Η συζήτηση περί κεντροαριστεράς ως δείγμα της δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού

Η συζήτηση περί κεντροαριστεράς ως δείγμα της δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

 

Το Παρόν μέσα από τις φιλόξενες στήλες του ξεκίνησε εδώ και μία εβδομάδα ένα ενδιαφέροντα διάλογο σχετικά με τις εξελίξεις στο χώρο της ελληνικής Κεντροαριστεράς και το επικείμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, για να προσεγγίσουμε όλα αυτά θα πρέπει να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα πιο αρχειακού χαρακτήρα: Γιατί επιλέγουμε να χρησιμοποιούμε τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τον όρο Κεντροαριστερά (ως το δυνητικό άθροισμα των πέραν της ΝΔ πολιτικών δυνάμεων) αντί του όρου Αριστερά; Η απάντηση είναι πως έχει συντελεστεί ενός τέτοιου διαμετρήματος δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού η οποία έχει επιφέρει την ουσιαστική κατάργηση της αναφοράς στον, πολύ πιο ουσιαστικό, διαχωρισμό μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς[2]. Κι αυτό συμπυκνώνεται στο συνθετικό κεντρώος.

Ωστόσο, σε αντίθεση με την προδικτατορική περίοδο όπου τα χαρακτηριστικά του «κεντρώου» ήταν η αντίθεση στο κράτος της δεξιάς, η δυσπιστία απέναντι στο βασιλικό θεσμό, η μετριοπαθής στάση απέναντι στην Αριστερά, η πίστη στην ανάγκη απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών κλπ, ο όρος κεντρώος  δεν σημαίνει περίπου τίποτα στις αρχές του 21ου αιώνα. Στην πραγματικότητα αποτελεί το απότοκο της διαδικασίας σύγκλισης των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων και της εξάλειψης των προγραμματικών τους διαφορών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σύγκλισης είναι που δημιουργείται το επινόημα της Κεντροαριστεράς. Ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενό του; Ο Χάρης Καστανίδης σε ένα ενδιαφέρον κείμενό του είναι ιδιαίτερα σαφής: εξάλειψη των παλιών  αναδιανεμητικών πολιτικών και δημιουργία κοινωνικής οικονομίας η οποία θα στηρίζεται στη δράση του εθελοντισμού, πρόταξη του γενικού κοινωνικού συμφέροντος σε αντιδιαστολή με τα επιμέρους ιδιωτικά συμφέροντα, μέριμνα για τη δίκαιη κατανομή στην γνώση, νέος διεθνισμός, επανορισμός της σχέσης Δημοκρατίας και εξουσίας, προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας[3].

Όλα τα παραπάνω δεν κάνουν τίποτε παρά να προσπαθούν να πείσουν πως αποτελούν τις νέες σημαντικές, και ριζικές, διαφορές μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ωστόσο, η προσπάθεια δεν είναι ιδιαίτερα πειστική. Ποιος δεξιός/ συντηρητικός πολιτικός είναι αντίθετος στη χρησιμοποίηση των εθελοντών ως μια μορφή δωρεάν δυναμικού για την ενασχόληση με κοινωνικό έργο, στην ενεργή παρέμβαση σε υπερεθνικούς οργανισμούς, στην ισότιμη πρόσβαση στη γνώση, στην περιφερειακή αποκέντρωση, στην ένταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσα σε ορισμένα θεσμικά πλαίσια, στην σταθερή προβολή του γενικού κοινωνικού συμφέροντος; Σχεδόν κανένας ακριβώς γιατί δεν είναι αυτό το ζήτημα. Αντίθετα, με αυτούς τους εύηχους όρους είτε συγκαλύπτονται συγκεκριμένες ταξικές πολιτικές είτε εκφράζονται αφελή ευχολόγια. Ταξική πολιτική είναι ο περιορισμός των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας και η μερική αντικατάστασή του μέσω της χρήσης δωρεάν εργατικού δυναμικού. Ταξική πολιτική είναι η ένταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσα σε ορισμένα θεσμικά πλαίσια γιατί  δεν παύουν να αποτελούν καπιταλιστικές δραστηριότητες και κατά συνέπεια κάποιοι να καρπώνονται την εργασία άλλων. Ταξική πολιτική  είναι η υπογράμμιση του γενικού κοινωνικού συμφέροντος γιατί μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν τάξεις οι οποίες έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και αυτό που προβάλλεται ως γενικό συμφέρον δεν είναι παρά το συμφέρον της άρχουσας τάξης. Ταξική πολιτική  είναι η λεγόμενη «περιφερειακή αποκέντρωση¨ η οποία αποσκοπεί στην όσμωση των ΟΤΑ με την τέχνη του επιχειρείν και τη μετατροπή πρώην κρατικών και δημοτικών κοινωφελών λειτουργιών σε πρακτικές που να βασίζονται στην ανταποδοτικότητα. Ταυτόχρονα, είναι αφελής η πεποίθηση πως μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από βαθιές ανισότητες θα αποκτήσει ως δια μαγείας ισότητα στην πρόσβαση στη γνώση. Τέλος, εξίσου αφελής είναι η αντίληψη πως η συμμετοχή στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς δεν ακυρώνει την πραγματικότητα της άνισης ισχύος που διαθέτει η κάθε χώρα που συμμετέχει σε αυτούς. Κατά συνέπεια η όποια «δραστηριότητα» και «κινητικότητα» επικαθορίζεται από τους γενικότερους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης και τα όρια δραστηριοποίησης είναι, σε γενικές γραμμές, προκαθορισμένα.

Το λεγόμενο «νέο» ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου με το επικείμενο Συνέδριό του έρχεται όχι μόνο να επικυρώσει αυτές τις κατευθύνσεις αλλά και να αποστειρώσει το συγκεκριμένο κόμμα από κάθε αναφορά σε ουσιαστικές συλλογικές πρακτικές. Αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Γ. Παπανδρέου είναι να αναιρέσει σχεδόν ολοκληρωτικά την όποια βαρύτητα διατηρούσε η κομματική γραφειοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα όρια ανάμεσα σε μέλος και οπαδό του κόμματος καταργούνται και ουσιαστικά το μέλος του κόμματος αποκτά τη δυνατότητα να είναι απλός οπαδός, χωρίς πραγματικά περιθώρια πολιτικής παρέμβασης μέσα στο κόμμα, αφού η σχέση του με αυτό θα περιορίζεται απλώς στην επικύρωση της ανάδυσης μιας νέας ηγετικής ομάδας η οποία θα αναλάβει την εκπόνηση του προγράμματος και της πολιτικής του κόμματος. Με αυτό τον τρόπο παύει η έννοια της πολιτικής δέσμευσης και της πολιτικής ταυτότητας - έννοιες που είχαν να κάνουν με σχέσεις ταξικής εκπροσώπησης- και υπερισχύει η μεταμοντέρνα φιγούρα (αλλά και η ιδεολογία) του απομονωμένου ιδιώτη χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές και ταξικές αναφορές- αλλά ούτε και αντίστοιχες πρακτικές.

 

 

 

 


[1]Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, διδάσκων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

[2] Λέμε ότι ήταν πιο ουσιαστικός γιατί αντανακλούσε, έστω και σε συμβολικό βαθμό, την αντίθεση κεφαλαίου/ εργασίας.

[3]Χάρης Καστανίδης, «Η Νέα Κεντροαριστερά» στο Βήμα της Κυριακής της 26/9/04.