Το πρόβλημα της ολοκληρωτικής ιδεολογίας στους νέους: η ψευδαίσθηση του πεφωτισμένου ηγέτη σε εφήβους

Το πρόβλημα της ολοκληρωτικής ιδεολογίας στους νέους: η ψευδαίσθηση του πεφωτισμένου ηγέτη σε εφήβους.

 
Ι.Δ. Κατερέλος·
Σ. Σακελλαρόπουλος*
 
Έχουν ήδη περάσει πάνω από 30 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα που οδήγησε τη χώρα σε μια δικτατορία επτά ετών. Επίσης, έχουν περάσει περισσότερα από εξήντα χρόνια από την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ στην Γερμανία, σημείο που ιστορικά θα μπορούσε να είναι η αρχή ανάδυσης της κυριαρχίας των φασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη… Από τότε πολλά σημαντικά πρόσωπα των γραμμάτων ή της πολιτικής έχουν εκφωνήσει κατά καιρούς διάφορους επικήδειους -λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένους- που αφορούν αυτά τα πολιτικά ρεύματα. Σίγουρα, στην σημερινή κατάσταση, τα ολοκληρωτικά κόμματα δεν εμφανίζονται με την μορφή που είχαν παλαιότερα: κανένας δεν θα δεχόταν σήμερα μία τρίτη παγκόσμια σύγκρουση ή μια νέα “Ύστατη λύση”. Ακόμη περισσότερο διότι αυτή η άποψη του κόσμου θεωρείται πολύ “ντεμοντέ” για τους σημερινούς νέους…
Στις εφημερίδες διαβάζουμε πυκνά-συχνά άρθρα για πραγματικές τραγωδίες οφειλόμενες σε αποτρόπαιες πράξεις που διαπράττονται από ομάδες νέο-ναζί οι οποίες, αν και τρομακτικές, δεν συνιστούν παρά μόνο το ορατό μέρος του παγόβουνου. Σύμφωνα με την άποψη μας, θα ήταν υπερ-απλουστευτικό να εναποθέσουμε την κάμψη των δημοκρατικών αξιών στα χέρια μιας εκατοντάδας νεαρών ακτιβιστών σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για μας, σε μια πολιτικο-κοινωνιοψυχολογική άποψη, οι μηχανισμοί ανάδυσης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος θα περάσει περισσότερο από συμπεριφορές ολοκληρωτικού ύφους παρά διαμέσου μιας ακραίας ιδεολογίας. Ας γίνουμε σαφέστεροι: σήμερα, χωρίς να υποτιμούμε τα ολέθρια αποτελέσματα μιας τέτοιας ιδεολογίας, πιστεύουμε ότι μάλλον θα ήταν δύσκολο να απειληθεί η δημοκρατική συνείδηση των πολιτών από μια απλή επιχειρηματολογία. Εντούτοις, είναι ευρέως παραδεκτό ότι υπάρχει μια κάμψη των πολιτικών αξιών στην νέα γενιά. Το πρόβλημα οξύνεται από την αποχή των νέων ανθρώπων στις δημοκρατικές διαδικασίες όπως τις εκλογές, τα δημοψηφίσματα κτλ.
Σε ποιο βαθμό οι σημερινοί νέοι είναι επιρρεπείς σε μια ολοκληρωτική επιχειρηματολογία; Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να δείξει με ποιο τρόπο, νέοι άνθρωποι (μαθητές Λυκείου) μπορούν να βρεθούν θύματα μιας φασιστικής ιδεολογίας, χρησιμοποιώντας σαν πλαίσιο αναφοράς την θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων (Moscovici, 1961).
Στις περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες, οι άνθρωποι περνούν ένα σημαντικό μέρος του χρόνου τους μιλώντας και αυτός που θα ασχοληθεί με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις θα πρέπει αναγκαστικά να ασχοληθεί με το περιεχόμενο αυτών των ομιλιών. Η επικοινωνία, διαμέσου της εξέχουσας θέσης που κατέχει στην κοινωνιο-ψυχολογική οπτική, και τα μηνύματα που διοχετεύονται μέσα απ’αυτήν ενεργούν είτε σαν αναπαραγωγή της υπάρχουσας ιδεολογίας είτε σαν φορέας αλλαγής, αποτέλεσαν αντικείμενο επισταμένων ερευνών. Ο Moscovici (1986), έχοντας υπόψη του  τα πορίσματα των ερευνών που αφορούν την επιρροή της μαζικής επικοινωνίας στην δημιουργία και την διάδοση πληροφοριών, χαρακτηρίζει την εποχή μας σαν την κατ’ εξοχήν εποχή της εικόνας.
Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων ερευνά αυτές τις “εκλαϊκευμένες” εικόνες και διαπιστώνει ότι τα άτομα δεν είναι λογικά όντα –με την έννοια ότι δεν συμπεριφέρονται λογικά με βάση μια αντικειμενική πραγματικότητα- αλλά εκλογικευτικά με το σκεπτικό ότι πρώτα ενεργούν σύμφωνα με την εικόνα τους και –σε δεύτερη φάση- εκλογικεύουν τις ενέργειες τους: έτσι, ο σκεπτόμενος άνθρωπος βρίσκεται σε μια διαρκή συναλλαγή με την πραγματικότητα εφόσον ταυτόχρονα την καθορίζει και καθορίζεται απ’αυτήν. Επίσης, κατ’αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει “αντικειμενική” πραγματικότητα: η κάθε κοινωνική ομάδα αντιλαμβάνεται διαφορετικά την ίδια κατάσταση και ενεργεί κατ’ανάλογο τρόπο.
 
Μηχανισμοί αλλαγής κοινωνικών αναπαραστάσεων
Σ’αυτή τη θεώρηση θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε την δυναμική αυτών των εικόνων μέσα σε κάποιο χωροχρονικό συνεχές: άλλες παραμένουν αναλλοίωτες, άλλες αλλάζουν, άλλες αναμιγνύονται μεταξύ τους και άλλες διαχωρίζονται.
Μπορούμε, όμως, να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις σχετικά με τους ευρέως χρησιμοποιούμενους μηχανισμούς άμυνας μιας αναπαράστασης στην αλλαγή: αυτό διότι η επικρατέστερη θεωρία διαχείρισης της πληροφορίας είναι αυτή της γνωστικής οικονομίας (1993) που προβλέπει ότι τα άτομα έχουν μια συνεχή τάση να διατηρούν τις αναπαραστάσεις τους –έστω και με μικρές αλλαγές- ακόμα και όταν οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Συνεπώς, προβλέπει ότι οι άνθρωποι τείνουν, κατ’αναλογία, να αποφεύγουν τις μεγάλες αλλαγές ή τις αντικαταστάσεις διότι έτσι μεγιστοποιείται ο γνωστικός κόπος που καταβάλουν. Πιο αναλυτικά, τα υποκείμενα δεν πρόκειται να δεχθούν ακραίες αλλαγές χωρίς κάποια γνωστική αδράνεια που αφορά την νέα πληροφορία: μια αρχική άρνηση και, στην συνέχεια, μια σταδιακή αφομοίωση στα ήδη υπάρχοντα δίκτυα κατηγοριοποίησης χωρίς να αποκλείεται και η πιθανότητα απόρριψης της. Το συμπέρασμα αυτό οδήγησε τον Flament (….) στο να διατυπώσει τρεις πιθανούς τρόπους άμυνας στην νέα –και αντιφατική- πληροφορία: α/ τα ξένα σχήματα, β/ την υποθετικότητα και γ/ την προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα. Και οι τρεις μηχανισμοί δρουν ανασταλτικά στην είσοδο μιας νέας “ανατρεπτικής” πληροφορίας και κατ’αυτόν τον τρόπο χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί ή, πιο ορθά, ρυθμιστικοί μηχανισμοί
Ο πρώτος μηχανισμός, τα ξένα σχήματα, είναι λεκτικά σχήματα (βλέπε λεκτικές εκφράσεις) που εμφανίζονται σε μεγάλο βαθμό στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τις “απειλούμενες” κοινωνικές ομάδες: εάν μια κοινωνική ομάδα δέχεται αντιφατικές πληροφορίες ή εξαναγκάζεται σε αντίθετες πρακτικές, τότε ο λόγος της αρχίζει να εμφανίζει εκλογικεύσεις βασιζόμενες σε συστήματα αξιών ή ιδεολογίες  που ξεπερνούν την υπάρχουσα εικόνα. Παράδειγμα:
“Πολλοί έχουν όπλα παρόλο που η κατοχή όπλων απαγορεύεται από τους νόμους διότι είναι επικίνδυνα αλλά τελικά, η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι κάτι πολύτιμο”.
Παρατηρούμε ότι η παραπάνω λεκτική έκφραση αποτελείται από τα εξής τμήματα:
α/ …“Πολλοί έχουν όπλα”… Επιβεβαίωση μιας “ανατρεπτικής” πληροφορίας που έρχεται να διαψεύσει την κυρίαρχη ιδέα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν οπλοφορούν.
β/  …“η κατοχή όπλων απαγορεύεται από τους νόμους διότι είναι επικίνδυνα”… Επιβεβαίωση του παλαιού στοιχείου που ανατρέπεται από την πρώτη επιβεβαίωση.
γ/ …“παρόλο”… Επιβεβαίωση της αντίθεσης μεταξύ των δύο στοιχείων: νέα πληροφορία Vs παλαιάς.
δ/ …“τελικά, η προστασία  της ανθρώπινης ζωής είναι κάτι πολύτιμο”… Λύση της αντίθεσης μέσω μιας επίκλησης σ’ένα σύστημα αξιών πολύ γενικότερο και τελικά ασαφέστερο ως προς την δεδομένη κατάσταση.
Σ’αυτό το σημείο μια κοινωνική αναπαράσταση μπορεί ακόμη να “κρατήσει” και τις δύο πληροφορίες χωρίς τα υποκείμενα να υφίστανται γνωστική ασυμφωνία (Festinger 1957).
Ο δεύτερος μηχανισμός, η υποθετικότητα, αφορά μια αντιθετική πληροφορία ή συμπεριφορά που μπορεί να προσδιοριστεί ως αποκλειστική σε δεδομένες σπάνιες χωρο-χρονικές συνθήκες:
“Επιτρέπεται να σκοτώσεις κάποιον μόνον όταν απειλείται η ζωή σου απ’αυτόν”
Είναι σαφές ότι η “επιτυχία” αυτού του μηχανισμού βασίζεται στην σπανιότητα εμφάνισης αυτών των συνθηκών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η υποθετικότητα είναι ίσως η πιο θεσμοποιημένη μορφή αποδοχής αντιθετικής πληροφορίας. Εάν όμως, η σπανιότητα καταστρατηγηθεί και η νέα κατάσταση αποκτήσει κατακλυσμιαίες διαστάσεις τότε ενεργοποιείται ο τρίτος μηχανισμός: η προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα.
 Σ’αυτή την περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν οι “ανατρεπτικές” πρακτικές και το κάθε υποκείμενο εμπλέκεται προσωπικά σ’αυτές. Τότε, δεν υπάρχει άλλη λύση παρά η κοινωνική πεποίθηση ότι θα υπάρξει αργά ή γρήγορα επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς (status quo ante). Κλασσικό παράδειγμα γι’αυτή την περίπτωση είναι ο πόλεμος. Αυτή η “πίστη” μπορεί να κρατήσει μέχρι και 30 χρόνια (Katerelos 1993). Έτσι, τα υποκείμενα αναβάλουν την αλλαγή επ’αόριστον…
Ωστόσο, η γενικότερη συζήτηση για μορφές εμφάνισης του φασιστικού φαινομένου απαιτεί μια εισαγωγή σε ζητήματα πολιτικοκοινωνικής θεώρησης των όρων γένεσης του φασισμού. Με το τρόπο αυτό καθίσταται δυνατή η σύγκριση μεταξύ των ιστορικών παραμέτρων του τότε και του σήμερα. 
 
Το κοινωνικό φαινόμενο του φασισμού
Η εμφάνιση του φασιστικού κινήματος[1] μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν προέκυψε ξαφνικά και δυσεξήγητα ούτε οφείλεται γενικά και αόριστα σε μία τάση κατάσχισης αυταρχικών προσωπικοτήτων που πρόκριναν το σχηματισμό του ολοκληρωτικού κράτους. Ο Φασισμός, όπως και κάθε πολιτικο- κοινωνικό φαινόμενο, αντλεί τους όρους εμφάνισής του σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες που άπτονται των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού.
Καταρχήν αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι πως, το πλαίσιο ανάλυσης που υιοθετούμε αφορά τη Γερμανία και την Ιταλία κι αυτό για δύο λόγους: Αφενός γιατί πρόκειται για περιπτώσεις που τα φασιστικά κινήματα κατόρθωσαν να κατακτήσουν την εξουσία και, αφετέρου, γιατί η περίπτωση του φρανκικού καθεστώτος της Ισπανίας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα φασιστικά καθεστώτα: υποβαθμισμένη συμμετοχή της μικροαστικής τάξης, ανυπαρξία στήριξης από ένα μαζικό κίνημα, απουσία ιμπεριαλιστικών/ επεκτατικών χαρακτηριστικών με ταυτόχρονη απεμπλοκή από το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ενίσχυση των φεουδαλικών στοιχείων και όχι των δυναμικών κλάδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου (Vajda 1976 και Φίλιας 1988: 148), συνολικά ιδωμένος ο φρανκισμός αποτέλεσε περισσότερο την αντεπαναστατική απάντηση των κυρίαρχων τάξεων απέναντι στη συμμαχία του ΚΚΙ με το POUM και την αναρχική συνομοσπονδία. Πρόκειται δηλαδή για κλασική περίπτωση μετάθεσης της πραγματικής εξουσίας στο σκληρό πυρήνα του κράτους, το στρατιωτικό μηχανισμό (Weber 1978: 10).
Το βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τη Γερμανία  και την Ιταλία του μεσοπολέμου και που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του φασισμού είναι το γεγονός της ανολοκλήρωτης διαδικασίας εθνικής ενοποίησης των δύο αυτών χώρων- γεγονός που γινόταν αισθητό ως τραύμα στο εσωτερικό τους. Το κενό αυτό θα γίνει προσπάθεια να καλυφτεί με την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία των φασιστικών κινημάτων (Πουλαντζάς 1984: 166-167). Παράλληλα, πρόκειται για δύο χώρες που θα θεωρηθούν ότι, ανεξάρτητα από τη φαινομενική έκβαση των πραγμάτων, ανήκουν στο στρατόπεδο των ηττημένων του Α' Παγκοσμίου πολέμου, αφού η μεν Γερμανία με την υπογραφή της συνθήκης των Βερσαλλιών θα υποστεί ανυπολόγιστες ζημιές, η δε Ιταλία, πέρα από το γεγονός της ύπαρξης μίας διαδομένης αντίληψης πως οι μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο χωρίς να παράσχουν αξιόλογα ανταλλάγματα (Πουλαντζάς 1975: 174), θα βρεθεί αντιμέτωπη με την κατάρρευση της γεωργίας της και με την κρίση της βιομηχανίας της αφού όντας μέχρι τότε τεχνιτά διογκωμένη λόγω των πολεμικών παραγγελιών θα βρεθεί σε αδυναμία να κατευθύνει το εμπόριό της μετά το τέλος του πολέμου (Πουλαντζάς 1975: 43).
Η αναφορά σε αυτά τα χαρακτηριστικά γίνεται για να φανούν οι ιδιαιτερότητες που παρουσίάζαν οι δύο αυτές χώρες. Ιδιαιτερότητες που θα πάρουν τη μορφή θεμελιωδών προϋποθέσεων για την εδραίωση του φασιστικού φαινομένου. Γιατί η ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίληψη πως ο φασισμός είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας προσαρμογής τνω μικροαστικών στρωμάτων στη διαδικασία εδραίωσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, παρά τις σωστές όψεις της, δεν εξηγεί γιατί δεν είχαμε την παρουσία αυτού του φαινομένου σε άλλες χώρες κατά τη διάρκεια της ίδιας διαδικασίας μετάβασης.
Η διαπλοκή αυτών των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών με τις κοινωνικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης θα δημιουργήσει το κατάλληλο υπέδαφος για τη συγκρότηση του φασιστικού κοινωνικού μπλοκ. Ένα μπλοκ στο οποίο τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα θα είναι υπερ-αντιπροσωπευόμενα, αλλά ταυτόχρονα θα έχει και σημαντική επιρροή  και σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες όπως οι νέοι και οι γυναίκες (Πουλαντζάς 1984: 163-164). Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της φασιστικής κοινωνικής συμμαχίας θα παίξει και η διατύπωση μίας μορφής πολιτικού λόγου που θα στοχεύει στη φαινομενική υποστήριξη ιδιαίτερων αιτημάτων ξεχωριστών κοινωνικών δυνάμεων (αντικαπιταλιστική ρητορεία για τον προσεταιρισμό της εργατικής τάξης, στηλίτευση των σχέσεων εκμετάλλευσης της υπαίθρου από της πόλης για την προσέλκυση των αγροτικών στρωμάτων κλπ)_ (Πουλαντζάς 1984: 169). Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός της αδυναμίας των κομμουνιστικών δυνάμεων να πετύχουν την πορεία κατεύθυνσης προς μία άλλη προοπτική- γεγονός που θα ωθήσει ακόμα περισσότερο μερίδες των λαϊκών στρωμάτων στην υποστήριξη των φασιστών οι οποίο φαίνονταν περισσότερο ικανοί και αποφασισμένου να προχωρήσουν σε μία σειρά από τομές σε σχέση με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (Πουλαντζάς 1984: 172-173)
Ειδικότερα για το ναζιστικό κόμμα καταλυτική σημασία για την άνοδό του στην εξουσία είχαν οι συνέπειες της κρίσης του '29 στη γερμανική οικονομία στην οποία είχε σημειωθεί ένα πολύ σημαντικό ποσοστό βραχυπρόθεσμων αμερικάνικων επενδύσεων. Η φυγή των αμερικάνικων κεφαλαίων επέφερε την απότομη πτώση της ζήτησης και την πτώχευση ορισμένων τραπεζικών οργανισμών- γεγονός που θα συντελέσει στην πτώχευση πολυάριθμων βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων. Εκείνες που θα αντέξουν θα αναγκαστούν να μειώσουν τον όγκο και το κόστος παραγωγής καθώς και τους μισθούς. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει με τη σειρά της  στην γρήγορη αύξηση της ανεργίας και σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης. Η πολιτική που θα υιοθετηθεί για την επίλυση της κρίσης θα είναι ο περιορισμός των κρατικών δαπανών κι όχι μία πολιτική ενίσχυσης της απασχόλησης (Urgelin 1976: 53-54). Οι οικονομικοί όροι για την έλευση του ναζισμού θα έχουν διαμορφωθεί.
Στο ιδεολογικό επίπεδο οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, που δεν θα είναι αμελητέες ούτε και στην περίπτωση της Ιταλίας, σε συνδυασμό με την αντίσταση των μικροαστικών στρωμάτων στη διαδικασία ολοκλήρωσης της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, θα συναρθρωθούν γύρω από τη φασιστική ιδεολογία. Βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η σύνθεση φεουδαρχικών ιδεολογικών υπολειμμάτων (προβολή μιας υποτιθέμενης "κοινότητας" προσωπικών δεσμών) με τη νοσταλγία ενός εξιδανικευμένου μυθικού παρελθόντος που έπαιρνε τη μορφή της κοινοβιακής ζωής με την αυταπάτη της ταξικής συνεργασίας επιμέρους ισοτίμων εταίρων κάτω από την διαιτησία του Κράτους την αποδοχή της συντεχνιακής ιδεολογίας η οποία προκρίνει τις κατακερματισμένες οικονομικές διεκδικήσεις αρνούμενη να τις εντάξει σε ένα γενικότερο πλαίσιο κεντρικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων (Πουλαντζάς 1975: 222-223 και 239) και τη βεβαιότητα της ανωτερότητας της Άριας φυλής. Οι βασικές αυτές κατευθύνσεις έλαβαν πιο σαφείς μορφές μέσω της εξειδίκευσης τους στην λατρεία του Κράτους, την εναντίωση στο δικαϊκό μηχανισμό, στην αποθέωση των επίλεκτων, το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τον εθνικισμό, το μιλιταρισμό, την αντίθεση στα ηγετικά στρώματα της Εκκλησίας, στην πίστη στο παιδαγωγικός ρόλο της οικογένειας και της εκπαίδευσης καθώς και στη σφοδρή αντιπαλότητα με τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών (Πουλαντζάς 1975: 347-350).
Παράλληλα, η χρήση ορισμένων εξωτερικών συμβόλων και πρακτικών συνέβαλε στη θωράκιση του σκληρού πυρήνα της φασιστικής ιδεολογίας και ενέτεινε τους δεσμούς ενσωμάτωσης σε αυτή. Τέτοια παραδείγματα είναι η θετική προσέγγιση του ιδεαλισμού και η πεποίθηση στην ανάγκη επανεύρεσης της πραγματικής φύσης του ανθρώπου, η έμφαση σε είδη βηματισμών, σύμβολα, τελετουργίες, έμφαση στον εκθειασμό των προτερημάτων της νεολαίας, δημιουργία παραστρατιωτικών σχηματισμών με έντονη τη χρήση στρατιωτικής ορολογίας, καθώς και ιδιαίτερη εκτίμηση της βίας ως αντρικής πρακτικής (Payne 1980: 10-13).
Τα παραπάνω έρχονταν να συναρθρωθούν με τη μορφή συγκρότησης του φασιστικού κόμματος: το τελευταίο ήταν κόμμα συγκεντρωτικό, οργανωμένο σύμφωνα με το στρατιωτικό πρότυπο, με σημαντικό αριθμό επαγγελματικών στελεχών και με την ύπαρξη οργανώσεων που έντονο ιδεολογικό ρόλο (αθλητικές δραστηριότητες, γιορτές νεολαίας, παρελάσεις κλπ)  (Πουλαντζάς 1975: 356-357). Το αποτέλεσμα θα είναι η παρουσία στην πολιτική ζωή ενός σκληρά πειθαρχημένου κόμματος η παρέμβαση του οποίου έπαιρνε καταλυτική μορφή σε διαστήματα πολιτικής κρίσεως τόσο προ της ανόδου των φασιστικών στην εξουσία όσο και κατά την περίοδο κυριαρχίας τους.
Βέβαια ο Φασισμός δεν θα είχε κατορθώσει να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα αν δεν είχε προσελκύσει την υποστήριξη ενός μαζικού κοινωνικού μπλοκ την πολιτική ηγεμονία του τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο την είχαν τα μικροαστικά στρώματα που θίγονταν από τις συνέπειες της διαδικασίας μετάβασης στον μονοπωλιακό καπιταλισμό γενικότερα και από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ειδικότερα. Τα στρώματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονταν από αισθήματα ρατσιστικά, αντι-μαρξιστικά και αντιδημοκρατικά, θεωρούσαν ως βασικό υπεύθυνο της οικονομικής τους δυσανεξίας το καθεστώς της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και αυτό που τους έθελγε ήταν η κατάλυσή του. Δεν πρόκειται, παρά τα όσα έχουν υποστηριχτεί από διάφορες πλευρές, για μεταστροφή τμημάτων της εργατικής τάξης και ψηφοφόρων της αριστεράς, αλλά είτε για πολιτικά απαθείς πολίτες που είχαν επιλέξει την αποχή σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις είτε για δυσαρεστημένους ψηφοφόρους των συντηρητικών γερμανικών κομμάτων (Grosser 1976: 70-71). Ταυτόχρονα, η υπεραντιπροσώπευση των μικροαστικών στρωμάτων φαίνεται και από το γεγονός της υπεραντιπροσώπευσης τους στο μηχανισμό του ναζιστικού κόμματος όπου επαγγελματίες, χειροτέχνες και επιχειρηματίες αποτελούσαν το 17,3% (1933) του στελεχιακού δυναμικού τη στιγμή που στο σύνολο του του οικονομικά ενεργού πληθυσμού δεν ξεπερνούσαν το 3,9% (Payne 1980: 59). Σημαντικό δε ρόλο στην ενδυνάμωση του ναζιστικού κόμματος είχε και η υποστήριξη που γνώρισε από τους λεγόμενους εργάτες του λευκού κολάρου οι οποίοι στη μεσοπολεμική Γερμανία αποτελούσαν κοινωνικό στρώμα με σαφέστερα διακριτά χαρακτηριστικά απ' το στις ΗΠΑ ή στην Αγγλία σε σχέση με τους εργάτες του "γαλάζιου" κολάρου. Τα στρώματα αυτά θα στηρίξουν το ναζισμό αφενός λόγω του κινδύνου κοινωνικής και οικονομική τους απαξίωσης αλλά, αφετέρου, και λόγω της τεχνοκρατικής όψης που είχαν πλευρές της ναζιστικής ιδεολογίας οι οποίες διακήρυτταν τη διασφάλιση του κοινού αλλά και του ατομικού καλού μέσω της τεχνολογικής ανάπτυξης (Peykert 1993: 93-94).
Τα αγροτικά στρώματα θα υποστηρίξουν το ναζιστικό κόμμα το οποίο θα το επιλέξουν ως το μόνο φορέα που θα μπορούσε αφενός να εμφανίσει μια πολιτική υποστήριξης της επαρχίας ενάντια στις πόλεις και αφετέρου, να επιλύσει τις συνέπειες που είχε η εισαγωγή της κρίσης στον αγροτικό τομέα. Ο τελευταίος θα πληγεί από την αισθητή πτώση της κατανάλωση και των τιμών με αποτέλεσμα οι  πιο φτωχοί καλλιεργητές να βρεθούν σε κατάσταση έσχατης εξαθλίωσης. Οι υπόλοιποι θα αναγκαστούν να καταφύγουν στο δανεισμό αλλά η κρίση που είχε αγγίξει και το τραπεζικό σύστημα δεν βοηθούσε στην ανεύρεση της απαραίτητης οικονομικής βοήθειας για την κάλυψη των τρεχόντων εξόδων της καλλιεργούμενης γης (Grosser 1976: 57-59).
Τα εργατικά στρώματα, όπως ήδη αναφέρθηκε σε μικρό βαθμό συντάχθηκαν με ναζισμό. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν υπο-αντιπροσώπευση της εργατικής τάξης (συμπεριλαμβανομένων και των ειδικευμένων εργατών) αφού αποτελούν μόνο το 32,3% των μελών του ναζιστικού κόμματος όταν στο σύνολο των εργαζομένων φθάνουν το 46.3% (Payne 1980: 59). Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η εργατική τάξη την περίοδο αυτή- και που θα ωθήσει ένα μειοψηφικό κομμάτι της στο ναζιστικό κόμμα- είναι αυτό της ανεργίας: μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1929 και του Σεπτεμβρίου του επομένου έτους οι άνεργοι θα αυξηθούν από 1,3 σε 3 εκατ., ενώ πολλοί άλλες εργάτες είτε ωθήθηκαν στη μερική απασχόληση είτε αντιμετώπισαν τη μείωση τνω εισοδημάτων τους από τον περιορισμό των υπερωριών (Grosser 1976: 61).
Παράλληλα με τις κοινωνικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις που θα συμβάλουν στην κατάκτηση της εξουσίας από τα φασιστικά κινήματα, απαραίτητο ρόλο έπαιξε και η αντανάκλαση που έχει δράση των κομμάτων αυτών στο εσωτερικό του κράτους, σε μία μάλιστα περίοδο κρίσης των κοινοβουλευτικών θεσμών. Αυτό που συνέβη είναι πως ενώ η δημοκρατική μορφή του κράτους παραμένει φαινομενικά άθικτη, οι σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων και του κρατικού μηχανισμού δεν μεσολαβούνται αποκλειστικά από τα κόμματα αλλά γίνονται όλο και πιο άμεσες. Το γεγονός αυτό συντελεί αφενός στη δημιουργία παράλληλων δικτύων πίεσης που ξεκινούν από τα κόμματα με τη μορφή παραστρατιωτικών οργανώσεων και φθάνουν να μετασχηματιστούν σε καθαρά παρακρατικά δίκτυα και, αφετέρου στην μετατόπιση της πραγματικής εξουσία από το εκτελεστικό προς τους κατασταλτικούς, δικαϊκούς και διοικητικούς μηχανισμούς οι οποίου στην πράξη ακυρώνουν κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης που δεν τους είναι αρεστή (Πουλαντζάς 1975: 97-98).
            Η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του φασισμού μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιφατική.. Τα φασιστικά κόμματα επεδίωκαν την εκπροσώπηση των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου αλλά, παράλληλα, ήταν και αναγκασμένα να ακολουθούν ένα minimum πρακτικών που να διατηρεί τους δεσμούς τους με τις λαϊκές τάξεις. Έτσι, ταυτόχρονα με τη διάλυση της αριστερής τους πτέρυγας που επιθυμούσε την πραγματοποίηση ριζοσπαστικότερων μεταρρυθμίσεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, υιοθετήθηκε και μία πολιτική που απορρόφησε την ανεργία (Μίλιμπαντ 1984: 143-144) και διατήρησε την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων για ένα τουλάχιστον χρονικό διάστημα (Πουλαντζάς 1984: 166) ενώ η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ήταν σχετική και όχι απόλυτη (Πουλαντζάς 1975: 224-225). 
            Η διατήρηση αυτών των δεσμών εκπροσώπησης σε μία πρώτη φάση διευκόλυνε σημαντικά τους μετασχηματισμούς στο εσωτερικό του Κράτους που προωθούσαν τα φασιστικά κόμματα. Έτσι σε μία δεύτερη φάση όπου το βάρος έπεσε στην υποβάθμιση του ρόλου και της εκπροσώπησης της μικροαστικής τάξης, η βασική στρατηγική του φασισμού επεδίωκε την αναδιοργάνωση της ηγεμονίας προς όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου μέσω του περιορισμού της άσκησης της εξουσίας από το σύνολο των κρατικών μηχανισμών και τη μονοπώλησή της από ένα μόνο (Πουλαντζάς 1975: 433-434). Για να γίνουμε πιο σαφείς πρέπει να σημειώσουμε την απουσία λειτουργία του δικαίου όχι απλά μέσω της παραβίασης ορισμένων κανόνων αλλά πρώτα και κύρια μέσω της ανυπαρξίας θεσμικών περιορισμών. Το φασιστικό κράτος αποκτά απεριόριστη εξουσία- γεγονός που συνεπάγει την υποταγή του δικαστικού σώματος στο τμήμα εκείνο του μηχανισμού που συμπυκνώνει την κοινωνική εξουσία. Παράλληλα τροποποιείται η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ως ιδεολογικών μηχανισμών με συνέπεια το ρόλο αυτό να τον αναλαμβάνουν είτε άλλοι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί- ακόμα και οι μηχανισμοί καταστολής- είτε από το ίδιο το φασιστικό κόμμα. Αυτό που ακολουθεί είναι η αναστολή των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (Πουλαντζάς 1975: 441-446), γεγονός που αποτελεί τη συνέπεια της ανάγκης αναδιοργάνωσης της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών κατά τέτοιο τρόπο που να διευκολύνει τόσο την ολοκλήρωση της μετάβασης στον μονοπωλιακό καπιταλισμό όσο και αυτή της προετοιμασίας της στρατιωτικής επέκτασης που αποτελεί- όπως ήδη υποστηρίξαμε- καθοριστικό χαρακτηριστικό του φασιστικού φαινομένου.
 
Μεθοδολογία και υποθέσεις.
Στο συγκεκριμένο άρθρο επιδιώκουμε να δούμε την διείσδυση μιας “φασιστικής” επιχειρημα-τολογίας στους εφήβους. Επίσης έχουμε την υπόθεση ότι οι έφηβοι θα δεχθούν “καλύτερα” την δεδομένη επιχειρηματολογία όταν τους παράσχουμε προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα πάρα όταν την αποκλείουμε.
Είναι σαφές ότι με το δεδομένο της προβλεπόμενης αναστρεψιμότητας απαιτείται λιγότερος γνωστικός κόπος αποδοχής της επιχειρηματολογίας εφόσον προδιαθέτουμε τα υποκείμενα σε μια επικείμενη αλλαγή της κατάστασης και έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, ελαφρύνουμε τις συνέπειες.
Ακολουθήθηκε η πειραματική διαδικασία και φτιάχτηκαν τρεις ομάδες εφήβων (30 άτομα περίπου η κάθε μία): α/ φασιστική επιχειρηματολογία με προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα, β/ φασιστική επιχειρηματολογία χωρίς προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα και, τέλος, γ/ ομάδα ελέγχου χωρίς επιχειρηματολογία.
Η φασιστική επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε σ’ένα κείμενο που είχε ως εξής:
“…Όπως έχουν τα πράγματα στην πολιτική ζωή του τόπου, χρειάζεται κάποιος με πυγμή για να βάλει μια τάξη. Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να έχει την δύναμη και την εξουσία να αλλάξει τα πράγματα δυναμικά χωρίς να υποκύπτει σε άνομες απαιτήσεις και διαπλεκόμενα συμφέροντα. Ακόμα κι αν δεν εκλεγεί με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα πολύ πιθανό εφόσον η έννοια της δημοκρατίας σφετερίζεται από αρχηγίσκους και παρατρεχάμενους καρεκλοκένταυρους, μετά την αποκατάσταση της πραγματικής δημοκρατίας, θα πρέπει να κυβερνήσει τη χώρα με μια νέα γενιά αδιάφθορων πολιτικών που θα ορίσει και θα συνεχίσει το έργο του…
Μετά από την ψήφιση του νόμου αύξησης της βουλευτικής αποζημίωσης όπου οι 300 ‘εκπρόσωποι του λαού’ πήραν αύξηση της τάξης του 30% στους ήδη παχυλούς μισθούς τους, παραπληροφορώντας τον Ελληνικό λαό ότι το Σύνταγμα προβλέπει εξίσωση τους με τον εισαγγελέα Αρείου Πάγου (φυσικά, το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο μισθός του βουλευτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τον μισθό του εισαγγελέα Αρείου Πάγου και όχι ότι πρέπει να εξισωθεί μ’αυτόν), δεχθήκαμε το τελευταίο ράπισμα στην δημοκρατική μας συνείδηση. Τι ζητούν από μας αυτοί οι κύριοι;
Χρειαζόμαστε κάποιον έξω από αυτούς τους σφετεριστές της λαϊκής θέλησης, κάποιον που αν και δημοκράτης, να μην διστάσει να πατάξει έστω και με αντιδημοκρατική συμπεριφορά όπου είναι αναγκαίο, την σαπίλα που μας περιτριγυρίζει, κάποιον που να αποδώσει στην Δημοκρατία την καθαρότητα που της αξίζει έστω κι αν δεν έχει ανέβει στην εξουσία με δημοκρατικές διαδικασίες:”
Σαφώς το κείμενο αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία φασιστική και την οποία κάποιος ηγέτης (δικτάτορας) αναλαμβάνει με μη-δημοκρατικό τρόπο την εξουσία, (δι-)ορίζει τους συνεργάτες του και πατάσσει με αντιδημοκρατική συμπεριφορά (!) τους αντιπάλους του. Στο κείμενο διατηρήθηκαν τα έντονα γράμματα όπου αυτά παρουσιάστηκαν.
Στο τέλος του κειμένου υπήρχε μια πρόταση που καθόριζε την προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα και ήταν ως εξής:
Ομάδα 1: Μη-προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα.
Χρειαζόμαστε κάποιον που θα κάνει τη δουλειά του και δεν θα ξανα-παραχωρήσει την εξουσία σε πολιτικάντηδες ‘δημοκρατικά’ εκλεγμένους.
Ομάδα 2: Προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα
Χρειαζόμαστε κάποιον που αφού κάνει τη δουλειά του θα ξανα-παραχωρήσει την πολιτική σε πολιτικούς δημοκρατικά εκλεγμένους.
Στο τέλος της σελίδας και χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα άλλο τα υποκείμενα έπρεπε να δηλώσουν τον βαθμό συμφωνίας τους με το κείμενο σε μια επταβάθμια κλίμακα από 1=Διαφωνώ απόλυτα έως 7=Συμφωνώ απόλυτα.
Ακολουθούσαν ερωτήσεις όπου ζητούσαμε πάλι τον βαθμό συμφωνίας των υποκειμένων με προτάσεις που αφορούσαν απόψεις για την δημοκρατία. Σκοπός μας ήταν να δούμε τι αποτέλεσμα (ή τι αντίκτυπο) θα είχε αυτό το κείμενο από ιδεολογική άποψη στους εφήβους.
Η ομάδα ελέγχου δεν διάβαζε κανένα κείμενο και προχωρούσε απευθείας στις ερωτήσεις δημοκρατικών απόψεων. Αυτή η ομάδα συγκροτήθηκε για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε τις αλλαγές στις απόψεις των υποκειμένων με βάση το κείμενο.
 
Αποτελέσματα
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι έφηβοι φαίνονται να συμφωνούν και στις δύο εκδοχές του κειμένου (πάνω από την μέση ‘4’ και στις δύο πειραματικές συνθήκες). Εντούτοις, είναι σαφές (βλέπε σχήμα 1) ότι οι έφηβοι είναι πιο θετικά προσκείμενοι στον υποτιθέμενο δικτάτορα όταν αυτός δηλώνει προσωρινός δηλαδή όταν ισχύει η προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα…  
 

Εισαγωγή σχήματος 1

Σχήμα 1: Αποδοχή του “δικτάτορα” ανάλογα με την πειραματική συνθήκη.

 
Παρατηρούμε λοιπόν ότι όντως ο δικτάτορας είναι πιο αποδεκτός όταν έχει σαν επιχείρημα την προβλεπόμενη αναστρεψιμότητα σε μια “δημοκρατική” κατάσταση (p<.01). Είναι βέβαια μια ιστορική αλήθεια ότι κανείς δικτάτορας δεν εγκατέλειψε την εξουσία μετά το “καθάρισμα” του πολιτικού χώρου… Επίσης, κανείς δικτάτορας δεν θεώρησε ότι η χώρα δεν τον “χρειάζεται” άλλο για να αποχωρήσει…
Οι επόμενες ερωτήσεις είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικές όσον αφορά τις αλλαγές σε απόψεις για την δημοκρατία (βλέπε σχήμα 2)
 

Εισαγωγή σχήματος 2

Σχήμα 2: Απόψεις για την δημοκρατία ανάλογα με την πειραματική συνθήκη.

 
Στο σχήμα 2 (p<.05) παρατηρούμε ότι οι έφηβοι που ήταν στην συνθήκη “προσωρινός δικτάτορας” ή προβλεπόμενης αναστρεψιμότητας υποβιβάζουν περισσότερο τις δημοκρατικές απόψεις απ’ότι οι συνάδελφοι τους που βρίσκονται στις άλλες δύο συνθήκες. Παράλληλα, δεν παρατηρείται διαφορά μεταξύ των ομάδων ελέγχου και μη-προβλεπόμενης αναστρεψιμότητας.
Άρα, οι έφηβοι που αποδέχονται περισσότερο τον “δικτάτορα” εφόσον βρίσκονται σε κατάσταση προβλεπόμενης αναστρεψιμότητας διαφοροποιούνται στην συνέχεια και σε επίπεδο δημοκρατικών απόψεων: πιο συγκεκριμένα, υποτιμούν τους βουλευτές και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα ενώ διατείνονται ότι δεν υπάρχουν ικανοί ηγέτες. Στις υπόλοιπες ερωτήσεις, οι πειραματικές συνθήκες δεν διαφοροποιούνται σημαντικά, γεγονός που μας οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι κυρίως πλήττεται ο θεσμός του βουλευτή-ηγέτη.
 
Συμπεράσματα
Τα στοιχεία που προκύπτουν από την εφαρμογή του πειράματος είναι δυνατό, αν ακολουθηθεί μία πρόχειρη ερμηνεία, να οδηγήσουν σε υπερεκτίμηση των διαγραφόμενων τάσεων και να δημιουργηθούν απλουστευτικές εξισώσεις του τύπου "το μεγαλύτερο τμήμα των σημερινών μαθητών τείνει να αποδεχτεί την κατάλυση των κοινοβουλευτικών θεσμών" γεγονός που μπορεί να συντελέσει στην καλλιέργεια εντυπώσεων πως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση φασιστικού φαινομένου σε μαζική κλίμακα. Τα ζητήματα, λοιπόν, που κρίνεται αναγκαίο να αναλυθούν εκτενέστερα στη συνέχεια του παρόντος άρθρου, αφορούν τους όρους εμφάνισης του φασισμού στην "κλασική" του μορφή καθώς και τα φαινόμενα εκείνα που ευνοούν, στα πλαίσια της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, την ανάπτυξη συμπεριφορών φιλικά διακείμενων στην υιοθέτηση αντικοινοβουλευτικών λύσεων.
H -σχετικά- εκτενής αναφορά στο φασιστικό φαινόμενο έγινε γιατί μόνο μέσα από την παρουσίαση των βασικών χαρακτηριστικών του είναι δυνατό να κατανοήσουμε τις διαφορές που χωρίζουν την Ιταλία και τη Γερμανία του μεσοπολέμου με τη σύγχρονη Ελλάδα. Αυτό που τονίστηκε είναι πως πέρα από τις δεδομένες ιστορικές διαφορές ο φασισμός έχει να επιδείξει την παρουσία πέντε βασικών στοιχείων: α) ημιτελής πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση β) υιοθέτηση εξωτερικής πολιτικής με σαφή επιθετικά/ επεκτατικά χαρακτηριστικά γ) ύπαρξη οικονομικής κρίσης με καταλυτικά αποτελέσματα για την κοινωνική συνοχή δ) σφοδρή αντίθεση μεταξύ παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων και μονοπωλιακού κεφαλαίου στη διαδικασία μετάβασης στα στάδιο της σχετικής υπεραξίας ε) ένα βαθύτατο αίσθημα  εθνικής ταπείνωσης που προήρθε από τις συνέπειες του Α' παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι φανερό ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει για τη σημερινή Ελλάδα. Η πορεία προς την εθνική ολοκλήρωση έχει τελειώσει εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η εθνική εξωτερική πολιτική δεν χαρακτηρίζεται από την παρουσία αλυτρωτικού/ επεκτατικού λόγου. Η οικονομική κρίση αν και παρούσα δεν έχει πάρει τη βιαιότητα που οδήγησε στον διπλασιασμό τον ανέργων στη Γερμανία μέσα σε ένα μόνο χρόνο. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έχει περάσει στο στάδιο της σχετικής υπεραξίας πριν ακόμα ξεκινήσει ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος (Μηλιός 1988: 285-293). Η χώρα δεν έχει βγει από μία οδυνηρή εθνική περιπέτεια ικανή να δημιουργήσει αισθήματα εθνικής μειονεξίας.
Ωστόσο το ζήτημα παραμένει από τη στιγμή που δεν αποσαφηνίζονται οι λόγοι που οδήγησαν τους μαθητές στις επιλογές που κατέδειξε το πείραμα. Η θέση που υποστηρίζουμε είναι πως η εναντίωση στον κοινοβουλευτισμό και η εμπιστοσύνη στην εξουσία ενός χαρισματικού/ αυταρχικού ηγέτη υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια στην νοοτροπία των ελλήνων και αποτελεί μορφή αντίδρασης στην απουσία εναλλακτικής πολιτικής που θα αποσκοπεί στη βελτίωση της θέσης των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων. Στο γεγονός αυτό συμβάλει η γενικότερη μετατόπιση του πολιτικού συστήματος προς τα δεξιά καθώς και χρονική απόσταση που επιφέρουν μία τάση λήθης προς τα δικτατορικά καθεστώτα.
 Έτσι, σύμφωνα με μία σχετικά πρόσφατη έρευνα της εταιρείας V- PRC ένας στους τρεις έλληνες δεν θυμάται την ακριβή χρονολογία επιβολής της δικτατορίας- ποσοστό που φτάνει το 50% στις νεώτερες ηλικίες. Παράλληλα, τα ποσοστά αυτά εμφανίζονται σαφώς πιο αυξημένα στο ερώτημα σχετικά με τη μνήμη για τα ονόματα  των αντιστασιακών οργανώσεων (58% για τις μεγαλύτερες ηλικίες και 72% για τις νεώτερες τα άτομα που δεν θυμούνταν καμία οργάνωση). Το σημαντικότερο, όμως, εύρημα της έρευνας είναι το γεγονός της υιοθέτησης μιας διφορούμενης τάσης απέναντι στη δικτατορία από ένα σημαντικό τμήμα του δείγματος που επέλεξε την απάντηση “η δικτατορία έκανε και καλό και κακό”.
Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να προκαλούν εντύπωση. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα σημαντικό τμήμα των συντηρητικών κυρίως ψηφοφόρων έδειχνε τάσεις συμπάθειας προς το καθεστώς των συνταγματαρχών: Μόνο το 25,8% των ψηφοφόρων της ΝΔ πίστευε πως “η δικτατορία ένα μόνο κακό στην Ελλάδα” ενώ το 39,3% δήλωνε τη συμπάθειά του για το Γ. Παπαδόπουλο (  ΕΚΚΕ και Νικολακόπουλος 1990: 209).
Τα αίτια αυτών συμπεριφορών θα πρέπει να αναζητηθούν στην κρίση αντιπροσώπευσης που γνωρίζουν οι σχέσεις των πολιτικών κομμάτων με τους ψηφοφόρους- γεγονός που οφείλεται στους εξής λόγους: α) στον περιορισμό των πελατειακών σχέσεων και του “ρουσφετιού” λόγω της υιοθέτησης των προγραμμάτων δημοσιονομικής λιτότητας β) στην άσκηση μία παραπλήσιας πολιτικής από όλες τις κυβερνήσεις η οποία αποσκοπεί  στην εναρμόνιση των ελληνικής οικονομίας με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης γ) στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ πολιτικού προσωπικού και επιχειρηματικού κόσμου δ) στη γενικότερη τάση από- πολιτικοποίησης και ατομικισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Η απόσχιση αυτή από τους κομματικούς φορείς  φαίνεται εύγλωττα και από τα στοιχεία που παρουσιάζουν σχετικές έρευνες (Καφετζής 1994: 244-245): Έτσι, οι απόλυτα αρνητικές στάσεις των ψηφοφόρων έναντι των πολιτικών και των κυβερνώντων αυξάνεται από το 43% (1985) στο 69,5% (1990). Ταυτόχρονα οι ψηφοφόροι που διαφωνούν απόλυτα πως όλα τα κόμματα είναι ίδια μειώνονται από 40,4% (1985) σε 15,5% (1990).
Εν κατακλείδι, το τελικό συμπέρασμα που υποστηρίζεται στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου είναι πως συμπεριφορές σαν αυτές που κατέγραψε το πείραμα αντανακλούν ένα γενικότερο κλίμα δυσαρέσκειας από τα πολιτικά κόμματα και την πολιτική ζωή παρά μία σαφή τάση ανάπτυξης ενός ενδεχόμενου φασιστικού κινήματος. Τάση ανάπτυξης που δεν ευνοείται ούτε από την απουσία των ιστορικών προϋποθέσεων ανόδου του Φασισμού, αλλά ούτε και από τα αμελητέα ποσοστά της ακροδεξιάς σε όλων των ειδών τις εκλογικές αναμετρήσεις. Εντούτοις, αυτή η δυσαρέσκεια λειτουργεί ως δούρειος ίππος σε ιδεολογικό επίπεδο και επιτρέπει μέσω κοινωνιο-ψυχολογικών μηχανισμών την διείσδυση ολοκληρωτικής επιχειρηματολογίας στην εφηβική νοοτροπία: οι έφηβοι παρουσιάζονται ως αρκετά συμπαθείς ως προς ένα “πεφωτισμένο ηγέτη που θα αποχωρήσει”. Είναι βέβαια αμφισβητήσιμη η προσχώρηση τους σε κάποιο ανάλογο πολιτικό χώρο, αλλά αυτές οι τάσεις δείχνουν ότι είναι τρωτοί σε αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση ελλείψει άλλων λύσεων –όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Είναι καθήκον της πολιτείας να σκύψει πάνω από τους νέους για να μην επιτρέψει να συμβεί το χειρότερο ως προς αυτή την κατεύθυνση…
 
Βιβλιογραφία
Α. Ξενόγλωσση:
ABRIC J.C. (1976). Jeux, conflits et reprιsentations sociales, Thθse de trosiθme cycle, Universitι de Provence.
ABRIC J.C. (1987). Conflit, coopιration et compιtition aux reprιsentations sociales, Cousset (Suisse): DelVal
ABRIC J.C. (1993). Central system, peripheral system: theirs fonctions and roles in the dynamics of social representations, Papers on Social Representations, Vol 2, No 2, 75-128.
ABRIC J.C. (1994). L΄organisation interne des reprιsentations sociales: systθme central et systθme pιriphιrique, In Guimelli C. (ιd), Structures et transformations des reprιsentations sociales, Neuchβtel (Suisse): Delachaux et Niestlι.
ABRIC J.C. (1994a). Mιthodologie de recueil des reprιsentations sociales , In Abric J-C. (ιd), Pratiques sociales et reprιsentations, Paris: PUF.
ABRIC J.C. (1994b). Les reprιsentations sociales: aspects thιoriques , In Abric J-C. (ιd), Pratiques sociales et reprιsentations, Paris: PUF.
ABRIC J.C. (1994c). Pratiques sociales, reprιsentations sociales , In Abric J-C. (ιd), Pratiques sociales et reprιsentations, Paris: PUF.
DURKHEIM E. (1937) Les rιgles de la mιthode sociologique, Paris: Presses Universitaires de France (5θme ιd. 1990).
FARR R.M. (1984). Les reprιsentations sociales, in S. Moscovici (ιd), Psychologie sociale, Paris: PUF.
FESTINGER L. (1957) A theory of cognitive dissonance. Evanston: Row & Peterson.
FLAMENT C. (1981). L’analyse de similitude: une tιchnique pour les recherches sur les reprιsentations sociales, Cahiers de psychologie cognitive, Vol 1, No 4, 375-385.
FLAMENT C. (1987). Pratiques et reprιsentations sociales, In J-L Beauvois, R-V Joule, J-M Monteil (ιds), Perspectives cognitives et conduites sociales, Tome I, Fribourg (Suisse): DelVal.
FLAMENT C., MOLINER P. (1989). Note: contribution experimental ΰ la thιorie du noyau central d’une reprιsentation, In J-L Beauvois, R-V Joule, J-M Monteil (ιds), Perspectives cognitives et conduites sociales, Tome II, Fribourg (Suisse): DelVal.
FLAMENT C. (1989a). Structures et dynamique des reprιsentations sociales, In Jodelet D. (ιd), Les reprιsentations sociales, Paris: PUF.
FLAMENT C. (1994). Aspects pιriphιriques des reprιsentations sociales, Guimelli C. (ιd), Structures et transformations des reprιsentations sociales, Neuchβtel (Suisse): Delachaux et Niestlι.
FLAMENT C. (1994a). Structure, dynamique et transformation des reprιsentations sociales, In J.C. Abric (Ed.). Pratiques et reprιsentations sociales. Paris: Presses Universitaires de France.
GILLY M. (1978). Enseignant-enseignι: rτles institutionels et reprιsentations, Thθse d’ιtat, Universitι de Paris V.
GUIMELLI C. (1989). Pratiques nouvelles et transformation sans rupture d΄une reprιsentation sociale: la reprιsentation de la chasse et de la nature. In J.L. Beauvois, R.V. Joulι et J.M. Monteil (Eds.). Perspectives cognitives et conduites sociales. Tome 2: Reprιsentations et processus cognitifs. Cousset: DelVal, 117-138. 
GUIMELLI C. & ROUQUETTE M.L. (1992). Contribution du modθle associatif des schθmes cognitifs de base ΰ l΄analyse structurale des reprιsentations sociales. Bulletin de Psychologie, XLV, 405, 196-202.
HERZLICH C. (1969). Santι et maladie: analyse d’une reprιsentations sociale, Paris: Mouton.
HERZLICH C. (1972). La reprιsentation sociale, In S. Moscovici (ιd), Introduction ΰ la psychologie sociale, Vol 1, Paris: Larousse.
JODELET  D. (1986), Fou et folie dans un milieu rural franηais: une approche monographique, In W. Doise, A. Palmonari (ιds), L’ιtude des reprιsentations sociales, Neuchβtel (Suisse): Delachaux et Niestlι.
JODELET  D. (1989), Folies et reprιsentations sociales, Paris:PUF.
KATERELOS I. (1993). Pratiques, conditionnalitι et sous-structuration au sein des reprιsentations sociales. Aix-en-Provence: Thθse de Doctorat de l΄Universitι de Provence.
KIESLER C.A. (1971), The psychology of commitment. Experiments linking behavior to belief, New York: Academic Press.
MOSCOVICI S. (1986). L’θre des reprιsentations sociales, In W. Doise, A. Palmonari (ιds), L’ιtude des reprιsentations sociales, Neuchβtel (Suisse): Delachaux et Niestlι..
MOSCOVICI S. (1961). La psychanalyse, son image et son public, Paris: Presses Universitaires de France (2eme ιd. 1976).
PAYNE S., (1980) Fascim. Comparison and Definition, Wisconsin: The University of Wisconsin Press.
PEYKERT D J. K., (1933), Inside Nazi Germany. Conformity, Opposition and Racism in everyday life, , New York: Penguin.
URGELIN H.,(1976) "Les elections du 14 Septembre 1930" στο A. Grosser, 10 Lecons sur le Nazisme, , Paris: Editions complexe.
VERGΘS P. (1994). Approche du noyau central: propriιtιs quantitatives et structurales. In Guimelli C. (ιd), Structures et transfomations des reprιsentations sociales, Neuchβtel (Suisse): Delachaux et Niestlι.
VAJDA M.(1976), Fascism as mass mouvement, London 1976.
WEBER H.(1978) "Eurocommunism, Socialism and Democracy", New Left Review no 100.
 
Β. Ελληνική:
ΚΑΦΕΤΖΗΣ Π.,(1994) “Πολιτική κρίση και Πολιτική κουλτούρα” στο Ν. Δεμερτζής (επιμ.), Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα Σήμερα, Αθήνα: Οδυσσέας.
ΜαυρογορδάτοΣ Γ.- ΝικολακόπουλοΣ Η. κ.α., (1988) “Συγκριτική Έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας στις χώρες της Ν. Ευρώπης”, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών τ. 69α.
ΜηλιόΣ Γ. (1988),  Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Αθήνα: Εξάντας.
Μίλιμπαντ Ρ. (1984), Το Κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία, Αθήνα:Πολύτυπο.
ΝικολακόπουλοΣ Η. (1990), “Η εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων” στο Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Εκλογές και Κόμματα στη δεκαετία του ’80, Αθήνα: Θεμέλιο.
ΠουλαντζάΣ Ν. (1975), Φασισμός και Δικτατορία, Αθήνα: Ολκός,.
ΠουλαντζάΣ Ν. (1984), "Σχετικά με τη λαϊκή απήχηση του Φασισμού", στο Πουλαντζάς Ν., Μίλιμπαντ Ρ., Φάυ Ζ-Π., Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινομένου, Αθήνα: Θεμέλιο.
ΦίλιαΣ Β.(1988), Κοινωνικά Συστήματα στον 20ο αιώνα, Α' τόμος, Αθήνα: Gutenberg.
V- PRC., “΄Ερευνα για τα 30 χρόνια από την απριλιανή δικτατορία”, Ελευθεροτυπία 13-17/4/97
 
 

 

· Λέκτορας Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Λ. Συγγρού 136, 17671 Αθήνα.  
E-mail: iokat@panteion.gr
* Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Λ. Συγγρού 136, 17671 Αθήνα. Ε-mail:ssakella@panteion.gr
[1]Με τον όρο φασιστικό φαινόμενο εννοούμε μία σύμμιξη κοινών στοιχείων που χαρακτήρισαν και τον γερμανικό ναζισμό αλλά και τον ιταλικό φασισμό όπου κάποια χαρακτηριστικά έχει τη δική του ιδιαιτερότητα αυτό επισημαίνεται στο κείμενο. Ωστόσο τα δύο φαινόμενα δεν παρουσίασαν μόνο ομοιότητες: Στην Ιταλία η κατασταλτική και ιδεολογική παρέμβαση του Κράτους εμφανίζεται πιο περιοριασμένη- γεγονός που ισχύει και για το χώρο της διοίκησης αλλά και για το δικαστικό σώμα (Πουλαντζάς 1975: 486). Παράλληλα ο χιτλερισμός ήταν θεμελιωμένος στα ρατσισμό ενώ ο ιταλικός φασισμός στον εθνικισμό, το ναζιστικό κόμμα διαδραμάτισε ένα σαφώς πιο ενεργό ρόλο απ' ότι το ιταλικό και τέλος, αλλά όχι έσχατο, ο βασικός στόχος της εξωτερική πολιτικής του Ράιχ ήταν ο επεκτατισμός με σκοπό την εθνολογική και φυλετική κάθαρση της Ευρώπης, ενώ οι Ιταλοί στόχευαν περισσότερο στην αποικιακού χαρακτήρα εξάπλωσή τους στο χώρο της Μεσογείου (Payne 1980: 101-102)