Βαδίζοντας προς την διεθνή και ευρωπαϊκή ύφεση. Και μετά τι;

Σ.Ρομπόλης - Β.Μπέτσης

H εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αποδόμησε, μεταξύ των άλλων, τη παθολογία της διεθνούς και της ευρωπαϊκής οικονομίας, δηλαδή την λιτότητα. Ταυτόχρονα, αποκάλυψε με τον πιο εύληπτο τρόπο τις συνέπειες των δογματικών και λανθασμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην οικονομία, το κοινωνικό κράτος και τα συστήματα δημόσιας υγείας. Επιπλέον, ανέδειξε την θεμελιώδη αντίφαση, με την έννοια ότι προβλήματα διεθνούς κατάστασης, όπως η πανδημία του κορονοϊού, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οι βίαιες κλιματολογικές αλλαγές και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές και οικονομικές κρίσεις να αντιμετωπίζονται με εργαλεία και πολιτικές εθνικής, κατά βάση, εμβέλειας.
Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο, δυσχεραίνεται η αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσμενών απειλών και αβεβαιοτήτων όχι μόνο στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Στις συνθήκες αυτές, αξίζει να σημειωθεί ότι από τις πρώτες εβδομάδες εμφάνισης (Φεβρουάριος 2020) του κορονοϊού στην Κίνα, η ταχεία εξάπλωση του συγκεκριμένου ιού σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ανέκοψε μόλις μέσα σε δύο μήνες τη πορεία της διεθνούς οικονομίας, περιόρισε δύο δισεκατομμύρια πολίτες σε απομόνωση, οδήγησε σε θάνατο 25.000 άτομα (550.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα) και την πραγματική οικονομία σε αβέβαια και αχαρτογράφητα νερά.
Από την άποψη αυτή, επιβεβαιώνεται, κατά τους δύο πρώτους μήνες εξάπλωσης του κορονοϊού εκτός Κίνας, η εκτίμηση σοβαρής μείωσης της κατανάλωσης, διακοπής της λειτουργίας ή της υπολειτουργίας μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, σημαντικού επιπέδου μείωσης των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας (25 εκατομ. θέσεις εργασίας διεθνώς-Δ.Γ.Ε., 2020), ανησυχητικής αύξησης της μερικής απασχόλησης και της ανεργίας, κ.λ.π. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο στην ένταση των αντιπαραθέσεων για τη στρατηγική, το περιεχόμενο και τους πόρους χρηματοδότησης των απαιτούμενων ασκούμενων πολιτικών διάσωσης της δημόσιας υγείας και της διεθνούς-ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αυτό, σε επίπεδο διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής, σημαίνει εάν θα επιλεγεί η αντίστοιχη στρατηγική αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης του 2008 (διάσωση του τραπεζικο-πιστωτικού συστήματος) ή θα επιλεγεί η στρατηγική διάσωσης της δημόσιας υγείας και της πραγματικής οικονομίας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο με νέους δημόσιους (διεθνείς και ευρωπαϊκούς) πόρους χρηματοδότησης. Στις παρούσες και στις άμεσα μελλοντικές συνθήκες αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού, δηλαδή της διάσωσης της δημόσιας υγείας και της διάσωσης της πραγματικής οικονομίας, το αντικειμενικό πρόβλημα συνίσταται στην αντίφαση, με την έννοια ότι οι ασκούμενες πολιτικές ευθυγράμμισης της καμπύλης μόλυνσης συμβάλλουν καθοριστικά στην αναπόφευκτη επιδείνωση της οικονομικής ύφεσης (P.O.Gourinchas, 2020).
Έτσι, το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ποια είναι η λύση αυτής της αντίφασης; Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα (P.O.Gourinchas, 2020) η λύση εστιάζεται στην ευθυγράμμιση της επιδημιολογικής καμπύλης παράλληλα με την ευθυγράμμιση της καμπύλης της ύφεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι συνέπειες στην οικονομία των μέτρων αντιμετώπισης του κορονοϊού θα πρέπει να οδηγήσουν σε επίπεδα επιφανειακής ή ήπιας ύφεσης. Όμως, η επίτευξη αυτού του στόχου είναι δυνατή μόνο με τη πλήρη και έντονη ενεργοποίηση του Κράτους, γεγονός που σημαίνει ότι επειδή η κατάσταση της δημόσιας υγείας και της πραγματικής οικονομίας θα εξελιχθεί σε σοβαρή, μόνο το κράτος αντικειμενικά θα μπορεί να αντικαταστήσει την απωλεσθείσα ζήτηση των νοικοκυριών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η λειτουργική ροή της εργασιακής, παραγωγικής, προμηθευτικής, χρηματοπιστωτικής, καταναλωτικής, κ.λ.π., αναπαραγωγής (Ε.Saez-G.Zucman, 2020).
Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, 26/3/2020) που παρουσιάσθηκε στη συνάντηση(G7,26/3/20), σύμφωνα με την οποία « στις μεγάλες οικονομίες σε κάθε μήνα της πανδημίας θα μειώνεται σε ετήσια βάση ο ρυθμός ανάπτυξης κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες». Στις συνθήκες αυτές μόνο το Κράτος μπορεί να αντικαταστήσει για όσους μήνες επιδημιολογικά απαιτείται την απωλεσθείσα ζήτηση των νοικοκυριών, προκειμένου η κάθε επιχείρηση να διατηρεί την απασχόληση (παραμένοντας απομονωμένη στο σπίτι), το κεφάλαιο κίνησης και τις πωλήσεις της, καταβάλλοντας τους μισθούς, τους φόρους, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, την αποπληρωμή των δανείων της, κλπ.(E.Saez-G.Zucman, 2020).
Παράλληλα, τα νοικοκυριά θα ανταποκρίνονται στις πληρωμές των πάγιων εξόδων τους, της εξυπηρέτησης δανείων τους, κ.λ.π. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι για παράδειγμα στην Ελλάδα σήμερα οι ετήσιες δαπάνες μισθοδοσίας και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης (6,5 δις ευρώ) στον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται συνολικά στο επίπεδο των 25 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, μία τέτοια προοπτική λύσης σε διεθνές και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συμβάλλει στην αύξηση των δημόσιων δαπανών αλλά παράλληλα αυτές θα χρηματοδοτούνται σε σημαντικό βαθμό από την λειτουργία ή την υπολειτουργία της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τα φορολογικά έσοδα, τους πόρους από αντίστοιχους χρηματοδοτικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για την χρηματοδότηση των συντάξεων. Έτσι, κατ΄αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται για την επόμενη ημέρα, η οποία δεν θα αποτελεί μετάβαση στην προηγούμενη ημέρα, τόσο η επιδιωκόμενη επιφανειακού ή ήπιου επιπέδου ύφεση, όσο και η αναγκαιότητα ολικής επανεξέτασης της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής και ειδικότερα της πολιτικής δημόσιας υγείας στην Ευρώπη.
Αντίθετα, οι ασκούμενες πολιτικές αναστολής καταβολής των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, της καταβολής επιδομάτων αντί μισθών θα συρρικνώσουν την ζήτηση, συμβάλλοντας στην αύξηση της μερικής απασχόλησης, της ανεργίας και της διακοπής της λειτουργίας σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων καθώς και κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Στις συνθήκες αυτές, η μη εφαρμογή, ιδιαίτερα, της χρηματοδοτικής αλληλεγγύης στη Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έχει ως αποτέλεσμα, κατά την επόμενη ημέρα, την βαθειά ύφεση (η Deutsche Bank 2020 σε έκτακτη Έκθεση προβλέπει το ΑΕΠ στο Α΄εξάμηνο να βυθιστεί κατά 24% στην ευρωζώνη, κατά 28% στην Γερμανία και κατά 13% στις ΗΠΑ, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμά ότι η μείωση του ΑΕΠ θα υπερβεί το 12% το Α΄τρίμηνο, με αναμενόμενη άνοδο κατά το Β΄τρίμηνο λόγω της ανάκαμψης της Κίνας), την διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτωχοποίησης του πληθυσμού και τελικά την αύξηση των δημοσίων δαπανών με σημαντική μείωση των φορολογικών εσόδων.
Στη προοπτική αυτή, σύμφωνα με τον Υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας Bruno Le Maire, η πανδημία Covid-19 απειλεί «την ευρωζώνη και το πολιτικό μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου», με την έννοια ότι «η ευρωζώνη είτε θα αντιδράσει ενωμένη στην οικονομική κρίση και θα εξέλθει από αυτή πιο ισχυρή, είτε θα αντιδράσει με αποδιοργανωμένο τρόπο και θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί».
*Σάββας Γ. Ρομπόλης Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου- Βασίλειος Γ. Μπέτσης Υποψ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου