Παρέμβαση για το Έθνος και την Αριστερά με αφορμή τις θέσεις του Νίκου Ψυρούκη πάνω στο Κυπριακό Ζήτημα

Παρέμβαση για το Έθνος και  την Αριστερά με αφορμή τις θέσεις του Νίκου Ψυρούκη πάνω στο Κυπριακό Ζήτημα

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1) Εισαγωγή

Πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιγαίον- Κουκίδα κυκλοφόρησε ένας τόμος που περιλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Νίκου Ψυρούκη γύρω από το Κυπριακό ζήτημα[1]. Κρίνουμε σκόπιμη την παρουσίαση μιας προβληματικής γύρω από το θέμα για δύο λόγους:  α) το Κυπριακό  έχει επανέλθει στην επικαιρότητα της επιστημονικής συζήτησης και ότι ο ΝΨ αποτέλεσε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του β)  Μέσα από  το έργο του  ΝΨ μπορούμε να αναφερθούμε και στον αντιφατικό ρόλο του Έθνους- Κράτους και να επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η παρουσίαση του γενικότερου θεωρητικού πλαισίου που είχε υιοθετήσει ο ΝΨ εντός του οποίου εντασσόταν η οπτική του για το Κυπριακό, μια σύντομη αναφορά της συζήτησης για  το Έθνος- Κράτος και, τέλος, η διατύπωση μιας κριτικής επιχειρηματολογίας για το ρόλο του Έθνους- Κράτους.

 

2) Το θεωρητικό πλαίσιο του ΝΨ

            Ο ΝΨ είχε πάντοτε την αντίληψη πως το καπιταλιστικό σύστημα από τη στιγμή της συγκρότησής του ήταν παγκόσμιο και αποικιοκρατικό. Οι συνέπειες αυτής της παραδοχής ήταν αφενός πως το κεφάλαιο δρούσε σε διεθνή κλίμακα δημιουργώντας επιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και αφετέρου ότι η ανθρωπότητα χωριζόταν σε κυρίαρχα και σε κυριαρχούμενα έθνη (σχηματισμός μητρόπολης και περιφέρειας) (Ψυρούκης 1991: 39). Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα  όπου ήταν απαραίτητη η συσσώρευση όρων για τη δημιουργία των εθνικών κρατών, η αστική τάξη αποτέλεσε τον φυσικό ηγεμόνα των εθνικών κινημάτων. Κι αυτό γιατί μέσω των κινημάτων αυτών ήταν, σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, εφικτή η διάλυση του φεουδαρχικού συστήματος και του οικονομικού κατακερματισμού που απέρρεε από τη Φεουδαρχία και η δημιουργία συγκεντρωτικών εθνικών κρατών (Ψυρούκης 205: 216).

Από εκεί και πέρα, και στις επαναστάσεις που εξελίχθηκαν στις αποικίες η συμμετοχή των εγχώριων αστικών τάξεων ήταν αναπόφευκτη. Κι αυτό γιατί, σε αυτή την περίοδο, η αστική τάξη των αναπτυγμένων χωρών δημιουργούσε προσκόμματα στην εθνική ολοκλήρωση των υπανάπτυκτων χωρών παλεύοντας με διάφορα μέτρα (οικονομικά και άλλα) για το περιορισμό της ανάπτυξης των αστικών τάξεων των καταπιεσμένων εθνών (Ψυρούκης 1991: 276- 277).

Συμπερασματικά, η διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών πριν από την ιμπεριαλιστική περίοδο, σφραγίστηκε από την παρουσία των αστικών τάξεων, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν την πάλη των λαϊκών στρωμάτων για εθνική ανεξαρτησία χρησιμοποιώντας την για την εξυπηρέτηση των καπιταλιστικών τους συμφερόντων (Ψυρούκης 205: 219).

Ωστόσο, η μετάβαση στην ιμπεριαλιστική φάση θα οδηγήσει  στην ένταση των σχέσεων εκμετάλλευσης μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων κρατών, με αποτέλεσμα τα κινήματα που αγωνίζονται για εθνική αυτοδιάθεση και απελευθέρωση να στρέφονται άμεσα ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα και τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αστικές τάξεις έχουν γίνει πια κοσμοπολιτικές χάνοντας τον εθνικό τους χαρακτήρα (Ψυρούκης 205: 112). Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια διαμάχη μεταξύ του εθνικισμού των καταπιεστικών εθνών που αποσκοπεί στην υπεράσπιση των (νεο)αποικιακών προνομίων και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων τα οποία όταν δεν αφομοιώνονται από την αστική ιδεολογία να μπορούν να είναι ακόμα και επαναστατικά (Ψυρούκης 2005: 250; Ψυρούκης 1991: 271). Κατά συνέπεια στη σύγχρονη εποχή το αίτημα της αυτοδιάθεσης παίρνει επαναστατικό περιεχόμενο ανυψώνοντας αντικειμενικά την εργατική τάξη σε εθνική δύναμη δίνοντάς της τη δυνατότητα να πάρει τη θέση της ηγετικής δύναμης του κινήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Με τον τρόπο αυτό «εθνικό και εργατικό κίνημα ταυτίζονται αφού χωρίς την κατάργηση του  παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, ούτε χειραφέτηση των εργατών ούτε εθνική αυτοδιάθεση μπορούν να υπάρξουν»( Ψυρούκης 2005: 304)

            Η θέση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ο ΝΨ αντιμετωπίζει το έθνος ως μια ιστορική κατηγορία, μια υπαρκτή κοινωνική οντότητα που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται (Σεραφετινίδου 2005: 17). Είναι, δηλαδή, ένα σύνολο δυναμικών σχέσεων που βασίζονται στην κοινότητα του εδάφους, της γλώσσας, της οικονομικής και πολιτικής ζωής, του πολιτισμού και της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων που τον απαρτίζουν. Ο σχηματισμός ενός έθνους δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη δημιουργία ενός κοινωνικού συστήματος, του καπιταλισμού, διότι κάθε περίοδος κοινωνικο- οικονομικής εξέλιξης έχει συντελέσει στη διαδικασία της εθνογένεσης (Ψυρούκης 2003: 59). Διαφορετικά ειπωμένο, η σχέση έθνους και καπιταλισμού είναι διαλεκτική. Κι αυτό γιατί μπορεί η εμφάνιση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων να έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εμφάνιση των εθνών, αλλά, από την άλλη η όλη καπιταλιστική ανάπτυξη στηρίχθηκε στις εθνικές ιδιαιτερότητες που δημιούργησαν ένα αντικειμενικό υπέδαφος για την δημιουργία των συνόρων για τις αγορές των εθνικών κεφαλαίων (Ψυρούκης 2005: 341).  

            Η οπτική αυτή βασίζεται στο γεγονός πως ο ΝΨ θεωρεί ότι τα έθνη δεν είναι από τη φύση τους ούτε αστικά[2], μολονότι, διαμορφώνονται στην εποχή του καπιταλισμού, ούτε και ανταγωνιστικά[3]. Ο καπιταλισμός είναι που δημιουργεί τους εθνικούς ανταγωνισμούς μετατρέποντας την καταπίεση από έθνος σε έθνος «σε γενικό φαινόμενο της παγκόσμιας καπιταλιστικής πραγματικότητας»  (Ψυρούκης 2003: 57- 58).

            Βάση των παραπάνω ο ΝΨ προχωρά σε διάκριση μεταξύ της έννοιας του εθνικισμού και αυτής του εθνισμού. Ο εθνικισμός είναι αντιδραστική ιδεολογία, ιδεολογία της άρχουσας τάξης που αποδίδει, με ένα μεταφυσικό τρόπο (συγκρότηση μιας αρχέγονης οντότητας), ηγεμονική θέση σε ένα συγκεκριμένο έθνος. Αντίθετα, ο εθνισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορική συσσώρευση όλων εκείνων των στοιχείων που συνετέλεσαν στη δημιουργία του έθνους. Ο εθνικισμός δημιουργεί αντιπαλότητες και έχθρες μεταξύ των λαών ενώ στον εθνισμό απουσιάζει οποιαδήποτε διάσταση αισθήματος ανωτερότητας και γι’ αυτό το λόγο  στον 20ο αιώνα ο εθνισμός ταυτίζεται με την αλληλεγγύη απέναντι σε όλα τα  εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (Σεραφετινίδου 2005: 20 κε).

 

3) Το Κυπριακό ζήτημα

            Όλη αυτή η προβληματική είναι που οδηγεί, με συνεκτικό τρόπο, τον ΝΨ να δώσει μια ειδική σημασία στο Κυπριακό ζήτημα. Ουσιαστικά, οι θέσεις του για το Κυπριακό αποτελούν μια εμπειρική εφαρμογή του βασικού του θεωρητικού σχήματος.

Για τον ΝΨ το Κυπριακό σχετίζεται με την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού και, δεδομένων των συμφερόντων των ισχυρών αποικιοκρατικών κρατών, από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα δεν σταμάτησε να υπονομεύει τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Σε ότι αφορά το περιεχόμενό του, από τη στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία των Κυπρίων είναι Έλληνες το αίτημα της αυτοδιάθεσης δεν σημαίνει παρά την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Σεραφετεινίδου 2005: 33)

            Έτσι, ο ΝΨ οριοθετεί το κυπριακό ως πρώτα και κύρια πρόβλημα εθνικοαπελευθερωτικό το οποίο δημιουργήθηκε από την αποικιακή καταπίεση η οποία προκάλεσε την εξέγερση του, εθνολογικά ελληνικού, καταπιεζόμενου λαού. Ο αγώνας αυτός, δεδομένου των  γενικότερων σχέσεων εξάρτησης και υποτέλειας της Ελλάδας από τους ξένους κηδεμόνες, παίρνει ευρύτερες διαστάσεις θέτοντας σε αμφισβήτηση όλο αυτό το καθεστώς. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο είναι που έλκει το ενδιαφέρον, και τις παρεμβάσεις, των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Ψυρούκης 2005: 104- 105).

Είναι αυτή η ιδιαιτερότητα που ωθεί τον ΝΨ να υποστηρίξει ότι υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της προσάρτησης άλλων  ελληνικών περιοχών, όπως Επτάνησα, και της Κύπρου. Η ένταξη των Επτανήσων μολονότι περιόριζε την επιρροή της Βρετανίας δεν απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα της αγγλικής αποικιοκρατίας και του παγκόσμιου αποικιοκρατικού συστήματος. Αυτή δεν ήταν η περίπτωση της Κύπρου διότι, σε αντίθεση με τα Επτάνησα, υπήρξε μια σημαντική δραστηριοποίηση της κυπριακής εργατικής τάξης η οποία μετέβαλε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα  σε κίνημα αμφισβήτησης του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Ελλάδα (Ψυρούκης 2005: 224- 225). 

Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην περίοδο που ξεκινά από την εξέγερση του 1931 και εκτείνεται μέχρι το 1950  όπου η εργατική τάξη ηγεμονεύει στο εργατικό εθνικό κίνημα, παρεμποδίζοντας την ελληνική αστική τάξη να εντάξει το Κυπριακό στο ανταγωνισμό των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Ψυρούκης 2005: 226- 227). Ωστόσο, το ξέσπασμα του εμφυλίου στην Ελλάδα και η ιεράρχηση ως προτεραιότητας  της νίκης του ΔΣΕ, γεγονός που θα οδηγούσε, σε δεύτερο χρόνο, και στην απελευθέρωση της Κύπρου θα έχει ως αποτέλεσμα να ακολουθηθεί μια συμβιβαστική πολιτική από το ΑΚΕΛ αποδεχόμενο αρχικά τη Διασκεπτική του Λονδίνου (όπου προτεινόταν απλώς ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης με δικαίωμα βέτο από τον Βρετανό Διοικητή) και στη συνέχεια την ηγετικό ρόλο της Εθναρχίας (Ψυρούκης 2005: 231). Ο αγώνας της ΕΟΚΑ που θα ακολουθήσει θα αλλάξει τη μορφή του Κυπριακού μετατρέποντάς το σε παράγοντα ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.   Το αποτέλεσμα, με τη συνθήκη της Ζυρίχης δεν  θα είναι τίποτε άλλο παρά μια κυνική συμφωνία μεταξύ των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ και Βρετανίας και των καθεστώτων της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα και Τουρκία (Ψυρούκης 2005: 235- 236). Η Αθήνα εγκαταλείπει την προοπτική της Ένωσης προς όφελος της νατοϊκής συνοχής, αλλά είναι ικανοποιημένη δεδομένης της δημιουργίας μιας δεύτερης, ουδέτερης, Ελλάδας η ύπαρξη της οποίας αμφισβητεί το καθεστώς εξάρτησης που χαρακτήριζε τις σχέσεις ΗΠΑ και Ελλάδας (Ψυρούκης 2005: 309).

Ωστόσο αυτή η ικανοποίηση δεν θα διατηρηθεί για πολύ. Η κατάρρευση του καθεστώτος της Ζυρίχης και τα γεγονότα της περιόδου ‘63- ‘64 θα συντελέσουν στον οριστικό ενταφιασμό του αιτήματος της αυτοδιάθεσης- ένωσης. Ένα περίπλοκο παζλ έχει διαμορφώνεται. Η Τουρκία επιχειρεί να αυξήσει την επιρροή της στο νησί μέσω των ειδικών προνομίων που δίνει το Σύνταγμα το 1960 στους τουρκοκύπριους. Η Ελλάδα προσπαθεί να επιβάλει την πρωτοκαθεδρία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Σοβιετικοί αναπτύσσουν σχέσεις με το νέο κράτος επιδιώκοντας να το αποσπάσουν από τη νατοϊκή επιρροή των τριών προστάτιδων δυνάμεων Οι ΗΠΑ κατορθώνουν να πάρουν το ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών χρησιμοποιώντας τις εξελίξεις πρώτα και κύρια προς δικό τους όφελος (Ψυρούκης 2005: 239). Βασική τους επιδίωξη είναι να σταματήσει η Κύπρος να ανήκει στο στρατόπεδο των Αδεσμεύτων ενώ δεν ήταν ικανοποιημένες από την παραμονή των βρετανικών βάσεων στο νησί (Ψυρούκης 2005: 404).Η κατάσταση έχει πια εντελώς μεταστραφεί. Στα πιο προοδευτικά τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης το αίτημα της ένωσης αντηχεί ως προπαγανδιστικό σύνθημα των αντιδραστικών συντηρητικών κύκλων ενώ, αντίθετα, με συμπάθεια αντιμετωπίζονται οι πρωτοβουλίες του Μακάριου- πράγμα που λογίζεται ως υποστήριξη στην ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους (Ψυρούκης 2005: 406).

Το πραξικόπημα του 1967 πραγματοποιείται για να επιτευχθεί ο διαχωρισμός των Κυπρίων από τον υπόλοιπο ελληνικό λαό και για να προετοιμαστεί το έδαφος για τη διχοτόμηση της Κύπρου (Ψυρούκης 2005: 272). Η νέα κατάσταση που προκύπτει μετά την εισβολή οδηγεί σε ραγδαία στρατιωτικοποίηση και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών που προμηθεύονται οπλικά συστήματα από τα ίδια ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ταυτόχρονα προτείνεται η λύση της ομοσπονδίας ως μεταβατικό στάδιο συνύπαρξης δύο ξεχωριστών κρατών  τα οποία σε βάθος χρόνου θα οδηγηθούν στη λύση της διπλής ένωσης (Ψυρούκης 2005: 274 κε)

 

4) Η προσφορά του Ν. Ψυρούκη

Ο Ν. Ψυρούκης ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, το κυπριακό ζήτημα και την ιστορία της αποικιοκρατίας. Θεωρούμε πως κατόρθωσε να αναπτύξει απόψεις, σε χαλεπούς καιρούς, που συνέβαλαν στο άνοιγμα των πολιτικών και ιδεολογικών οριζόντων τόσο της ριζοσπαστικός όσο και της ευρύτερης αριστεράς. Ουσιαστικά με το έργο που αρχίζει να δημοσιεύει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 συμβάλει  καθοριστικά στην παρουσία μιας προβληματικής που επιχειρεί να υπερβεί, έστω και με αρκετές αντιφάσεις, τον παραδοσιακό τρόπο ανάλυσης του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Το έργο είναι δύσκολο, δεδομένου πως πρόκειται για πρωτοποριακό εγχείρημα. Ο Ψυρούκης επιχειρεί να διευρύνει το πεδίο των θεωρητικών και πολιτικών αναζητήσεων αναφερόμενος στην ανάγκη ύπαρξης μιας άλλης αριστεράς, στη σημασία που έχουν τα κινήματα του λεγόμενου τρίτου κόσμου, στο ρόλο κινέζικης επανάστασης, στην ανάγκη να αναδειχθούν στοιχεία ιμπεριαλιστικών όψεων στην πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης, στον εμπλουτισμό της μαρξιστικής επιχειρηματολογίας μέσω της υιοθετήσης στοιχείων από διαφορετικές επιστήμες και πραγμάτευσης πληθώρας ερωτημάτων. Πόσο μάλλον που όλα αυτά προήλθαν από έναν άνθρωπο ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε πιστός στις αρχές και τα ιδανικά του[4].

Ειδικότερα τώρα, για τα ζητήματα που εξετάζουμε στο ανά χείρας άρθρο  θεωρούμε πολύ σημαντική την ανάδειξη του ρόλου του Κυπριακού ως σημαντικού παράγοντα διαμόρφωσης των ιστορικών εξελίξεων και στο εσωτερικού του ελλαδικού χώρου, την υπογράμμιση της σημασίας του αιτήματος της ένωσης ως εχθρικού προς τα συμφέροντα των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της κριτικής στις ανεπάρκειες της αριστεράς στο να κατορθώσει να διαπλέξει το εθνικοαπελευθερωτικό με το αντικαπιταλιστικό στοιχείο.

Από εκεί και πέρα υπάρχουν τρία ζητήματα τα οποία χρήζουν  μιας κριτικής προσέγγισης. Πρόκειται για την αδυναμία του Ψυρούκη να υπερβεί την επίδραση του σοβιετικού μαρξισμού, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το ζήτημα του Έθνους και η συγκεκριμένη οπτική που έχει για το Κυπριακό.

 

5) Η αδυναμία υπέρβασης της επιρροής του σοβιετικού μαρξισμού.

Όλο το έργο του Ν. Ψυρούκη χαρακτηρίζεται από μια εμμονή σε ιδεολογικά σχήματα που προέρχονται από τη σοβιετική θεωρητική παράδοση. Αποδέχεται την ύπαρξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, τη λειτουργία των διαφόρων νομοτελειών στην ιστορία, τη θεωρία της εξάρτησης (όπου προσθέτει και στοιχεία από την παράδοση του τριτοκοσμικού ρεύματος), το ρόλο του ελληνικού καπιταλισμού ως εξαρτημένου, την υποτίμηση της προτεραιότητας των εσωτερικών κοινωνικών σχέσεων.

Σχετικά με την αποδοχή της έννοιας της εξάρτησης πολύ σύντομα[5] αναφέρουμε πως στην πραγματικότητα αποτελεί μια ουσιολογική και ντετερμενιστική προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλισμού, ωσάν όλα τα Κράτη θα έπρεπε να είχαν  ακολουθήσει την ίδια πορεία με τις πιο αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Ταυτόχρονα παραγνωρίζεται η δυναμική της ταξικής πάλης αφού όλα καθορίζονται από τις σχέσεις εξάρτησης. Με αυτό τον τρόπο αγνοούνται οι αλλαγές συσχετισμών, οι αναθεωρήσεις στις κρατικές και στις κοινωνικές συμμαχίες, οι αντιφάσεις στις διάφορες πολιτικές. Για τον Ν. Ψυρούκη μόνο ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας μπορεί πραγματικά να τροποποιήσει τους όρους αυτούς, θεωρώντας πως η όλη κοινωνική πραγματικότητα περιστρέφεται γύρω από το δίπολο εξάρτηση- ανεξαρτησία και όχι από το δίπολο καπιταλισμός- σοσιαλισμός.  Τα αδιέξοδα μιας τέτοια θεώρησης θα φανούν στο πολιτικό επίπεδο με την αδυναμία μετάβασης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και τη μεταστροφή τους είτε σε κινήματα θρησκευτικού φονταμενταλισμού είτε σε δυνάμεις αυταρχικού αστικού εκσυγχρονισμού.    Ειδικότερα για το ζήτημα της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού πολύ σύντομα αναφέρουμε πως ο ίδιος ο ΝΨ είναι αντιφατικός γιατί ενώ δέχεται πως η μικρασιατική εκστρατεία αποτέλεσε έκφραση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού (Ψυρούκης 2000) υποστηρίζει, ταυτόχρονα, πως την Ελλάδα τη χαρακτηρίζει καθεστώς εξάρτησης και υποτέλειας. 

            Για τις νομοτέλειες οι συνεχείς αναφορές σε νομοτελειακές δυναμικές δημιουργούν την εντύπωση μιας συνεχούς υποτίμησης της σημασίας της ταξικής πάλης και των διαφορετικών ενδεχομένων που μπορεί να προκύψουν από αυτή. Αφού υπάρχουν οι νομοτελειακοί νόμοι η κοινωνικο-ιστορική εξέλιξη δεν μπορεί παρά να είναι προκαθορισμένη και μόνο ο χρονικός της ορίζοντας δεν μας είναι γνωστός[6].

            Για το ζήτημα του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ισχύει η κριτική που έχει πολύ εύστοχα ασκήσει ο Γ. Μηλιός (Μηλιός 1978; Μηλιός 1980; Μηλιός 1983α). Αντιμετωπίζεται το κράτος ως ένας ουδέτερος χώρος σύμφυσης κράτους και μονοπωλίων όπου τα μονοπώλια κατορθώνουν να το χρησιμοποιούν για την εξυπηρέτηση των ίδιων συμφερόντων τους. Το Κράτος είναι ουδέτερο και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ως εργαλείο, και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εκμεταλλευόμενων τάξεων.

 

 

6) Σχετικά με το ζήτημα του έθνους    

            Πέρα από τη σαφή επίδραση του σοβιετικού μαρξισμού ένα δεύτερο σημείο που χαρακτηρίζει το έργο του ΝΨ είναι η ανάδειξη του ζητήματος του έθνους ως  κεντρικού για την ανάλυση των ταξικών σχέσεων.  Για τον ΝΨ οι σχέσεις εξάρτησης δημιουργούν δύο κατηγορίες εθνών και η μόνη δυνατότητα είναι ο σχηματισμός εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων τα οποία μέσω της χρήσης των κρατικών μηχανισμών θα επιφέρουν καίρια πλήγματα στις ιμπεριαλιστικές – κεφαλαιοκρατικές δυνάμεις. Με άλλα λόγια το έθνος αντιμετωπίζεται ως ο αντικειμενικός υλικός φορέας της μετάβασης στο σοσιαλισμό.

Αλλά τι είναι το έθνος;

Η συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο και το ρόλο του Έθνους έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα τα τελευταία 30 χρόνια. Αν υπάρχει μια συμφωνία είναι πως η εθνογένεση παρουσιάζεται  μετά την συνθήκη της Βεστφαλίας και τη δημιουργία των πρώτων εθνικών κρατών. Για να μπορεί να συγκροτηθεί το Κράτος χρειάζονται μια σειρά από στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν αυτή τη συγκεκριμένη συγκρότηση. Σύμφωνα με τον  Γκέλνερ τα έθνη δεν προϋπάρχουν ως τέτοια αλλά εφευρίσκονται μέσω της χρήσης ορισμένων προυπαρχόντων στοιχείων (Gelner 1992). Ο Λέκκας θα προτιμήσει αντί της χρήσης του όρου εφευρίσκονται τους όρους παράγονται και δημιουργούνται με την έννοια πως τα έθνη δεν κατασκευάζονται εκ του μηδενός, αλλά προκύπτουν από την επεξεργασία υπαρκτών στοιχείων, (Λέκκας 1996: 120- 121). Είναι αυτό που έχει ονομαστεί πρωτο- εθνικό υπόστρωμα (Hobsbawm 1994: 110 κε) τα δεδομένα του οποίου μεταπλάθονται, ανασυνθέτονται και επαναιεραρχούνται δημιουργώντας μια νέα ιδεολογική κατασκευή (Δεμερτζής 1996: 96- 97).  Το ποια στοιχεία  χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας διαφέρουν σε κάθε ιστορική περίπτωση (Δεμερτζής 1996: 86). Κι αυτό στοιχειοθετείται[7] από μια πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο στη συγκρότηση του έθνους[8]. Το ιρλανδικό ή το αμερικανικό έθνος εκφράστηκαν  σε μια γλώσσα η οποία ήταν ίδια με αυτή του κύριου αντιπάλου τους. Ταυτόχρονα, υπήρχαν περιπτώσεις που ομόγλωσσοι πληθυσμοί θεώρησαν πως ανήκουν σε διαφορετικά έθνη (ελληνοκρητικοί και τουρκοκρητικοί.).  Τέλος δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο πληθυσμιακές ομάδες να αποφασίζουν την ένταξή τους σε ευρύτερες εθνικές ομάδες που χρησιμοποιούν διαφορετική γλώσσα (Λέκκας 1996: 166- 167)[9]. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη θρησκεία όπου πολλές διαδικασίες εθνογένεσης είτε έδιναν σημασία στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους (πχ γαλλική επανάσταση, επανάσταση των νεότουρκων) (Λέκκας 1996: 179) είτε  εμπεριείχαν διαφορετικά δόγματα (αμερικανική επανάσταση, συγκρότηση αυστραλιανού έθνους)  (Held et al. 1999: 336- 340). Ακόμα και η κοινότητα εδάφους δεν είναι απαραίτητη για τη δημιουργία έθνους δεδομένου του παραδείγματος των εβραίων.

  Κατά συνέπεια, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο Ψυρούκης, το έθνος δεν προϋπάρχει, αλλά αποτελεί ένα ιδεολογικό παράγωγο- παίρνει σάρκα και οστά μέσω της ανάπτυξης της ιδεολογίας του εθνικισμού. Ο Εθνικισμός οικοδομείται πάνω στην ύπαρξη μιας προαιώνιας συνέχειας ενός αυθεντικού λαού, στην κοινή μοίρα, στην υπεροχή των αξιών του έναντι οποιασδήποτε άλλης αξίας, στην οριοθέτηση απέναντι στα άλλα έθνη και στην κατάκτηση της πολιτικής του κυριαρχίας. Λειτουργεί ως μια αφήγηση μέσω της οποίας το άτομο συνδέεται με ευρύτερες χωροχρονικές ορίζουσες και αισθάνεται αλληλλέγκυο με άτομα που δεν γνωρίζει και ούτε πρόκειται ποτέ να γνωρίσει (Δεμερτζής 1996: 63, 83 -85; Αντερσον 1997: 27; Hall 2003: 429- 433; Smith 2004: 76- 77).

Τα επιχειρήματα που μόλις αναφέρθηκαν παρουσιάζουν την αναμφισβήτητη αρετή πώς αποδεικνύουν ότι τα έθνη δεν έχουν μια υπερχρονική διάσταση αλλά αποτελούν παράγωγο σημαντικότατων αλλαγών που έλαβαν χώρα από το 17ο αιώνα και ύστερα. Ωστόσο, υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο μένει αδιασαφήνιστο: γιατί δημιουργούνται τα έθνη και μάλιστα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο; Η απάντηση του τύπου «δημιουργούνται γιατί τα δημιουργεί η εθνικιστική ιδεολογία» δεν εξηγεί τη χρησιμότητα της εθνικιστικής ιδεολογίας ούτε εστιάζει στη σημασία του χρονικού σημείου της εθνογένεσης. Κι εδώ εντοπίζεται η αδυναμία των αναλύσεων αυτών που αποφεύγουν να συνδέσουν την εθνογένεση με την ολοκλήρωση του καπιταλιστικού συστήματος.  Τα έθνη δημιουργούνται με σκοπό να λάβουν την πολιτική τους υπόσταση στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Στην πρώιμη ιστορία του καπιταλισμού χρησιμοποιήθηκαν και άλλες ‘κρατικές’ μορφές, ενίοτε και σε ανταγωνισμό με  το εθνικό κράτος, πριν παραμεριστούν ή εργαλειοποιηθούν (η αποικιακή εμπορική εταιρεία, η αυτοκρατορία, η αποικιοκρατική αυτοκρατορία, η πόλη – κράτος, το δίκτυο εμπορικών πόλεων). Ο λόγος είναι πως, πέρα από το γεγονός ότι οι οικονομικές λειτουργίες της καπιταλιστικής αγοράς επιτελούνται πληρέστερα στο εσωτερικό ενός εθνικού κρατικού σχηματισμού[10], μέσω της μορφής του εθνικού κράτους οι αστικές τάξεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις κρατικές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων, να εντάξουν τους αγρότες στην ελεύθερη αγορά ως πωλητές εργατικής δύναμης, να μετατρέψουν τους αγρότες σε αγοραστές βιοτεχνικών εμπορευμάτων  (Μπαλιμπάρ – Βαλερστάιν 1991: 137- 138). Εννοείται πως η καπιταλιστική ανάπτυξη, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η δημιουργία κατάλληλων θεσμών  θα επιδράσουν καταλυτικά/ υποστηρικτικά στην εδραίωση της εθνικής συνείδησης. Η μαζικοποίηση της εθνικής γλώσσας οφείλεται τόσο στην τυπογραφία όσο και στην μαζική εκπαίδευση, ενώ η τελευταία συντελεί στην εμπέδωση μιας κοινής εθνικής ταυτότητας μέσω της εκμάθησης μιας κοινής εθνικής ιστορίας. Σημαντικός είναι και ο ρόλος των ΜΜΕ που κατορθώνουν να συγκροτήσουν εθνικό ακροατήρια  ιεραρχώντας ως πρώτες στην προβολή ειδήσεις εθνικού χαρακτήρα και δημιουργώντας συλλογικές αναπαραστάσεις για την εθνική εικόνα και τα εθνικά συμφέροντα   (Ψαρρού 2005: 174- 175).

            Τι ακριβώς συμβαίνει τώρα σε σχέση με τον Ψυρούκη; Ο Ψυρούκης αντιλαμβάνεται πως η συγκρότηση του κράτους αποτελεί μια σαφώς προοδευτική εξέλιξη σε σχέση με το ότι επικρατούσε στη Φεουδαρχία. Αντίθετα οι όψιμοι κατήγοροι του εθνικισμού μοιάζει σαν να θέλουν να αναδείξουν πέρα από το ορθό στοιχείο της ‘παραγωγής’ του έθνους και την αρνητική διάσταση αυτής της παραγωγής, δεδομένου πως κάθε εθνικισμός είναι εξ’ ορισμού κάτι το αρνητικό. Ωστόσο, όπως δείξαμε, ο εθνικισμός εμπεριέχεται στη μήτρα της  δημιουργίας του κάθε κράτους. Κατά συνέπεια η άρνηση του εθνικισμού, όταν δεν συνδέεται και με την άρνηση του καπιταλισμού, οδηγεί και στην άρνηση του Κράτους με ότι αυτό συμβολίζει. Την διαρκή, ασταμάτητη και αναπόδραστη επενέργεια της πάλης των τάξεων. Τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πάλη (αναγκαστικά εθνική αφού οι τάξεις εξακολουθούν να αναπαράγονται σε εθνικό επίπεδο) δεν μπορεί παρά να επιβάλει αναγκαστικούς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις από τις κυρίαρχες τάξεις, παραχωρήσεις που σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβούνται και μέσα από τις κρατικές λειτουργίες. Αλλά και πάνω από όλα τον τρόπο με τον οποίο η άνιση ιστορία της πάλης των τάξεων, η άνιση συμπύκνωσή της σε κάθε κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας εμπεριέχουν την δυνατότητα της κοινωνικής ρήξης και ανατροπής (Σακελλαρόπουλος- Σωτήρης 2004: 172)[11].

            Το παραπάνω ο Ψυρούκης, το κατανοεί αλλά το κατανοεί στρεβλά λόγω της επίδρασης του σοβιετικού μαρξισμού. Γι’ αυτό πάνω στην προσπάθειά του να κινηθεί εντός του μαρξιστικού υποδείγματος προσεγγίζει την ιστορική εξέλιξη του Κυπριακού με μία μεθοδολογία που αγνοεί τις εσωτερικές αντιθέσεις και υπερτονίζει το ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Φτάνει να θεωρεί τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις ως εμπόδιο που για να υπερπηδηθεί είναι αναγκαίο το όχημα του έθνους μέσω της επένδυσής του με τη μορφή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Αυτή η επιλογή επάγει δύο ειδών προβλήματα:

Το πρώτο είναι πως αδυνατεί να δει πως πίσω από το έθνος πρέπει κανείς να αναμετρηθεί με το ζήτημα του κράτους και με ότι αυτό συνεπάγεται: έγκληση των πολιτών ως υποκειμένων και όχι ως ταξικών φορέων, τη λειτουργία ως θεσμού αναπαραγωγής της αστικής κυριαρχίας, την ουτοπική αντίληψη πως τα ταξικά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν μέσω της διαδικασίας εθνικής αυτοδιάθεσης.

Το δεύτερο σχετίζεται με την ίδια την ανάγνωση της κυπριακής ιστορίας. Με δεδομένες τις προσπάθειες όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να έχουν πρόσβαση στο νησί η κυπριακή ιστορία θα πρέπει, τουλάχιστον μεταπολεμικά, να ερμηνευτεί βάση της απόφασης της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να εγκαταλείψει το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Γι’ αυτό ο Μακάριος δεν θα υποστηρίξει ποτέ ανοιχτά τη δράση της ΕΟΚΑ, η οποία έθετε το ζήτημα της ένωσης, γι’ αυτό θα γίνει τόσο εύκολα αποδεκτή η λύση της ανεξαρτησίας, γι’ αυτό ο Μακάριος, σε αντίθεση με την ελληνική πλευρά δεν θα δεχτεί καμία συζήτηση για το ενδεχόμενο της διπλής ένωσης (Σακελλαρόπουλος 1998: 110 κε),  γι’ αυτό το αίτημα της αποχώρησης της ελληνικής μεραρχίας θα ξεκινήσει από τον ελληνοκυπριακό τύπο. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη είχε από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου κατανοήσει τη δυνατότητα να λειτουργήσει με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, σε σύγκριση με τον ελληνισμό των Επτανήσων ή της Κρήτης, εκμεταλλευόμενη την ιδιαίτερη γεωγραφική θέση του νησιού και την οικονομική ανάπτυξη που είχε σημειωθεί- μια πραγματικότητα που θα συμπυκνωθεί στο αίτημα της ανεξαρτησίας (Σακελλαρόπουλος 2000: 149- 166).

 

7) Συμπέρασμα

            Ξεκινώντας από την περίπτωση του ΝΨ και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχει η παράμετρος του εθνικού ζητήματος για την ανάλυση του Κυπριακού, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το πρόβλημα που έχει κανείς να αντιμετωπίσει όταν αναφέρεται στο λεγόμενο εθνικό ζήτημα είναι διττό και σχετίζεται με τον αντιφατικό χαρακτήρα του έθνους ως πολιτικής και ιδεολογικής ενότητας, ως συμπύκνωσης κοινωνικών σχέσεων όπου ταυτόχρονα καταγράφεται η ηγεμονία της αστικής τάξης αλλά και η νομιμοποιημένη, λόγω του ότι αποτελούν τμήμα του έθνους, παρουσία των λαικών τάξεων: Από τη μια κινδυνεύει να διολισθήσει σε ενός είδους κοσμοπολιτισμό ο οποίος να αρνείται τη σημασία των κρατών, ως θεσμικές μορφές διασφάλισης ενός μίνιμουμ πλαισίου κοινωνικών συμφερόντων και ως τόπου όπου συμπυκνώνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις, μπορεί να πραγματοποιηθεί η κοινωνική ανατροπή και να δημιουργηθεί αστάθεια στη λειτουργία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Από την άλλη, με τη γενική και αόριστη επίκληση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης  ελλοχεύει ο κίνδυνος αφενός να ενσωματωθούν οι αντιστάσεις των εκμεταλλευόμενων τάξεων στην στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας και αφετέρου να λειτουργήσουν τα πάσης φύσεως αιτήματα για εθνική ολοκλήρωση ως προμετωπίδες για την πραγματοποίηση ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων (και είναι τόσα τα πρόσφατα παραδείγματα…).

Κατά συνέπεια  μολονότι σε πρώτο επίπεδο το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση αποτελεί στοιχείο ενός πλαισίου υπεράσπισης δημοκρατικών δικαιωμάτων (υποστήριξη δημοκρατικών ελευθεριών, εναντίωση στην εθνική καταπίεση), σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται κατανοητό πως δεν μπορεί να αποτελεί μια αφηρημένη αρχή αλλά θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται η μορφή των κοινωνικών συμμαχιών, ο ρόλος των λαικών τάξεων, η διαπλοκή των κυρίαρχων ελίτ με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς καθώς και οι κίνδυνοι για τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των κυριαρχούμενων τάξεων σε μια ευρύτερη περιοχή.

 

Βιβλιογραφία

            Άντερσον Μπενεντικτ, 1997, Φαντασιακές Κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Αθήνα: Νεφέλη.

            Δεμερτζής Νίκος, 1996, Ο Λόγος του Εθνικισμού. Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Αθήνα- Κομοτηνή: Α. Ν. Σάκκουλας.

Gelner Ernest, 1992, Έθνη και Εθνικισμός, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Hall Stuart, 2003, «Το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας» στο Stuart Hall, David Held και Anthony McGrew Η Νεωτερικότητα Σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός, Αθήνα: Σαβάλας, σς. 401- 460.

            Held David, Anthony McGrew, David Goldblatt and Jonathan Perraton, 1999, Global Transformations. Politics, Economics and Culture, Cambridge: Polity Press

Hobsbawm E.J., 1994, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Λέκκας Παντελής, 1996, Η Εθνικιστική Ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα: Κατάρτι.

            Μηλιός Γιάννης, 1978, «Ο Ιμπεριαλισμός και η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση 2: 17- 30.

Μηλιός Γιάννης 1980, «Κρατικομονοπωλιακά, σοβιετικά και άλλα» Αγώνας για την κομμουνιστική ανανέωση 9: 41- 44.

Μηλιός Γιάννης 1983α, Μαρξισμός ή πολιτική οικονομία του μονοπωλίου» Θέσεις 2:  9- 30 

            Μηλιός Γιάννης 1983β, «Ο Ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες Μητρόπολης- Περιφέρειας», Α’ μέρος, Θέσεις 4: 23- 48.

            Μηλιός Γιάννης, 1983γ, «Ο Ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες Μητρόπολης- Περιφέρειας», Β’ μέρος, Θέσεις 5: 31- 65.

            Μπαλιμπάρ Ετιέν- Ιμμανουέλ Βαλερστάιν, 1991, Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα: Πολίτης.

Πουλαντζάς Νίκος, 1984, Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 1998, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος. Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, Αθήνα: Α.Α. Λιβάνης.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος 2000, «Σχετικά με τους όρους συγκρότησης του Κυπριακού Κράτους», Θέσεις 70: 149- 166.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2006, «Το πρόταγμα  της Κοσμοπολιτικής Δημοκρατίας: Μεταμοντέρνο το περιεχόμενο, συντηρητική η κατεύθυνση», στο Δημήτρης Παυλίδης (επιμ.), Τα ιδεολογικά παράγωγα της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Προλεταριακή Σημαία, σς. 1-40.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος και Παναγιώτης Σωτήρης 2004, «Τα θεωρητικά και μεθοδολογικά αδιέξοδα της ‘παγκοσμιοποίησης’», Θέσεις 87: 151- 177.

Σεραφετινίδου Μελίνα, 2005, «Η συμβολή του Νίκου Ψυρούκη στη μελέτη του κυπριακού ζητήματος», ‘Εισαγωγή’ στο Νίκος Ψυρούκης Κύπρος…σς. 12- 60.

Smith Anthony, 2004, The Antiquity of  Nations, Cambridge: Polity.

Στάλιν Ιωσήφ, χχ, « Ο Μαρξισμός και το Εθνικό Ζήτημα» στο Άπαντα τ. 2, σς. 327- 412.

Τρικλιμινιώτης Νίκος, 2005, «Το Εθνικό Ζήτημα, η Αριστερά και το Κυπριακό», Θέσεις, 92: 125- 159.

Ψαρρού Νέλλη, 2005, Εθνική Ταυτότητα στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Gutenberg.

Ψυρούκης Νίκος, 1991,  Ο Νεοαποικισμός. Ανατομία του Σύγχρονου Κόσμου, Αθήνα: Ηρόδοτος.

Ψυρούκης Νίκος, 2000, Η Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα: Αιγαίον.

            Ψυρούκης Νίκος, 2003, Το Εθνικό Ζήτημα,  Αθήνα: Εκδόσεις Αιγαίον- Κουκίδα.

 

 


[1] Ν. Ψυρούκης, 2005, Κύπρος. Από την Αυτοδιάθεση στην Κατοχή. Άρθρα μελετήματα και συνεντεύξεις, Αθήνα: Εκδόσεις Αιγαίον- Κουκίδα. Επισημαίνουμε την πολύ ενδιαφέρουσα, και κατατοπιστική για το έργο του ΝΨ, εισαγωγή της Μελίνας Σεραφετινίδου

[2] «Απ’ όσα ανφέραμε, με την περιγραφή της κοινωνι- οικονομικής εξέλιξης της ανθρωπότητας μέχρι την εμφάνιση του καπιταλισμού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην πορεία εθνογένεσης των λαών. Το λάθος θα ήταν αν ταυτίζαμε την εθνογένεση μονάχα με ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, δηλαδή τον καπιταλισμό και με μια συγκεκριμένη τάξη, την αστική…. Η κάθε εποχή της κοινωνικο- οικονομικής εξέλιξης της ανθρωπότητας έχει και το μερτικό της στην εθνογένεση κάθε λαού. Τα έθνη δεν εμφανίστηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη, ως έκφραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Έχουν τρισδιάστατη υπόσταση: παρελθόν, παρόν και μέλλον» (Ψυρούκης 2003: 71- 72). 

[3]Όπως αναφέρει σε άλλο σημείο «είναι σφάλμα πρώτου μεγέθους να μιλάμε για αστικά και σοσιαλιστικά έθνη. Τα έθνη είναι έθνη. Άλλη είναι η σημασία και ο ρόλος τους στην εποχή του καπιταλισμού και άλλη θα είναι η σημασία και ο ρόλος τους μετά από αυτήν» (Ψυρούκης 2003: 141)

[4]Κάτω από αυτό πρίσμα προκαλεί δυσάρεστη εντύπωση στον οποιονδήποτε μελετητή του έργου του Ψυρούκη η κατηγορία πως «η τελική του θεώρηση ‘κλείνει’ στο έθνος με τέτοιο τρόπο που εισάγει, πιστεύουμε, φυλετικά ή ρατσιστικά στοιχεία» (Τριμικλινιώτης 2005: 142). Θεωρούμε πως μια τέτοια προσέγγιση είναι σίγουρα αυθαίρετη, αλλά και καταφανώς άδικη. Κι αυτό τόσο για τις θέσεις που έχει ο Ψ στο γενικότερο ζήτημα του ρατσισμού όσο και γι’ αυτές που υιοθετεί για τις σχέσεις ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων. Έτσι για το θέμα του ρατσισμού ο Ψυρούκης υποστηρίζει η ανθρωπολογία «χρησιμοποιήθηκε βάναυσα από πολλούς ιδεολόγους καταπίεσης έθνους από έθνος, λαού από λαό, για να δικαιώσουν τον αντιδραστικό ρατσισμό. Πάντα, οι ρατσιστές υποστήριξαν και υποστηρίζουν τις δήθεν βιολογικές και φυσικές διαφορές, με βάση τα γενετικά ορμέμφυτα για να αποδείξουν την ανωτερότητα της μιας ή της άλλης φυλής καταλήγοντας και έτσι να δικαιώσουν την καταπίεση από έθνος σε έθνος. Γι’ αυτό και τελικά, ο ρατσισμός πάντα από ψευδοεπιστήμη μετατρέπεται σε ιδεολογία και φτηνή προπαγάνδα (ας θυμηθούμε λίγο τη ναζιστική ιδεολογία ή την ιδεολογία της ανωτερότητας των αγγλοσαξόνων και άλλων ηγεμονικών εθνών)» καταλήγοντας ότι  «η γενετική διαδικασία για τη εμφάνιση των εθνών είναι πέρα για πέρα φαινόμενο κοινωνικοοικονομικό, ολότελα άσχετο με την ύπαρξη των φυλών»  (Ψυρούκης 2003: 20- 23).

Για τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων αναφέρει ότι «Θα πρέπει να εξεταστεί …μέχρι πιο βαθμό οι κοινωνικοί αγώνες της τουρκοκυπριακής φτωχολογιάς περιφρονήθηκαν και αγνοήθηκαν από τους έλληνες εργαζόμενους. Επίσης χρειάζεται να μελετηθεί το πρόβλημα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Θα πρέπει να προβληθούν οι κοινοί αγώνες, αλλά ταυτόχρονα να μελετηθούν βασικά προβλήματα όπως είναι το πρόβλημα των διακρίσεων κλπ. Στα 1947- 48 οι κοινοί αγώνες των Τούρκων και Ελλήνων εργατών της Κύπρου αποτελούν μια μεγαλειώδη εκδήλωση της ενότητας των δύο εθνικών στοιχείων των εργαζομένων της Κύπρου. Γιατί αυτή η ενότητα δεν επεκτάθηκε και δεν σταθεροποιήθηκε;» (Ψυρούκης 2005: 124)

[5]Για μια διεξοδική κριτική των διαφόρων παραλλαγών της θεωρία της εξάρτησης βλ. Σακελλαρόπουλος 1998: 60- 95, επίσης Μηλιός 1983β και Μηλιός 1983γ. 

[6]Σε σημείο που ο ΝΨ φτάνει να υποστηρίζει πως «Η νέα εποχή είναι η εξελισσόμενη νομοτελειακά ιστορική πραγματικότητα (και το τυχαίο είναι νομοτελειακό)» (Ψυρούκης 2005: 251).

[7]Σε αντίθεση με τις απόψεις του Στάλιν που με ένα ανελαστικό τρόπο θεωρεί ότι το Έθνος αποτελεί μια κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού (Στάλιν χχ: 331- 334) Βέβαια δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει πως το συγκεκριμένο κείμενο γράφτηκε το 1913 και ήταν από τις πρώτες προσπάθειες να οριστεί με σαφήνεια το περιεχόμενο του Έθνους.

[8]Το ενδιαφέρον είναι πως και όπου θεωρείται πως αποτελεί βασικό στοιχείο εθνογένεσης η ιστορική και γλωσσολογική ανάλυση φανερώνει πως  δεν υπήρχε μια γενικώς καθομιλουμένη γλώσσα αλλά ένα σύνολο ιδιωμάτων που είχε τη μορφή λογοτεχνικών κειμένων, διοικητικής ορολογίας και γλώσσας των συναλλαγών. Οι εθνικές γλώσσες, λοιπόν , δεν αποτελούν την αρχέγονη βάση των εθνικών πολιτισμών αλλά ένα τυποποιημένο ιδίωμα που δημιουργείται από μια πληθώρα πραγματικά ομιλούμενων ιδιωμάτων τα οποία υποβιβάζονται σε διαλέκτους (Hobsbawm 1994: 78- 81). 

[9]Μετά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο οι σλαβόφωνοι της ανατολικής Πρωσίας ενώθηκαν με τη Γερμανία, οι σλοβενόφωνοι της Καρινθίας ενώθηκαν με την Αυστρία και οι γερμανόφωνοι της πόλης Σόπρον ενώθηκαν με την Ουγγγαρία.

[10]«Το Κράτος…δεν έχει να ενοποιήσει μια προγενέστερη ‘εσωτερική’ αγορά, αλλά οργανώνει μιαν ενοποιημένη εθνική αγορά, θέτοντας τα σύνορα εκείνου που γίνεται από  έτσι ένα ‘απομέσα’ σε σχέση μ’ ένα ‘απέξω’» (Πουλαντζάς 1984: 152).

[11]Είναι δε χαρακτηριστικό πως οι Held και Macgrew επηρεασμένοι από μια έντονη αντικρατική λογική θα διατυπώσουν τη θεωρία της κοσμοπολιτικής δημοκρατίας της οποίας το βασικό στοιχείο είναι ο περιορισμός όσο το δυνατόν το ρόλου του Κράτους προς όφελος ασαφών παγκόσμιων θεσμών χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση η οικονομία της αγοράς. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα θέση η οποία επιχειρεί να αποδυναμώσει τα κρατικά υποκείμενα προς όφελος μιας πανσπερμίας εξωκρατικών θεσμών μη υποκείμενων στο λαικο έλεγχο (ΜΚΟ, υπερεθνικά fora κλπ) (Σακελλαρόπουλος 2006).