Η ματσίλα είναι το πρόβλημα του Στέφανου Κασσελάκη;

Και όμως, αυτό του καταλογίζει η Ξ. Κουναλάκη από τις σελίδες της Καθημερινής. Ανταγωνιζόμενος, μας λέει η δημοσιογράφος, τον Μητσοτάκη στο ποιος μιλάει καλύτερα αγγλικά, ποιος έχει περισσότερα πτυχία, ποιος είναι πιο επιτυχημένος, ο Κασσελάκης, αναπαράγει την ανδρική κουλτούρα των αποδυτηρίων, εκπέμπει… ματσίλα.

Να λοιπόν ποιο είναι το πρόβλημα της συγκεκριμένης υποψηφιότητας, η ματσίλα! Γιατί άραγε είναι μάτσο τα καλύτερα αγγλικά και τα πτυχία που προτάσσει ο Κασσελάκης έναντι του Μητσοτάκη; Δεν μας το εξηγεί η κ. Κουναλάκη.

Ή μήπως είναι μάτσο ο ίδιος ο ανταγωνισμός των δύο ανδρών, αποτέλεσμα, αναμφίβολα, της πατριαρχίας; Ή μήπως όταν ανταγωνίζονται οι γυναίκες είναι γιατί έχουν εσωτερικεύσει την πατριαρχία; Εδώ πέφτουμε σε θολά ουσιοκρατικά νερά: η πατριαρχία είναι πανταχού παρούσα, υπεύθυνη για όλα τα δεινά του κόσμου. Αλλά όταν μια έννοια μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, στην πραγματικότητα καταλήγει να μην εξηγεί τίποτα.

Πίσω από αυτή την «ανάλυση», ωστόσο, χάνεται κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: ο Κασσελάκης ανταγωνίζεται τον Μητσοτάκη στο ιδεολογικό (και αισθητικό) έδαφος που ο ίδιος και η παράταξή του κατέστησαν ηγεμονικό τα τελευταία χρόνια – την αριστεία.

Από το 2016, ο Μητσοτάκης έχτισε το προσωπικό του αφήγημα στη βάση του ότι είναι το καλύτερο βιογραφικό της χώρας, για αυτό και είναι ο πιο κατάλληλος να κυβερνήσει, απέναντι σε έναν Τσίπρα που τελείωσε μόνο ένα Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μας ντροπιάζει με τα αγγλικά του. Αντίστοιχα, η ΝΔ πρόβαλε το «οι άριστοι απέναντι στους ανεπάγγελτους, οι κομψοί απέναντι στους χύμα αγραβάτωτους» κ.ο.κ.

Η αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσαν κριτική σε αυτό το ιδεολόγημα, με επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που αναπτύσσει ο Μάικλ Σαντέλ στο βιβλίο του, The tyranny of meritocracy. Ότι ο λόγος περί αξιοκρατίας/αριστείας συγκαλύπτει τις ταξικές ανισότητες και προνόμια και νομιμοποιεί ηθικά και πολιτικά την εκμετάλλευση και την ανισότητα, στη λογική των ατομικών δεξιοτήτων και προσπαθειών – οι επιτυχημένοι είναι επιτυχημένοι γιατί το αξίζουν και δούλεψαν σκληρά, οι αποτυχημένοι είναι αποτυχημένοι γιατί δεν έχουν ικανότητες ή δεν προσπάθησαν αρκετά.

Σταδιακά ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε αυτό που κάποτε κατέκρινε, σε σημείο ο ίδιος ο Τσίπρας να επαίρεται προεκλογικά ότι το δικό του ψηφοδέλτιο Επικρατείας είναι πιο άριστο από του Μητσοτάκη, γιατί είχε μέσα πολλούς καθηγητές πανεπιστημίου, με πιο αξιόλογες ακαδημαϊκές περγαμηνές από εκείνες των υποψηφίων της ΝΔ. Σε αυτή την αλλαγή συνέβαλε, αναμφίβολα και η πανδημία με την αποθέωση των ειδικών και των επιστημόνων.

Πάνω σε αυτή την ιδεολογική υποχώρηση εμφανίστηκε ο Κασσελάκης να κοντράρει τον Μητσοτάκη σε όλα όσα προτάσσει ο τελευταίος ως ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά του: τα αγγλικά, τα πτυχία, την επιτυχία στον κόσμο των επιχειρήσεων, την εμφάνιση κλπ. Και όπως φαίνεται είναι πολλοί οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που «αγοράζουν» αυτό που πουλάει, με την ελπίδα ότι είναι ο πιο κατάλληλος να κερδίσει τον Μητσοτάκη, στο δικό του, μάλιστα, γήπεδο.

Μήπως όμως, εν μέρει, δεν κάνει το ίδιο κάνει και η Έφη Αχτσιόγλου, την οποία φαίνεται να στηρίζει η κ. Κουναλάκη, η οποία επίσης προβάλλει τις πολύ καλές σπουδές της σε Ελλάδα και εξωτερικό οι οποίες περιλαμβάνουν και διδακτορικό, αλλά και την κυβερνητική της εμπειρία, ως υπουργός Εργασίας. Αντιστοίχως και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ως καθηγητής πανεπιστημίου, απόφοιτος του φημισμένου πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Η πολιτική σήμερα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε υπόθεση των ειδικών, των μορφωμένων μεσοστρωμάτων που διεκδικούν να κυβερνήσουν στη βάση, όχι των κοινωνικών συμφερόντων που εκπροσωπούν, αλλά των τεχνικών και μορφωτικών προσόντων τους, τα οποία, φυσικά, πιστοποιούνται από τα αντίστοιχα πτυχία – όσο πιο φημισμένα τα πανεπιστήμια που τα εκδίδουν, τόσο πιο έγκυρα τα προσόντα ενός πολιτικού.

Η πολιτική έπαψε να είναι τέχνη και μετατράπηκε σε τεχνική. Έγινε μεταπολιτική. Συμπτώματά της είναι ο Κασσελάκης και ο Μητσοτάκης και όχι παράγωγα του σεξισμού και της πατριαρχίας.

Η αριστεία η οποία έχει επιβληθεί ως απαραίτητο προσόν ενός πολιτικού σήμερα, δεν είναι σεξιστική, δεν αποκλείει τις γυναίκες, τους γκέι ή όποια άλλη ταυτότητα. Δύο άλλωστε από τις δυναμικά ανερχόμενες πολιτικούς των τελευταίων ετών – η Ειρήνη Αγαπηδάκη και η Δόμνα Μιχαηλίδου – αναδείχθηκαν ακριβώς ως άριστες, με βάση τις σπουδές και τα πτυχία τους. Το ίδιο και άλλοι δύο γκέι πολιτικοί – ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ο διαφημιζόμενος ως ο πρώτος ανοιχτά γκέι υπουργός στην Ελλάδα. Και ο Αλέξης Πατέλης, ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού.

Αντιθέτως, αυτούς που αποκλείει η ιδεολογία της αριστείας είναι οι εργαζόμενες, οι αγρότες και γενικά οι λαϊκοί άνθρωποι. Πόσοι εργάτες, για παράδειγμα, υπάρχουν στη σημερινή Βουλή, πόσοι αγρότες ή ιδιωτικοί υπάλληλοι; Ελάχιστοι.

Και το χειρότερο είναι ότι αυτή η απουσία των λαϊκών τάξεων από την πολιτική δεν αφορά πλέον μόνο τα αστικά κόμματα, αλλά και την αριστερά. Η τελευταία έχει πάψει προ πολλού να βγάζει από τις τάξεις της λαϊκούς ηγέτες, όπως ο Λούλα, ο Μοράλες, αρσενικούς – θηλυκούς, γκέι, στρέιτ ή τρανς – και περιορίζεται στους καθηγητές και τους επαγγελματίες της πολιτικής.

Από μια άποψη, αυτή η εμμονή να ερμηνεύονται όλα μέσα από το πρίσμα του σεξισμού και της πατριαρχίας συνιστά και μια μορφή άρνησης/ απώθησης της θλιβερής ταξικής πραγματικότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Επιπλέον, υποβιβάζει την πολιτική σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, σε μια αντιπαράθεση ταυτοτήτων και έναν διαγωνισμό θυματοποίησης: ποια κοινωνική ομάδα είναι η πιο καταπιεσμένη – οι γυναίκες, οι γκέι, οι μετανάστες κλπ. – που για να κερδίσει κάτι η μία, πρέπει να το χάσει η άλλη.

Έτσι, εντελώς προβλέψιμα, όταν η κ. Κουναλάκη ανέβασε το άρθρο της στη σελίδα της στο Facebook, κάποιος στα σχόλια την κατηγόρησε για ομοφοβία! Και γιατί όχι, η ίδια που απέδωσε ματσίλα στον Σ. Κασσελάκη, έναν ανοιχτά γκέι, σίγουρα γνωρίζει ότι οι ομοφυλόφιλοι κατηγορούνται, από τη σκοπιά της στρέιτ αρρενωπότητας, ότι δεν είναι αρκετά άντρες, ότι προδίδουν το φύλο τους και έχουν εκθηλυνθεί.

Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί βάσιμα ότι αυτό που η κ. Κουναλάκη καταγγέλλει ως ματσίλα εκ μέρους του κ. Κασσελάκη, δεν είναι παρά η επιτέλεση ενός υπερβάλλοντος ανδρισμού, ως προκαταβολική απάντηση στην κατηγορία ότι δεν είναι αρκετά άνδρας, ή ακόμα χειρότερα, ως εκδήλωση του εσωτερικευμένου βλέμματος της πατριαρχίας που τον θέλει όντως να μην είναι αρκετά άνδρας, επειδή είναι γκέι.

Πώς είναι δυνατόν, η δημοσιογράφος να χαρακτηρίζει ματσίλα την αμυντική αντίδραση του μέλους μιας καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας (γκέι), να την ταυτίζει δηλαδή με μια κατεξοχήν εκδήλωση σεξισμού της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας (στρέιτ άνδρες); Μήπως λοιπόν δεν είναι μάτσο ο Κασσελάκης, αλλά ομοφοβική η Κουναλάκη;

Όλα αυτά βέβαια, σε περίπτωση που αποδεχτούμε ότι είναι, πράγματι, εκδήλωση ματσίλας η επιλογή του Κασσελλάκη να ανταγωνίζεται τον Μητσοτάκη στα πτυχία, τα αγγλικά και την αριστεία – θέση για την οποία η Κουναλάκη δεν φέρει κανένα επιχείρημα, απλώς τη θεωρεί δεδομένη γιατί αφορά δύο… άνδρες. Και ό,τι πράττουν οι άνδρες μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί μέσα από το πρίσμα της τοξικής αρρενωπότητας. Αν πράττουν το ίδιο και γυναίκες, είναι απλώς εσωτερικευμένη πατριαρχία.

Αν σας φαίνονται ανούσιες αυτές οι «αναλύσεις», είναι γιατί όντως είναι ανούσιες, προβλήματα των πλούσιων δυτικών. Η έμφαση στο «πλούσιων». Χειρότερα και από ανούσιες, είναι βαρετές.