Σχετικά με την απαρχή της αντιπαράθεσης των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο: Η σημασία της πτώσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής

Σχετικά με την απαρχή της αντιπαράθεσης των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο: Η σημασία της πτώσης του ασιατικού τρόπου παραγωγής[1].

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Εισαγωγή

            Με τον παρόν κείμενο επιχειρούμε να διερευνήσουμε τα πρώτα αίτια της σύγκρουσης των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Θέτουμε αυτό το ερώτημα γιατί δεν εκτιμούμε πως τόσο σοβαρές, και δραματικές, καταστάσεις μπορούν να ξεκινήσουν από παρθενογένεση και να οξυνθούν μέσα σε πέντε ή δέκα χρόνια. Με αυτή την έννοια είναι χρήσιμο να απεμπλακεί η σύγχρονη συζήτηση από μια εμμονή περιορισμού στην μεταπολεμική περίοδο και να γίνει προσπάθεια να ανιχνευτούν οι πρωτογενείς παράγοντες οι οποίοι σε δεύτερο χρόνο θα έρθουν να συναντηθούν (για να θυμηθούμε και την έννοια του υλισμού της συνάντησης που έφερε ο Αλτουσέρ) με άλλους παράγοντες έτσι ώστε να διαμορφωθεί η σημερινή κατάσταση.

            Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι πως από μία πληθώρα εξεγέρσεων στις οποίες συμμετείχαν από κοινού οι δύο κοινότητες (1665, 1680, 1712, 1764- 65, 1783, 1804) ενάντια στους προεστούς και στους τσιφλικάδες φτάνουμε στην όξυνση των αντιθέσεων (Ηρακλείδης 2006: 77) και στην ανάδειξη του εθνικού ζητήματος με το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα που διατυπώνεται επανειλλημμένως είτε με τη μορφή ψηφίσματος (1903, 1912) είτε με τη μορφή εξέγερσης (1931) είτε/ και με τις αιματηρές συγκρούσεις των δύο κοινοτήτων (1912, 1922[2]).

            Η θέση μας είναι πως είναι αναγκαίο να γυρίσουμε –πίσω, στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις μορφές της κυριαρχίας (οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής,) αλλά και το πλαίσιο της δυναμικής υπερβάσης της. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να αναφερθούμε κάπως διεξοδικά στο περιεχόμενο του ασιατικό τρόπου παραγωγής- του κοινωνικού συστήματος που επικρατούσε την περίοδο εκείνη όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

 

2. Τι είναι ο ασιατικός τρόπος παραγωγής

Τα βασικά χαρακτηριστικά του ασιατικού τρόπου παραγωγής μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

α) Υπάρχει απουσία ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης β) η κοινότητα των χωρικών χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ισχυρών συνεκτικών δεσμών και από τη συλλογική οργάνωση της παραγωγής.   γ) η ιδιοκτησία της γης είναι κρατική και γι’ αυτό το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού υπερπροιόντος, που παίρνει τη μορφή του φόρου – δοσίματος (tribute tax), κατευθύνεται προς την κεντρική εξουσία δ) οι καλλιεργητές είχαν στην άμεση κατοχή τους τη γη μόνο υπό την προϋπόθεση πως ανήκαν σε μια κοινότητα ε) Η διαχείριση αυτού του υπεροπροιόντος δημιουργεί μια άρχουσα τάξη συνδεδεμένη με τη διαχείριση τον κρατικών λειτουργιών η οποία συντηρείται από αυτό το υπερπροιόν στ) Η οργάνωση της κεντρικής εξουσίας είναι συλλογική και αποκρυσταλλώνεται στη μορφή του δεσποτικού κράτους ζ) Οι κοινότητες, από τη στιγμή που ανταποκρίνονταν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την κεντρική εξουσία, διέθεταν ένα πλαίσιο αυτονομίας ενώ διοικούνταν από ένα στρώματα τοπικών αρχόντων και θρησκευτικών αξιωματούχων οι οποίοι συνεργάζονταν με τις περιφερειακές και σε ορισμένες περιπτώσεις και με τις κεντρικές αρχές 8) Οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη θέση τους αλλά διορίζονταν από την κεντρική εξουσία ενώ λειτουργούσαν ως εκτελεστικά όργανα υλοποίησης των αποφάσεων της 8) η οικονομία δεν είναι επαρκώς εκχρηματισμένη  και το εμπόριο υπάρχει για να ικανοποιεί τις ανάγκες των αριστοκρατών και των ηγεμόνων  (Μηλιός 1996; Mandel 1996).

Τα χαρακτηριστικά που ήδη αναφέραμε κάνουν πιστεύουμε ιδιαίτερα ευδιάκριτους τους λόγους για τους οποίους εκτιμούμε πως θα πρέπει να υπάρξει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του ασιατικού και του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Άλλωστε ο ίδιος ο Μαρξ είναι που αναφέρει ότι  « Αν αυτός που αντιπαρατίθεται άμεσα στους παραγωγούς σαν γαιοκτήμονας και ταυτόχρονα σαν κυρίαρχος δεν είναι ο ιδιωτικός γαιοκτήμονας, αλλά είναι όπως γίνεται στην Ασία, το κράτος, τότε η πρόσοδος και ο φόρος συμπίπτουν (…) Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σχέση εξάρτησης δεν χρειάζεται πολιτικά και οικονομικά να έχει σκληρότερη μορφή από εκείνη που είναι κοινή για όλους τους υπηκόους αυτού του κράτους. Το κράτος είναι εδώ ο ανώτατος γαιοκτήμονας. (...) Δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή ατομική ιδιοκτησία της γης, παρ’ όλο ότι υπάρχει και ατομική και συλλογική κατοχή και χρησιμοποίηση της γης (…) Στο κέντρο του ανατολικού δεσποτισμού και της έλλειψης ιδιοκτησίας η οποία φαίνεται να υφίσταται εκεί, αυτή φυλετική ή κοινοτική ιδιοκτησία υφίσταται στην πραγματικότητα ως το θεμέλιο, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις δημιουργείται από τη σύνδεση μέσα στη μικρή κοινότητα της μανιφακτούρας και της αγροτικής παραγωγής Ένα τμήμα της υπερεργασίας ανήκει στην ανώτερη κοινότητα, η οποία εν τέλει υφίσταται ως πρόσωπο, και αυτή η υπερεργασία παίρνει τη μορφή του δοσίματος (tribute) κλπ όπως επίσης της κοινής εργασίας για τη δόξα της ενότητας, κατά ένα μέρος του πραγματικού δεσπότη, κατά ένα μέρος της φαντασιακής φυλο- ομαδικής οντότητας, δηλαδή του Θεού» (Μαρξ 1978: 972; Μαρξ 1989: 308; Marx 1973: 473).

 

3. Ασιατικός τρόπος παραγωγής και Οθωμανική Αυτοκρατορία

            Μετά από αυτή τη σύντομη, αλλά αναγκαία, αναφορά στη μορφή και στο περιεχόμενο του ασιατικού τρόπου παραγωγής μπορούμε να περάσουμε στην ειδική έκφρασή του όπως αυτή εμφανίζεται εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

            Το οικονομικό μοντέλο της οθωμανικής κοινωνίας από τον 14ο αιώνα και μετά χαρακτηρίζεται από το καθεστώς της κρατικής ιδιοκτησίας των γαιών ενώ το κυριαρχικό δικαίωμα ανήκει στον Σουλτάνο ο οποίος έχει το δικαίωμα να εισπράττει τη έγγεια πρόσοδο καθώς και το υπερπροιόν των καλλιεργούμενων γαιών. Στο διοικητικό επίπεδο η γαιοπρόσοδος και το υπερπροιόν  είχαν μοιραστεί μεταξύ της στρατιωτικής εξουσίας που την αποτελούσαν οι τιμαριώτες και της θρησκευτικής εξουσίας. Οι τιμαριώτες εισπράττουν το φόρο και στρατολογούν στο όνομα του Σουλτάνου ενώ πυρήνας του τιμαρίου είναι το λεγόμενο kilic (σπαθί) που αποτελεί το εισόδημα το οποίο θεωρείται επαρκές για τη συντήρηση του τιμαριώτη. Πρόκειται στην ουσία για κρατικούς υπαλλήλους ανακλητoύς από τον Σουλτάνο των οποίων οι δραστηριότητες, δηλαδή η συλλογή των φορολογικών προσόδων, ρυθμίζονταν από τους νόμους. Αντιστοίχως είχαν παραχωρηθεί, με παρόμοιο καθεστώς και στον κλήρο μεγάλης έκτασης καλλιεργούμενες γαίες, τα Βακούφια. Με τον τρόπο αυτό οι καλλιεργητές της γης δεν είναι ιδιοκτήτες της, αλλά νομείς της. Τους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα κληρονομιάς της νομής αλλά δεν μπορούν να εμπορευτούν τη γη αυτή. Ωστόσο σε περίπτωση που παραμελούσαν να καταβάλουν την πρόσοδο τότε ο τιμαριώτης μπορούσε να τους αφαιρέσει τη νομή των καλλιεργειών και να την παραχωρήσει σε άλλη κοινότητα (Gazioglou 1990: 121). Τους χαρακτηρίζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τους δουλοπάροικους του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής δεδομένου πως τα προϊόντα από την  η αγγαρεία που πραγματοποιούσαν αποδίδονταν στο Κράτος, δεν ήταν υποχρεωμένοι σε παροχές προς τους τιμαριώτες και, το σημαντικότερο, μέσα από μια σειρά διαδικασιών μπορούσαν να απεξαρτηθούν από την πρόσδεση στο τιμάριο (Divtcioglou 1979: 117- 119; Ασδραχάς 2003: 251). Ο πιο συνηθισμένος φόρος ήταν η δεκάτη (tithe collection)  (δηλαδή το 1/10 της παραγωγής δινόταν στον τιμαριώτη) καθώς και ο κεφαλικός φόρος (pol taxes) που αφορούσε τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Μηλιός 2000: 238).

            Σε ότι αφορά  το ρόλο και την οργάνωση των κοινοτήτων θα πρέπει να αναφέρουμε πως αποτελούσαν δομικά στοιχεία του Οθωμανικού συστήματος τόσο στο οικονομικό πεδίο (συλλογική οργάνωση της παραγωγής διάθεση του υπερπροιόντος που περισσεύει μετά την αφαίρεση της φορολογίας προς όφελος της κοινότητας) όσο και στο πολιτικό μέσω της εσωτερικής ιεραρχίας που είχε δημιουργήσει η ύπαρξη των προεστών οι οποίοι είχαν ως καθήκον τη διαμεσολάβηση με τον τιμαριώτη (Μηλιός 2000: 242).

            Ειδικότερα τώρα στην Κύπρο, η κατάκτησή της από τους Οθωμανούς οδήγησε στην ύπαρξη τεσσάρων διαφορετικών μορφών αγροτικής «ιδιοκτησίας» ενταγμένης εντός  του πλαισίου του ασιατικού τρόπου παραγωγής: Υπήρχαν α) τα Reaya cifltiks που ήταν γαίες παραχωρημένες στους χριστιανούς από το Σουλτάνο και στον οποίο οι κοινότητες απέδιδαν ενοίκιο β) Τα Hassa cifltiks τα οποία διοικούνταν από τους Σπαχήδες (Sipahis- έφιπποι αξιωματικοί) οι οποίοι είχαν αναλάβει να αποδίδουν τους φόρους στην κεντρική εξουσία γ) Τα Military cifltiks που η διοίκηση είχε παραχωρηθεί σε στρατιωτικούς λόγω της προσφοράς τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δ) Τα Vakf cifltiks τα οποία τα διαχειρίζονταν θρησκευτικά ιδρύματα (Gazioglu 1990: 122).

            Στο πολιτικό επίπεδο σημαντικός είναι ο ρόλος του Αρχιεπισκόπου ο οποίος αποτελεί και τον πολιτικό εκπρόσωπο (Εθνάρχη) των ορθοδόξων σε σχέση με τις Οθωμανικές Αρχές. Μεταξύ των καθηκόντων του ήταν να κατανέμει τα φορολογικά βάση στις επιμέρους κοινότητες (Christodoulou 1995: 8-9). Το γεγονός αυτό θα συντελέσει αποφασιστικά στην ανάδειξη της Εκκλησίας ως του πολιτικού εκφραστή των ορθόδοξων σε αντιπαράθεση με του μουσουλμάνους οι οποίοι εκφράζονταν από το Κεντρικό Κράτος και όταν θα πραγματοποιηθεί η εκχώρηση στους Βρετανούς (1878) θα βρεθούν χωρίς θεσμοποιημένη κεντρική αναφορά εντός Κύπρου.

 

4. Η κρίση του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι επιπτώσεις της στις σχέσεις των δύο κυπριακών κοινοτήτων.

            Το σύστημα που μόλις περιγράφηκε τόσο στη γενική μορφή του (Οθωμανική Αυτοκρατορία) όσο και στην ειδική (Κύπρος) από ένα σημείο και μετά  θα γνωρίσει σημάδια παρακμής που σε εύρος χρόνου θα οδηγήσουν και στην κατάρρευσή του και στην ανάδυση και μετέπειτα κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

 Η ανάσχεση της επεκτατικής ικανότητας των Οθωμανών από τα τέλη του 16ου αιώνα  σε συνδυασμό με την απώλεια εδαφών και την παραχώρηση καθεστώτων αυτονομίας σε ορισμένες περιοχές οδήγησαν στην μείωση των κρατικών εσόδων με αποτέλεσμα τον περιορισμό της εξουσίας του Σουλτάνου και την ελάττωση της εμβέλειας της κρατικής εξουσίας. Παράλληλα σοβαρές επιπτώσεις προκλήθηκαν από τη δημιουργία του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες από τα νότια της Αφρικής ο οποίος παρακάμπτει τα οθωμανικά λιμάνια της Ανατολής. Επιπρόσθετα το οθωμανικό νόμισμα, το άσπρο (akce) άρχισε να παρουσιάζει συχνές υποτιμήσεις. Τα αίτια θα πρέπει να αναζητούν τόσο στην εισροή χρυσού και αργύρου από την Αμερική όσο και στην αδυναμία ανάπτυξης του εμπορίου και της χρηματιστικής οικονομίας αλλά και στα τεράστια κρατικά έξοδα που χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη εποχή (πολυτελής ζωή των αξιωματούχων, στρατιωτικές δαπάνες για μη επικερδείς κατακτητικούς πολέμους αλλά και για αντίστοιχους αμυντικούς). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ το 1475 ένα δουκάτο αντιστοιχούσε σε 44 άσπρα το 1680 είχε φτάσει τα 300 άσπρα. Το αποτέλεσμα ήταν το έλλειμμα του προυπολογισμού από 6,6 εκατομμύρια άσπρα το 1564 να εκτοξευτεί στα 154,3 εκατ το 1650.

Για να αντιμετωπιστούν όλα αυτά τα οικονομικά προβλήματα και δεδομένης της αδυναμίας να δρομολογηθούν πολιτικές να οδηγούν σε μια οικονομικά παραγωγική ανάπτυξη, το Οθωμανικό κράτος θα επιλέξει από τη μια να αρχίσει την ισόβια παραχώρηση προσόδων σε αξιωματούχους και από την άλλη την εφαρμογή του συστήματος των διομολογήσεων (capitulations), δηλαδή των παραχωρήσεων εμπορικών προνομίων προς ξένα κράτη (περιορισμός δασμών, εξαιρέσεις από φόρους) (Γιαννόπουλος 1975: 99- 101).

Η κρίση του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική αυτοκρατορία και η ανάδυση των πρώτων μορφών καπιταλιστικής παραγωγής θα έρθει να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα του Λένιν, όπως αυτό εκτίθεται στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, σύμφωνα με το οποίο ο ασιατικός τρόπος παραγωγής επιτρέπει υπό ορισμένους όρους τη μετάβαση στο καπιταλιστικό σύστημα μέσα από το μετασχηματισμό των φορέων των ασιατικών κοινωνικών σχέσεων σε φορείς των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί αφενός η απουσία μεγάλης γαιοκτησίας και αφετέρου η διττή θέση των αγροτών εντός της κοινοτικής οργάνωσης της παραγωγής (συλλογική νομή τη γης- καλλιέργεια του εδάφους σε ατομικούς κλήρους ) διευκολύνουν την κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων και μέσω αυτών της έμμεσης κι άμεσης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο (Μηλιός 1992). Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός στις ανατολικές κοινωνίες συνυπήρχαν πέραν των αγροτών και των πάσης φύσεως δημόσιων λειτουργών και ιδιοκτήτες γης μέσω της παράνομης ιδιοποίησης κρατικών γαιών (βλεπ παρακ) καθώς και έμποροι αλλά και τραπεζίτες/ δανειστές (Mandel 1996)

            Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στην Κύπρο από τον 17ο αιώνα αρχίζει να γίνεται εμφανής η ανάδυση του κοινωνικού στρώματος των εμπόρων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη θέση των αντίστοιχων ξένων που κυριαρχούσαν στο παρελθόν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jennes «Υπάρχουν πλούσια άτομα με επιρροή ανάμεσα στους χριστιανούς Κύπριους. Επειδή όμως δε τους επιτρέπεται να έχουν όπλα, αφιερώνονται στο εμπόριο. Μεταφέρουν λάδι, τυρί και άλλα αγαθά στην Τρίπολη και σε άλλα λιμάνια στη Συρία (Jennes 1961)». Τον 19ο αιώνα οι χριστιανοί έμποροι θα έχουν φτάσει να έχουν υπό τον έλεγχό τους το σύνολο του εξαγωγικού εμπορίου της Κύπρου με κυριότερα προϊόντα το βαμβάκι, το κρασί και το σουσάμι, συγκροτώντας με αυτό τον τρόπο μια σαφή οικονομική ανωτερότητα απέναντι στους τουρκοκύπριους. Σύμφωνα με τον Βρεταννό υποπρόξενο το 1867 «οι Χριστιανοί είναι η πλουσιότερη τάξη στο νησί. Είναι οι κυριότεροι ιδιοκτήτες γης και στο εμπόριο…κατέχουν προτεραιότητα απέναντι στους Μουσουλμάνους» (Luke 1969).

Η εξέλιξη αυτή δεν οφείλεται, βέβαια, σε κάποια «μεταφυσική» υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου αλλά στο γεγονός πως τα πιο μορφωμένα στοιχεία του μωαμεθανικού πληθυσμού προσανατολίζονταν κυρίως προς την κατάληψη θέσεων εντός του κρατικού μηχανισμού δημιουργώντας ένα κενό στις οικονομικές δραστηριότητες προς όφελος του χριστιανικού πληθυσμού. Ο τελευταίος, δε, δεν  υπόκειντο σε ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις σε σχέση με τη διαχείριση  του χρήματος ανάλογες με εκείνες των μουσουλμάνων οι οποίοι θεωρούσαν ευτελείς τέτοιου είδους δραστηριότητες (Μηλιός 2000: 248; Polis 1979: 57; Κουλουμπής 1976: 202; Ηρακλείδης 2006: 257 ). Πρόκειται για μια συνηθισμένη πολιτισμική στάση από την πλευρά των μουσουλμάνων όταν διαβιώνουν με επιχειρηματικά πιο δραστήριες μη μουσουλμανικές κοινότητες με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Μαλαισία και τις πρακτικές μουσουλμάνων Μαλαισιανών σε σχέση με Ινδούς και Κινέζους συμπατριώτες τους.  (Ηρακλείδης 2006: 269)

            Σημαντικό ρόλο σε αυτή την  οικονομική υπεροχή έχει παίξει και το γεγονός της διαφοράς εκπαιδευτικού επιπέδου απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο- πράγμα που οφείλεται και στις προτεραιότητες που είχε θέσει η Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και στο γεγονός πως οι μουσουλμάνοι αντιμετώπιζαν με καχυποψία τα εκπαιδευτικά ζητήματα ως είσοδο καινών δαιμονίων (Χατζηδημητρίου 1987: 196; Ηρακλείδης 2006: 257). Σε αυτό συνέβαλε και η πολιτική της μη ανάμιξης των Οθωμανών σε τέτοια ζητήματα που θεωρούνταν εσωτερικά θέματα της χριστιανικής κοινότητας. Έτσι από τα μέσα του 18ου αιώνα άρχισαν να δημιουργούνται ελληνικά σχολεία με την άδεια των Αρχών οι οποίες επιτρέπουν και την άφιξη δασκάλων από την Ελλάδα έτσι ώστε να βελτιωθεί το μορφωτικό επίπεδο στο νησί (Gazioglou 1990: 196. Κι αυτό σε αντιδιαστολή με την εκπαίδευση που δεχόταν ο μουσουλμανικός πληθυσμός  η οποία είτε περιοριζόταν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο είτε ήταν προσανατολισμένο στην εκπαίδευση για διοικητικούς υπαλλήλους- τη στιγμή που το βάρος της εκπαίδευσης των Ορθοδόξων έπεφτε στην ανάπτυξη ικανοτήτων για την μετέπειτα εμπλοκή είτε με το εμπόριο είτε με τα ελεύθερα επαγγέλματα  (Attalides 1979: 42)

            Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός πως το παρακμάζον Οθωμανικό Κράτος όντας υποχρεωμένο να διαχειριστεί την κρίση του προχωρά στις διομολογήσεις με τις ξένες χώρες αναγκαζόμενο έτσι να αυξήσει τις διπλωματικές του σχέσεις. Σε σημαντικό βαθμό οι ξένες χώρες θα χρησιμοποιήσουν Κύπριους ορθόδοξους ως Πρόξενους και υποπρόξενους οι οποίοι και μορφωμένοι ήταν  και πολύγλωσσοι αλλά γνώση των τοπικών συνθηκών είχαν. Το στρώμα αυτό βρίσκεται να  πλουτίζει εκμεταλλευόμενο τη θέση του (προνόμια, διπλωματική ασυλία), ακκά και μέσω της εμπλοκής του στο εμπόριο και την τοκογλυφία. Ταυτόχρονα τμήμα της ανερχόμενης αστικής τάξης αποτελούν και οι κύπριοι έμποροι της διασποράς (Christodoulou 1995: 8-9).

            Σε αντίθεση με την οικονομική και εκπαιδευτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου οι Μουσουλμάνοι θα προσδεθούν στη στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών γεγονός που δημιουργεί αντικειμενικές προϋποθέσεις για όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Κι αυτό γιατί υπήρχε προτίμηση στους Μουσουλμάνους για τη στελέχωση του Στρατού, της Διοίκησης (είναι ενδεικτικό πως το 1872 υπήξρχαν μόνο 26 ελληνοκύπριοι στη δημόσια διοίκηση και αυτοί σε χαμηλές θέσεις) και των δικαστικών θεσμών. Στην  ουσία, δηλαδή, υπήρχε ένα σύστημα σαφούς υποτέλειας της ορθόδοξης κοινότητας. Μέχρι το 1878 στην διοίκηση κάθε περιοχής συμμετείχαν 5 μουσουλμάνοι και μόνο δύο ορθόδοξοι, οι μουσουλμάνοι είχαν την πλειοψηφία και στη σύνθεση των δικαστηρίων ενώ οι ορθόδοξοι δεν μπορούσαν, στο μεγαλύτερο διάστημα της οθωμανικής περιόδου, ούτε να δώσουν μαρτυρική κατάθεση. Ακόμα οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να φέρουν όπλα και ήταν νομικά υποχρεωμένοι να συμπεριφέρονται με σεβασμό (deference) απέναντι στους μουσουλμάνους (Apeyitou  2003: 69, 90- 91; Attalides 1979: 38- 39).

 

Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί μια παρατήρηση. ¨Ήδη με όσα αναφέραμε έχουμε δύο λόγους που θα προετοιμάσουν τις μετέπειτα εθνικές διαφορές. Ο πρώτος σχετίζεται με την ύπαρξη του κεφαλικού φόρου τον οποίο πλήρωναν μόνο οι χριστιανοί και που έφτανε περίπου στο 1/3 του συνόλου της φορολογίας. Είναι φυσικό αυτή κατάσταση να δημιουργούσε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια, πόσο μάλλον που η αλλαγή θρησκεύματος (πρακτική την οποία υιοθέτησαν πολλοί χριστιανοί) οδηγούσε στην απαλλαγή από το φόρο αυτό. Ταυτόχρονα το γεγονός πως οι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι αγόραζαν τις θέσεις τους οδηγούσε σε πρακτικές υπερεκμετάλλευσης των χριστιανικών στρωμάτων έτσι ώστε η «επένδυσή» τους αυτή να φανεί αποδοτική. Ταυτόχρονα η κατάσταση αυτή ενίσχυε τις διαφορές που ενώ φαινομενικά οφείλονταν στη θρησκεία στην πραγματικότητα αφορούσαν σχέσεις εκμετάλλευσης ενώ συντελούσε, έστω και δευτερευόντως, στο να ωθούνται τα χριστιανικά στρώματα στο να επιδίδονται και σε διαφορετικές οικονομικές πρακτικές (εμπόριο) που απέβαιναν και πιο προσοδοφόρες. (Παυλίδης 1993: 16- 17)

            Οι σημαντικότερες όμως αλλαγές θα έρθουν με την εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί. Τότε  θα ενισχυθεί ιδιαίτερα ο ρόλος του εμπορικού κεφαλαίου και η αξία των εισαγωγών θα εκτοξευτεί από τις 127.000 λίρες (1873- 1877) στις 568.705 λίρες (1909- 1913) ενώ οι αντίστοιχες εξαγωγές θα πάνε από τις 300.400 (1873- 1877) στις 587.585 (1909- 1913).  Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν και στην ανάγκη δημιουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων. Έτσι ενώ ως το τέλος του 9ου αιώνα υπήρχε μόνο η Οθωμανική Τράπεζα το 1903, ιδρύεται κυβερνητικό ταμιευτήριο το 1910 η Τράπεζα Αθηνών ανοίγει υποκατάστημα στη Λεμεσό και το 1912 ιδρύεται με εγχώρια κεφάλαια η Τράπεζα Κύπρου  ( Κητρομηλίδης 1977α: 440; Κιτρομηλίδης 1977β: 391). Σε κοινωνιολογικό επίπεδο αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ο σταδιακός μετασχηματισμός των παλαιών γαιοκτημόνων σε εμπόρους καπιταλιστές, γεγονός που οδήγησε στην έμμεση υπαγωγή των αγροτών στο εμπορικό κεφάλαιο με την ταυτόχρονη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στα αστικά κέντρα τα οποία αρχίζουν να αναβαθμίζονται Παράλληλα, αρχίζουν να εμφανίζονται και τα πρώτα νέα μικρο- αστικά στρώματα (γιατροί δικηγόροι) τα οποία θα παίξουν ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη εθνικού κινήματος. (Κητρομηλίδης: 1977α; 441).)

 

5. Από την κατάρρευση του ασιατικού τρόπου παραγωγής στη συγκρότηση δύο αντίπαλων εθνικών ομάδων.

            Από όσα αναφέραμε μέχρι εδώ έχει γίνει φανερό πως τουλάχιστον μέχρις τις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχε μια ενεργός αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κοινοτήτων και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πραγματοποιήθηκαν και οι κοινές αγροτικές εξεγέρσεις που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου. Επιπρόσθετα η απουσία σταθερής αναφοράς (ύπαρξη συγκεκριμένης κρατικής οντότητας) και για το χριστιανικό στοιχείο λειτουργούσε ανασταλτικά για την ανάδυση στοιχείων εθνικής διαφορετικότητας. Ωστόσο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η ύπαρξη τριών δεδομένων θα οδηγήσει τα πράγματα σε διαφορετικές ατραπούς. Πρόκειται α) για τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με τη διαρκή επέκτασή του μέσω της προσάρτησης των Ιονίων (1862) και της Θεσσαλίας (1881) καθώς και της ανάπτυξη της ιδεολογίας τη Μεγάλης Ιδέας στην οποία συμπυκνωνόταν η στρατηγική της δημιουργίας μιας Μεγάλης Ελλάδας στην οποία θα εντάσσονται όλοι οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και τα εδάφη στα οποία αυτοί κατοικούσαν. β) Η διάλυση του ασιατικού τρόπου παραγωγής και η μετάβαση στο καπιταλιστικό σύστημα- γεγονός που έβαλε το μουσουλμανικό στοιχείο σε υποδεέστερη θέση γ) η παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς είχε τις ακόλουθες συνέπειες για τη σχέση των δύο κοινοτήτων: ι) οι μουσουλμάνοι βρέθηκαν για πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες χωρίς τη σαφή υποστήριξη της κεντρικής εξουσίας σε αντίθεση με τους ορθόδοξους οι οποίοι ήταν και πριν το 1878 σε αυτή τη θέση ιι) οι Βρετανοί στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν το ελληνικό στοιχείο το οποίο αρχίζει να ζητά την Ένωση με την Ελλάδα, και κατά προέκταση την παύση της βρετανικής κυριαρχίας, προχωρούν στη δημιουργία ενός εσωτερικού καθεστώτος το οποίο προνομιμοποιεί τη δυσανάλογα την μουσουλμανική μειονότητα.

            Από εκεί και πέρα η είσοδος στην 20ο αιώνα θα σφραγιστεί για πρώτη φορά από το υπαρκτό ενδεχόμενο της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα όπως αυτό τέθηκε από τη Βρετανική πλευρά με προϋπόθεση την ελληνική συμμετοχή τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο καθώς και από τη δημιουργία του Τουρκικού κράτους. Το τελευταίο σε συνδυασμό με το γεγονός της ελληνικής συντριβής στη μικρασιατική εκστρατεία θα λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρκικό εθνικισμό με αποτέλεσμα τα γεγονότα του 1922 με τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις καθώς και την σφοδρή αντίδραση των τουρκοκυπρίων απέναντι στην εξέγερση των ελληνοκυπρίων το 1931 με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα.

            Ουσιαστικά αυτό που αρχίζει να εκτυλίσσεται από το 1878 και ύστερα είναι μια διαδικασία διπλής εθνογένεσης: οι εξελίξεις που αναφέρθηκαν οδηγούν εντός του κυπριακού εδάφους στη δημιουργία μιας «μικρής» Ελλάδας και στη συνέχεια στην παράλληλη, αλλά και αντιθετική, δημιουργία μιας «μικρής» Τουρκίας. Το πρόβλημα είναι πως οι δύο διαφορετικοί εθνολογικά πληθυσμοί διαβιώνουν εντός του ίδιου γεωγραφικού χώρου που είναι πολύ περιορισμένος για να γίνει λόγος για τη δημιουργία ξεχωριστών κρατών- πόσο μάλλον που τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Βρετανών δεν το επέτρεπαν: Η Κύπρος δεν ήταν οι Βρετανικές Ινδίες που μπόρεσαν να διαχωριστούν σε Ινδία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές.

Μια προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου προσπαθήθηκε να γίνει με τη δημιουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου το 1926, στο οποίο συμμετείχαν και ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι, ωστόσο με αφορμή την εξέγερση του 1931, στην οποία το ΚΚΚ δεν συμμετείχε θα τεθεί εκτός νόμου και όταν θα επαναδημιουργηθεί στη δεκαετία του ’40 θα έχουν τόσο οξυνθεί οι εθνοτικές διαφορές που οι τουρκοκύπριοι θα προτιμήσουν να μη συμμετέχουν ούτε και στο συνδικαλιστικό επίπεδο και να γίνουν μέλη στα τουρκοκυπριακά συνδικάτα (συντεχνίες)

Το πραγματικό πρόβλημα εδράζετο  στο εξής ζήτημα: ο καπιταλισμός ως τρόπος παραγωγής αναπαράγεται μέσω του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, ο οποίος πολιτικά συγκροτείται μέσω της δημιουργίας του Κρατικού Μηχανισμού και ιδεολογικά, μεταξύ άλλων, και μέσω της συγκρότησης της έννοιας του Εθνους. Το έθνος υπερβαίνει το γεωγραφικό χώρο του επίσημου Κράτους γιατί συμπαγείς κοινότητες ομοεθνών κατοικούν σε γειτονικά εδάφη. Κατά συνέπεια βασικό στοιχείο της εθνογένεσης είναι και η εθνική ολοκλήρωση ενώ θεμελιακή συγκροτητική διάσταση είναι και η έννοια όχι μόνο του κοινού παρελθόντος  αλλά και της κοινής μοίρας.

Στην ειδική περίπτωση του Κυπριακού όλα αυτά εμφανίζονται, και είναι, πιο οξυμμένα. Μέχρι την κατάρρευση του ασιατικού τρόπου παραγωγής τόσο το ορθόδοξο όσο και μουσουλμανικό στοιχείο ήταν υποκείμενο εκμετάλλευσης από τους οθωμανικούς διοικητικούς μηχανισμούς- μόνο που λόγο της ύπαρξης της δεκάτης οι ορθόδοξοι πλήρωναν 30% μεγαλύτερη φορολογία ενώ στερούνταν δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποτελούν και τη μειοψηφία του πληθυσμού. Τα πρώτα ρήγματα στον ασιατικό τρόπο παραγωγής θα οδηγήσουν τμήματα των ορθοδόξων προς οικονομικά πιο προσοδοφόρες δραστηριότητες ενώ οι μουσουλμάνοι θα παραμείνουν αγκυλωμένοι είτε στην καλλιέργεια της γης είτε στη στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών. Ήδη η προυπάρχουσα εικόνα του άλλου που σχετίζεται όχι με αυτή καθ’ αυτή τη θρησκευτική διαφορετικότητα αλλά με τις υλικές προεκτάσεις που έχει αυτή η διαφορετικότητα, αρχίζει να εντείνεται. Ο αριθμός των μεικτών χωριών περιορίζεται στο μισό ενώ το περιορισμένο αλλά υπαρκτό φαινόμενο των μεικτών γάμων εξαλείφεται εντελώς.

Το καθεστώς εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που υφίστανται τα χριστιανικά αγροτικά στρώματα αρχίζει να γίνεται πιστευτό πως δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο μέσα από την Ένωση με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα τα νέα αστικά και μικροαστικά στρώματα που έχουν δημιουργηθεί θεωρούν πως θα μπορέσουν να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη δυναμική στις οικονομικές τους δραστηριότητες εντός του νεοελληνικού Κράτους παρά εντός του παρακμάζοντος Οθωμανικού. Η βρετανική κυριαρχία που θα επακολουθήσει δεν θα μπορέσει να αμβλύνει τις υπάρχουσες αντιθέσεις αλλά ,αντιθέτως, λειτουργεί καταλυτικά για την ανάπτυξή τους. Ο χριστιανικός πληθυσμός διαπιστώνει πως στην πραγματικότητα η θέση του έχει χειροτερεύσει γιατί βρίσκεται πια σε διπλά υποτελή θέση: αφενός έχει να αντιμετωπίσει την βρετανική κυριαρχία και αφετέρου αισθάνεται πως έχει ελλιπή δικαιώματα σε σχέση με την μουσουλμανική κοινότητα. Το τέλος του α’ παγκοσμίου πολέμου θα οξύνει αυτή την κατάσταση. Από τη μια η ελληνική επικράτεια θα έχει διευρυνθεί κατά πολύ (προσάρτηση Μακεδονίας, Θράκης, Κρήτης)- κατά συνέπεια και γιατί όχι και Κύπρου αφού σε τελική ανάλυση το ελληνόφωνο στοιχείο της Θεσσαλονίκης ήταν κατά πολύ μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο Κυπριακό; Από την άλλη οι τουρκοκύπριοι ενώ σε ένα πρώτο στάδιο αντιτίθονταν στην Ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο προκρίνοντας την διατήρηση του status quo, σε ένα δεύτερο στάδιο η ισχυροποίηση του κράτους των νεότουρκων θα θέσει στο προσκήνιο το ζήτημα της επιστροφής της Κύπρου στην Τουρκία.

Το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου, η κρίση της αποικιοκρατίας και η αρχική απόφαση της Βρετανίας για διατήρηση του κυριαρχικού της ρόλου σε συνδυασμό με την ένταξη πολλών τουρκοκύπριων στις δυνάμεις καταστολής θα ολοκληρώσει το όλο σκηνικό. Επιπρόσθετος παράγοντας που θα συντελέσει στην όξυνση των αντιθέσεων είναι και η λειτουργία της Εκκλησίας, από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς και ύστερα, με τη μορφή της Εθναρχίας, δηλαδή του ομοθύμως αναγνωριζόμενου πολιτικού εκπροσώπου των ορθοδόξων- πόσο μάλλον που ένα σημείο και μετά στην εκλογή των εκκλησιαστικών οργάνων συμμετείχαν όλοι οι ενήλικες άρρενες ορθόδοξοι. Αντίθετα οι μουσουλμάνοι δεν είχαν, για προφανείς λόγους, συγκροτήσει επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τέτοιας μορφής σχέσεις εκπροσώπησης και η Βρετανική κυριαρχία τους έφερε  έναντι μιας πολύπλοκης κατάστασης εντός της οποίας αναδυόταν η ανάγκη κεντρικής αναφοράς: Υπήρχε μια μειονότητα σε ένα μικρό νησί το οποίο έλεγχε μια αποικιακή δύναμη και όπου η πλειονότητα, η οποία είχε δομημένους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς ζητούσε την Ένωσή της με ένα άλλο κυρίαρχο Κράτος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι μουσουλμάνοι θα θεωρήσουν του εαυτούς τουρκοκύπριους και πολιτική τους προοπτική την επανένωση της Κύπρου με την Τουρκία. Δεδομένου πως αυτό το ενδεχόμενο θα είναι το πιο αδύναμο σε σχέση με τα υπόλοιπα στην περίοδο του ’45- ‘55 (διατήρηση του status quo, ένωση με την Ελλάδα, διευρυμένη αυτονομία της Κύπρου) θα σχηματιστεί και ένα τουρκοκυπριακό κέντρο πολιτικής εκπροσώπησης. Από εκεί και πέρα τα πράγματα θα έχουν πάρει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση όπου οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Ακόμα και ο συμβιβασμός που θα επιτευχθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και που θα οδηγήσει στη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους (1960) θα εμπεριέχει στο εσωτερικό του τόσες αντιφάσεις ώστε πολύ εύκολα μετά από μόλις τρία χρόνια, το 1963, όλα θα ανατραπούν και μέχρι το 1974 οι δύο κοινότητες θα ζουν απομονωμένες η μια από την άλλη μέχρι η τουρκική εισβολή ορθώσει και τυπικά σύνορα.

Βεβαίως από ορισμένες πλευρές, κυρίως από τους ελληνοκύπριους που εκφράζονται μέσα από τον «νεοκυπριακό σύνδεσμο»[3] τίθεται το ερώτημα αν θα μπορούσε να έχει υπάρξει μια άλλη πορεία. Η απάντηση από τους συγκεκριμένους κύκλου σε αυτό το ερώτημα είναι θετική και ως ένοχος αναδεικνύεται ο εθνικισμός και των δύο πλευρών. Η δική μας θέση είναι πως μια τέτοια απάντηση σε ένα τόσο πολύπλοκο θέμα είναι ιδιαίτερα απλουστευτική. Κι αυτό γιατί παραγνωρίζει μια σειρά από πολύ σημαντικές παραμέτρους: α) δεν μιλάμε απλώς για δύο κοινότητες αλλά για μια πλειονότητα του 80% και μια μειονότητα β) τουλάχιστον μέχρι το 1960 η πλειονότητα υφίσταντο την κυριαρχία του Οθωμανού αρχικά και στη συνέχεια του Βρετανού κατακτητή. Ακόμα και η ίδια η συνθήκη συγκρότησης του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους εμπεριείχε πληθώρα προνομίων για την τουρκοκυπριακή μειονότητα γ) το ζήτημα της τουρκικής εισβολής του 1974 δεν είναι ένα απλό ενδοκοινοτικό επεισόδιο αλλά κατοχή εδάφους κυρίαρχου κράτους από ένα άλλο κράτος, το τουρκικό.δ) το ζήτημα της ανάπτυξης της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα των Κυπρίων ούτε έχει μια υπερ- ιστορική διάσταση. Η συγκρότηση του εθνικού – κράτος πηγαίνει μαζί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός δεν αναπαράγεται παρά μόνο εντός εθνικών κοινωνικών σχηματισμών. Κατά συνέπεια η κατάρρευση του ασιατικού τρόπου παραγωγής και η ανάπτυξη των πρώτων μορφών καπιταλιστικής εκμετάλλευσης συνδέονται αναγκαστικά με την ανάγκη πρόσδεσης στο συγκεκριμένο εθνικό (καπιταλιστικό) κράτος. Το γεγονός πως ένα σημείο και μετά η δημιουργία του ΚΚΚ δεν μπόρεσε να συνδυάσει το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης με αυτό της ανεξαρτητοποίησης από την βρετανική κυριαρχία δεν μπορεί αποδοθεί γενικά και αόριστα στον εθνικισμό αλλά στις ίδιες τις αδυναμίες και της αντιφάσεις του αριστερού- κομμουνιστικού κινήματος που επέτρεψαν, σε ότι αφορά του ελληνοκύπριους, στην Εκκλησία να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία απέναντι στα κυριαρχούμενα στρώματα. Εν συντομία το πραγματικό ζήτημα από μαρξιστική σκοπιά δεν είναι ο εθνικισμός ή ο κοσμοπολιτισμός αλλά η κατανόηση πως η ξένη κυριαρχία δημιουργεί σχέσεις διπλής και πιο βαριάς εκμετάλλευσης.

 

6. Συμπέρασμα

Στο παρόν κείμενο επιχειρήσαμε να δείξουμε πως η κατάρρευση του ασιατικού τρόπου παραγωγής συνετέλεσε, σταδιακά,  στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Διαπιστώσαμε πως ο διαχωρισμός ήταν  υπαρκτός από την αρχή της Οθωμανικής κατάκτησης, μόνο που τον διαπερνούσαν πολύ μερικότερης έντασης αντιθέσεις σε σχέση με ότι θα ακολουθήσει τους επόμενους αιώνες. Το γεγονός πως το ορθόδοξο στοιχείο θα επιδοθεί με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα σε οικονομικές δραστηριότητες θα του δώσει ένα προβάδισμα στην κατάκτηση πλεονεκτημάτων εντός του αναδυόμενου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η υστέρηση αυτή του μουσουλμανικού στοιχείου θα το οδηγήσουν στην πρόσδεση στις διοικητικές θέσεις και στην άσκηση συμπληρωματικών λειτουργιών απέναντι στην Οθωμανική ή την Βρετανική εξουσία. Η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με την οικονομική υπεροχή, τη θρησκευτική διακριτότητα και το ρόλο της Εκκλησίας ως πολιτικού εκπροσώπου των ορθοδόξων θα οδηγήσει στην υιοθέτηση από το σύνολο τους την εθνική ταυτότητα του «Έλληνα» και σε δεύτερο χρόνο στο αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που θα δημιουργήσει το πέρασμα στην Βρετανική κυριαρχία θα δημιουργήσει μια (αντι) συσπείρωση του –μειοψηφικού- μουσουλμανικού στοιχείου. Ο σχηματισμός του κράτους του Νεότουρκων καθώς και το υπαρκτό ερώτημα, μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου, σχετικά με το μέλλον της Κύπρου θα λειτουργήσει καταλυτικά για την περαιτέρω όξυνση των αντιθέσεων που θα κορυφωθούν με την εισβολή του τουρκικού κράτους το 1974.

 

Βιβλιογραφία

Apeyitou Eleni, 2003, “Turkish- Cypriot Nationalism: Its History and Development (1571- 1960)”, The Cyprus Review 15, 1: 67- 98.

Asmussen Jan, “Early Conflicts between the Greek and Turkish Cypriot Communities in Cyprus, The Cyprus Review 16, 1: 87- 106.

Ασδραχάς Σπύρος 2003, «Οι Πολιτικοί όροι του οικονομικού. Οι κατακτήσεις και η οικονομική τους λογική» στο Σπύρος Ασδραχάς και άλλοι Ελληνική Οικονομική Ιστορία ΙΕ’- ΙΣΤ’ τόμος 1, Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ. 249- 288.

Attalides Michael, 1979, Cyprus. Nationalism and International politics, Edinburg: Q Press.

Christodoulou Demetrios, 1995, “Life Chances in Cyprus: Occupational and Social Structures and Mobility Viewed in Perspective”, Cyprus Review 7, 1: 7- 33.

Γιαννόπουλος Γιάννης 1975, «Η παρακμή του Οθωμανικού Κράτους. Η προσαρμογή των θεσμών στη νέα πραγματικότητα» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΑ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 98- 110.

Divtcioglou Sencer, 1979, “Οικονομικό Μοντέλο της Οθωμανικής κοινωνίας (ΙΔ’ και ΙΕ’ αιώνας)” στο Σπύρος Ασδραχάς (επιμ.) Η Οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών, Αθήνα: Μέλισσα σελ. 115- 131.

Gazioglou Ahmet 1990, The Turks in Cyprus. A Province of the Ottoman Empire (1571- 1878), London: K. Rustem & Brother.

Κουλουμπής Θόδωρος και Hicks Solie (επιμ), 1976, Η Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα και την Κύπρο, Αθήνα: Παπαζήσης.

Ηρακλείδης Αλέξης, 2006, Το Κυπριακό Πρόβλημα 1947- 2004. Από την Ένωση στη διχοτόμηση; Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

Jennes Diamond, 1961, The Economy of Cyprus. A survey to 1914, Montreal: McGill University Press.

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, 1977α, «Κύπρος» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΓ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών; σελ. 437- 445.

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, 1977β, «Κύπρος» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΔ, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 387- 395.

Luke Sir Harry, 1969, Cyprus under the Turks, London: C. Hurst and Co.

Mandel Ernest, 1996, «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής και οι ιστορικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κεφαλαίου», Θέσεις τ. 57, http://www.theseis.com/1-75/theseis/t57/t57f/mandel.htm

Marx Karl 1973, Grundrisse, London: Penguin Books

Μαρξ Καρλ, 1978, Το κεφάλαιο, τόμος Γ’., Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Καρλ, 1989, Για το κράτος, Αθήνα: Εξάντας.

Μαυράτσας Καίσαρ, 1998, Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, Αθήνα: Κατάρτι.

Μηλιός Γιάννης, 1992, «Ο Λένιν αντιμέτωπος με το ζήτημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (1893- 1900): Μια επίκαιρη μαρξιστική θεωρητική ανάλυση», τ. 38, http://www.theseis.com/1-75/theseis/t38/t38f/olenin.htm.

Μηλιός Γιάννης, 1996, «Ο ασιατικός τρόπος παραγωγής», Θέσεις τ. 57, http://www.theseis.com/1-75/theseis/t57/t57f/asiati.htm.

Μηλιός Γιάννης, 2000, Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Αθήνα: Κριτική.

Παυλίδης Άντρος, 1993, Ιστορία της νήσου Κύπρου, τόμος τέταρτος. Από το 1571 μέχρι το 1964, Λευκωσία: Φιλόκυπρος.

Polis Adamantia, 1979, “Colonialism and neo- colonialism: Determinants of ethnic conflicgt in Cyprus” στο Worsley Peter and Paschalis Kitromilides (eds) Small States in the Modern World. The Conditions of Survival, Nicosia, σελ. 45- 80. 

Χατζηδημητρίου Κάτια, 1987, Ιστορία της Κύπρου, Λευκωσία.

 

 

 


[1] Μια πρώτη μορφή του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο του Historical Materialism «New Directions in Marxist Theory» που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μεταξύ 9 και 11 Νοεμβρίου 2007.

[2] Για μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή των ενδοκοινοτικών επεισοδίων του 1912 και του 1922 βλ. Asmussen 2004.

[3] Ο Νεοκυπριακός Σύνδεσμος, ο οποίος εμφανίζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με το ρεύμα του λεγόμενου εκσυγχρονισμού όπως αυτό αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο (κοσμοπολιτισμός, ανθρωπιστικός φιλελευθερισμός, πίστη στην ανάγκη ορθής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών κλπ[3]), θα λειτουργήσει ως ομάδα πίεσης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό και σταδιακά θα πετύχει τη μετατόπιση του ιδεολογικού ιστού του κυρίαρχου λόγου σε σαφώς πιο «ελαστικές» θέσεις σε ότι αφορά το ζήτημα της τουρκικής κατοχής. Όπως παρατηρεί ο Κ. Μαυράτσας για τα μέλη του Συνδέσμου «Πολλοί δε από αυτούς είναι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του κυπριακού κράτους  και δεν διστάζουν να παραδεχθούν ούτε ότι το τελευταίο αποτελεί  συνέχεια της βρετανικής αποικιακής διοίκησης ούτε ότι η αποικιοκρατία είχε και θετικές επιδράσεις στην κυπριακή κοινωνία». Μαυράτσας, 1998: 96-97.