Η ευρωπαϊκή αμηχανία απέναντι στην Τουρκία και το ερώτημα για τις κυρώσεις

Παναγιώτης Σωτήρης

 

Μία από τις βασικές αρχές μιας διαπραγμάτευσης, ακόμη και συγκρουσιακής, είναι να υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες να ασκηθεί πίεση. Δηλαδή, να μπορεί ο ένας πόλος της αντιπαράθεσης να υποχρεώσει τον άλλο να κάνει έναν υπολογισμό κόστους-οφέλους που θα τον υποχρεώσει να αλλάξει συμπεριφορά. Και βέβαια, προϋπόθεση αυτών είναι η πίεση να είναι κατά το δυνατό «μονής κατεύθυνσης». Γιατί εάν αυτός που πρέπει να πιεστεί, είναι ταυτόχρονα σε θέση να πιέσει και αυτός, τότε τα πράγματα γίνονται κάπως πιο περίπλοκα.

Και αυτή την περιπλοκότητα μπορούμε να δούμε και σε σχέση με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, την παραμονή μιας Συνόδου Κορυφής, όπου ένα εκ των θεμάτων είναι και οι σχέσεις ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία.

 

Η αναμέτρηση με τις τουρκικές προκλήσεις

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει αυξήσει τις προκλήσεις της το τελευταίο διάστημα. Αυτό αποτυπώνει μια συνολικότερη μετατόπιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια. Το όραμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι η ανάδειξη της Τουρκίας σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη και σε αυτό το πλαίσιο κάνει διαρκείς «προβολές ισχύος». Η κυβερνητική σύμπραξη με τους εθνικιστές του MHP έχει κάνει ακόμη πιο έντονη αυτή την προβολή μιας λογικής «τουρκικής ισχύος».

Η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει στην ανάμειξη σε ανοιχτές γεωπολιτικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, ο πόλεμος στη Συρία, η σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.

Κομμάτι των «προβολών ισχύος» και μια διαρκής αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας αυτό πήρε τη μορφή των ερευνών για υδρογονάνθρακες εντός της κηρυγμένης με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, ΑΟΖ. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό παίρνει τη μορφή των ερευνών εντός των περιοχών που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, φτάνονται μέχρι τα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων (6 ν.μ.). Η πιο πρόσφατη τέτοια έρευνα έγινε από το Oruc Reis μέχρι τις 29 Νοεμβρίου.

Παράλληλα, έχουμε τις προκλήσεις στην Κύπρο, όπου ο Ερντογάν με την παρουσία του νομιμοποίησε τις κινήσεις που γίνονται σε σχέση με τα Βαρώσια, την ώρα που η τουρκοκυπριακή πλευρά επαναφέρει στο προσκήνιο προτάσεις για διχοτόμηση μέσα από «λύση δύο κρατών».

Σε όλα αυτά προστίθενται όλα τα εμφανή προβλήματα που δημιούργησε η ανάμειξη της Τουρκίας στη λιβυκή κρίση. Η Τουρκία όχι μόνο στήριξε ανοιχτά τη μία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές (την «κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας»  υπό τον Σάρατζ, με έδρα την Τρίπολη) αλλά συστηματικά την ενίσχυσε και με εξοπλισμό (παραβιάζοντας ουσιαστικά τις αποφάσεις του OHE) αλλά και με τη διευκόλυνση της μετακίνησης μισθοφόρων από τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις που δρουν στη Συρία.

Μάλιστα, η διαδικασία επιβολής των αποφάσεων του ΟΗΕ για την απαγόρευση της πώλησης όπλων έχει αποτελέσει και την αιτία αντιπαραθέσεων της Τουρκίας και με χώρες-μέλη τα ΕΕ. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η υπόθεση με το πλοίο Rosaline A, που έπλεε προς τη Λιβύη και στο οποίο προσπάθησε να κάνει έλεγχο το πλήρωμα της γερμανικής φρεγάτας “Hamburg”, πριν η Άγκυρα κάνει διπλωματική παρέμβαση για να σταματήσει ο έλεγχος και να διαμαρτυρηθεί έντονα για τη γερμανική συμπεριφορά.

 

Η παγωμένη ενταξιακή διαδικασία και η συμφωνία για το προσφυγικό

Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι πάνω σε ποια πεδία μπορεί να υπάρξει άσκηση πίεσης ή ακόμη και κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας.

Παραδοσιακά το κρίσιμο πεδίο ήταν αυτό των ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας. Ας μην ξεχνάμε σε μια προηγούμενη περίοδο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δηλαδή λίγο πριν από την εκκίνηση της ενταξιακής διαδικασίας, η Τουρκία όντως θα δείξει μια πιο διαλλακτική κατεύθυνση, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ίσως την πρόοδο των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων με την Ελλάδα για από κοινού προσφυγή στη Χάγη και την αποδοχή του σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό. Όμως, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι εδώ και χρόνια ουσιωδώς «παγωμένη». Αυτό αποτυπώνει και τη δυσκολία αρκετών ευρωπαϊκών να αποδεχτούν μια τόσο μεγάλη μουσουλμανική χώρα στο εσωτερικό της ΕΕ.

Μόνο που αυτή η εκ των πραγμάτων στασιμότητα στις ενταξιακές διαδικασίες σημαίνουν ότι η Τουρκία δύσκολα μπορεί να πιεστεί να τροποποιήσει τη στάση της στο όνομα μιας διαδικασίας για την οποία ξέρει ότι μεγάλη πρόοδος δεν μπορεί να γίνει.

Υπάρχει πάντα η δυνατότητα των οικονομικών κυρώσεων. Όμως, εδώ θα πρέπει να σταθμίσουμε όχι μόνο το κόστος που κάτι τέτοιο θα έχει για την Τουρκία (που θα είναι μεγάλο) και το σημαντικό κόστος που θα υπάρξει για χώρες της ΕΕ που έχουν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές με την Τουρκία ή και μεγάλες επενδύσεις στη γειτονική χώρα.

Την ίδια στιγμή υπάρχει και η συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας για το Προσφυγικό («Κοινή Δήλωση»). Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η συμφωνία είναι αυτή τη στιγμή ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής πολιτικής για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό, στο βαθμό που εξασφαλίζει ότι δεν υπάρχουν μεγάλες ροές προσφύγων, αιτούντων άσυλο και μεταναστών προς την Ευρώπη. Στο βαθμό που η Τουρκία έστω και ως ένα βαθμό τηρεί τις δεσμεύσεις της διατηρεί ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της ΕΕ.

 

Η γερμανική ταλάντευση για τις κυρώσεις

Με τη Γαλλία να ηγείται με έναν τρόπο των επιθετικών τοποθετήσεων έναντι της Τουρκίας, ιδίως από τη στιγμή που Παρίσι και Άγκυρα όχι μόνο στηρίζουν αντίπαλες παρατάξεις στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, αλλά και βρίσκονται σε έναν ανταγωνισμό επιρροής στην Αφρική, το ερώτημα που τίθεται αφορά το τι θα κάνει η Γερμανία.

Τη γερμανική ταλάντευση την αποτύπωσαν οι πρόσφατες απαντήσεις της σε τηλεδιάσκεψη με μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μέλη εθνικών Κοινοβουλίων των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ.

Από τη μια παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχει πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις, ενώ αναγνώρισε ότι αυτά «που συμβαίνουν στη Μεσόγειο, τόσο απέναντι στην Κύπρο -και στο θέμα της επανένωσης της Κύπρου- όσο και στο θέμα εξόρυξης ορυκτών υλών» έχουν χαρακτήρα «πολύ επιθετικό» και «προκλητικό» και ότι αυτές θέτουν το ερώτημα της αντίδρασης της ΕΕ στη σύνοδο στις 10-11 Δεκεμβρίου.

Από την άλλη, όμως, αναγνώρισε ότι «η Τουρκία είναι η χώρα που έχει δεχτεί μάλλον τους περισσότερους πρόσφυγες παγκοσμίως, λόγω της διένεξης στην Συρία, στην οποία συμμετείχαν και δυτικές χώρες». Παράλληλα, επεσήμανε ότι «εάν κοιτάξουμε πόσο δυσκολευόμαστε εμείς στην ΕΕ με τα ζητήματα της μετανάστευσης, τότε αξίζει στην Τουρκία μεγάλος σεβασμός για αυτά που κάνει σε αυτόν τον τομέα. Γι’ αυτό και κατέληξε: «Για αυτό είμαι υπέρ του να συνεχίσουμε να στηρίζουμε σε αυτό την Τουρκία, διότι σίγουρα είναι καλύτερα για τους πρόσφυγες να ζουν κοντά στην πατρίδα τους από ό,τι να ζουν σε διάφορα κράτη της ΕΕ. Εδώ έχουμε, όπως θεωρώ εγώ, μια υποχρέωση. Και ξέρουμε πόσο δυσκολευτήκαμε ήδη και στην Γερμανία στο να δεχτούμε έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων, τι συζητήσεις υπήρξαν για αυτό και για αυτό καταλαβαίνω καλύτερα το τι προσπάθεια καταβάλλει η Τουρκία. Αλλά, όπως είπα, θα είναι θέμα και πάλι τον Δεκέμβριο».

Οι δηλώσεις αυτές έδειξαν ότι ενώ η Γερμανία αυτή τη στιγμή αναγνωρίζει τόσο τον επιθετικό χαρακτήρα των τουρκικών κινήσεων και μάλιστα σε βαθμό που απαιτούν απάντηση από την ΕΕ, την ίδια στιγμή υπογραμμίζει και την ανάγκη να μη υπονομευτεί η συμφωνία για το προσφυγικό, στοιχείο που παραπέμπει και στο φόβο να μην εκμεταλλευτεί η ακροδεξιά τυχόν αυξημένες προσφυγικές ροές. Αυτό εξηγεί και την απροθυμία σε αυτή τη φάση για βαριές κυρώσεις.

 

Οι τουρκικοί ελιγμοί και το ερώτημα για τη Σύνοδο Κορυφής

Η ελληνική πλευρά όπως και η κυπριακή έχουν υπογραμμίσει την ανάγκη να υπάρξει απάντηση στην τουρκική επιθετικότητα, όπως και το γεγονός ότι ήδη δόθηκε αρκετός χρόνος στην Τουρκία να δείξει εάν αλλάζει κατεύθυνση.

Από την άλλη, η ίδια η Τουρκία δοκιμάζει και πάλι την τακτική να χαμηλώνει τους τόνους παραμονές των Συνόδων Κορυφής, συμπεριλαμβανομένης και της απόσυρσης του Oruc Reis από την επίμαχη περιοχή, χωρίς βέβαια δέσμευση ότι δεν θα επιστρέψει, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει και πάλι την αποφυγή κυρώσεων.

Την ίδια στιγμή το ίδιο το γεγονός ότι αυτή τη φορά το ζήτημα είναι στην ατζέντα επισήμως, σημαίνει ότι δεν μπορεί εύκολα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αποφύγει τη συζήτηση ή το να πάρει θέση.

Από την άλλη, όμως, με δεδομένο ότι υπάρχουν και άλλα ανοιχτά ζητήματα προς επίλυση (ας αναφέρουμε χαρακτηριστικά την ανοιχτή πληγή του πολωνικού και ουγγρικού βέτο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, όσο τίθεται ως προϋπόθεση η τήρηση κανόνων κράτους δικαίου από τα κράτη μέλη) είναι αρκετά πιθανό η «λήψη θέσης» ως προς τα ευρωτουρκικά να είναι και πάλι περισσότερο φραστική παρά ουσιαστική. Μόνο που αυτό στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με απλή χρονική μετακίνηση στο μέλλον της αναμέτρησης με το πρόβλημα.