Διαδρομές ενός κριτικού κομμουνισμού

Παναγιώτης Σωτήρης

Ο θάνατος της Ροσάνα Ροσάντα στις 20 Σεπτεμβρίου του 2020 ήρθε να θυμίσει μια ορισμένη περίοδο όπου το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα αντιπροσώπευε όχι απλώς μια στράτευση ή ηθική δέσμευση, αλλά και μια βαθύτερη διανοητικότητα και πνευματικότητα της πολιτικής.

Η διαδρομή της, όπως και των άλλων στελεχών που αποτέλεσαν τον πυρήνα της ομάδας που εξέδωσε το περιοδικό πρώτα και την εφημερίδα αργότερα «il manifesto», ήταν ξεχωριστή. Παρότι ρεύμα που συνδέθηκε με τις πολιτικές κοινωνικές διεργασίες αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε το «παγκόσμιο 1968», ιδίως από τη στιγμή που η ρήξη τους με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα επιταχύνθηκε από την ανάπτυξη των φοιτητών και σπουδαστικών αγώνων του 1968-69, με τη απομάκρυνσή τους από το κόμμα να συμπίπτει με την κορύφωση του ιταλικού «Καυτού φθινοπώρου» του 1969, η ομάδα του «manifesto» διέφερε από άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα. Δεν επρόκειτο για άλλη μια ιστορική μαρξιστική «ετεροδοξία», με τις τελετουργίες και εμμονές δικαίωσης της μικρής σέχτας, αλλά για στελέχη που έρχονταν μέσα από τον κορμό του ευρωπαϊκού κομμουνισμού, την Αντίσταση και τη μεταπολεμική οικοδόμηση του μεγαλύτερου δυτικοευρωπαϊκού κομμουνιστικού κόμματος.

Και παρότι η βασική τους θέση ήταν η τολμηρή υπεράσπιση της «ωριμότητας του κομμουνισμού», δηλαδή της θέσης ότι ο ορίζοντας των κοινωνικών αγώνων και διεκδικήσεων ήταν ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός και η υπέρβαση του καπιταλισμού, σε αντιδιαστολή με την πάγια θέση των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων ότι οι «συνθήκες δεν ωρίμασαν», εντούτοις αυτό θα στηρίζεται στη βαθιά επίγνωση της τραγωδίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την αποφυγή της ωραιοποίησης. «Κανένας δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ το πρόβλημα των σοσιαλιστικών χωρών» θα γράψει η Ροσάντα κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1970. Ακόμη και το ενδιαφέρον για την κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση ως απόπειρα έμπρακτης αυτοκριτικής της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» ποτέ δεν θα πάρει τη μορφή της ανακάλυψης ενός νέου «επαναστατικού κέντρου».

Σπάνιο είδος

Η σκέψη της Ροσάντα εξαρχής σφραγίζεται από ένα ιδιαίτερο κριτικό πνεύμα. Είναι η σκέψη ενός διανοούμενου πολιτικού στελέχους, αυτού του σπάνιου σήμερα είδους, που όμως μπορούσε να προκύπτει ακόμη και μέσα από τον μηχανισμό των μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων. Μια ιδιαίτερη διανοητικότητα της πολιτικής, όπου η θεωρία συναντά την πολιτική εμπειρία. Αρκεί να διαβάσει κανείς το κείμενό της «Κόμμα και τάξη» (δημοσιευμένο στο τέταρτο τεύχος του «manifesto», τον Ιούλιο του 1969): ένας εντυπωσιακός κριτικός αναστοχασμός της «μορφής – κόμμα» και της ιστορίας της μέσα στη μαρξιστική σκέψη, υπό το βάρος των εντάσεων και των αντιφάσεων μιας παραδοσιακής αντίληψης της κομμουνιστικής πολιτικής που είχε φέρει ο Μάης του 1968 και τα νέα κοινωνικά κινήματα και όπου η «επιστροφή στον Μαρξ» δεν έχει τον χαρακτήρα αναζήτησης μιας αυθεντίας, αλλά της εκ νέου αναμέτρησης με το ότι το ζήτημα της οργάνωσης δεν μπορεί να τεθεί ξέχωρα από το ζήτημα των κινημάτων και σε τελική ανάλυση το πώς ορίζει κάποιος την επαναστατική προοπτική, θέση πολύ πιο ριζοσπαστική από την ατέρμονη αναζήτηση ενός «φαντασιακού λενινισμού» που σφράγισε εκείνη τη γενιά.

Η Ροσάντα δεν επέδειξε ποτέ τη χαρακτηριστική εναλλαγή ανάμεσα στον φιλοσοβιετικό (ή φιλοκινεζικό) ενθουσιασμό και τη μετέπειτα μετά βδελυγμίας καταδίκη του «ολοκληρωτισμού» που επέδειξαν ουκ ολίγοι στη Δυτική Ευρώπη, των διαβόητων γάλλων «νέων φιλοσόφων» προεξαρχόντων. Ο κομμουνισμός της Ροσάντα, ως βαθύτερη πίστη στο ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένας αναπόδραστος ιστορικός ορίζοντας και ως εμπιστοσύνη στη δυναμική των κοινωνικών αγώνων, παρέμεινε (αυτο)κριτικός, σκεπτόμενος και διαρκής. Γι’ αυτό και πάντα επέμεινε στον αυτοπροσδιορισμό κομμουνίστρια, αρνούμενη την τάση να διαχωρίζεται η κριτική στον καπιταλισμό από την αναφορά στον κομμουνισμό.

Πολλοί θα βιαστούν να υποστηρίξουν ότι ο θάνατός της Ροσάντα απλώς υπογραμμίζει ένα τέλος εποχής που έχει επέλθει προ πολλού. Αλλωστε, όντως, αυτές οι φιγούρες, των ανθρώπων που στη σκέψη και την πρακτική τους, συνδύαζαν την πιο σκληρή πολιτική στράτευση με την ευρυμάθεια και την αίσθηση ότι είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι των πιο προοδευτικών στοιχείων του πολιτισμού της νεωτερικότητας σπανίζουν. Ούτε πια να συγκινεί με τον ίδιο τρόπο η αγωνία των μεγάλων στοχαστών του «δυτικού μαρξισμού» να συνδυάσουν την κριτική σκέψη με την άρνηση της συμπόρευσης με τη μία η την άλλη εκδοχή αντικομμουνισμού. Σε τελική ανάλυση και η ίδια δεν διάλεξε να είναι από ένα σημείο και μετά κυρίως μια «κριτική πένα» (από τις καλύτερες του ευρωπαϊκού Τύπου) παρά ένα πολιτικό στέλεχος; Ομως, σε μια εποχή όπου οι ανισότητες (οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές) παραμένουν κυριολεκτικά ζητήματα ζωής και θανάτου το νήμα της σκέψης της παραμένει ενεργό.

«Ωστόσο εγώ εκεί ανήκω»

Η Ροσάντα σε μια συνέντευξη το 2017: «Δεν θα αποδεχτώ ποτέ ότι ο κόσμος παραμένει όχι μόνο γεμάτος φτώχεια, αλλά και με αυξανόμενες ανισότητες […] Σίγουρα οι «υπαρκτοί σοσιαλισμοί» δεν ήταν μια επιθυμητή κοινωνία και εάν υπήρχε κομμουνιστικό κίνημα ακόμη, πάνω σε αυτό θα έπρεπε να δουλέψει. Ωστόσο εγώ εκεί ανήκω. […] Δεν πιστεύω ότι έχουμε ηττηθεί για πάντα και ξέρω ότι δεν θα ζήσω για πάντα· στεναχωριέμαι που δεν θα καταφέρω να δω την κοινωνία που επιθυμώ».