Όταν ο Κασσελάκης υιοθετεί τη ρητορική της Ακροδεξιάς

Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Μέρες που είναι όλοι θυμόμαστε το Πολυτεχνείο και τον αντιδικτατορικό αγώνα.

Και η μνήμη της Χούντας είναι ακόμη ζωντανή, όπως και η μνήμη της ρητορικής των χουντικών.

Και ποιος μπορεί να ξεχάσει την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Παπαδόπουλου ως επικεφαλής των πραξικοπηματιών;

Θυμίζω ένα απόσπασμα: ««…Μην ξεχνάτε κύριοι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον ενός άσθενούς, τον όποιον έχομεν επί της χειρουργικής κλίνης και τον όποιον εάν ο χειρουργός δεν πρόσδεση κατά την διάρκειαν της έγχειρήσεως επί της χειρουργικής κλίνης, υπάρχει περίπτωσις αντί διά της έγχειρήσεως να του χαρίση τήν άποκατάστασιν της υγείας του, νά τον όδηγήση εις τον θάνατον… Οί περιορισμοί τους όποιους θά έπιβάλλωμεν είναι τό δέσιμον του άσθενούς επί τής κλίνης διά νά ύποστή ακινδύνως τήν έγχείρησιν.»

Ο παραληρηματικός λόγος του Παπαδόπουλου τότε παρέπεμπε σε ένα μοτίβο που το συναντάμε συχνά στην Ακροδεξιά και τον φασισμό, δηλαδή την αντίληψη ότι η κοινωνία είναι «άρρωστη» και χρειάζεται «ριζική θεραπεία».

Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη βία και την βαναυσότητα.

Μόνο που φαίνεται ότι αυτός ο ρητορικός τρόπος δεν είναι προνόμιο των ακροδεξιών, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους χώρους.

Δείτε για παράδειγμα αυτό το απόσπασμα από το «διάγγελμα» του Στέφανου Κασσελάκη με το οποίο ανακοίνωσε την πρόταση για δημοψήφισμα για τις διαγραφές: «Έχω μάθει μερικά πράγματα από μέσα πλέον. Και όσοι πιστεύετε ότι το σύστημα είναι βαριά άρρωστο, δυστυχώς έχετε δίκιο.»

Προσέξτε το λεξιλόγιο. Δεν λέει ότι το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα είναι άδικο, καταπιεστικό, εκμεταλλευτικό. Δεν αναφέρεται σε πολιτικές, ιδεολογίας, προγράμματα. Δεν επικαλείται την αριστερά ή το σοσιαλισμό απέναντι στον καπιταλισμό: απλώς λέει ότι υπάρχει μια «αρρώστια» την οποία θα θεραπεύσει.

Ακόμη χειρότερα δείτε πώς περιγράφει το ίδιο του το κόμμα:

«Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι άρρωστη. Δεν είναι διεφθαρμένη όπως η κορυφή της ΝΔ, αλλά είναι άρρωστη. Με στελέχη που προσβάλλουν το ίδιο τους το κόμμα, τους συντρόφους τους, τον νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρό τους, αλλά κυρίως τους εκατοντάδες χιλιάδες προοδευτικούς και αριστερούς πολίτες που με τέτοιες συμπεριφορές ντρέπονται να πουν ότι είναι ΣΥΡΙΖΑ.»

Προσέξτε δεν λέει ότι έχουν λάθος γραμμή ή προβληματικό πρόγραμμα, δεν εντοπίζει πολιτικά ατοπήματα και εσφαλμένες στρατηγικές και τακτικές, δεν αναδεικνύει ελλείμματα στην εσωκομματική δημοκρατία. Λέει ότι το κόμμα του είναι «άρρωστο».

Πάλι το ίδιο μοτίβο της αρρώστιας και της θεραπείας που έρχεται από την Ακροδεξιά.

Και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμπληρώνεται από την εμμονή στο πρώτο ενικό πρόσωπο: «Δε θα κάνω πίσω! Θα τιμήσω την εντολή που έλαβα πλήρως. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει ένα υγιές, ενιαίο κόμμα, όπου η μόνη τάση θα είναι η δημοκρατία από τη βάση».

Προσέξτε δεν λέει, όπως θα περίμενε κανείς σε ένα αριστερό κόμμα, «όλες και όλοι μαζί θα πράξουμε», λέει «εγώ».

Και το λέει κάποιος που δεν ήταν καν μέλος αυτού του κόμματος μέχρι περίπου προχτές.

Αλλά τώρα θεωρεί ότι είναι ο «σωτήρας» που καθαρίσει το κόμμα από την «αρρώστια» και θα το οδηγήσει στο μέλλον.

Μόνο που και εδώ τελικά βλέπουμε πάλι τη λογική του «Αρχηγού». Μόνο που αυτή η αντίληψη επίσης έρχεται από την ακροδεξιά και τη λατρεία του «ηγέτη».

Όλα αυτά απλώς επιτείνουν μια κρίση που στον πυρήνα της έχει την αδυναμία αυτού του κόμματος να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο που ιστορικά κατέκτησε, δηλαδή της αριστερής προοδευτικής παράταξης.

Δεν είναι μια εσωκομματική σύγκρουση.

Είναι η διάλυση του πολιτικού χώρου που τα τελευταία δέκα χρόνια αποτέλεσε το σημείο αναφοράς ενός σημαντικού μέρους των λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης.

Είναι η αποδιάρθρωση της δυνατότητας να υπάρχει σοβαρή αντιπολίτευση.

Είναι η δυσφήμιση της έννοιας της Αριστεράς.

Αυτό φέρνει τους πάντες προ των ευθυνών τους.

Ιδίως όσους έχουν επιλέξει τον δρόμο μιας σιωπής που τους κάνει μέρος του προβλήματος.