Τουρκοφάγοι» εναντίον «μετριοπαθών» και τα πραγματικά διλήμματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

«Τουρκοφάγοι» εναντίον «μετριοπαθών» και τα πραγματικά διλήμματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η ρητορική γύρω από την πρόσφατη όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ήρθε να θυμίσει την αναπαραγωγή διαιρέσεων που τέμνουν εγκάρσια το πολιτικό σύστημα

 

Παναγιώτης Σωτήρης

 

Λίγα πράγματα φορτίζουν το πολιτικό σύστημα όπως τα ελληνοτουρκικά. Το ίδιο το γεγονός ότι η Μεταπολίτευση ξεκίνησε ακριβώς στη βάση της Κυπριακής Τραγωδίας, έκανε το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων να είναι βασικό θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Αν κανείς κοιτάξει την επικαιρότητα προηγούμενων δεκαετιών, θα διαπιστώσει συχνά την αντιπαράθεση ανάμεσα σε οπαδούς της «σκληρής γραμμή» και οπαδούς μιας πιο «ενδοτικής γραμμής».

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ένα από τα αρχικά «ταυτοτικά» στοιχεία του ΠΑΣΟΚ ήταν η σκληρή γραμμή έναντι της Τουρκίας. Από το «Βυθίσατε το Χόρα», που ήταν η προτροπή του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέχρι τη αλλαγή πλεύσης σε πιο επιθετική κατεύθυνση το 1981 και την επιλογή στρατιωτικής κλιμάκωσης το 1987, τα παραδείγματα ήταν πολλά.

Βέβαια, ενδεικτικό των ταλαντεύσεων και των αναγκαστικών μετατοπίσεων ήταν κατεξοχήν το ΠΑΣΟΚ που διαχειρίστηκε τη στροφή σε πιο κατευναστική γραμμή σε επόμενες φάσεις»: από τη Συμφωνία του Νταβός ανάμεσα σε Παπανδρέου και Οζάλ το 1988, στην επιλογή αποκλιμάκωσης στην κρίση των Ιμίων, στη στρατηγική της Μαδρίτης και του Ελσίνκι, στη στήριξη του σχεδίου Ανάν, το ΠΑΣΟΚ κυρίως θα ορίσει την αναζήτηση σημείων διαλόγου και συμπόρευσης.

Από τη μεριά της, η ΝΔ υποτίθεται ότι ήταν κατεξοχήν πολιτική δύναμη που επέμεινε στο δρόμο του διαλόγου, ξεκινώντας ήδη από το Πρωτόκολλο της Βέρνης του 1976, ανάμεσα στον Κ. Καραμανλή και τον Σ. Ντεμιρέλ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή βασική πλευρά της ιστορικής διαδρομής της ελληνικής δεξιάς ήταν και μια ορισμένη επιθετική ρητορική έναντι της Τουρκία, κάτι που επίσης μπορούσε κανείς να συναντήσει διαχρονικά και στο στελεχιακό δυναμικό των ενόπλων δυνάμεων.

 

Η παράδοση της «σκληρής γραμμής» και οι κίνδυνοι

Η παράδοση της σκληρής γραμμής στα ελληνοτουρκικά έρχεται και επανέρχεται σε διάφορες πλευρές. Το σχήμα είναι απλό: η Τουρκία μπορεί να καταλάβει μόνο από ανάλογες προβολές ισχύος και είναι ανάγκη κάποια στιγμή να πάρει και έμπρακτα αυτό το μήνυμα.

Η παράδοση αυτή κατά κύριο λόγο επικεντρώνει στην ανάγκη εξοπλισμών, στη διατήρηση ισχυρών ενόπλων δυνάμεων και στην ετοιμότητα ακόμη και για ένοπλη σύρραξη. Ιδεολογικά και ρητορικά αυτό συνδυάζεται με μια σκληρή «εθνική» ρητορική που συχνά ανασύρει και πλευρές ενός εθνικιστικού φολκλόρ.

Στο όριό της μια τέτοια τοποθέτηση θεωρεί ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν τόλμησε ποτέ η ελληνική πλευρά να δείξει την πραγματική ισχύ της σε ένα θερμό επεισόδιο, παραβλέποντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο μάλλον θα οδηγούσε σε θερμή σύρραξη, σημαντικές καταστροφές, πολλά θύματα και –το πιο πιθανό– μια «υποχρεωτική διαπραγμάτευση που μάλλον δεν θα ήταν από την καλύτερη αφετηρία.

Το τελευταίο διάστημα, η γραμμή αυτή κυρίως εγκαλεί διαδοχικές κυβερνήσεις για υποχωρήσεις που δείχνουν αδυναμία της Ελλάδας να κάνει προβολές ισχύος, με τελευταίο παράδειγμα τον τρόπο που επικαλούνται την Συμφωνία των Πρεσπών ως παράδειγμα ανεπίτρεπτης υποχώρησης που κατέστησε την Ελλάδα περισσότερο τρωτή.

 

Τα όρια της «ενδοτικής» γραμμής

Με όρους που αυτές οι γραμμές ορίστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα υιοθετούν μια γραμμή που θα την έλεγε κανείς «ενδοτική». Η λογική που κυριαρχεί είναι ότι η Ελλάδα έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος της και κυρίως πρέπει να κινηθεί με βάση την ένταξή της σε ένα πλέγμα ισχυρών διεθνών συμμαχιών, παράλληλα με τη σαφή τοποθέτηση ότι η χώρα μας είναι πάντα έτοιμη να προσφύγει ενώπιον οποιουδήποτε διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου. Αυτό συνήθως συνδυάζεται με την ανάγκη διατήρησης ισχυρών αποτρεπτικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά πέραν αυτού δεν υπάρχουν σκέψεις για άλλου είδους τετελεσμένα.

Η στρατηγική αυτή κυριάρχησε κυρίως μετά την κρίση των Ιμίων. Φάνηκε να φέρει αποτελέσματα σε όλη την περίοδο στην οποία η Τουρκία ενδιαφερόταν για την ευρωπαϊκή προοπτική. Τότε φάνηκε ότι η Ελλάδα μπορούσε να ασκήσει πίεση απέναντι σε τουρκικές κυβερνήσεις που ιεραρχούσαν την προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ορίζοντας ταυτόχρονα και ένα κίνητρο για την επίλυση των διμερών προβλημάτων, εφόσον αυτό ήταν προϋπόθεση της ενταξιακής διαδικασίας.

Η στρατηγική αυτή συνάντησε δύο εμπόδια, πρώτον την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, μια που η λύση του Κυπριακού ήταν μία από τις βασικές προϋποθέσεις και δεύτερον τη διαπίστωση ότι χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, όπως η Γαλλία απλώς δεν ήθελαν τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα.

Το άτυπο τέλος ή «πάγωμα» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας ήταν μια ανατροπή για την ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς χάθηκε ένας από τους θεωρούμενους ως βασικούς μοχλούς πίεσης προς τη γειτονική χώρα.

Το γεγονός ότι λίγο μετά η Ελλάδα μπήκε στην περιπέτεια των Μνημονίων σήμαινε ότι ούτως ή άλλως το ενδιαφέρον του πολιτικού συστήματος στράφηκε κυρίως προς άλλα ζητήματα, την ώρα που η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει την εμπλοκή της στη συριακή κρίση.

 

Η διπλωματία των τριμερών

Η βασική καινοτομία ως προς την ελληνική διπλωματία στη δεκαετία του 2010 ήταν αυτό που ονομάστηκε η «διπλωματία των τριμερών». Αρχικά αφορούσε την προσέγγιση της Ελλάδας και του Ισραήλ, που ξεκίνησε επί πρωθυπουργίας Γ. Παπανδρέου και έκτοτε αποτέλεσε μόνιμη παράμετρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Το βασικό επιχείρημα αφορούσε τη ρήξη ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ που είχε καταγραφεί και τον τρόπο που αυτό επέτρεπε στην Ελλάδα να εκμεταλλευτεί τη σύμπραξη με μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.

Λίγο αργότερα, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, προστέθηκε σε αυτό το πλέγμα συμμαχιών και η Αίγυπτος, που επίσης θεωρήθηκε μια ισχυρή τοπική δύναμη που ήταν σε αντιπαλότητα με την Τουρκία. Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά φαίνεται ότι οι προσδοκίες απομόνωσης της Τουρκίας δεν δικαιώθηκαν, ιδίως από τη στιγμή που μέσα από την αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία κατάφερε να παραμείνει ρυθμιστικός παράγοντας εξελίξεων στην περιοχή, με αποκορύφωμα την ουσιαστική συναίνεση ΗΠΑ και Ρωσίας στην εισβολή στη βορειοανατολική Συρία.

Πάντως ειδικά η σύμπραξη με το Ισραήλ (σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ) αποτέλεσε και ένα από τα σημεία σύγκλισης και των «τουρκοφάγων» και των «ενδοτικών» τα τελευταία χρόνια: οι πρώτοι θεωρούν ότι αυτό δίνει περιθώρια ισχύος στην Ελλάδα, οι δεύτεροι ότι αποτελεί πλευρά μιας «διεθνοποίησης των ζητημάτων».

 

Η Τουρκική αναθεωρητική στρατηγική και το όρια του διεθνούς δικαίου

Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες εφαρμόζει μια «αναθεωρητική» στρατηγική που στηρίζεται στην αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και συμφωνιών και ισορροπιών που θεωρούνται δεδομένες και παράλληλα στην προσπάθεια διαμόρφωσης τετελεσμένων.

Σκοπός της δεν είναι τόσο να επιβάλει στρατιωτικά την επιλογή της – ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει η ανάμνηση του κόστους από την εισβολή στην Κύπρο – όσο να διαμορφώσει σε επάλληλα βήματα «γκρίζες ζώνες» ώστε να οδηγηθεί σε μια ευνοϊκότερη μεταρρύθμιση. Αυτό δεν αποκλείει κάθε είδους προβολές ισχύων, συμπεριλαμβανομένων των «θερμών επεισοδίων», κυρίως όμως κοιτάζει προς ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με όλα τα ζητήματα ανοιχτά.

Ούτως ή άλλως αυτό επενδύεται πάνω σε έναν ιδιαίτερα ισχυρό εθνικισμό, τον οποίο ασπάζεται και η κεμαλική αντιπολίτευση και όχι μόνο οι εθνικιστές σύμμαχοι του Ερντογάν, που επικεντρώνεται στο ότι η Τουρκία είναι μια ισχυρή χώρα, με περιφερειακό ρόλο που δεν μπορεί να μείνει έξω από τις εξελίξεις συμπεριλαμβανομένων των εξορύξεων υδρογονανθράκων.

Αυτό προσπαθεί να κάνει αμφισβητώντας τα κυριαρχική δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας (όπου μάλιστα έχει ενδιαφέρον ότι το κάνει στο όνομα των δικαιωμάτων των Τουρκοκύπριων που δεν πρέπει να μείνουν εκτός των ωφελημάτων των εξορύξεων) αλλά και τώρα με την συμφωνία με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης. Το ίδιο θέλει να κάνει και σε σχέση με το πώς θα έβλεπε μια πιθανή λύση στο Κυπριακό, που ούτως ή άλλως το βλέπει και ως ένα πεδίο κατοχύρωσης και της λογικής της συνεκμετάλλευσης και συνδιαχείρισης.

Η ελληνική πλευρά κυρίως επενδύει στο ότι οι πράξεις αυτές είναι παράνομες, παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο επί της ουσίας και δεν διαμορφώνουν συνθήκες καλής γειτονίας. Σε αυτό το πλαίσιο προσπαθεί να αποσπάσει διάφορες καταδίκες από τη μεριά της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και δεσμεύσεων ότι θα συνεπικουρηθεί η Τουρκία στις παράνομες κατά την Ελλάδα εξορυκτικές δραστηριότητές της. Ελπίζει παράλληλα ότι θα μπορούσε με αυτό τον τρόπο να πιέσει για μια διαπραγμάτευση με βάση αρχές του διεθνούς δικαίου.

Ωστόσο, το διεθνές δίκαιο δεν λειτουργεί με αφηρημένους κανόνες που εφαρμόζονται παντού. Άλλωστε, απουσιάζει η «διεθνής Αρχή» που θα επέβαλε την εφαρμογή τους. Το διεθνές δίκαιο ιδίως σε τέτοια ζητήματα προκρίνει την εξασφάλιση διμερών συμφωνιών, διαπραγματεύσεων και πρωτίστως τη συνεννόηση και την αναζήτηση συμβιβασμών. Αυτό άλλωστε δείχνει και νομολογία των διεθνών δικαστηρίων για ζητήματα κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σχέση με το δίκαιο της θάλασσας (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) όπου η τάση δεν είναι η κατά γράμμα εφαρμογή των σχετικών συμβάσεων αλλά η κατά περίπτωση διατύπωση του καλύτερου συμβιβασμού.

 

Σύγκρουση, διαπραγμάτευση και συνεκμετάλλευση: τα διλήμματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Οι υποστηρικτές μιας επιθετικής στρατηγικής συνήθως δεν κάνουν πιο συγκεκριμένα τα βήματα μιας σύγκρουσης και το τι θα ακολουθούσε. Εάν εξαιρέσουμε τις μυθιστορηματικές περιγραφές νικηφόρων πολεμικών αναμετρήσεων που συχνά συναντάμε στη ρητορική της ακροδεξιάς, είναι σαφές ότι μια κλιμάκωση στα όρια της πολεμικής σύγκρουσης θα είχε απρόβλεπτες εξελίξεις. Ούτε δείχνει εύκολο να μπορεί σήμερα, στο σημερινό πλέγμα συμμαχιών στο οποίο έχουν συνταχθεί όλες οι πρόσφατες κυβερνήσεις να υπάρξει το είδος της επιθετικής πολιτικής στο οποίο παρέπεμπε η π.χ. η ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980. Δεν υπάρχει ένας διπολισμός στο διεθνές τοπίο, ώστε να τον εκμεταλλευτεί η χώρα, ούτε λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο η απειλή πολεμικής κλιμάκωσης, ενώ δεν, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο ίδιος ο Παπανδρέου επέλεξε τελικά το δρόμο των συνομιλιών με τον Οζάλ (έστω και εάν λίγο μετά θα πει το περίφημο αυτοκριτικό mea culpa).

Η ήπια εκδοχή της «επιθετικής στρατηγική» που θα ήταν μια απομόνωση της Τουρκίας που θα την υποχρέωνε σε αναδίπλωση, προσκρούσει στον τρόπο που αυτή τη στιγμή, παρόλα τα πεδία συγκρούσεων, πολύ δύσκολα μπορεί να απομονωθεί σε τέτοιο βαθμό που να αλλάξει πολιτική. Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να οδηγήσου τα πράγματα σε πλήρη ρήξη, ενώ η Ρωσία θέλει να εξασφαλίσει την προσήλωση της Τουρκίας σε μια πολιτική λύση, την ώρα που η ΕΕ δεν επιθυμεί να ακυρώσει τη συμφωνία για το προσφυγικό.

Σε αυτό το τοπίο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με το ερώτημα του συμβιβασμού. Αυτό θα σήμαινε μια σειρά από ενδεχόμενα, που ως ορίζοντα, όχι απαραίτητα άμεσο, έχουν συμβιβασμούς ως προς τη χάραξη ορίων που δεν θα ταιριάζουν ακριβώς στις «πάγιες ελληνικές θέσεις», αλλά και αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «συνεκμετάλλευση» των πλουτοπαραγωγικών πόρων.

Το πρόβλημα είναι αυτή η στρατηγική έχει δύο βασικές δυσκολίες να αντιμετωπίσει. Η πρώτη είναι ότι η Τουρκία αντί για την από κοινού προσφυγή σε κάποιο διεθνές όργανο, προτιμά σε αυτή τη φάση τη δημιουργία τετελεσμένων πριν από μια διμερή διαπραγμάτευση. Η δεύτερη είναι ότι, όπως έδειξε και η διαχείριση της Συμφωνίας των Πρεσπών, τα αντανακλαστικά είτε για το συμβιβασμό, είτε για τη συνεκμετάλλευση θα είναι έντονα και πλήθος οι εσωτερικές αντιδράσεις άρα και το δυνάμει πολιτικό κόστος.