Γιατί θα κερδίσουν ξανά οι νέοι

Ολγα Στέφου

Δεν ήμασταν μία τυχερή γενιά, εμείς οι τριαντάρηδες του παρόντος, η πρώτη γενιά της κρίσης. Ήμασταν τα παιδιά του μεγάλου σοκ. Δεν ανήκαμε όλοι στα κινήματα,ίσως να μην τα διαλέξαμε, μπορεί να μη μας βρήκαν, αλλά το αποτέλεσμα μας χτύπησε όλους με τον ίδιο τρόπο: Κάποιοι μείνανε στο παιδικό δωμάτιο ως τα σήμερα, άλλοι,οι φίλοι μας, έφυγαν, εκδιώχθηκαν, άλλοι «χάθηκαν» στην κατάθλιψη. Αφήσαμε τις ζωές μας πίσω η, μάλλον, μας τις έκλεψαν.

 

Τα πρώτα χρόνια της κρίσης με βρήκανε στους δρόμους «της φωτιάς». Σε εξεγέρσεις, κινήματα, την απεριόριστη βεβαιότητα ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Επειδή δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη από την επανάκτηση της κλεμμένης ζωής. Τα όνειρα, οι ελπίδες των γονιών μας που έγιναν φτωχότεροι, εμείς που πεινάσαμε, αυτά έφτιαξαν το πορτραίτο των αγώνων.

Ήταν η περίοδος της μεγάλης φτώχειας για εμένα και για όλους. Αλλά ήμασταν νέοι. Μέναμε απλήρωτοι για πέντε, για έξι μήνες κι όσοι μέναμε μακριά από τα σπίτια των γονιών μας, δεν ξέρω ακόμα και τώρα πώς τα βγάλαμε πέρα. Μετρούσαμε τα δίευρα να μοιραστούμε ένα ποτό, όποιος είχε έδινε στον φίλο, λογαριασμό δεν κρατούσε κανένας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα, 22 χρονών κορίτσι, που δανείστηκα δύο ευρώ για να αγοράσω σερβιέτες. Δεν ντράπηκα, θύμωσα. Θύμωσα επειδή δούλευα 12 ώρες τη μέρα και δεν είχα λεφτά ούτε για φαϊ στο ψυγείο μου. Δικό μου ήταν το μαχαίρι, δικό μου το πεπόνι. Όποτε με ρωτούσαν οι γονείς μου αν χρειάζομαι κάτι, δε χρειαζόμουν ποτέ τίποτα. Το πείσμα του 20χρονου…

Κι έπειτα, ήταν και το άλλο. Ακόμα κι αν δεν συναντιόμασταν στους δρόμους, ακόμα κι αν ανήκαμε «αλλού», τα προβλήματα έμοιαζαν. Ανεργία, απλήρωτη εργασία και ουσιαστική, πραγματική φτώχεια. Οπότε, όταν η οργή έγινε τεράστια, τότε αρχίσαμε να πολεμάμε, αληθινά και πολύ, με τα σώματα, τις ιδέες, τις κοινές εμπειρίες και κερδίζαμε. Τουλάχιστον, η οργή μας είχε δύο αποτελέσματα: Τα σπασμένα μας κεφάλια και τις κυβερνήσεις που ρίχνανε τη μία μετά την άλλη.

Ήταν κι η περίοδος της άγνοιας του κινδύνου. Νομίζαμε ότι τίποτα δε θα μας αγγίξει. Μόνο μετά, πολύ μετά, «χαθήκαμε» στο δράμα εκείνης της μαύρης περιόδου: Άλλοι στο αλκοόλ, άλλοι στην εσωστρέφεια, άλλοι κλείδωσαν σε ένα κουτί τις αναμνήσεις και θέλησαν να ξεχάσουν. Κι έπειτα, μεγαλώσαμε.

Μεγαλώσαμε, φτιάξαμε κάπως τις ζωές μας, κάποιες ήταν πιο απλές, άλλες όχι,αλλά στα 30 και πάνω θεωρητικά έχεις βάλει τη ζωή σου σε μια πρώτη τάξη. Ένα σπίτι, μία δουλειά. Την ελπίδα ότι ξεμπερδέψαμε, έστω για λίγο. Ίσως είχαμε απλώς την ανάγκη να πάρουμε ανάσα.

Ήμασταν αγωνιστές, μου κάνει τόση εντύπωση η διαπίστωση. Αλλά ήμασταν. Και τώρα, η αμέσως επόμενη γενιά, τα παιδιά που γνώρισαν μόνο την κρίση, είναι αγρίμια. Αν δεν το έχουμε δει ακόμα, θα το δούμε, οι νέοι πάντα ξέρουν καλύτερα, οι νέοι σώζουν την ιστορία από το τελεσίδικο μαύρο. Είμαστε το φως. Είναι το φως, δηλαδή. Τα παιδιά που τώρα είναι οι 20χρονοι του παρελθόντος μας.

Κι αν τώρα το σώμα μας δεν αντέχει όπως πριν δέκα χρόνια, αυτό που ήμασταν δεν έχει πεθάνει. Ο τρόμος που έρχεται στο μέλλον, βρίσκει τους νεότερους στην κατάσταση που ήμασταν εμείς τότε: Δεν είχαμε ιδέα. Αλλά τώρα, ξανά, μαζευόμαστε με τρόπους δεμένους με αλυσίδες, όχι τι άτιμες που πρέπει να σπάσουν, τι άλλες, τις ωραίες: Αυτές που έσμιξαν τα χέρια μας στους δρόμους, που έβαλαν σε καλούπι τον φόβο και τον έσπασαν.

Αν κέρδισε η γενιά μας; Εγώ θα πω ότι κέρδισε κι άφησε και παρακαταθήκη. Κι είμαστε, πόσο είμαστε, ακόμα νέοι! Νέοι με δάνεια, ένσημα, οικογένειες κάποιοι, δουλειές, γεμάτο χρόνο. Όμως, θυμόμαστε, γιατί πρώτα έχει μνήμη το σώμα κι έπειτα το μυαλό. Αυτό το ξέρω μέσα από τα σωθικά μου: Πρώτα έχει μνήμη το σώμα, οι ατελείωτες ώρες στους δρόμους,το ξύλο, ο πόνος κι έπειτα το μυαλό: Τι ήμασταν, τελικά;

Ήμασταν μαζί. Ήμασταν η γενιά του τέλους της μεταπολίτευσης, η γενιά των μνημονίων. Η γενιά που έζησε κανονική, ουσιαστική απόγνωση -αυτά τα ξέρω τώρα. Τότε ήμασταν ευτυχισμένοι. Επειδή ήμασταν παιδιά.

Κι έτσι, στο νέο που έρχεται, στο χάος της αυριανής ημέρας, εμείς οι «βετεράνοι» (sic) ετών μόλις 30 και κάτι, ξέρουμε πολύ καλά πως πάντα οι 20αρηδες ξέρουν καλύτερα, γιατί δεν έχουν τίποτε να χάσουν από το ήδη χαμένο παρόν τους. Γιατί, όπως κι εμείς τότε,έχουν άγνοια κινδύνου. Και γιατί οι δρόμοι είναι όμορφοι, οι δρόμοι σε ενώνουν για πάντα.

Το βλέπω το «για πάντα» τώρα που ήρθε ξανά η ώρα να φωνάξουμε για τη ζωή που μας κλέβουν. Η αγριότητα του παρελθόντος μας θυμώνει ακόμη περισσότερο. Εμείς θυμώμαστε τις νίκες, οι πιτσιρικάδες γνωρίζουν ότι το μέλλον τους ανήκει.

Γι’αυτό, λοιπόν, θα κερδίσουμε ξανά, εμείς οι νέοι. Γιατί όταν ο φόβος γίνεται δίκαιη οργή, γίνεται αγανάκτηση, δεν υπάρχουν φράγματα να συγκρατούν χειμάρρους. Ευτυχώς, όπως πάντα, τα παιδιά δεν έχουν τίποτε να χάσουν. Ευτυχώς, το δικό μας σώμα ακόμη θυμάται. Κάπως έτσι,από νοσταλγία κι από το αντανακλαστικό της αναγκαιότητας για την υπεράσπιση της ιστορίας, αρχίσαμε να συναντιόμαστε ξανά. Βασικά, έγινε ακριβώς αυτό: Αρχίσαμε. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι νέοι θα κερδίσουν πάλι για το χατίρι της σωστής πλευράς της ιστορίας, αυτής που ζητάει πίσω τη ζωή τής και βλέπει μόνο το φώς ευθεία μπροστά.