Προς μια ιστορική χρεοκοπία της ελληνικής αριστεράς;

.

Προς μια ιστορική χρεοκοπία της ελληνικής αριστεράς;

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

 

Τα όσα συνέβησαν με την υπερψήφιση από την ελληνική βουλή ενός τρίτου μνημονίου (και ενός όγδοου πακέτου μέτρων, για να μη ξεχνιόμαστε)  αποτελούν το κλείσιμο ενός μακρού ιστορικού κύκλου για την ελληνική αριστερά, σε όλες τις μορφές της, που  χαρακτηρίστηκε από την αντίληψη πως η αριστερά είναι δύναμη αντίστασης και όχι δύναμη εξουσίας. Από ιστορική ‘άποψη είναι ευεξήγητη αυτή η στάση. Η ελληνική αριστερά σε μια πρώτη περίοδο της σταδιοδρομίας της, αυτή του μεγαλύτερου διαστήματος του μεσοπολέμου, πορευόταν σα να μη κατανοούσε τους πραγματικούς κοινωνικούς συσχετισμούς επαγγέλλοντας την αδύνατη επανάσταση κατά τη εύστοχη έκφραση του Άγγελου Ελεφάντη. Η συνειδητοποίηση των πραγματικών συσχετισμών ισχύος, η ένταση της κρατικής καταστολής και η δικτατορία του Μεταξά ανέδειξαν τα όρια αυτής της αντίληψης.

Το ξέσπασμα του ελληνοιταλικού πολέμου, η σωστή κατεύθυνση που δόθηκε με το γράμμα του γγ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη και στη συνέχεια οι πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αύξησαν γεωμετρικά την πολιτική και ιδεολογική επιρροή του ΚΚΕ και της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία με συνέπεια και την οργανωτική γιγάντωσή τους. Αυτό είχε ως συνολικό αποτέλεσμα να τεθεί θέμα εξουσίας με πραγματικούς όρους από την ελληνική αριστερά στη δεκαετία του ’40.

Η δεινή στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, με την οποία ολοκληρώθηκε ο ελληνικός εμφύλιος, δημιούργησε αντικειμενικά νέα δεδομένα για την Αριστερά: το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, η πολιτική του ηγεσία βρισκόταν είτε εκτός Ελλάδος είτε στις φυλακές και τις εξορίες, οι ιδεολογικές συνέπειες της ήττας ήταν πανταχού παρούσες. Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική αριστερά διαμόρφωσε μια συνολική αντίληψη πολιτικής παρέμβασης που βασιζόταν στην προσπάθεια ανάταξης πλευρών αυτής της ήττας: εστίαση σε μια σειρά από στόχους αμυντικού χαρακτήρα όπως οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων, η κατάργηση των μετεμφυλιακών κατασταλτικών νόμων, τα κινήματα ειρήνης, ενίοτε και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Ήταν μια αριστερά που βρισκόταν σε πολιτικά δυσμενή θέση, γι’ αυτό και είχε μετεξελιχθεί από την αριστερά διεκδίκησης της εξουσίας σε αριστερά οργάνωσης των πολιτικών κοινωνικών αντιστάσεων. Αυτό δεν άλλαξε ούτε στην περίοδο της Δικτατορίας. Γι’ αυτό και η παράδοση της εξουσίας από τους πραξικοπηματίες στους πολιτικούς έγινε αδιατάρακτα χωρίς τη συμμετοχή της αριστεράς. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για όλη την περίοδο από το 1974 μέχρι το 2009, σημαντική παράμετρος της παραμονής σε μια αριστερά της αντίστασης ήταν το γεγονός πως στο πολιτικό προσκήνιο ήλθε μια νέα γενιά που δε είχε το βίωμα της σύγκρουσης για την εξουσία,  ενώ η κυβερνητική διαχείριση των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ, παρά τη δυσπιστία, ενίοτε και εχθρότητα, που εκδήλωνε η αστική τάξη, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί σ’ ένα πλαίσιο καθυστερημένων ιστορικά αριστερών σοσιαλδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.

Η περίοδος της κρίσης βρήκε την αριστερά, σε όλες τις εκδοχές, εντελώς ανέτοιμη. Ένα μεγάλο διάστημα χάθηκε μέχρι να γίνει κατανοητό,  και ο υπογράφων δεν αποτελεί εξαίρεση, πως όντως υπήρχε κρίση και αυτή η κρίση ήταν πρωτοφανής για ειρηνική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Ακόμα κι όταν κατανοήθηκε το βάθος της κρίσης για μια διετία περίπου (μέχρι την άνοιξη του 2012) υπήρχε η άρρητη αντίληψη πως μέσα από πολλαπλασιασμό των κινηματικών αντιστάσεων τα μνημονιακά μέτρα θα ληφθούν πίσω. Ωστόσο παρά τις δεκάδες πανελλαδικές απεργίες, το κίνημα των πλατειών, τις πολύμορφες κοινωνικές κινητοποιήσεις (καταλήψεις υπουργείων, δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, παρεμβάσεις στις παρελάσεις), και τη ραγδαία μείωση της πολιτικής εμπιστοσύνης προς το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, μέτρα συνέχισαν αφειδώς να λαμβάνονται ενώ η στάση της σύνολης αριστεράς δε ξέφευγε από το πλαίσιο της αριστεράς της αντίστασης.       

Χρειάστηκε να φτάσουμε λίγο πριν τις πρώτες εκλογές του 2012 για να αναδειχθεί από την πλευρά του Σύριζα το θέμα της αριστερής κυβέρνησης η οποία θα απελευθέρωνε τη χώρα και το λαό της από τη μέγγενη των μνημονίων. Αυτή η διακήρυξη σε συνδυασμό με την εμπλοκή των μελών και των στελεχών του Σύριζα με τις κινητοποιήσεις που μόλις αναφέραμε είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του κόμματος αυτού  από το 4% στο 17%, μετά στο 27% και τέλος στο 36% και στην ανάδειξή του το 2015 ως το βασικό κυβερνητικό κόμμα

Φαινόταν πως ένα τουλάχιστον κόμμα της αριστεράς είχε βάλει ως προτεραιότητά του το θέμα της εξουσίας. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική και δεν αφορούσε μόνο, το γνωστό σε όλους αριστερούς πως κυβερνητική και πολιτική εξουσία δε ταυτίζονται. Θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς και σε άλλα πολλά: στην επιλογή συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, χωρίς τουλάχιστον να υπάρξει μια πρόταση προς την πλευρά του ΚΚΕ, τη στελέχωση τμήματος του υπουργικού συμβουλίου με πρόσωπα που μικρή ή ελάχιστη σχέση είχαν με τη αριστερά, τη, φαινομενικά, εντελώς αναιτιολόγητη επιλογή του Π. Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, τη διστακτικότητα να κατατεθούν νομοσχέδια προοδευτικής κατεύθυνσης, ή έστω την προσπάθεια για δημιουργία επιτροπών βάσης υποστήριξης των πρωτοβουλιών που θα έπαιρνε η κυβέρνηση ερχόμενη σε αντιπαράθεση με τους δανειστές. Εν τούτοις παρά τη σημασία όλων αυτών, αλλού ήταν το κύριο ζήτημα. Στο πώς η κυβέρνηση  θα κατάφερνε να υλοποιήσει τόσο τις προεκλογικές όσο και τις μετεκλογικές εξαγγελίες κάνοντας τους δανειστές να αποδεχτούν το βασικό πλαίσιο του προγράμματός της και χωρίς να χρειαστεί να θέσει σε αμφισβήτηση τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Το τι έγινε τελικά, τόσο πριν όσο και μετά το δημοψήφισμα είναι γνωστό. Έγινε εμφανές πως οι δανειστές, για τους δικούς τους λόγους, ουδόλως ήθελαν να λάβουν υπόψη τους τις επιθυμίες του ελληνικού λαού, και όσο περνούσε ο καιρός τα προτεινόμενα μέτρα γίνονταν όλο και πιο επώδυνα (τόσο γιατί η ύφεση βάθαινε περισσότερο όσο και γιατί οι δανειστές ήθελα να δώσουν ένα συμβολικό μήνυμα ταπείνωσης για όποιον μελλοντικά αμφισβητήσει το νεοφιλελεύθερο δόγμα).

Έτσι φτάσαμε στην  υπογραφή του τρίτου μνημονίου και μαζί με αυτό στον αυτομετασχηματισμό της κυβέρνησης σε μια αμιγώς μνημονιακή κυβέρνηση και σε καμία περίπτωση σε κάτι που να θυμίζει έστω και αχνά μια κυβέρνηση της αριστεράς. Στη σημερινή φάση οι όποιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις παραμερίζονται και το κυβερνητικό έργο ασχολείται στην εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων σε αγαστή συνεργασία με τους ανέκαθεν πολιτικούς θιασώτες τέτοιων πολιτικών

Οπότε ξαναγυρίζουμε στο αρχικό μας ερώτημα που αφορά τη σχέση αριστεράς και εξουσίας. Διαφορετικά ειπωμένο, έγινε εμφανές πως απεμπλοκή από τη μνημονιακή πολιτική δεν μπορεί να γίνει εντός του πλαισίου που θέτουν οι δανειστές. Κι εδώ βρισκόμαστε σήμερα: στην αναζήτηση μιας αριστεράς που θα διεκδικεί την εξουσία εκτός του πλαισίου των δανειστών. Κατά συνέπεια μια αριστερά που θα καταγγείλει τις δανειακές συμβάσεις, θα προχωρήσει σε εθνικοποίηση των τραπεζών και των παραγωγικών μονάδων- κλειδιά της οικονομίας, που θα χρησιμοποιήσει εθνικό νόμισμα για να αποκτήσει ανεξαρτησία στη χρήση οικονομικών εργαλείων για την ανάπτυξη, που θα διαγράψει αυτό το επονείδιστο και απεχθές χρέος, που θα προχωρήσει σε ριζική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, που θα έρθει σε ρήξη με όλους εκείνους τους μηχανισμούς που θα εμποδίσουν τη ανεξάρτητη πορεία της (και πρώτα και κύρια με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ), που θα δημιουργήσει μια πολυκεντρική ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, που θα υποστηρίζει μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης και κοινωνικών πειραματισμών, που θα ενθαρρύνει θεσμούς λαϊκής συμμετοχής και αυτοδιαχείρισης, που, τελευταίο αλλά καθόλου έσχατο, θα γνωρίζει πως οι αστικές δυνάμεις θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ακυρώσουν την προσπάθειά της και θα είναι προετοιμασμένη, και μαζί και οι θεσμοί λαϊκής κινητοποίησης, για την αποτροπή κάθε είδους αντιδραστικής εκτροπής.  

Όταν εκπληρωθούν αυτοί οι άξονες θα μπορούμε να μιλάμε για μια αριστερά της εξουσίας, που θα έχει ξεφύγει από τα όρια της αριστεράς της διαμαρτυρίας αλλά και δε θα έχει μετασχηματιστεί σε μνημονιακή «αριστερά»

Τα προβλήματα που υπάρχουν για την υλοποίηση των παραπάνω, δηλαδή της συγκρότησης της αριστεράς της εξουσίας είναι πως απουσιάζουν τρεις σημαντικές παράμετροι: α) το πολιτικό πρόγραμμα  β) ο πολιτικός φορέας που θα αναλάβει την υλοποίησή του γ) οι επιτροπές λαϊκής ενεργοποίησης που θα υπερασπίζονται μια τέτοια κατεύθυνση. Κατά τη γνώμη μου το α) στη συγκεκριμένη φάση είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο. Πολιτικοί φορείς και επιτροπές λαϊκής ενεργοποίησης μπορούν να δημιουργηθούν αν υπάρχει πολιτική αποφασιστικότητα. Ωστόσο στη σημερινή συγκυρία όπου πολλοί, πάρα πολλοί, άνθρωποι αναζητούν σαφείς απαντήσεις για το πώς μπορεί να βγει η χώρα και ο λαός από το ζουρλομανδύα των μνημονίων, η συγκρότηση εναλλακτικού μεταβατικού προγράμματος αποτελεί το βασικό βήμα για να περάσουμε οριστικά από την αριστερά της διαχείρισης στη αριστερά της εξουσίας. Βεβαίως, έχουν εκπονηθεί αρκετές μελέτες (βλ σχετικά και το www.oallosdromos.gr) που επιχειρούν να αναδείξουν πτυχές αυτού του προγράμματος. Ωστόσο επειδή εδώ δεν αναφερόμαστε σε ένα συνδικαλιστικό πλαίσιο αλλά στον τρόπο που θα διακυβερνηθεί μια χώρα με όλες τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται και την ανάγκη να πρόκειται για μια πραγματικά ριζοσπαστική μορφή εξουσίας η δουλειά που πρέπει να γίνει, σε συνεχή διάλογο και με εκμετάλλευση της εμπειρίας αυτών που κυρίως αφορά αυτή η προσπάθεια, είναι πολύ μεγάλη και απαιτεί συστράτευση μεγάλου δυναμικού. Και βέβαια χρειάζεται αριστερός πολιτικός φορέας, στον οποίον θα συμμετέχουν όσοι συμφωνούν στα βασικά στοιχεία που τέθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, που θα καθοδηγεί αυτή την προσπάθεια σε άμεση εμπλοκή με τις επιτροπές λαϊκής κινητοποίησης.      

Δεν υπάρχουν πια τα περιθώρια για πνευματική και πολιτική οκνηρία, ή για αναδρομές σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ιστορικού χαρακτήρα, ή σε σεχταριστικούς εγκλεισμούς.  Σε περίπτωση που δε γίνει εφικτή η δημιουργία μια αριστεράς της ριζοσπαστικής εξουσίας τότε η διάρκεια των μνημονίων θα παρατείνεται αέναα, η χώρα μας θα θυμίζει όλο και περισσότερο κλασικού τύπου προτεκτοράτο, οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι άστεγοι θα πολλαπλασιάζονται, το μέλλον αυτής της κοινωνίας, και όχι μόνο, θα μεταναστεύει…  Και τότε η ιστορία θα είναι αμείλικτη απέναντι μας

 

Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε

 

 


[1]Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι μέλος του Πανελλαδικού Γραφείου της Αριστερής Ανασύνθεσης