Σχεδίασμα για το Κυπριακό: Απόπειρα μιας υλιστικής προσέγγισης

 

Σχεδίασμα για το Κυπριακό: Απόπειρα μιας υλιστικής προσέγγισης.

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Α) Μετά την εισβολή και μέχρι το τέλος του 1979.

 

            Η περίοδος που ξεκινά από τέλος της δεύτερης τουρκικής εισβολής μέχρι την εκλογή Βασιλείου στην Προεδρία της Δημοκρατίας μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις βασικές περιόδους. Στην παράγραφο αυτή θα ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες: Η πρώτη περίοδος είναι μια φάση αναζήτησης στρατηγικής στην οποία πραγματοποιούνται μια σειρά από συνεχείς υποχωρήσεις, τα αίτια των οποίων θα εξετάσουμε στη συνέχεια, στην προσπάθεια να αναζητηθεί ένα πλαίσιο λύσης του κυπριακού βασισμένο αφενός στους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης και αφετέρου στη διατήρηση της κρατικής ανεξαρτησίας του νησιού. Η δεύτερη, που συμβολικά ξεκινά μετά το θάνατο του Μακάριου περιλαμβάνει μια φάση σκλήρυνσης της στάσης των Ελληνοκυπρίων μέσω του νέου Προέδρου Σ. Κυπριανού καθώς και τη γέννηση των στοιχείων αμφισβήτησής της, που στην ουσία σημαίνει και διαμόρφωση μιας διαφορετικής στρατηγικής της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης.

            Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως οι όποιες κινήσεις των Ελληνοκύπριων επικαθορίζονται από την ευρύτερη στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης η οποία βάζει σε πρώτη προτεραιότητα την οικονομική ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΟΚ και, κατά συνέπεια την αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής αναμέτρησης- και το Κυπριακό μπορούσε πάντα να έχει μια τέτοιου είδους εξέλιξη. Για το λόγο αυτό θα υιοθετηθεί το δόγμα "η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται", που στην πράξη σημαίνει την προσπάθεια απεμπλοκής της χώρας από το ακανθώδες πρόβλημα του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, οι προτεραιότητες θα δοθούν στις διαδικασίες ένταξης στην ΕΟΚ, στην επανένταξη στο ΝΑΤΟ και στο πρόβλημα του Αιγαίου. Βάση αυτής της στρατηγικής η Αθήνα δεν θα εντάξει την Κύπρο στο συνολικό αμυντικό της δόγμα, ενώ η επιστροφή στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν θα συνοδευτεί από άρση των αιτίων που οδήγησαν στην αρχική αποχώρηση[1].

Η στάση αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως "μειοδοτική" πολιτική "εξωνημένων" Ελλαδιτών αξιωματούχων κλπ. Πρόκειται για την κατανόηση του γεγονότος πως οι δυνατότητες της χρησιμοποίησης της Κύπρου ως "δεύτερης Ελλάδας", είτε με τη μορφή του συστατικού στοιχείου του ελληνικού κράτους είτε με τη  μορφή της αποδοχής της ελλαδίτικης πρωτοκαθεδρίας στην εξωτερική της πολιτική έτσι ώστε να λειτουργεί ως γέφυρα των ελλαδικών συμφερόντων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής, είχαν πια εξαντληθεί. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της Τουρκικής κατοχής, αλλά κύρια και λόγω της συνείδησης πως η εγκαθίδρυση της ανεξαρτησίας για πάνω από μια δεκαπενταετία είχε παράγει σημαντικά πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά αποτελέσματα τόσο στην ελληνοκυπριακή αστική τάξη όσο και στα κυριαρχούμενα στρώματα. Οι Ελληνοκύπριοι αποφασίζουν να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία. Το γεγονός αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό από όσα μπορεί να φαίνεται με μια πρώτη ανάγνωση. Για πρώτη φορά από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, η κυρίαρχη τάξη αποβάλει από τη στρατηγική της, την προοπτική της εδαφικής επέκτασης. Με την έννοια αυτή η επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας θα λάβει πιο δομικά χαρακτηριστικά και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του Κυπριακού.

            Από την πλευρά της η ελληνοκυπριακή αστική τάξη βρισκόταν μπροστά σε δύο δεδομένα. Το πρώτο είναι η απώλεια εθνικού εδάφους με ότι αυτό συνεπάγεται για  τη διατήρηση του βασικού ιδεολογικού ιστού της εθνικής συνείδησης αλλά και τη δυνατότητα πραγματοποίησης επενδύσεων σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Το δεύτερο είναι οι ευρύτεροι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που επέφερε το γεγονός της εισβολής στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Και στο ζήτημα αυτό δεν μπορούμε παρά να δούμε τις θετικές πλευρές που υπήρξαν για την στρατηγική της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, πράγμα που εξηγεί και την ταχεία αποδοχή του τετελεσμένου της διχοτόμησης και την αποφυγή οργάνωσης οποιασδήποτε μορφής αντικατοχικού αγώνα. Η εισβολή επέφερε ένα είδος τομής στους υφιστάμενους όρους συγκρότησης των κοινωνικών συμμαχιών: η ειδική βαρύτητα των αγροτικών στρωμάτων είχε επιτύχει την απόσπαση συναίνεσης μέσω της έντονης λειτουργίας των πελατειακών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου. Το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίφαση με τις διαδικασίες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που επιδίωκαν τα πιο δυναμικά αστικά στρώματα. Η εισβολή θα αφαιρέσει ένα μεγάλο τμήμα γεωργικών εδαφών, θα περιορίσει κατά συνέπεια τη σημασία των αγροτικών στρωμάτων και θα δημιουργήσει μια de facto προλεταριοποίηση πολυάριθμων πρώην μικροκαλλιεργητών, η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Βάση αυτής της οπτικής μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί οποιαδήποτε πρακτική αμφισβήτησης της διχοτόμησης (πορείες μοτοσυκλετιστών, μαθητών, συγγενών αγνοουμένων) θα συναντήσει την πολιτική απομόνωση.

Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως και οι δύο διαφορετικές κατευθύνσεις που θα περιγραφούν στην επόμενη παράγραφο, η «ασυμβίβαστη» και η «ρεαλιστική», θα έχουν ως βασικό κοινό στοιχείο την ένταξη των προσφύγων αγροτικής προέλευσης ως νέων εργατικών στρωμάτων στον καινούριο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Η παράμετρος αυτή, βασική συνιστώσα της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής, δεν πρόκειται να ανατραπεί  ακόμα και στο- θεωρητικό- ενδεχόμενο που ορισμένοι από τους πρόσφυγες επιστρέψουν, κάποτε, στα σπίτια τους, διότι η δυναμική της κυπριακής οικονομίας θα παρακάμψει/ περιορίσει «ξεπερασμένες» παραγωγικές δραστηριότητες, όπως οι αγροτικές καλλιέργειες σε μαζικό επίπεδο, και θα προσανατολίσει τους στόχους της σε επενδύσεις στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα.

 

            Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα γεγονότα που ακολούθησαν το δεύτερο Αττίλα. Η πραγματοποίηση της δεύτερης τουρκικής  εισβολής θα υποχρεώσει τον Μακάριο να υποχωρήσει από την εμμονή στη διατήρηση του καθεστώτος της Ζυρίχης και να αποδεχτεί τη λύση της πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας ενώ οι Τουρκοκύπριοι θα προτείνουν τη δημιουργία  διζωνικής ομοσπονδίας. Οι διαπραγματεύσεις θα αποβούν άκαρπες και στις 13/2/75 η τουρκοκυπριακή πλευρά θα ανακηρύξει τη Β. Κύπρο σε ομόσπονδο τουρκοκυπριακό καντόνι[2].

            Οι νέες διακοινοτικές συνομιλίες θα ξαναξεκινήσουν  τον Απρίλιο του 1975 και θα διαρκέσουν, σε 5 γύρους, μέχρι τον Απρίλιο του 1976. Το ζήτημα που κυριάρχησε αφορούσε το θέμα των εξουσιών της κεντρικής και των δύο ομοσπονδιακών κυβερνήσεων[3]. Πρόκειται δηλαδή για μία ακόμα μετατόπιση της ελληνοκυπριακής πλευράς που αναγκάζεται, τελικά, να αποδεχτεί την επιχειρηματολογία της μειονότητας, υποστέλλοντας το αίτημα για πολυπεριφερειακή Κύπρο. Στη νέα φάση, η διαφωνία σχετιζόταν με το αν οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης θα απέρρεαν από αυτές των ομόσπονδων κυβερνήσεων όπως υποστήριζαν οι Τουρκοκύπριοι που επιθυμούσαν μια πιο "χαλαρή" κρατική δομή ή το αντίστροφο που προωθούσε η ελληνοκυπριακή πλευρά. Ούτε, όμως, αυτή διαδικασία θα έχει αποτέλεσμα γιατί εκτός των άλλων θα υπάρξουν και σημαντικές διαφωνίες σχετικά με το ποσοστό του συνολικού εδάφους που θα καταλάβουν οι Τουρκοκύπριοι (αν θα ξεπερνά ή όχι το 20%).

            Οι σημαντικότερες αποφάσεις, τουλάχιστον για την πρώτη φάση της περιόδου '74- '88, θα ληφθούν τον Μάρτιο του 1977 με τη συμφωνία Μακαρίου- Ντενκτάς γύρω από ένα πλαίσιο βασικών κατευθύνσεων που αναμενόταν πως θα οδηγούσαν σε επίλυση του Κυπριακού. Έτσι οι δύο πλευρές θα συμφωνήσουν στη διζωνική ομοσπονδία, στην πρωτοκαθεδρία της κεντρικής κυβέρνησης, στο διευρυμένο ποσοστό που θα κατέχει η τουρκοκυπριακή πλευρά (πάνω από 20%) και στη μη επιστροφή του συνόλου των προσφύγων στις εστίες τους[4]. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μετατόπιση των Τουρκοκύπριων στο θέμα της κεντρικής κυβέρνησης και μετατόπιση των Ελληνοκύπριων στα ζητήματα της επιστροφής των προσφύγων και του ποσοστού του τμήματος του νησιού το οποίο θα περιελάμβανε την τουρκοκυπριακή ζώνη ενώ δεν υπάρχει και καμία αναφορά στις αποφάσεις του ΟΗΕ που ιεραρχούσαν ως πρώτο ζήτημα την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και ως δεύτερο την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους..

            Αφού είχε καθοριστεί το γενικό πλαίσιο, θα ξαναρχίσουν στο τέλος Μαρτίου οι συνομιλίες για τη διατύπωση συγκεκριμένης συμφωνίας. Αλλά εκεί η τουρκοκυπριακή πλευρά και παρά τις συνεχείς υποχωρήσεις της αντίστοιχης ελληνοκυπριακής θα ξαναθέσει το ζήτημα της ουσιαστικής δημιουργίας δύο κρατών στο νησί ζητώντας κάθε ομόσπονδη περιοχή να έχει δικό της Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται εναλλασσόμενα από τις δύο κοινότητες και σε θέματα μείζονος σημασίας οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές να έχουν το δικαίωμα του ουσιαστικού βέτο[5]. Το αποτέλεσμα θα είναι οι συνομιλίες να μην καταλήξουν σε καμία συμφωνία. Οι λόγοι που η τουρκοκυπριακή πλευρά σκλήρυνε τη στάση της, συνδέονται με την ένταξη του Κυπριακού ως τμήματος των ελληνοτουρκικών διαφορών σύμφωνα με τη στρατηγική που χάραξε το τουρκικό κράτος μετά την εισβολή. Έτσι, ο βασικός στόχος είναι η παγιοποίηση της κατάστασης ώστε σταδιακά να καμφθούν οι ελληνοκυπριακές αλλά και οι διεθνείς αντιδράσεις και να μεγιστοποιηθούν τα Τουρκικά οφέλη και ο συμψηφισμός του Κυπριακού με υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς στην υφαλοκρηπίδα και στον εναέριο χώρο. Κι όλα αυτά έχοντας επίγνωση του γεγονότος της δομικής αλλαγής της ελληνικής στρατηγικής όπου οι προτεραιότητες σχετίζονταν με την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και όχι με την εδαφική επέκταση. Βάση αυτής της πολιτικής η τουρκική πλευρά επιλέγει την υιοθέτηση μιας "ασυμβίβαστης" στάσης έτσι ώστε τα επιμέρους κέρδη να αυξάνονται μέσω μιας διαρκούς κωλυσιεργίας αναμένοντας την κατάλληλη, από πλευράς γενικότερων συσχετισμών, χρονική στιγμή για την οριστικοποίηση των επιτυχιών της.

            Ο θάνατος του Μακάριου θα συμβολίσει το τέλος της πρώτης φάσης και το πέρασμα στη δεύτερη με Πρόεδρο τον Σ. Κυπριανού. Πρόκειται για την περίοδο όπου δεν θα συμφωνηθεί ουσιαστικά τίποτα σε καμία από τις διακοινοτικές συνομιλίες. Η κάθε πλευρά εκτιμά, για διαφορετικούς λόγους ότι η παγίωση της κατάστασης τη συμφέρει[6]. Η τουρκοκυπριακή, η οποία στο επίπεδο του Τουρκικού κράτους θα έχει κερδίσει και την διακοπή του αμερικάνικου εμπάργκο- δείγμα της σημασίας της Τουρκίας στη συγκεκριμένη περίοδο για το Βορειανατολικό Σύμφωνο (βλ. παρακ.), δεν έχει λόγους  να συναινέσει σε οποιαδήποτε λύση που δεν θα εγγυάται την ουσιαστική ανεξαρτησία του τουρκοκυπριακού καντονιού. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, πάλι, θα κατανοήσει πως περαιτέρω παραχωρήσεις θα συνιστούσαν ποιοτική τομή στο συνολικό τρόπο επίλυσης του ζητήματος.

            Το γεγονός της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που θα σημειώσει η κυπριακή οικονομία μετά την εισβολή θα υποβοηθήσει τη στάση αναμονής, αφού θα φανερώσει τι δυνατότητες που υπήρχαν για μια αυτόνομη παρουσία του ελληνοκυπριακού κράτους- ανεξάρτητα από το μέγεθός του και την εδαφική του επικράτεια. Βέβαια, για να πραγματοποιηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, χρειάστηκε η υιοθέτηση μιας πολιτικής έντασης του καπιταλιστικού αυταρχισμού: προσωρινή αναστολή της αργίας της Κυριακής, μείωση των απολαβών των εργαζομένων από 10%- 25%, ενώ οι εργαζόμενοι θα δουν, κατά την περίοδο '69-' 77 να αυξάνεται η φορολόγησή τους κατά 639% τη στιγμή που η αντίστοιχη φορολόγηση των εταιρειών θα μειωθεί κατά 46%. Κατ' αυτό τον τρόπο θα μειωθεί και η συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ από 41% (1973) σε 35% (1978) παρά το γεγονός πως αστικά, μικροαστικά και αγροτικά στρώματα που έφυγαν ως πρόσφυγες από τη Β. Κύπρο εντάχθηκαν ως μισθωτοί στην παραγωγική δραστηριότητα του ελεύθερου τμήματος του νησιού[7]. Τα αποτελέσματα της κυπριακής οικονομικής ανάπτυξης θα είναι εντυπωσιακά. Το ΑΕΠ μεταξύ των ετών 1976- 1979, παρά τις συνέπειες της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης που θα επιδράσουν αρνητικά σε πολλές δυτικές οικονομίες, θα αυξηθεί κατά 11,5%[8] και θα ξεπεράσει τα προ εισβολής επίπεδα[9]. Η σημασία των επιτυχιών αυτών φαίνεται πολύ περισσότερο αν γίνει αντιληπτό το γεγονός πως η εισβολή επέφερε την αποκοπή της κυπριακής οικονομίας από σημαντικές πηγές πρώτων υλών, φυσικού πλούτου και παραγωγικών μονάδων. Δημιουργήθηκαν, αρχικά, σοβαρότατες ελλείψεις σε τομείς στέγασης, υγείας, υποδομής, εκπαίδευσης ενώ αυξήθηκαν οι ανάγκες για προμήθεια αγαθών, πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού από το εξωτερικό[10]. Είναι ενδεικτικό πως συνολικά το 70% των οικονομικών πόρων του νησιού βρισκόταν στην κατοχή των τουρκοκύπριων με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το 46% της γεωργικής παραγωγής (79% των εσπεριδοειδών, 45% των ελιών, 100% του καπνού), το 65% των τουριστικών εγκαταστάσεων, το 87% των υπό ολοκλήρωση τουριστικών έργων, σχεδόν το 100% των λατομείων, το 56% του ορυκτού πλούτου, το 60% των υπόγειων τμημάτων, το 70% των τουριστικών κλινών, σημαντικό μέρος της βιομηχανικής παραγωγής καθώς και η λειτουργία του λιμανιού της Αμμοχώστου το οποίο πραγματοποιούσε το 83% του λιμενικού κύκλου εργασιών[11].

Ωστόσο οι γοργοί ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς και η οικονομική βοήθεια από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ κυρίως[12],  θα εξαλείψουν αυτά τα φαινόμενα και θα συντελέσουν στο ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα της κυπριακής οικονομίας στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού: η σχέση εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί από 1,05 (1974) σε 1,16 (1979) ενώ η σχέση εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών προς το ΑΕΠ θα αυξηθεί από 0,58 (1974) σε 0,74 (1979)[13]ι Παράλληλα, οι εξαγωγές θα αυξηθούν από 48,6 εκατ λίρες (1975) σε 193,3 εκατ λίρες (1981)[14].  Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ανόρθωσης της οικονομίας θα διαδραματίσει  ο τουρισμός όπου τα ακαθάριστα έσοδά του θα ξεκινήσουν από 21 εκατ. λίρες (1976) για να φτάσουν τα 50 εκατ. λίρες (1979)[15] με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση και των αδήλων πόρων από 86 εκατ. λίρες (1975) σε 305 εκατ (1981)[16]. Παράλληλα, οι μισθοί θα αυξηθούν (σωρευτικά) στην περίοδο '74- '79 κατά 38,4% ενώ τα κέρδη κατά 39,8%[17].Τέλος, η ανεργία που μετά την εισβολή θα εκτοξευτεί στο 29,6% το 1979 θα έχει περιοριστεί στο 1,7%[18].

            Η ανάπτυξη αυτή είναι που θα καλλιεργήσει τους σπόρους στο εσωτερικό της κυπριακής αστικής τάξης για θεμελιακή αναδιατύπωση της στρατηγικής της. Μία τάση που θα εμφανιστεί ήδη από το τέλος της δεκαετίας του '70 και θα ισχυροποιηθεί στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, μία πτέρυγα του πολιτικού συστήματος της Κύπρου, στην οποία αρχικά θα ανήκει μόνο το παραδοσιακό δεξιό κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗ. ΣΥ) του Γ. Κληρίδη αλλά από να σημείο και μετά και το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου (ΑΚΕΛ) θα υιοθετήσουν, σταδιακά, πιο μετριοπαθείς θέσεις για το Κυπριακό.  Στην αντίθετη πλευρά θα βρεθούν το κόμμα του Προέδρου Κυπριανού ΔΗΚΟ και το αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα ΕΔΕΚ του Β. Λυσσαρίδη. Σε ένα πρώτο επίπεδο η τάση διαφοροποίησης είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη από το 1976 με την παραίτηση του Γ. Κληρίδη από τη θέση του Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή επειδή του καταλογίστηκαν ευθύνες σχετικά με χειρισμούς του στα ζητήματα της αποδοχής της διζωνικής ομοσπονδίας και της μετακίνησης των τελευταίων Τουρκοκύπριων προς το Βορρά. Κατηγορήθηκε με άλλα λόγια ο Γ. Κληρίδης για μια πιο "ρεαλιστική" ή κατά άλλους "ενδοτική" προσέγγιση του κυπριακού προβλήματος. Το επόμενο στάδιο θα είναι η αυτόνομη κάθοδος του ΔΗΣΥ στις εκλογές απέναντι στο συνασπισμό των τριών άλλων κομμάτων όπου και θα λάβει το 27% των ψήφων. Στη συνέχεια (1978) θα είναι το ΑΚΕΛ που θα αρχίσει να αποστασιοποιείται από την κυρίαρχη κρατική πολιτική, ασκώντας αρχικά μια έμμεση κριτική στους χειρισμούς της Προεδρίας και ακολούθως θα ξεκινήσει μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ σχετικά με τις εκατέρωθεν ευθύνες για τα αδιέξοδα του Κυπριακού[19]. Βέβαια, όλα αυτά αποτελούν απλώς τις εν σπέρματι πρώτες ιχνηλατήσεις μιας διαφορετικής προσέγγισης του κυπριακού προβλήματος από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Σαφή και παγιωμένα χαρακτηριστικά θα αρχίσουν να αποκτούν μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80.

 

Η στάση των εξωτερικών παραγόντων

            Στο πλαίσιο που μόλις περιγράφηκε η αμερικάνικη πλευρά επιχειρούσε με τις συνεχείς παρεμβάσεις της όχι τόσο να συνεισφέρει σε μια μόνιμη "λύση" του κυπριακού, αλλά κυρίως να ενισχύσει περισσότερο τη θέση της στην περιοχή λαμβάνοντες υπόψη τις γενικότερες τροποποιήσεις στους συσχετισμούς δύναμης. Έτσι, ο πρώτος στόχος μετά τη δεύτερη εισβολή είχε επιτευχθεί αφού αποφεύχθηκε η άλωση ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία, γεγονός που θα οδηγούσε μαθηματικά σε ελληνοτουρκικό πόλεμο και στη συνακόλουθη διάλυση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Δεύτερο, η υιοθέτηση διαδικασιών διαλόγου μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών στις οποίες η Τουρκία δεν αντιτιθόταν, ενίσχυαν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με ότι αυτό συνεπαγόταν (αμερικανικές και νατοϊκές βάσεις στην Τουρκία, ηλεκτρονική παρακολούθηση της ΕΣΣΔ)[20]. Ταυτόχρονα η αμερικάνικη εμμονή στις διακοινοτικές συνομιλίες και όχι στις διαδικασίες της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ φανερώνει, πέρα τη μετατόπιση του πεδίου στο πιο ευνοϊκό για την Τουρκία έδαφος, και τη σπουδή των ΗΠΑ για τη μη ανάμειξη της ΕΣΣΔ στο ζήτημα[21]. Τρίτον, οι γενικότερα επισφαλείς συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή έκαναν ακόμα πιο αναγκαία τη στενή σύνδεση ΗΠΑ και Τουρκίας. Σαν τέτοιες αναφέρουμε: την καθεστωτική μεταβολή στο Ιράν, τη διαιώνιση του μεσανατολικού, την εξάρτηση των ΗΠΑ από το πετρέλαιο της Μ. Ανατολής καθώς και την επέμβαση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν[22].

            Αντίστοιχα, η μελετημένη τουρκική διπλωματία θα καταφέρει να έχει επιτυχίες και σε ότι αφορά τη στάση της ΕΣΣΔ στο Κυπριακό, η οποία θα μπορούσε, πέρα από την τυπική της συμμετοχή στις ψηφοφορίες του ΟΗΕ, να χαρακτηριστεί ως ουδέτερη αφού καμία συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν πρόκειται να αναλάβει στην εξεταζόμενη περίοδο. Θα ήταν δυνατό μάλιστα να θεωρηθεί πως την ΕΣΣΔ την συνέφερε η διατήρηση του προβλήματος μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα η σοβιετική διπλωματία θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί τη δυσφορία που κυριάρχησε στις σχέσεις Τουρκίας- ΗΠΑ λόγω της επιβολής του εμπάργκο και να μην ασκήσει πιέσεις για γρήγορη επίλυση του Κυπριακού. Σε αντάλλαγμα η Τουρκία θα επιτρέψει τη διέλευση του αεροπλανοφόρου Κίεβ από τα Στενά, θα απαγορεύσει την πτήση συμμαχικών αναγνωριστικών αεροπλάνων κοντά στα τουρκοσοβιετικά σύνορα και θα υπογράψει με την ΕΣΣΔ σύμφωνο "Καλής Γειτονίας και Συνεργασίας"[23].

 

 

Β) Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι την εκλογή Βασιλείου

 

            Η περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι την εκλογή του Γ. Βασιλείου, παρά τα αντιφατικά στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν την κυπριακή πολιτική ζωή ύστερα από την ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους (1983), θα καταλήξει στην πλήρη αλλαγή της ελληνοκυπριακής αστικής στρατηγικής Ήδη από το 1980 το ΑΚΕΛ μέσω της ΚΕ του θα στείλει Μνημόνιο στον Πρόεδρο Κυπριανού όπου θα επισημαίνεται ότι  "η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί παρά να είναι λύση συμβιβαστική και αποτελεί αυταπάτη η, καλλιεργούμενη από διάφορες πλευρές, πεποίθηση πως η Κύπρος μπορεί να επανέλθει στην προ του 1974 κατάσταση"[24]. Η στάση αυτή μολονότι προέρχεται από ένα κομμουνιστικό κόμμα δεν θα πρέπει να εκπλήττει. Κι αυτό για δύο λόγους: αφενός γιατί όντας ιδιαίτερα συνδεδεμένο (εξαρτημένο) το ΑΚΕΛ από τη σοβιετική πολιτική δεν ήθελε να κρατήσει μια άκαμπτη στάση απέναντι σε μια χώρα που είχε βελτιώσει αισθητά τις διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ. Αφετέρου, γιατί από την περίοδο της συμμαχίας του με τον Μακάριο το ΑΚΕΛ είχε μετασχηματιστεί σε κόμμα του κράτους[25], σε κόμμα διαχείρισης της αστικής στρατηγικής και από ένα σημείο και έπειτα σε κόμμα που βαθύτατα επηρεασμένο από τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της κυπριακής οικονομίας θα επιχειρήσει να τον εκφράσει και σε επίπεδο πολιτικής στρατηγικής[26]. Η στροφή αυτή του ΑΚΕΛ θα αποκρυσταλλωθεί και στην ξεχωριστή εκλογική κάθοδο σε αντιπαράθεση με τα υπόλοιπα δύο κόμματα του πρώην μακαριακού μπλοκ.

            Η νέα φάση των διακοινοτικών συνομιλιών που θα ξεκινήσει τον Ιούλιο του 1981 δεν θα έχει επιτυχή κατάληξη γιατί η τουρκοκυπριακή πλευρά θα απαιτήσει ουσιαστικά τη μετατροπή της Κυπριακής δημοκρατίας σε συνομοσπονδία, προτείνοντας μια σειρά από μέτρα που εξομοίωναν τη μειονότητα που κατακρατούσε με τη στρατιωτική βία το μισό περίπου νησί σε ίσο εταίρο με το 82%- σημαντικό τμήμα του οποίου το αποτελούσαν πρόσφυγες. Συγκεκριμένα οι Τουρκοκύπριοι ζητούσαν το 32,4% του συνολικού εδάφους του νησιού, ίση συνιδρυτική θέση στη κρατική συγκρότηση, κεντρική κυβέρνηση χωρίς "υπέρμετρες" εξουσίες, ελευθερία εγκατάστασης και ιδιοκτησίας υπό όρους, εναλλαγή στον Προεδρία της Δημοκρατίας, ίση αντιπροσώπευση στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία στο κεντρικό κράτος, ίσος αριθμός ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων στις δημόσιες υπηρεσίες, ίση κατανομή της διεθνούς βοήθειας[27]. Η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε αυτές τις προτάσεις που πέρα από το γεγονός της μετατροπής μιας μειονότητας σε ίσο εταίρο και την έλλειψη πρόνοιας για επιστροφή των προσφύγων δεν έκαναν κανένα λόγο για την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από το νησί.

            Η νέα αποτυχία των συνομιλιών θα συντελέσει στην δημιουργία ενός μορατόριουμ μεταξύ ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ που θα διαρκέσει για δύο χρόνια και θα οδηγήσει στη συνεργασία στις προεδρικές εκλογές και στη επανεκλογή του Σ. Κυπριανού. Για να καταλάβουμε πως ένα "αδιάλλακτο" πολιτικό κόμμα θα βρει πεδίο πολιτικής συνεννόησης με ένα "ρεαλιστικό" φορέα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως ήδη το Κυπριακό πρόβλημα δεν αποτελούσε λόγο ακύρωσης της παραδοσιακής συμμαχίας ακελικών- μακαριακών-πράγμα που δείχνει πως πλέον είχαν αρχίσει να συντελούνται σημαντικές αλλαγές στις ιεραρχήσεις τμήματος του πολιτικού προσωπικού. Για το ΑΚΕΛ το σημαντικότερο ήταν η μη απομάκρυνσή του από την εξουσία και όχι η διατύπωση της "καθαρόαιμης" πολιτικής του γραμμής για το Κυπριακό. Αντιθέτως, το ΔΗΚΟ, παρά τις διάφορες φραστικές παραχωρήσεις δεν είχε να χάσει τίποτα από αυτή τη συμμαχία. Διαφορετικά ειπωμένο, οι -όποιες- αντιθέσεις για το Κυπριακό δεν αποτελούν τα καθοριστικό στοιχείο για τη σύναψη μιας πολιτικής συμμαχίας. Πρόκειται για εξέλιξη με αναμφισβήτητη σημασία γιατί αναδεικνύει την αλλαγή προτεραιοτήτων στη συνολική αστική στρατηγική.

            Τον Αύγουστο του 1983 ο γγ του ΟΗΕ ντε Κουεγιάρ θα ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος θέτοντας τα άνω και τα κάτω άκρα μιας πιθανής συμφωνίας. Οποιαδήποτε λύση θα έπρεπε να εντάσσεται στο εσωτερικό αυτών των άκρων. Συγκεκριμένα, προτεινόταν για το εδαφικό να δοθεί στην τουρκοκυπριακή πλευρά από 23% μέχρι 30%, και στο θεσμικό η δημιουργία δύο Βουλών όπου στη μια οι δύο κοινότητες θα αντιπροσωπεύονταν βάση της αναλογίας τους και στην άλλη σε ποσοστό 50%- 50%,  σε περίπτωση, δε, που ο Πρόεδρος είναι Ελληνοκύπριος, η αναλογία στο υπουργικό συμβούλιο να είναι 60/40 ενώ στην περίπτωση που εναλλάσσεται η αναλογία να είναι 70/30[28].

            Το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ θα αντιδράσουν θετικά στα πλαίσια που πρότεινε ο γγ. του ΟΗΕ. Αντίθετα ο κύπριος Πρόεδρος μετά από συνεννόηση με την Αθήνα θα υποστηρίξει πως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση θα πρέπει να είναι η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Η ελλαδική πλευρά, που εκφράζεται πλέον από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, θα θεωρήσει ότι η ανάδειξη του ζητήματος της τουρκικής κατοχής θα απομόνωνε την Τουρκία και θα υποβάθμιζε τις λοιπές της διεκδικήσεις για την υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο του Αιγαίου[29]. Στη σημείο αυτό η τουρκοκυπριακή πλευρά θα υπερεκτιμήσει την δύναμή της στο συνολικό συσχετισμό δύναμης και θα προχωρήσει στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους με το όνομα "Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου" (Νοέμβριος 1983). Ωστόσο, οι εξελίξεις θα είναι πολύ αρνητικές για τους Τουρκύπριους. Καμία χώρα, εκτός της Τουρκίας δεν θα αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και επιπλέον διάφορες δυτικές χώρες καθώς και η ΕΣΣΔ που μέχρι πρότινος ενθάρρυναν την πρωτοβουλία Ντε Κουεγιάρ θα καταδικάσουν την ενέργεια των Τουρκοκύπριων. Ιδιαίτερα η ΕΣΣΔ, που όπως είδαμε στη διάρκεια της δεκαετίας του '70 απέφυγε την απευθείας εμπλοκή στο Κυπριακό επιδιώκοντας τη διασφάλιση φιλικών σχέσεων με την Τουρκία, στη δεκαετία του '80 θα εμφανιστεί με αρκετά διαφοροποιημένη στάση. Στο γεγονός αυτό συνέβαλαν τρεις παράμετροι: Πρώτον η βελτίωση των ελληνοσοβιετικών σχέσεων λόγω της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και της υιοθέτησης μιας σειράς θέσεων εξωτερικής πολιτικής που ικανοποίησαν τη σοβιετική πλευρά (στάση απέναντι στην κατάρριψη του νοτιοκορεατικού Τζάμπο, υποστήριξη των σοβιετικών προτάσεων για μη εγκατάσταση των πυρηνικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στη Δ. Ευρώπη και υπογραφής ενός συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας). Δεύτερον, η εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Τουρκία που ακολούθησε έντονα φιλοαμερικανική πολιτική- γεγονός που δυσαρέστησε τους Σοβιετικούς. Τρίτον, η ανακήρυξη της "Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" σηματοδοτούσε την προοπτική της διπλής ένωσης με τις δύο νατοϊκές χώρες και την κατάργηση της ανεξάρτητης κυπριακής δημοκρατίας[30], πράγμα που ανέκαθεν προκαλούσε την έντονη αντίδραση της ΕΣΣΔ.

            Μετά από όλα αυτά η Τουρκία που βρισκόταν σε δύσκολη θέση ύστερα από το πραξικόπημα του 1980 θα βρεθεί ακόμα πιο απομονωμένη. Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι θα συσπειρωθούν γύρω από την "απορριπτική" πολιτική που αποδεικνύεται η πιο ενδεδειγμένη.

            Ο γγ του ΟΗΕ θα επιχειρήσει μια νέα προσπάθεια δημιουργίας ενός πλαισίου άνω και κάτω ορίων το οποίο δεν θα γίνει αποδεκτό γιατί δεν περιλαμβάνει και την ταυτόχρονη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Το γεγονός της υιοθέτησης από τον Σ. Κυπριανού αρνητικής θέσης απέναντι στη διαμεσολαβητική προσπάθεια θα δημιουργήσει εκ νέου αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών συνασπισμών ΑΚΕΛ- ΔΗΣΥ / ΔΗΚΟ- ΕΔΕΚ με αποτέλεσμα στα τέλη του 1984 να διαλυθεί η πολιτική συμμαχία ΑΚΕΛ- ΔΗΚΟ. Μέχρι τις Προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1988 δεν θα υπάρξουν άλλες διπλωματικές εξελίξεις. Αυτό που θα συμβεί θα είναι η ένταση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των εκπροσώπων των δύο στρατηγικών η οποία θα καταλήξει στον αποκλεισμό από τον δεύτερο γύρο των εκλογών του Σ. Κυπριανού και την ανάδειξη στο προεδρικό αξίωμα του Γ. Βασιλείου. Το σημαντικότερο στοιχείο των εκλογών αυτών δεν είναι η μετατόπιση ψήφων[31] αλλά το γεγονός της οριστικής διάλυσης του μακαριακού μπλοκ. Μιας διάλυσης που εδράζεται στις σημαντικότατες αλλαγές που είχαν λάβει χώρα στην οικονομία της κυπριακής δημοκρατίας. Τηρουμένων των διεθνών αναλογιών μπορεί να υποστηριχτεί αβίαστα πως  ενώ η δεκαετία του '70 ήταν η δεκαετία της ανασυγκρότησης μετά την εισβολή, η δεκαετία του '80 θα είναι η προετοιμασία για την απογείωση.

            Πραγματικά οι ρυθμοί ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας και δεδομένης της κρίσης των δυτικών οικονομιών θα είναι εντυπωσιακοί. Έτσι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ανά απασχολούμενο της κυπριακής οικονομίας θα είναι για την περίοδο '79-'89 3%[32] τη στιγμή που ο αντίστοιχος δείκτης για την ίδια περίοδο δεν θα ξεπεράσει το 1,6% τόσο στις χώρες του ΟΟΣΑ όσο και στις χώρες της ΕΟΚ[33]. Η συνολική αύξηση του κυπριακού ΑΕΠ στη δεκαετία του '80 θα φτάσει το 5,6%[34] ενώ ο μ.ο του ΟΟΣΑ θα είναι 2,8% και της ΕΟΚ 2,2%[35]. Το αποτέλεσμα θα είναι η Κύπρος να έχει (1988) κατά κεφαλή ΑΕΠ του πληθυσμού 7.750 δολ. ανήκοντας στην ομάδα των "οικονομιών υψηλού εισοδήματος" τη στιγμή που η Ισπανία έχει 7.740, η Ελλάδα 4.790 και η Τουρκία 1.280[36]. Αλλά και άλλοι δείκτες φανερώνουν τη συνολικά θετική εξέλιξη της Κύπρου:  έτσι συνυπολογιζόμενοι και παράμετροι όπως ο μέσος όρος ζωής, ο αναλφαβητισμός, η ποιότητα της ιατρικής περίθαλψης καθώς και ο εφοδιασμός σε νερό η Κύπρος καταλαμβάνει την τρίτη θέση μεταξύ των χωρών με λιγότερο από ένα εκατ. κατοίκους μετά την Ισλανδία και το Λουξεμβούργο[37]. Παράλληλα, στο επίπεδο της ανεργίας ο μέσος ετήσιος όρος για την περίοδο 1980- 1989 δεν θα ξεπεράσει το 3,0%[38] τη στιγμή που την ίδια περίοδο τα αντίστοιχα μεγέθη είναι 9,7% για τις χώρες της ΕΟΚ και 7,4%[39] για τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Αξίζει μια ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των εξαγωγών των κυπριακών προϊόντων. Παραδοσιακά η Κύπρος εξήγε τα προϊόντα της κατά κύριο λόγο στις αραβικές χώρες. Στη δεκαετία του '80 αυτό φαίνεται να αλλάζει: το 1980 το 34% των κυπριακών εξαγωγών κατευθυνόταν προς τις χώρες της ΕΟΚ και το 51% προς τις αραβικές χώρες. Το 1986 η κατάσταση θα έχει, περίπου, αντιστραφεί και το 47% των κυπριακών εξαγωγών θα πηγαίνουν στην ΕΟΚ και μόνο το 26% θα κατευθύνεται στις αραβικές χώρες[40]. Οι λόγοι είναι δύο ειδών: Πρώτον η ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας της επέτρεψε την εξάπλωση και σε αγορές χωρών υψηλής παραγωγικότητας. Δεύτερον μια σειρά από δεδομένα όπως ο πόλεμος μεταξύ Ιράν και Ιράκ, ο περιορισμός της ζήτησης λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου αλλά και η αναπτυσσόμενη βιομηχανική παραγωγή των ίδιων των αραβικών χωρών[41] θα ωθήσουν τους κύπριους επιχειρηματίες προς τις ευρωπαϊκές εμπορικές αρτηρίες. Ενδεικτικό της ζωτικότητας της κυπριακής βιομηχανίας είναι το γεγονός πως οι βιομηχανικές εξαγωγές θα φτάσουν να αποτελούν το 75% των εγχώριων εξαγωγών το 1987 έναντι 18% το 1960[42]. Μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη θα συμβεί στους δείκτες "διεθνοποίησης" της κυπριακής οικονομίας, όπου ο λόγος εξαγωγές + εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών/ ΑΕΠ θα αυξηθεί από 105,4  που ήταν στη δεκαετία του '70 σε 115,6 στη δεκαετία του '80 και ο λόγος εξαγωγές + εισαγωγές αγαθών/ΑΕΠ θα αυξηθεί από 64,6 σε 65,7[43]. Ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη της Κύπρου θα έχει η επέκταση των τουριστικών υπηρεσιών, σε σημείο που να μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη μιας πραγματικής τουριστικής βιομηχανίας. Οι περιηγητές (επισκέπτες που διανυκτερεύουν τουλάχιστον μια νύκτα) θα αυξηθούν από 350 χιλ το 1980 σε 1.377 χιλ. το 1989, ενώ τα ακαθάριστα έσοδα από τον  τουρισμό - στις ίδιες χρονιές- θα πολλαπλασιαστούν από 72 εκατ. λίρες σε 492 εκατ. λίρες[44].

            Όλες αυτές οι ιδιαίτερα ευνοϊκές εξελίξεις θα ωθήσουν την κυπριακή αστική τάξη στην αλλαγή στρατηγικής[45]. Το πρόβλημα της τουρκικής κατοχής περνά, έστω και αν ρητά δεν ομολογείται, σε δεύτερη μοίρα και ο πρωταρχικός στόχος επικεντρώνεται στη διαρκή επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων των κύπριων επιχειρηματιών και η πρόσδεση την ΕΟΚ, αρχικά με το μορφή της Τελωνειακής Ένωσης (1987) και στη συνέχεια με την προοπτική της ένταξης, ως μια μεγάλη ευκαιρία η οποία θα μπορέσει και να συνεισφέρει σε μια μορφή συμβιβαστικής λύσης του Κυπριακού. Τα πλεονεκτήματα για την κυπριακή οικονομία είναι δεδομένα: Η αγορά της δυτικής  Ευρώπης θα προσέφερε μιας πρώτης τάξεως λύση στην ανάγκη διάθεσης της κυπριακής παραγωγής[46]. Ταυτόχρονα η κατάργηση των δασμών εισαγωγής θα ωφελήσει πολύ την εξαγωγική κυπριακή βιομηχανία, ενώ ένα μέρος του  μη εξαγωγικού της τμήματος δεν θα κινδυνεύσει αφού λόγω της φύσης του δεν υπόκειται στις συνέπειες του διεθνούς ανταγωνισμού (πχ διύλιση πετρελαιοειδών, παστερίωση γάλατος, μωσαϊκά, μηχανουργεία κ.α) και ένα άλλο τμήμα που στηρίζεται στις εγχώριες πρώτες ύλες (τσιμέντα, δασικές βιομηχανίες, οινοβιομηχανίες, κονσερβοποιία κ.α) μπορεί να εξαιρεθεί από την κατάργηση της δασμολογικής προστασίας, τουλάχιστο για τη φάση της τελωνειακής ένωσης.

            Γίνεται φανερό, μετά από τα στοιχεία που παρατέθηκαν, πως αν η περίοδος '74-'88 αποτελεί μια φάση γεμάτη σπειροειδείς παλινδρομήσεις, όπου στο τέλος κάθε παλινδρόμησης η ελληνοκυπριακή πλευρά βρίσκεται, σε ότι αφορά το εδαφικό, σε πιο δύσκολη θέση σε σχέση με πριν, η τελική της κατάληξη που στο συμβολικό επίπεδο θα σφραγιστεί με την εκλογή του Γ. Βασιλείου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, θα σημάνει και τη μετάβαση σε μια άλλη εποχή για το Κυπριακό.

Σε ότι αφορά το ιδεολογικό επίπεδο η αλλαγή αυτή της στρατηγικής έχει συμβολικά  προαναγγελθεί με τη δημιουργία ενός ολόκληρου θεωρητικού ρεύματος το οποίο εκφράστηκε σε ένα πρώτο επίπεδο μέσα από τον Νεοκυπριακό Σύνδεσμο και τη συγκρότηση της θεωρίας του «Κυπριωτισμού»: «Είναι λοιπόν ο Κυπριωτισμός το διακριτικό του κυπριακού λαού. Εκείνο το αμάλγαμα στοιχείων που τον διακρίνει από τους άλλους λαούς συμπεριλαμβανομένων του ελληνικού και του τουρκικού και που είναι το αποτέλεσμα της συμβίωσης των Κυπρίων στο χώρο που λέγεται Κύπρος, της αλληλεπίδρασης των κοινοτήτων και της συγκεκριμένης για την Κύπρο ιστορικής πορείας»[47].Πρόκειται για ένα ρεύμα που θα επικεντρωθεί στο ιστορικό γεγονός της κοινής πορείας των δύο εθνοτήτων, παραγνωρίζοντας τη σημασία της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πλειονότητας και μιας αντίστοιχης μειονότητας καθώς και το καθοριστικό δεδομένο της τουρκικής εισβολής και κατοχής του νότιου τμήματος του νησιού. ΄Ετσι, δεδομένης της «χαλάρωσης» των δεσμών των δύο κοινοτήτων με τις χώρες προέλευσής τους βάση της ύπαρξης των «κυπριωτικών» χαρακτηριστικών, το πεδίο είναι ανοικτό για κάθε είδους υποχωρήσεις απέναντι στους τούρκους κατακτητές.

Ο Νεοκυπριακός Σύνδεσμος, ο οποίος εμφανίζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με το ρεύμα του λεγόμενου εκσυγχρονισμού όπως αυτό αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο (κοσμοπολιτισμός, ανθρωπιστικός φιλελευθερισμός, πίστη στην ανάγκη ορθής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών κλπ[48]), θα λειτουργήσει ως ομάδα πίεσης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό και σταδιακά θα πετύχει τη μετατόπιση του ιδεολογικού ιστού του κυρίαρχου λόγου σε σαφώς πιο «ελαστικές» θέσεις σε ότι αφορά το ζήτημα της τουρκικής κατοχής.

 

Γ) Από την εκλογή Βασιλείου μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90.

 

            Η στρατηγική που θα επιλεγεί και θα ακολουθηθεί από την εκλογή Βασιλείου και έπειτα, και σε γενικές γραμμές και από τον μετέπειτα Πρόεδρο Γ. Κληρίδη, θα έχει μια δεσπόζουσα όψη και μια παράλληλη. Η δεσπόζουσα θα αφορά την εντατικοποίηση των ρυθμών ανάπτυξης της Κύπρου και την προσπάθειά ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παράλληλη θα είναι η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού, έστω και με σοβαρότατες παραχωρήσεις (διζωνικότητα, εξομοίωση του 82% με το 18%- πράγμα που σημαίνει συγκρότηση δύο Βουλών, εναλλαγή στην προεδρία ή διευρυμένη συμμετοχή των τουρκοκύπριων στο υπουργικό συμβούλιο, ίση συμμετοχή στη δημόσια διοίκηση, μη επιστροφή του συνόλου των προσφύγων στις εστίες τους, τουρκοκυπριακός έλεγχος σε ποσοστό πάνω από 25% του κυπριακού εδάφους), μέσω της πίεσης που θα ασκεί στην τουρκική και την τουρκοκυπριακή πλευρά η προοπτική ή και η πραγματοποίηση της ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτή την έννοια αποτελεί επιτυχία της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής εξωτερικής πολιτικής το γεγονός της αποσύνδεσης της ενταξιακής διαδικασίας ολόκληρου του νησιού από το θέμα της επίλυσης του Κυπριακού[49].

            Το βασικό ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Ελληνοκύπριοι είναι η ανάγκη επέκτασης των δραστηριοτήτων τους και στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Μια τέτοια προοπτική, που προκύπτει από την ενδογενή τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δημιουργεί κοινωνικά ερείσματα και σε σημαντικά τμήματα του ελληνοκυπριακού πληθυσμού[50] και πρώτα από όλα τα αστικά στρώματα που αντιπροσωπεύονται από το δεξιό ΔΗΣΥ αλλά και σε δυναμικά μικροαστικά στρώματα που εκφράζονται μέσα από το ΑΚΕΛ που αποτελεί κόμμα εμπλοκής και διαχείρισης των μηχανισμών του Κράτους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται η εκτίμηση πως μια υποχώρηση σε θεσμικά ζητήματα όπως είναι η ομοσπονδία ή το εδαφικό θα έχουν τακτικό χαρακτήρα γιατί μέσω της οικονομικής δύναμης η ελληνοκυπριακή πλευρά θα επικρατήσει σε στρατηγικό επίπεδο.

            Η εστίαση στην οικονομική κυριαρχία του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν ληφθούν υπόψη και οι μέχρι στιγμής εξελίξεις στην κυπριακή οικονομία στη δεκαετία του '90. Συγκεκριμένα, στην περίοδο '92-'96 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,2%[51] ενώ στις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, περίοδος (‘92- ’96)  μόνο κατά 1,4% και 2,2 αντίστοιχα [52]. Η ανεργία δεν θα ξεπεράσει το 2,7%[53], τη στιγμή που στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα φτάσει το 10,5% και στις χώρες του ΟΟΣΑ το 7,5%[54]. Ο πληθωρισμός θα μειωθεί από 4,5% το 1990 σε 3,0% το 1996[55] όσο δηλαδή είναι και το ανάλογο όριο της συνθήκης του Μάαστριχ. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν κατά 4,5% ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατά 5%[56]. Το πιο ενδιαφέρον είναι η ενδοκλαδική κατανομή των εξαγωγών όπου σε όλη της δεκαετία του '90 το 60% αποτελείται από βιομηχανικά προϊόντα μεταποιητικής προέλευσης. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί η σημαντική άνοδος του τουρισμού όπου οι 1,5 εκατ. περιηγητές του 1990 θα γίνουν περίπου 2 εκατ το 1996 ενώ τα ακαθάριστα έσοδα από 575 εκατ. λίρες θα φτάσουν τα 783 εκατ[57]. Τέλος, η κυπριακή δημοκρατία στην προσπάθειά της να αναδειχθεί στο σημαντικότερο οικονομικό, εμπορικό και χρηματιστηριακό κέντρο της ευρύτερης περιοχής (βλ. παρ.) θα διευκολύνει την εγκατάσταση και επέκταση εταιρειών ειδικού φορολογικού καθεστώτος- offshore  (σύμβουλοι επιχειρήσεων, ναυτιλιακές εταιρείες τράπεζες, εταιρείες αποθήκευσης κλπ). Το αποτέλεσμα θα είναι οι εν λόγω επιχειρήσεις να αυξηθούν από 3.598 το 1985 σε 8087 το 1990 συνεισφέροντας στην κυπριακή οικονομία από 50 σε 167  εκατ δολ αντίστοιχα[58].

            Όλα αυτά αναφέρονται για να γίνει κατανοητό πως η προσέγγιση Κύπρου- ΕΟΚ δεν έγινε ξαφνικά, αλλά αποτελεί απότοκο της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού. Ιδιαίτερα μάλιστα, που, όπως δείχνουν τα διαθέσιμα και επαληθευμένα στοιχεία, στις αρχές της  δεκαετίας του '90 περίπου το 50% των κυπριακών εισαγωγών προερχόταν από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ίδιο περίπου ποσοστό εξαγωγών κατευθυνόταν προς τις χώρες αυτές. Βέβαια και σε θεσμικό επίπεδο είχαν προηγηθεί δύο πολύ σημαντικά βήματα που ήταν η Συμφωνία Σύνδεσης (1972) και η Τελωνειακή Ένωση (1987). Ωστόσο το ενδεχόμενο ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο χαρακτήρας της οποίας διαφέρει κατά πολύ από αυτόν της ΕΟΚ σε θέματα οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ενοποίησης, αποτελεί ποιοτική τομή σε σχέση με τις προηγούμενες συμφωνίες. Η κοινή οικονομική πολιτική, το ενιαίο νόμισμα, η δημοσιονομική πειθαρχία αναμένεται να ευνοήσουν τα πιο ανταγωνιστικά και διεθνοποιημένα τμήματα του κυπριακού κεφαλαίου δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξή τους ενώ θα λειτουργήσουν ανασταλτικά για τη δράση πολλών  μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα το γεγονός της μείωσης του κόστους εισαγωγής ευρωπαϊκών προϊόντων λόγω της κατάργησης των δασμών αναμένεται να οδηγήσει στην πτώση των τιμών πολλών καταναλωτικών αγαθών[59] και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης συντελώντας έτσι στην παγίωση κοινωνικών συμμαχιών. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως Ευρωπαϊκή Ένωση σημαίνει πρώτα και κύρια ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και προσώπων[60]. Αυτό, όμως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επιδιώξεις των Τουρκοκύπριων και της Άγκυρας για τη θέσπιση περιορισμών με στόχο τη μη συνολική επιστροφή των προσφύγων. Έτσι η ένταξη αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα για τους Ελληνοκύπριους ανεξάρτητα με τους όποιους συμβιβασμούς υπάρξουν στις συμφωνίες τους, οι οποίες στην ουσία θα είναι ανενεργές, με τους Τουρκοκύπριους. Αλλά το σημαντικότερο ίσως από όλα είναι πως με την επιλογή αυτή η Κυπριακή Δημοκρατία μεταβάλλεται από συστατικό του προβλήματος σε διαιτητή του, αφού θα μπορεί η ίδια να συμμετέχει στην εκπόνηση των όρων επίλυσής του[61], ενώ θα καθιστά ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη για την Τουρκία οποιαδήποτε προσπάθεια ενσωμάτωσης των κατεχόμενων.

            Το ερώτημα που προκύπτει αφορά τους λόγους για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, επιθυμεί να εντάξει την Κύπρο στο εσωτερικό της και στην ουσία να επωμιστεί ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που χρονολογείται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Οι απαντήσεις είναι πολλές: Καταρχήν μία νέα αγορά ανοίγει για τους επιχειρηματίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέγεθος της οποίας θα πρέπει να προστεθούν πέρα από τους Κύπριους και όλοι οι ξένοι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στο κυπριακό έδαφος. Έπειτα η Κύπρος βρίσκεται πολύ κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ που αποτελεί σημαντικότατο κανάλι εμπορικής επικοινωνίας της Μεσογείου με την Ερυθρά Θάλασσα, τον Αραβικό Κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό. Παράλληλα γειτνιάζει με την επίσης σημαντική θαλάσσια αρτηρία Μαύρης Θάλασσας- Βοσπόρου- Προποντίδας- Δαρδανελίων- Αιγαίου Πελάγους- Μεσογείου. Στο χερσαίο επίπεδο η συγκοινωνιακή αρτηρία Μεσογείου- Αραβικού Κόλπου διαμέσου των κοιλάδων και ποταμών Ορόντη- Ευφράτη και Τίγρη έχει έξοδο προς τη θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του νησιού. Οι μεγαλύτεροι πετρελαιαγωγοί οι οποίοι μεταφέρουν τα κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής καταλήγουν στις ακτές του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας πολύ κοντά στις βορειοανατολικές ακτές της Κύπρου. Δεδομένων μάλιστα των εξελίξεων της δεκαετίας του '90 (διάλυση της ΕΣΣΔ, πόλεμος στον κόλπο)[62] κάνουν τη γεωπολιτική θέση της Κύπρου ακόμα πιο επίζηλη. Πολύ περισσότερο που στην περίπτωση που γίνει αποδεκτή η συγκρότηση στρατιωτικού σώματος της ΕΕ[63], τότε η Κύπρος θα αποτελεί το πιο προκεχωρημένο σημείο της ευρωπαϊκής επέκτασης. Ιδιαίτερα μάλιστα που η όξυνση της κρίσης στη Μ. Ανατολή στη δεκαετία του '80 θα έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του Λιβάνου να αποτελέσει το βασικό οικονομικό, εμπορικό και χρηματιστηριακό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η αύξηση της ζήτησης, από τα διάφορα επιχειρηματικά κέντρα, για τη δημιουργία ενός τέτοιου πόλου[64] δίνει την ευκαιρία στην Κυπριακή δημοκρατία, δεδομένης και της πλεονεκτικής γεωγραφικής της θέσης, να διαπραγματευτεί αυτή της τη δυνατότητα με την ΕΕ.

 

 

Δ) Αντί επιλόγου- Τι μέλει γενέσθαι

 

            Εξηγήσαμε ότι η ελληνοκυπριακή αστική τάξη φιλοδοξεί να επιλύσει το κυπριακό πρόβλημα χρησιμοποιώντας ως πλεονέκτημα την ασύγκριτη οικονομική της ανάπτυξη και την προοπτική της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ελλαδική πλευρά προωθεί το ελληνοκυπριακό αίτημα στο εσωτερικό της Ένωσης απειλώντας πως αν δεν υλοποιηθεί τότε θα ασκήσει βέτο στην ένταξη όλων των χωρών που έχουν θέσει υποψηφιότητα. Ο στόχος είναι η ενίσχυση των ελλαδικών θέσεων μέσα στην ΕΕ, και κατά συνέπεια η αποδυνάμωση των αντίστοιχων τουρκικών, και η επέκταση της ελλαδικής επιρροής, με την ευρωπαϊκή κάλυψη, μέχρι το χώρο της Μέσης Ανατολής. Σε μια τέτοια περίπτωση που τα ελλαδικά και τα ελληνοκυπριακά σχέδια τελεσφορήσουν θα είμαστε μπροστά σε μια οιονεί λύση του Κυπριακού, μια υποβάθμιση της Τουρκίας και συν όλων των άλλων την αδυναμία της τελευταίας να θέτει το Κυπριακό ως διαπραγματευτικό ατού για ύπαρξη και ελληνικών υποχωρήσεων στα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας, των 12 μιλίων, των βραχονησίδων και του εναέριου χώρου.

            Απέναντι σε αυτή την κατάσταση υπάρχει και η τουρκική και η τουρκοκυπριακή πλευρά, και η σημασία των παρεμβάσεων που μπορούν να κάνουν δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται. Πρώτο γιατί υπάρχουν μια σειρά από χώρες στο εσωτερικό της ΕΕ (πχ. Γαλλία, Ολλανδία) οι οποίες, για τους δικούς τους λόγους- επιδίωξη προνομιακών σχέσεων με την Άγκυρα, αποφυγή εμπλοκής σε ένα χρόνιο πρόβλημα, αναμένεται να αντιταχτούν στην ένταξη της Κύπρου αν δεν λυθεί πρώτα το Κυπριακό. Δεύτερον γιατί σε μία παρόμοια κατεύθυνση πιέζουν και οι ΗΠΑ οι οποίες ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο του Κόλπου θεωρούν ως αναβαθμισμένη σύμμαχό τους την Τουρκία. Τρίτον γιατί η Τουρκία γνωρίζει πως μια οικονομική επέκταση των Ελληνοκύπριων προς το Βορρά θα σημάνει και τον περιορισμό της δικής της επιρροής. Κατά συνέπεια αυτό που θα επιδιωχθεί θα είναι με κάθε κόστος η ματαίωση της ένταξης της Κύπρου. Κι αν αυτό δεν γίνει εφικτό δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο της προσάρτησης των κατεχόμενων.

            Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει επιλέξει τη συνειδητή απόρριψη όλων των διαμεσολαβητικών προσπαθειών, ακόμα και εκείνων που περιλαμβάνουν πλήθος υποχωρήσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς, και τη συστηματική άρνηση της ένταξης του νησιού στην Ένωση αν δεν λυθεί πρώτα το Κυπριακό. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια αντιφατική κατάσταση όπου καμία λύση δεν φαίνεται εφικτή αλλά τα συμφέροντα των περισσότερων δυνάμεων πιέζουν για την επίτευξη, σε σύντομο χρονικό διάστημα, οριστικής λύσης. Το τι θα γίνει τελικά, διζωνική ομοσπονδία και ένταξη στην ΕΕ, ένταξη μόνο του ελεύθερου τμήματος, διαιώνιση του προβλήματος και της προοπτικής ένταξης, ή ακόμα και προσάρτηση των κατεχόμενων θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που οι συγκεκριμένες συνθήκες της συγκυρίας θα ενταχθούν μέσα στο πλαίσιο δυνάμεων και επιδιώξεων που μόλις αναφέρθηκε.

 

 

 

 


[1]Βλ. την πολύ καλή ανάλυση του Γ. Κρανιδιώτη, «Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού» στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, Αθήνα 1981, σελ. 645- 646.

[2]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος  Δ' (1974-1977), Θέσεις τ. 29, 1989, σελ. 70- 71.

[3]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά...", Θέσεις τ. 29, σελ. 73- 74.

[4]Γ. Τενεκίδης, "Διεθνοποίηση και αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού, πριν και μετά την τουρκική εισβολη" στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος.., σελ. 289.

[5]Βλ. Γ. Κρανιδιώτη, "Οι διαπραγματεύσεις...", σελ. 603- 609.

[6]Για μια λεπτομερειακή περιγραφή των διαφόρων προσπαθειών και των σχεδίων που εκπονήθηκαν βλ. Γ. Κρανιδιώτη, "Οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού' στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος...", σελ. 610- 623.

[7]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά...", Θέσεις τ. 29, σελ. 67- 68.

[8]Οικονομική Έκθεση, 1995 & 1996, Κυπριακή Δημοκρατία, Λευκωσία 1997, σελ. 87.

[9]Σε αυτό το σημείο μπορεί να διατυπωθεί η ένσταση πως το προ και μετά εισβολής ΑΕΠ δεν μπορεί να συγκριθεί γιατί πια δεν περιλαμβάνονται οι οικονομικές δραστηριότητες των τουρκοκύπριων. Το επιχείρημα είναι σωστό, αλλά στην πραγματικότητα ενισχύει ακόμα περισσότερο τη δική μας θέση, αφού αποδεικνύεται πως χωρίς το "περιττό" βάρος του καθυστερημένου παραγωγικά τουρκοκυπριακού πληθυσμού η ελληνοκυπριακή οικονομία μπορεί να αναδείξει πολύ πιο εύκολα τις- υπαρκτές- δυνατότητες αυτόκεντρης ανάπτυξής της.

[10]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις της Κύπρου με τις ευρωπαϊκές κοινότητες 1972-1990, Παπαζήσης Αθήνα 1991, σελ. 210- 211.

[11] Λ. Αξελός, Κύπρος. Η ανοιχτή πληγή του ελληνισμού, Στοχαστής, Αθήνα 1994, σελ. 147- 148

[12] Συνολικά στο διάστημα από 1/8/74 μέχρι 31/12/76 στο ταμείο ανακουφίσεως Κύπρου θα εισρεύσουν 5.361.506,940 κυπριακές λίρες με τη μορφή εισφορών σε χρήμα (όπου η Ελλάδα θα συνεισφέρει 2.626.912,995 και οι ΗΠΑ 691.874,271) και 4.292.134,025 με τη μορφή εισφορών σε είδος (όπου και εδώ περίπου 2,8 εκατ. προήλθαν από την Ελλάδα). Βλ. Λ. Αξελός, Κύπρος..., σελ. 153- 154.

[13]M. Kammas, "Smallness, Ecomonic Development and Cyprus", The Cyprus Review, vol. 4, 1992 no ,1σελ. 71.

[14]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις... σελ. 211.

[15]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 245.

[16]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις... σελ. 212.

[17]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 191.

[18]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 184.

[19]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Μέρος Ε' (1977- 1989), Θέσεις τ. 31, 1990, σελ. 106.

[20]Γ. Τενεκίδης, "Διεθνοποίηση και..", σελ. 286.

[21]Γ. Τενεκίδης, "Διεθνοποίηση και..", σελ. 302.

[22]Β. Κουφουδάκης, "Η Κύπρος και οι υπερδυνάμεις 1960-1979" στο Γ. Τενεκίδης- Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, σελ. 407- 408 υποσημ. 78.

[23]Χ. Τσαρδανίδης, "Η ΕΣΣΔ και...", σελ. 279- 280.

[24]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Μέρος Ε' (1977- 1989), Θέσεις τ. 31, 1990, σελ. 106-107.

[25] Ο Ν. Πουλαντζάς είχε επισημάνει πως και αριστερά κόμματα μπορούν να βρεθούν στην κατάσταση «της δομικής εκείνης όσμωσης που είναι σύμφυτη με την υλικότητα του σημερινού κράτους, ανάμεσα στον κρατικό μηχανισμό και σε ένα κυρίαρχο μαζικό κόμμα. Η θέση και ο ρόλος ενός παρόμοιου κόμματος είναι κατά κάποιον τρόπο εγγεγραμμένη εν λευκώ στη θεσμική πραγματικότητα. Εκείνο που υπάρχει επομένως κίνδυνος να συμβεί - αν το Κράτος δεν μετασχηματιστεί ριζικά από την Αριστερά που βρίσκεται στην εξουσία, και ανεξάρτητα από τις προθέσεις των κομμάτων της Αριστεράς- είναι ένα από τα κόμματα αυτά να σπρωχτεί, από τη δύναμη των πραγμάτων, όπως λένε, να καταλάβει τη θέση αυτού του κυρίαρχου μαζικού κόμματος». Βλ. Ν. Πουλαντζάς, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα, 1984, σελ. 342.

[26] Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός της άμεσης παρέμβασης του ΑΚΕΛ στο επιχειρηματικό επίπεδο αφενός μέσω του ελέγχου βιομηχανιών και αφετέρου μέσω της λειτουργίας του ως διαχειριστή των εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες του Ανατολικού συνασπισμού. Βλ. Λ. Αξελός- Δ. Βεργής- Π. Χατζηπαύλου, «Κύπρος: Από την αυτοδιάθεση- ένωση στη διεθνοποίηση- διχοτόμηση», Τετράδιο πρώτο, 1980, σελ. 41.

[27]Γ. Κρανιδιώτη, "Οι διαπραγματεύσεις...", σελ. 654- 660.

 

[28]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Μέρος Ε' (1977- 1989), Θέσεις τ. 31, 1990, σελ. 109.

[29]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Μέρος Ε' (1977- 1989), Θέσεις τ. 31, 1990, σελ. 108.

[30]Χ. Τσαρδανίδης, "Η ΕΣΣΔ και το Κυπριακό πρόβλημα 1960- 1991" στο Χ. Γιαλλουρίδης- Π. Τσάκωνας (επιμ.), Η νέα διεθνής τάξη, η Ελλάδα και η Τουρκία και το Κυπριακό πρόβλημα., Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1993.", σελ. 280- 281.

[31]Στην πραγματικότητα υπάρχει μιας απώλεια της τάξης του 4% της εκλογικής δύναμης της ΕΔΕΚ που κατευθύνεται στο ΑΚΕΛ. Η δύναμη του ΔΗΣΥ και του ΔΗΚΟ μένουν αναλλοίωτες.

[32]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 87.

[33]OCDE, Historical Statistics 1960- 1989, Paris 1991.

[34]H. Brey, "Η οικονομική εξέλιξη στη δημοκρατία της Κύπρου από το 1974 και οι προοπτικές της Κύπρου να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" στο Χ. Γιαλλουρίδης- Π. Τσάκωνας (επιμ.) Η νέα..., σελ. 290.

[35]OCDE, Historical...

[36]H. Brey, "Η οικονομική ..." σελ. 290.

[37]H. Brey, "Η οικονομική ..." σελ. 290.

[38]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 184.

[39]OCDE, Historical..

[40]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις.., σελ. 215.

[41]H. Brey, "Η οικονομική ..." σελ. 293.

[42]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις.., σελ. 217. Ίδιες τάσεις διαφαίνονται και από τα στοχεία που παραθέτει o R. Ayres, "European integration: The case of Cyprus", The Cyprus Review, Vol. 8, Spring 1996, no 1, σελ. 54.

[43]M. Kammas, "Smallness,..." σελ. 71.

[44]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 245.

[45] Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της «κοσμοπολίτικης» ιδεολογίας που αναπτύχθηκε με ιδιαίτερα έντονους ρυθμούς την τελευταία δεκαπενταετία είναι η παραμονή της αγγλικής ως κυρίαρχης γλώσσας του δικαίου, της διοίκησης, των εμπορικών συναλλαγών και της υγείας. Βλ. Λ. Αξελός, «Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην σημερινή Κύπρο», Τετράδιο ενδέκατο 1985, σελ. 7-9.

[46]R. Ayres, "European Integration: The case of Cyprus", The Cyprus Review, vol. 8 Spring 1996 no 1, σελ. 57 καθώς και  Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις.., σελ. 217.

[47]Νεοκυπριακό Σύνδεσμος, 13 απαντήσεις σε 13 ερωτήματα,  Λευκωσία 1980, σελ. 15. Αναφέρεται από Κ. Μαυράτσας, Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, Κατάρτι, Αθήνα 1998, σελ. 95.

[48] Όπως παρατηρεί ο Κ. Μαυράτσας για τα μέλη του Συνδέσμου «Πολλοί δε από αυτούς είναι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι του κυπριακού κράτους  και δεν διστάζουν να παραδεχθούν ούτε ότι το τελευταίο αποτελεί  συνέχεια της βρετανικής αποικιακής διοίκησης ούτε ότι η αποικιοκρατία είχε και θετικές επιδράσεις στην κυπριακή κοινωνία». Βλ. Κ. Μαυράτσας, Όψεις.... σελ. 96-97 υποσ. 35.

[49]Το γεγονός αυτό αποτελεί μια αποκρυστάλλωση ενός συσχετισμού δύναμης όπου η ελληνική πλευρά φαίνεται, προσωρινά, να κυριαρχεί. Δεν σημαίνει ότι ορισμένες αλλαγές στο εσωτερικό του συσχετισμού δεν θα είναι δυνατό να τροποποιήσουν μερικά από τα δεδομένα και να συνδεθεί τελικά η ένταξη με την επίλυση του κυπριακού. Ωστόσο μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν ισχύει κι αυτό καταγράφει ένα συσχετισμό δύναμης.

[50]Γ. Μηλιός- Τ. Κυπριανίδης, "Το Κυπριακό μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική", Μέρος Ε' (1977- 1989), Θέσεις τ. 31, 1990, σελ. 119.

[51]Middle East Review 1998 σελ. 19.

[52] OECD,  Economic Outlook, no 63, June 1998.

[53]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 184.

[54]OECD,  Economic Outlook, no 62, December 1997.

[55]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 192.

[56]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 157.

[57]Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 245. Ενδεικτικό της τουριστικής ανάπτυξης είναι και το γεγονός της αύξησης των καταλυμάτων από 2.633 το 1990 σε 4.343 το 1996 και των κλινών από 59.574 το 1990 σε 84.549 το 1996. Βλ. Οικονομική Έκθεση, 1995... σελ. 250.

[58]M. Kammas, "Smallness,..." σελ.. 72- 73.

[59]Πρβλ. R. Ayres, "European Integration: The case of Cyprus", σελ. 41

[60]Π. Ήφαιστος- Χ. Τσαρδανίδης, Οι σχέσεις.., σελ. 237.

[61]Ν. Papaneophytou, "Cyprus: The Way to Full European Union Membership", The Cyprus Review, Vol. 6 Fall 1994 no 2, σελ. 91.

[62]Α. Σοφοκλέους, "Ο γεωγραφικός ντητερμινισμός στη μελλοντική ανάπτυξη της Κύπρου" στο. Χ. Γιαλουρίδης- Π. Τσάκωνας (επιμ.), Η νέα.., σελ. 516-517.

[63]Ν. Papaneophytou, "Cyprus: The ..." σελ. 87.

[64]M. Kammas, "Smallness,..." σελ.. 72.