Ένα πρόβλημα για κάθε λύση

Ένα κοινό σημείο που συνδέει τη βούληση της κυβέρνησης (που μάλιστα εκφράστηκε και σε πρώτο ενικό από τον Πρωθυπουργό με το «θα κρατήσω τα πρόστιμα στα 300 ευρώ για μια εβδομάδα») για αύξηση του προστίμου, με σημεία του εκτρωματικού νομοσχεδίου Κεραμέως – Χρυσοχοϊδη, είναι ότι όχι μόνο καλύπτουν ανάγκες που δεν υπάρχουν, αλλά θα δημιουργήσουν και ακόμα περισσότερα προβλήματα στην κοινωνία. Δεν υπάρχει καμία κοινωνική ανάγκη που να λέει ότι το 300άρι είναι ένα ποσό που δεν αποτρέπει τον επίδοξο παραβάτη. Αυτό μπορεί να το καταλάβει ο καθένας που έχει μία στοιχειώδη επικοινωνία με την οικονομική κατάσταση των πολιτών.

Δεν υπάρχει επίσης καμία κοινωνική ανάγκη που να λέει ότι, για παράδειγμα, οι «αιώνιοι φοιτητές» επιβαρύνουν το κράτος με την «τεμπελιά» τους. Πέραν φυσικά από το γεγονός ότι πάνω από τη δήθεν οκνηρία μπορεί να βρίσκεται μία σειρά από λόγους και του ότι κέρδισαν αξιολογικά τη θέση τους, οι φοιτητές που ξεπερνούν το όριο σπουδών δεν δικαιούνται πάσο, σίτιση και συγγράμματα. Ως σύγγραμμα ορίζεται εκείνο το πανεπιστημιακό βιβλίο ενός μαθήματος μίας σχολής που το υπουργείο Παιδείας ίσως και να μην έχει παραδώσει ακόμα σε μη «αιώνιους» φοιτητές, λίγες μέρες πριν την εξεταστική τους. Ως σχολή, το μέρος εκείνο όπου οι φοιτητές δεν έχουν πατήσει για μάθημα εδώ και έναν σχεδόν χρόνο.

Έχουμε το ίδιο μοτίβο σε σωρεία κυβερνητικών ρυθμίσεων, για μια σειρά από πολιτικούς, ιδεολογικούς, επικοινωνιακούς λόγους. Η πανεπιστημιακή αστυνομία π.χ. δεν είναι μέτρο «ασφάλειας» αλλά μέτρο ιδειολογίας, που στοχεύει στην περαιτέρω αποπολιτικοποίηση των φοιτητών, την ένταση του κράτους καταστολής και την εμπέδωση της αστυνομοκρατίας. Η μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ δεν έχει να κάνει με την «αναβάθμιση του δημοσίου πανεπιστημίου», αλλά με την κατεύθυνση πελατείας στα ιδιωτικά κολέγια, που πριν από έναν μήνα απέκτησαν και τη δυνατότητα, με τροπολογία Κεραμέως που πέρασε στα κρυφά, να εκδίδουν αμφίβολα πτυχία ίσης αξίας για μηχανολόγους και οικονομολόγους με τα Πανεπιστήμια. Η αύξηση των προστίμων, ή το να έχει πρόβλημα μία περιοχή και απλά να βάζεις νωρίτερα την απαγόρευση κυκλοφορίας, από τις 21:00 στις 18:00 καλλιεργεί την εικόνα μίας κυβέρνησης που δίνει λύσεις στο φαντασιακό πρόβλημα της πειθαρχίας των πολιτών. Πειθαρχία έχουμε, τεστ, εμβόλια, ιατρικό προσωπικό και έλεγχο στους χώρους εργασίας όχι.

Δεν είναι μόνο όμως ότι όλα αυτά γίνονται σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου μετράει μόνο η εικόνα και η επικοινωνία, καθώς οι συνέπειες αυτών των εκτός τόπου και χρόνου κινήσεων έχουν καταστροφικό αντίκτυπο στην πραγματική ζωή. Όταν π.χ. ο υπουργός Υποδομών παρουσιάζει το σχέδιο για ειδικό σώμα στα ΜΜΜ της Αττικής σε μία κοινωνία που έχει παρακολούθησει τον αποτρόπαιο ξυλοδαρμό υπαλλήλου του μετρό (από δύο Έλληνες με τη μετάπειτα βοήθεια ειδικού φρουρού και όχι Αλγερινούς όπως βολικά κυκλοφόρησε) δεν κάνει απλά κινήσεις εντυπωσιασμού. Ξοδεύει πόρους, όπως πόροι από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων για την Έρευνα θα χρησιμοποιηθούν για την αστυνομία πανεπιστημίων.

Κι όλα αυτά δεν ξεκίνησαν τώρα, ούτε συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα. Το μοντέλο είναι παλιό και η alt-right, η νέα Ακροδεξιά, το έχει ενσωματώσει πολύ καλά. Η Νέα Δημοκρατία εξάλλου έκανε αντιπολίτευση κι ανέβηκε στην εξουσία ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφιζε μνημόνια ενώ η ΝΔ ζητούσε συζητήσεις στη Βουλή για την εγκληματικότητα και έκανε πρώτο θέμα το «άβατο» των Εξαρχείων. Η ιδέα ότι ένας ψηφοφόρος στην Πάτρα, για παράδειγμα, ενδιαφέρεται βασικά για το τι συμβαίνει σε μια γειτονιά της Αθήνας θα ήταν θεωρητικά πολιτική αυτοκτονία, αλλά στην πράξη λειτουργεί. Το προσφυγικό και η συμπεριφορά ανθρώπων σε περιοχές της Ευρώπης που μπορεί να μην έχουν δει ούτε έναν πρόσφυγα το αποδεικνύει, όπως και ο αμερικάνος από τη Νεμπράσκα που ψήφισε Τραμπ επειδή θα του έχτιζε τείχος με το Μεξικό.

Το Μακεδονικό, επίσης, ήταν προφανώς ανύπαρκτο. Η ΝΔ δεν «αναγκάστηκε» να υιοθετήσει τα συμφωνηθέντα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά παρότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ακριβώς η «εθνική γραμμή», αποφάσισε να βασίσει όλη της στην αντιπολίτευση στο σχήμα «δεξιοί πατριώτες – αριστεροί προδότες».Κι αφού η τακτική ήταν πετυχημένη, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη να την αλλάξει. Η αντιπολίτευση της ΝΔ ανακάλυπτε προβλήματα για να ανέβει στην εξουσία, η κυβέρνηση της ΝΔ ανακαλύπτει προβλήματα, προσπαθεί να τα εντυπώσει στη μνήμη των ψηφοφόρων της, για να παραμείνει και να προωθήσει την ατζέντα της και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί.

Φαίνεται μερικές φορές ότι συζητάμε για τα επουσιώδη, ή για ωμές ανοησίες. Είναι και ότι οι «ανοησίες» αυτές έχουν σοβαρό κόστος. Έχουμε να διαχειριστούμε τα προβλήματα που δημιουργεί η πανδημία και αδυνατεί να λύσει η κυβέρνηση και παράλληλα τα προβλήματα που δημιουργεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, συχνά κιόλας με επίφαση την πανδημία. Είναι κάπως ανυπόφορο.

Προφανώς, παρά τη λυσσαλέα αναπαραγωγή των κενών επιχειρημάτων από τα ΜΜΕ, ή τους οργουελικούς τίτλους που κυριαρχούν σε κάθε της νομοσχέδιο, μία κυβέρνηση που δεν παράγει λύσεις σε προβλήματα, αλλά προβλήματα για λύσεις, είναι, όχι μόνο «εκτός τόπου και χρόνου» όπως αναφέρεται συχνά, ή «απλή παρατηρήτρια των γεγονότων», αλλά από βλαπτική για το σύνολο των πολιτών έως και καταστροφική σε μείζονα ζητήματα όπως η δημόσια Παιδεία και η Υγεία. Και γι’ αυτήν την κυβέρνηση – πρόβλημα πρέπει σίγουρα να αναζητηθεί από την κοινωνία μία σοβαρή και στοιχειοθετημένη πάνω στις πραγματικές ανάγκες της, απάντηση.