Προς μία ιστορική δικαίωση του ΓΑΠ και του Α. Σαμαρά;

Προς μία ιστορική δικαίωση του ΓΑΠ και του Α. Σαμαρά;

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

Αμέσως μετά την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος το κυβερνητικό κέντρο και αφού προχώρησε στη σύναψη συμφωνίας με τους δανειστές άρχισε να χρησιμοποιεί με σταθερότητα το ακόλουθο επιχείρημα: «δεν υπήρχε άλλη λύση»

Ωστόσο, η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης αναδεικνύει μια σειρά από ζητήματα.

Το πρώτο αφορά την ύπαρξη μιας κόκκινης γραμμής που συνδέει την κυβέρνηση Τσίπρα με τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά. Καμία από τις τρεις δεν ήταν ‘προγραμματισμένη’ για την εφαρμογή  μνημονίων.  Οι δύο τελευταίες όταν βρίσκονταν προ των πυλών της κυβερνητικής εξουσίας δήλωναν συνεχώς πως δεν σκόπευαν να εφαρμόσουν μνημονιακές πολιτικές (ο Παπανδρέου με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν» και ο Σαμαράς με τα αλήστου μνήμης Ζάππεια Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και τη καταψήφιση των μνημονιακών μέτρων την περίοδο 2010- 2011). Σύντομα, όμως, προσαρμόστηκαν στη «σκληρή» πραγματικότητα (που αντιστοιχούσε στους στόχους των τάξεων που εκπροσωπούσαν), υιοθετώντας εντελώς διαφορετικά μέτρα από αυτά που ευαγγελίζονταν πριν γίνουν κυβέρνηση. Το επιχείρημα αυτής της «υποχώρησης» ήταν κοινό: δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Οι μετέπειτα συνέπειες για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού είναι γνωστές, τα οικονομικά αδιέξοδα ακόμα πιο εμφανή (δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε πως τα μνημόνια ξεκίνησαν με το επιχείρημα της ανάγκης μείωσης του δημόσιου χρέους και μετά από 5 χρόνια κοινωνικής καταστροφής το χρέος σε σχετικούς αριθμούς έχει εκτοξευτεί από το 129% στο 176% και σε απολύτους αριθμούς έχει μειωθεί μόλις κατά 6 δις (από τα 328 στα 322 δις). Η Κυβέρνηση Τσίπρα κινείται ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο: δεν ήθελε τέτοια μέτρα αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση.    

Το δεύτερο είναι πως ακριβώς λόγω αυτής της κοινής κόκκινης γραμμής που συνέδεε τις προηγούμενες κυβερνήσεις τα κόμματα που στήριξαν αυτές τις πολιτικές είχαν την ίδια κατάληξη: βαθειά πολιτική αποδοκιμασία, έστω και με ανισόμετρο τρόπο: η ΔΗΜΑΡ και το ΛΑΟΣ εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη, το πιο ισχυρό μεταπολιτευτικά κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, αγωνίζεται να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, η ΝΔ βρίσκεται σε πολιτική περιδίνηση από την  οποία δύσκολα φαίνεται να μπορεί να απεμπλακεί: υπενθυμίζουμε πως έλαβε το δεύτερο μικρότερο ποσοστό στη ιστορία της, ο σημερινός αρχηγός της έχει οριστεί (!) από τη προηγούμενο και, το κυριότερο, δεν μπορεί να αρθρώσει ένα πολιτικό λόγο που να προσελκύσει πρώην ψηφοφόρους της μην εμφανίζοντας έτσι καμία πολιτική δυναμική (αντίστοιχη πχ με αυτή που είχε ο σύριζα ως αξιωματική αντιπολίτευση την περίοδο 2012- 2014). Από την πλευρά του και ο Σύριζα περνά μια πρωτοφανής εσωτερική κρίση, το μέγεθος της οποίας δεν έχει ακόμα αναδυθεί πλήρως. Σε κάθε περίπτωση ένα πολύ σημαντικό μέρος των λαϊκών τάξεων γύρισε την πλάτη του στα μνημονιακά κόμματα (παλαιά και νέα) θεωρώντας πως μπορούσε να υπάρξει και άλλη λύση. 

Το τρίτο έχει να κάνει με το πως προετοιμάστηκε η σημερινή ελληνική κυβέρνηση για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε. Θα μπορούσε, δε, να σημειωθεί πως ο Γ. Παπανδρέου και ο Α. Σαμαράς, είχαν, ο καθένας ξεχωριστά, από ένα ελαφρυντικό: ο Παπανδρέου ότι δεν είχε αντιληφθεί το ριζικό τρόπο με τον οποίο η ελληνική οικονομία είχε εμφανίσει χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσης, ενώ από την πλευρά του ο Σαμαράς θεωρούσε πως λόγω της πολιτικής συγγένειας με τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα έβρισκε πιο γόνιμο έδαφος για να αναπτύξει τις απόψεις του  Ο Α. Τσίπρας δε διέθετε κανένα από αυτά, το αντίθετο μάλιστα. Αφενός από το 2010 είχε γίνει σαφές πως η κρίση ήταν βαθιά και θα κρατούσε και αφετέρου ήδη από την πρωτοφανή επίθεση που είχε γίνει από τις ευρωπαϊκές συντηρητικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του Ιουνίου του 2012, είχε καταστεί σαφές πως οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν ήταν διατεθειμένες να δεχτούν οποιαδήποτε απόκλιση από το μνημονιακό πλαίσιο. ¨Όταν προεκλογικά ετίθετο, από πολλές πλευρές, το ερώτημα του τι θα κάνει μια κυβέρνηση του Σύριζα στη περίπτωση που οι δανειστές δε δέχονταν τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονταν στο προεκλογικό της πρόγραμμα, η, μονότονη, απάντηση ήταν πως δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση (βεβαίως αντίστοιχες βεβαιότητες είχαν διατυπωθεί από τον Σαμαρά για τη ελάφρυνση του χρέους ή από τον Παπανδρέου για έξοδο από την κρίση στα τέλη του 2011). Εδώ πια έχουμε ένα κράμα ιδεοληψίας και ανευθυνότητας. Ιδεοληψίας γιατί οι κυβερνητικοί ταγοί δεν διανοούνταν πως η Ευρώπη της αλληλεγγύης, όπως τη φαντάζονταν, θα μπορούσε να σπρώξει την Ελλάδα στον κοινωνικό καιάδα  (λες και δεν το είχε ήδη κάνει επί πέντε συναπτά έτη) Ανευθυνότητας διότι μια κυβέρνηση θα πρέπει πάντα να επεξεργάζεται και εναλλακτικές λύσεις δεδομένου ότι είναι αδύνατο να της πάνε όλα πρίμα    

Το αποτέλεσμα είναι πως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε με την κυβέρνηση να υιοθετεί αυτά που λίγες βδομάδες πριν είχε καταγγείλει σε όλους τους δυνατούς τόνους. Ανεξάρτητα από το αν το τρίτο μνημόνιο είναι το χειρότερο από όλα, το ζήτημα παραμένει: η κυβέρνηση Σύριζα- Ανελ ψήφισε μνημόνιο με όλα τα συμπαραμαρτούντα, κάνοντας δηλαδή ό,τι και οι προγενέστεροι 

Το τέταρτο ζήτημα είναι μήπως τελικά θα ήταν καλύτερα αν η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κάνει τίποτε. Δηλαδή αν από την πρώτη στιγμή είχε δεχθεί τις προτάσεις των δανειστών, χωρίς σχοινοτενείς διαπραγματεύσεις, λεκτικές επιθέσεις, πραγματοποίηση δημοψηφίσματος κλπ.  Η απάντηση δεν είναι εύκολη, το περίφημο μαίηλ Χαρδούβελη που περιελάμβανε μεν αντιλαϊκά μέτρα μικρότερης όμως έντασης, αλλά ποτέ δεν έγινε δεκτό από τη άλλη πλευρά. Ωστόσο η ουσία δεν αλλάζει. Και σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχε μια κυβέρνηση που θα εφάρμοζε μνημόνια

Βέβαια απέναντι σε όλα αυτά επιχειρούνται να χρησιμοποιηθούν τα επιχειρήματα πως μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει με πιο φιλολαϊκό τρόπο τα μνημόνια, αποκτά χρόνο να προετοιμαστεί για επικείμενη ρήξη και στο κάτω- κάτω δε θα πρέπει να διαγραφούν τα επιτεύγματα των πρώτων έξι μηνών. Σε όλα αυτά ο αντίλογος είναι πως δεν υπάρχει φιλολαϊκή εφαρμογή των μνημονίων, από τη στιγμή που αυτά υιοθετούνται θα υπάρχουν συνεχείς έλεγχοι από τους δανειστές για την πιστή τήρηση τους (όπως άλλωστε γινόταν και με τα προηγούμενα μνημόνια). Σε αντίθετη περίπτωση θα σταματήσει η χρηματοδότηση, η χώρα θα έρθει σε ρήξη με την ΟΝΕ, εξελίξεις που όπως έχει πολλάκις δηλώσει η κυβέρνηση απεύχεται με κάθε τρόπο. Ούτε βεβαίως είναι σοβαρό να μιλά κανείς για ρήξη όταν αφενός υποστηρίζει πως η θέση της Ελλάδας στην ΟΝΕ είναι αδιαπραγμάτευτη και αφετέρου βουλιάζει όλο και περισσότερο στις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής- πόσο μάλλον που δεν προχώρησε στο σχεδιασμό αυτής της ρήξης στο διάστημα από την άνοιξη του 2012 και μετά. Τέλος, ειλικρινά δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποια είναι τα ιδιαίτερα στοιχεία  φιλολαϊκής πολιτικής που θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε περίοδο μνημονίου: οι 100 δόσεις είχαν σχεδιαστεί από τη ΝΔ και τώρα πάνε για περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων, η μείωση της εισοδηματικής συμμετοχής στο φόρο αλληλεγγύης, που επίσης επί ΝΔ είχε σχεδιαστεί, ακυρώθηκε, οι επαναπροσλήψεις θα αντισταθμιστούν από  δραστική περιστολή των προγραμματισμένων προσλήψεων, ο νόμος Μπαλτά έχει πάει στις ελληνικές καλένδες, μένουν μόνο οι ανθρωπιστικού χαρακτήρα παρεμβάσεις στη απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και του νόμου για τις φυλακές, μόνο που γι’ αυτά τα δύο ποτέ δεν υπήρξαν διαφωνίες από τους δανειστές.  

Το τελικό συμπέρασμα είναι πως η χώρα οδεύει στον έκτο χρόνο μνημονίων, με ό,τι αυτό, το περιεχόμενο ου οποίου είναι πια γνωστό, συνεπάγεται. Η σημερινή κυβέρνηση ανεξάρτητα από προθέσεις, προέλευση, επιθυμίες κλπ αυτή την πολιτική θα εφαρμόσει, μια πολιτική όμοια με εκείνη των Παπανδρέου- Παπαδήμου- Σαμαρά. Οποιαδήποτε αντίληψη πως κάτι μπορεί να είναι διαφορετικό επειδή το κυβερνητικό σχήμα αυτοαποκαλείται ως ‘αριστερό’ δεν είναι απλώς αφελής αλλά και καθυστερεί τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού κοινωνικο- πολιτικού πόλου που θα αναλάβει να απεγκλωβίσει τον ελληνικό λαό από τη σημερινή αθλιότητα. Για να μη βρεθεί όμως η όποια κοινωνικοπολιτική συμμαχία εγκλωβισμένη στο φαύλο κύκλο του παρελθόντος  να επαναλαμβάνει τα λάθη μιας ρηχής αντιμνημονιακής πολιτικής σαν κι αυτή που οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα απαιτείται, πέρα από την οργάνωση του προγράμματος και των αγώνων των υποτελών τάξεων , αποφασιστική στρατηγική ρήξης με την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό γιατί πρόκειται για θεσμούς βαθύτατα αντιδραστικούς, όχι τώρα αλλά από τη στιγμή της δημιουργίας τους. Με αυτό όμως το θέμα θα ασχοληθούμε στο αμέσως επόμενο σημείωμά μας