Το ζήτημα του αναθεωρητισμού στην ιστορία: τα πράγματα δεν είναι πάντα άσπρο μαύρο.

Το ζήτημα του αναθεωρητισμού στην ιστορία: τα πράγματα δεν είναι πάντα άσπρο μαύρο.

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Εισαγωγή   

Εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, και σε δύο φάσεις, έχει ξεσπάσει μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ ενός σημαντικού τμήματος των ελλήνων κοινωνικών επιστημόνων σχετικά με το πόσο απαραίτητη είναι η αναθεώρηση ορισμένων μεθοδολογικών εργαλείων στις κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα στο χώρο της ιστορίας. Αναμφίβολα οι προβληματισμοί που έχουν κατατεθεί εδράζονται, από πολλές πλευρές, στο χώρο της επιστημολογίας, και με αυτή την έννοια δεν είναι άμεσα κατανοητό στον αναγνώστη του Εκτός Γραμμής γιατί επιλέξαμε να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα.  Ωστόσο όταν οι μεθοδολογικές διαμάχες έχουν ως απολήξεις διατυπώσεις συμπερασμάτων του τύπου «η βία που χρησιμοποίησε ο ΕΛΑΣ αποτέλεσαν μορφές κόκκινης τρομοκρατίας» τότε το πράγμα αλλάζει ακριβώς γιατί εισέρχεται ο παράγοντας του πολιτικού πράττειν στο προσκήνιο.

 

2. Το διακύβευμα

Η όλη αντιπαράθεση ξεκίνησε πριν από ενάμισι χρόνο περίπου όταν από τις στήλες του περιοδικού Πολίτης ο Νίκος Θεοτοκάς άσκησε αυστηρή κριτική, από την πλευρά μιας μαρξιστικής θεώρησης, στους ιστορικούς Αντώνη Λιάκο, Έφη Γαζή και Χάρη Εξερτζόγλου υποστηρίζοντας πως έχουν εγκαταλείψει τη μαρξιστική οπτική υιοθετώντας μια μεταμοντέρνα προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης. Ο Λιάκος, σε κατοπινό του άρθρο, θα το αρνηθεί- κατά τη γνώμη μου με αρκετά πειστικό τρόπο, ενώ η Γαζή, στη δική της παρέμβαση, θα τονίσει πως είναι πολύ δύσκολο να οριστεί το τι είναι το μεταμοντέρνο, δεδομένου πως υπάρχει μια πληθώρα, συχνά εντελώς αντιφατικών, ορισμών[1]

Όπως και να έχει το πράγμα, όποιον χαρακτηριςμό κι αν δώσουμε  στο έργο των συγκεκριμένων ιστορικών, το πρώτο λιθαράκι της μετέπειτα οξύτατης αντιπαράθεσης είχε ήδη μπει: Υπέρ ή κατά μιας μεταμοντέρνας προσέγγισης της ιστορίας. Το πεδίο σύγκρουσης έχει διαμορφωθεί και από το Μάρτιο του 2004 μπαίνουν νέοι πρωταγωνιστές στο προσκήνιο οι οποίοι επίσης θα κατηγορηθούν πως υιοθετούν με μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας. Πρόκειται, πρώτα από όλα για τους Στάθη Καλύβα και Νίκο Μαραντζίδη, οι οποίοι με κείμενό τους στα Νέα θα ισχυρισθούν πως «αναγνωρίζεται πλέον πως η κατοχή και η αντίσταση παρήγαγαν δυναμικές που διαίρεσαν τον πληθυσμό από πολύ νωρίς και η διαίρεση αυτή είχε σύνθετες και πολλαπλές κοινωνικές αναφορές». Ταυτόχρονα  στην ίδια εφημερίδα με κείμενό του  ο Mark Mazower, θα κινηθεί στο ίδιο μήκος κλίματος με τους Καλύβα- Μαραντζίδη, υποστηρίζοντας πως «ο ισχυρισμός ότι το ίδιο το ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ χρησιμοποιούσε ακραία βία για τον εκφοβισμό των αντιπάλων του δεν μπορεί πλέον να απορριφθεί ως ένα αποκύημα της Δεξιάς. Η σφοδρή του επιθυμία να μονοπωλήσει την αντίσταση ήταν από καιρό προφανής». Ενισχυτικά τέτοιου τύπου επιχειρήματα είναι και αυτά του καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιωάννη Κολλιόπουλου ο οποίος εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθεί να νομιμοποιήσει την εξουσία των δωσιλογικών κυβερνήσεων υποστηρίζοντας πως «Με κριτήριο τον έλεγχο της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας και την παροχή υπηρεσιών στο λαό της τα ισχυρότερα επιχειρήματα μπορούσε να προβάλει- και επρόβαλε η κατοχική κυβέρνηση. Αυτή την πραγματικότητα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες της κατεχόμενης Ελλάδας και αυτά τα στοιχεία επηρέαζαν την πολιτική στάση τους. Αυτή η πραγματικότητα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα δεν έχει ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη του έθνους για το λόγο κυρίως, ότι δεν στάθηκε δυνατό, εξαιτίας των παθών που προκάλεσε και κληροδότησε η εποχή, να συμβιβασθούν οι Έλληνες με το ιστορικό αυτό παρελθόν και να το αποδεχθούν όπως ήταν. Το ζήτημα της εξουσίας στην κατεχόμενη Ελλάδα, όπως έχει ενσωματωθεί στη συλλογική μνήμη, είναι αποτέλεσμα ιδεολογικών ‘επιδρομών’ στο ιστορικό παρελθόν και πολιτικής επεξεργασίας, όχι ψύχραιμης αποδοχής όλων των όψεών του» Από την πλευρά της λογοτεχνίας ο Θανάσης Βαλτινός θα έρθει να συνηγορήσει λέγοντας πως «ο μισός πληθυσμός της Πελοποννήσου ήταν στα Τάγματα. Όλοι αυτοί  ήταν προδότες, που υπηρέτησαν συνειδητά τον Χίτλερ; Είναι αφέλεια και χοντράδα να το πιστεύουμε». 

Τι έχουμε από τις τοποθετήσεις αυτές: Δύο βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η σφοδρή αντιπαράθεση στο ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ όπου περισσεύουν οι κατηγορίες για κόκκινη τρομοκρατία, διαφορετικά από τα διακηρυγμένα κίνητρα για τη χρήση βίας, ενώ γίνεται προσπάθεια να εξομοιωθούν, ποιοτικά και ποσοτικά οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στο όλο επιχείρημα. Κι αυτό γιατί δεν αποτελεί παρά ένα ραφιναρισμένο εξωραϊσμό της παλιάς (;) δεξιάς μετεμφυλιακής αντίληψης πως το ΕΑΜ δεν ήταν τόσο μαζικό όσο ισχυρίζονται οι αριστεροί, η συμμετοχή σε αυτό όταν δεν γινόταν μέσω ενός βίαιου καταναγκασμού αποτελούσε επιλογή επίλυσης προσωπικών διαφορών με συγχωριανούς και στην ουσία αυτό που υπήρχε ήταν ένα καταχθόνιο σχέδιο του ΚΚΕ για να επιβάλει την αυταρχική εξουσία του από την περίοδο της κατοχής (γι’ αυτό άλλωστε και οι Καλύβας και Μαραντζίδης θεωρούν πως ο εμφύλιος ξεκινά από το 1943).

Πρόκειται, βέβαια, για έωλα επιχειρήματα που δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Το ΕΑΜ δεν αναπτύχθηκε μόνο στη ύπαιθρο αλλά και στο αστικό χώρο όπου οι πάσης φύσης προσωπικές αντιθέσεις  έχουν περιορισμένη εμβέλεια, στο ΕΑΜ συμμετείχαν με ποικίλου τρόπους εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, η πολιτική ένταξη και εκπροσώπηση ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της ατομικής ψυχολογίας (γιατί αλλιώς δεν θα ερμηνευόταν η μαζικότητα του πολιτικού φαινομένου),  το γεγονός της γερμανικής κατοχής που διαχωρίζει την αντίσταση από τον εμφύλιο δεν αποτελεί μια δευτερεύουσα παράμετρο αλλά καθοριστικής σημασίας ζήτημα που διαχωρίζει ποιοτικά τις δύο ιστορικές περιόδους.

Το δεύτερο στοιχείο της συγκεκριμένης προβληματικής σχετίζεται με τη θέση πως η διαίρεση του ελληνικού πληθυσμού είχε σύνθετες και πολλαπλές κοινωνικές αναφορές. Εδώ έχουμε ένα κατεξοχήν δείγμα μεταμοντέρνας προσέγγισης[2]. Δεν μπορεί να υπάρξει ιεράρχηση των παραγόντων αλλά αντίθετα δίνεται έμφαση στην πολλαπλότητά τους. Κάθε άτομα για μια πανσπερμία αιτών αποφασίζει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη η μορφή πολιτικής δράσης. Κατά συνέπεια δεν μπορούμε να περάσουμε σε γενικεύσεις αλλά μόνο να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε τα ιδιαίτερα εξειδικευμένα κίνητρα του καθενός  ατόμου ξεχωριστά. Όπως ορθά παρατηρεί ο Θανάσης Αλεξίου ασκώντας κριτική στις συγκεκριμένες προσεγγίσεις «Η Ιστορία τελεί υπό συνεχή αναθεώρηση, καθώς δεν έχουμε ακόμη τη μαρτυρία του τελευταίου ατόμου που έζησε την εποχή μέσα από τη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο της εμπειρίας του. Όταν μάλιστα η εθνοπολιτισμική ή ατομική κατάσταση αντιμετωπίζεται χωρίς αναφορά σε ένα εξωτερικό, ως προς αυτήν, κριτήριο εγκυρότητας (Αντίσταση), δεν μπορεί να μπει και μια τάξη ανάμεσα στις δομές, τα νοήματα και τους ανθρώπους. Εφόσον όμως κάθε θεωρία ‘κατασκευάζει’ τις δικές της έννοιες (κονστρουκτιβισμός), οι οποίες δεν  είναι έγκυρες παρά μόνο στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος, δεν υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης με άλλες θεωρίες ή την πραγματικότητα, για να δούμε αν αυτές επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται. Οδηγούμαστε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η πραγματικότητα δημιουργείται από τις ιδέες.» Τι επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο; Να περιορίζεται η ανάλυση στις διαπροσωπικές σχέσεις, να θεωρείται πως η ένταξη στο ΕΑΜ γινόταν με σκοπό  την προσωπική εκδίκηση. Έτσι, η Ιστορία δεν αποτελεί παρά ένα πεδίο αντιπαράθεσης προσώπων. Η συγκρότηση συγκεκριμένων κοινωνικών συμμαχιών από την πλευρά του ΕΑΜ χάνεται μέσα στο τυχαίο και το σποραδικό. Το γεγονός της γερμανικής κατοχής ως βασικού πλαισίου μέσα στο οποίο ανδρώνεται η Αντίσταση απουσιάζει ως πλαίσιο αναφοράς και ερμηνείας. Με άλλα λόγια όλες οι ερμηνείες είναι πιθανές και γι’ αυτό και αποδεκτές.

Πιστεύουμε πως δύο είναι οι βασικοί στόχοι του αναθεωρητικού ρεύματος. Από τη μια να αποκαθάρει τη σύγχρονη ιστορία από κάθε ταξική/ αντιμπεριαλιστική αναφορά, να δημιουργήσει μια παντοδύναμη σχετικοποίηση των πάντων έτσι ώστε οι πρωταγωνιστές όλων αυτών των ιστορικών στιγμών να κατανοήσουν το μάταιο των επιλογών τους, πώς όλα αυτά έγιναν «για ένα πουκάμισο αδειανό για μια Ελένη» (και μέσα από αυτό το σβήσιμο από τη λαϊκή μνήμη πως σε αυτή χώρα τέθηκε το ζήτημα της κοινωνικής ανατροπής και της υιοθέτησης ενός διαφορετικού προτύπου κοινωνικής οργάνωσης). Από την άλλη, και ίσως και το πιο σημαντικό είναι πως διαμηνύεται σε όσους προσβλέπουν σε μια ανατροπή των σημερινών συνθηκών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας πως όλα αυτά, δεδομένης της πολλαπλότητας του περιεχομένου τους, δεν έχουν καμία σημασία, χάνονται σε ένα λαβύρινθο επιλογών, δυνατοτήτων και εναλλακτικών διαδρομών με το ίδιο ακριβώς ανύπαρκτο περιεχόμενο.

 

3. Μια μικρή λεπτομέρεια…

Αρκετοί κοινωνικοί επιστήμονες απάντησαν στη επιχειρηματολογία και του δεύτερου αναθεωρητικού ιστορικού ρεύματος: από τον Γιώργο Μαργαρίτη και τον Ηλία Νικολακόπουλο μέχρι τον Παναγή Παναγιωτόπουλο τον Θανάση Αλεξίου αλλά και τους σ. Κωστή Καρπόζυλο και Δ. Λαμπροπούλου[3] υποστηρίζοντας, σε γενικές γραμμές, όσα αναφέραμε και εμείς στην κριτική μας. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσα απλά και δεν ξεμπλέκει κανείς εύκολα με το ζήτημα του αναθεωρητισμού. Κι αυτό γιατί αναθεωρητισμός δεν σημαίνει απλώς διαφορετική ερμηνεία της Αντίστασης και του εμφυλίου. Ο Αναθεωρητισμός είναι εκδήλωση της αλλαγής των ταξικών συσχετισμών στο ιδεολογικό επίπεδο: σημαίνει την ταξική ουδετεροποίηση τόσο σε ότι αφορά λαϊκές διεκδικήσεις  στο σύνολό τους, όποια μορφή κι αν παίρνουν. 

Ας αναλογιστούμε την περίπτωση του Κυπριακού και τη στάση που κρατήθηκε απέναντι στο σχέδιο Ανάν από αρκετές πλευρές της Αριστεράς (ανανεωτικής και ριζοσπαστικής), με προεξάρχοντα το ρόλο πολλών από υπερασπιστές του ΕΑΜ που αναφέρθηκαν προηγουμένωε: Πλήρης εξάλειψη του γεγονότος της τουρκικής εισβολής και κατοχής, αδυναμία κατανόησης της ύπαρξης μιας πλειονότητας και μιας μειονότητας στο νησί, απουσία αντίληψης του ιστορικού ρόλου του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Αντί για όλα αυτά κυριάρχησε ένας αταξικός κοσμοπολιτισμός, μια λογική υποταγής σε εύκολες υποχωρήσεις απέναντι στον ιμπεριαλισμό, μια αντίληψη πως το παν είναι να υπάρξει μια συμφωνία και όλα τα προβλήματα θα επιλυθούν, χωρίς συναίσθηση των ιστορικών λόγων που οδήγησαν σε αυτές τις καταστάσεις.

Ένα δεύτερο παράδειγμα αφορά μια γενικότερη ευκολία ανάδειξης και καταδίκης, από πολλές πλευρές δευτερευόντων ή τριτευόντων ζητημάτων ιστορικού χαρακτήρα και  η πλήρης απαξίωση κυρίαρχων συνιστωσών και παραγόντων. Έτσι, εκθειάζεται, πόλο και πιο συχνά, ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βλ. ενθουσιώδεις αναφορές στους Πομάκους ή τους Βόσνιους ως γνήσια τέκνα εκείνης της περιόδου) και αποσιωπάται ο εκμεταλλευτικός και τυραννικός χαρακτήρας του συγκεκριμένου συστήματος εξουσίας και το γεγονός πως η διάλυσή του είχε προοδευτικό χαρακτήρα για το σύνολο των κυριαρχούμενων τάξεων. Ταυτόχρονα ο Μακρυγιάννης θεωρείται περίπου ως γραφικός εθνικιστής, ενώ η μη αποδοχή όρων και τετελεσμένων από την πλευρά του σύγχρονου τουρκικού επεκτατισμού θεωρείται ως προάγγελος ανάλογων εθνικών καταστροφών με αυτή του 1897[4]!

Πιο είναι το πρόβλημα και επιμένουμε σε όλα αυτά; Το θέμα είναι ότι αν συνεχιστεί και για τα επόμενα χρόνια αυτή η δυναμική του ιστορικού αναθεωρητισμού, τότε εκτιμούμε πως η νέα γενιά κοινωνικών επιστημόνων θα ασχολείται με το πώς θα αναθεωρήσει το σύνολο της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Δεδομένου πως η επιρροή που άσκησε σε τρεις γενιές ο εμφύλιος σταδιακά θα αμβλύνεται,  θα είναι και πιο εύκολο το ‘ξεκαθάρισμα’ και με αυτή την ιστορικά ευαίσθητη περίοδο. Και τι θα μείνει σε αυτή την περίπτωση; Τίποτε περισσότερο από μερικά συμβάντα που πότε θα συνδέονται μεταξύ τους και πότε όχι, η έλλειψη οποιοδήποτε γενικού νοήματος  στις πράξεις των υποκειμένων, μια πολυπαραγοντική ανάλυση των συμβάντων που θα δίνει μια πληθώρα εξηγήσεων όπου τα πάντα θα συνυπάρχουν χωρίς ιεράρχηση και συγκεκριμένη διάρθρωση κι όλα συνοδευμένα με μπόλικη πίστη στις αξίες ενός γενικόλογου κοσμοπολιτισμού. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι καλλιέργεια ενός πνεύματος απαξίωσης για την ιστορική γνώση, και η εμμονή στην αντίληψη πως αυτό που μετράει είναι το τι κάνει  κανείς σήμερα στη ζωή του, χωρίς αναφορές σε αγώνες, συλλογικότητες και άλλα βαρετά και παρωχημένα.

Ποια είναι απάντηση; Θα πρέπει να ενταθεί η εμβάθυνση στη μαρξιστική επιχειρηματολογία, η ανάπτυξη μορφωτικών διαδικασιών, η οργάνωση ημερίδων και συνεδρίων με μάχιμο αλλά και συνεκτικό περιεχόμενο, η συγγραφή μελετών και πονημάτων που να δίνουν εφόδια στον κόσμο της Αριστεράς που προβληματίζεται, η συνολικότερη δηλαδή ανάπτυξη ενός ιδεολογικού αντιρεύματος που θα χαρακτηρίζεται από την εμμονή στη χρήση του ιστορικού υλισμού, στη σημασία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ως αναλυτικού εργαλείου και πάνω από όλα στη δυνατότητα των εκμεταλλευόμενων τάξεων να δίνουν νόημα στους αγώνες τους τροποποιώντας τους υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης.

           

 

 


[1]Στη συνέχεια θα επανέρθει ο Θεοτοκάς με νέο του κείμενο, ενώ θα παρέμβουν και ο Θανάσης Μποχώτης καθώς και ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης.

[2]Υπενθυμίζουμε πως για το μεταμοντέρνο δεν υπάρχει η έννοια του κοινωνικού συστήματος και της αντίστοιχης λειτουργίας του βάση συγκεκριμένων νόμων κίνησης. Δεν υπάρχουν παρά διαφορετικά είδη εξουσίας, καταπίεσης, ταυτότητας και Λόγου (discourse). Η απόρριψη της αιτιοκρατικής προσέγγισης καθώς και των μεγάλων διηγήσεων οδηγεί στην εγκατάλειψη της δυνατότητας κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης και μαζί με αυτό την ικανότητα της δημιουργίας της ιστορίας. Το μόνο που υπάρχει πια είναι άναρχες, ασύνδετες και ανεξήγητες διαφορετικότητες

[3]Η παρέμβαση των δύο τελευταίων μέσα από τις στήλες του Πριν είναι ιδιαίτερα εύστοχη γιατί αναδεικνύει την προσπάθεια που γίνεται να αποκαθαρθεί η πρόσφατη ελληνική ιστορία από κάθε είδους ταξικό πρόσημο, να θεωρηθούν όλα ως αποτέλεσμα ιδιαζουσών συνθηκών οι οποίες θα πρέπει να αφεθούν στη λήθη ενός πολτού όπου αναμειγνύονται οι κατακτητές, οι ταγματασφαλίτες, οι κυβερνήσεις των δωσίλογων, το ΕΑΜ, η κυβέρνηση του Καΐρου, οι Άγγλοι, όλα σαν απλές παράμετροι μιας ιστορικής καταγραφής που έχει πια τελειώσει και που, όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά είναι και σύμπτωμα παθογένειας και αναχρονισμού το αναφέρεται κανείς σε αυτήν.

[4] Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το πρόσφατο βιβλίο του Γ. Γιαννουλόπουλου.