τις µεγαλύτερες δυσκολίες στο εθνικό ζήτηµα, για το οποίο το Ελληνικό κόµµα δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Έπρεπε να δηµοσιευθεί η απόφαση της 6ης Βαλκανικής Συνδιάσκεψης για την αυτοδιάθεση των εθνών και τον αποχωρισµό τους από το κράτος, πράγµα που έγινε στο ∆ελτίο της Οµοσπονδίας. Aντί να εξηγήσει τη σηµασία της απόφασης στον πληθυσµό, το Ελληνικό κόµµα διαµαρτυρήθηκε ενάντια στη δηµοσίευσή της, µε το αιτιολογικό ότι, µε τις σηµερινές ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα, αν δηµοσιευθούν αυτές οι αποφάσεις θα λύσουν τα χέρια της κυβέρνησης για κάθε είδους διώξεις ενάντια στους κοµµουνιστές. Εξαιτίας αυτών των υποθέσεων το ελληνικό κόµµα δεν έκανε τίποτα για το µακεδονικό ζήτηµα. Το Προεδρείο συµφωνεί ότι στη Μακεδονία το ζήτηµα περιπλέκεται από το γεγονός ότι σ' αυτή ζουν Ελληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Μπορούµε να επεξεργαστούµε ειδική απόφαση για αυτούς τους πρόσφυγες, αλλά το Ελληνικό κόµµα πρέπει να αναγνωρίσει συνολικά το σύνθηµα για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» (αναφέρεται στο Δάγκας- Λεοντιάδης 2008: 137- 138).

[7]Σε αντίστοιχη πολιτική κατεύθυνση κινείται και η προκήρυξη του ΣΕΚΕ προς τους εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 27/9 1920.