ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ  ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΗΣ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»

(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ)

των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη 

 

1. Εισαγωγή

Αν κανείς παρατηρήσει τον κυρίαρχο λόγο, την πολιτική ρητορεία, τη δημοσιογραφική παραγωγή σε σχέση με την κατάσταση του κόσμου, αυτό το οποίο θα διαπιστώσει είναι ο τρόπος με τον οποίο η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται ως μια αυτονόητη πραγματικότητα, ως μια περίπου αυταπόδεικτη έννοια με αντίστοιχη αποδοχή με αυτή της βαρύτητας ή του σφαιρικού σχήματος της γης. Η προσέγγιση αυτή, δυστυχώς, δεν περιορίζεται μόνο στη δημοσιογραφία αλλά επεκτείνεται και στο χώρο της θεωρίας. Μια μικρή ματιά να ρίξει κανείς στην σχετική πρόσφατη θεωρητική παραγωγή θα τον πείσει για το πόσο αυτονόητη θεωρείται αυτή η έννοια και πώς το μεγαλύτερο μέρος τόσο της «mainstream» όσο και της ριζοσπαστικής θεωρητικής παραγωγής τοποθετείται πάνω σε αυτό το επίπεδο θεωρώντας την παγκοσμιοποίηση λίγο πολύ δεδομένη.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για πολλούς αιώνες θεωρούσαν αυτονόητη και την παραδοχή ότι η γη είναι επίπεδη. Με αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι στην επιστήμη και τη θεωρία δεν μπορούν να υπάρχουν αυτονόητες έννοιες. Κάθε έννοια καλείται να αναμετρηθεί τόσο με άλλες έννοιες και θεωρητικές προτάσεις όσο –εν τέλει- και με την ίδια την πραγματικότητα την οποία και προσπαθεί να θεωρητικοποιήσει.

Και το λέμε αυτό γιατί πιστεύουμε ότι η θεωρητική συζήτηση πάνω στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα θα λέγαμε ότι ακριβώς τώρα που αρχίζει το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης ως κοινωνικής διεργασίας να θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, είναι που πρέπει να γίνει πολύ πιο έντονη η θεωρητική συζήτηση και αντιπαράθεση. Πόσο μάλλον που αυτή η συζήτηση κάθε άλλο παρά αφορά αποκλειστικά και μόνο το χώρο της κοινωνικής θεωρίας, αφού έχει και αναμφισβήτητες πολιτικές συνέπειες. Η στάση που κρατά κανείς απέναντι σε αυτή τη συζήτηση και η τοποθέτηση που επιλέγει έχει και σαφέστατες πολιτικές προεκτάσεις. Και εδώ, ειδικά όσοι αναφέρονται στο μαρξιστικό ρεύμα σκέψης- και τέτοια περίπτωση είναι ο Νίκος Κοτζιάς, θα πρέπει να αναρωτηθούν όχι μόνο τις πολιτικές συνέπειες που μπορεί να έχει κάθε διαφορετική ερμηνεία του κόσμου, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι θεωρητικές επιλογές ορίζουν κάθε στιγμή πολιτικές αφετηρίες και πολιτικές οριοθετήσεις οι οποίες συχνά οδηγούν σε μη αντιστρέψιμες πολιτικές επιλογές. Αρκεί να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο οι παραγωγικές δυνάμεις κάποτε θεωρήθηκαν αυτονόητα ουδέτερες και πώς αυτό οδήγησε σε μια αδυναμία απάντησης στις καπιταλιστικές μεταλλαγές στην οργάνωση της εργασίας ή η αντίστοιχα «αυτονόητη» θεώρηση του κράτους ως ενός ουδέτερου εργαλείου.

Λέμε λοιπόν ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε αφορμές για να γίνεται αυτή η συζήτηση με τρόπο ουσιαστικό, με τρόπο που πραγματικά να ανοίγει τα ζητήματα και να μην τα κλείνει αυτάρεσκα. Σαν μια τέτοια αφορμή θεωρούμε το τελευταίο βιβλίο του Νίκου Κοτζιά: Παγκοσμιοποίηση. Η ιστορική θέση, το μέλλον και η πολιτική σημασία το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες. Αναμφίβολα η συγκεκριμένη μελέτη παρουσιάζει πολλές αρετές στις οποίες αξίζει να αναφερθεί κανείς· το πιο θετικό της στοιχείο, όμως, σχετίζεται με την πληθώρα των προβληματισμών τους οποίους γεννά, με τα εναύσματα που δημιουργεί στον αναγνώστη να σκεφτεί γύρω από το πολύπλοκο ζήτημα της «παγκοσμιοποίησης». Κάτω από αυτό το πρίσμα η δική μας προσπάθεια στοχεύει παρουσιάζοντας τα βασικά επιχειρήματα του Κοτζιά, υπογραμμίζοντας τους πιο σημαντικούς προβληματισμούς του εν λόγω συγγραφέα και αναφέροντας τα αδύνατα σημεία του βιβλίου να προεκτείνει την όλη συζήτηση στην τρέχουσα προβληματική περί παγκοσμιοποίησης.

Εκτιμούμε πως η πιο μεγάλη αρετή αυτού του βιβλίου είναι το γεγονός ότι προσεγγίζει την παγκοσμιοποίηση ως ένα θεωρητικό διακύβευμα και όχι ως μια αυτονόητη έννοια. Σε αντίθεση, δηλαδή, με το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής συζήτησης που κατά κύριο λόγο θεωρεί αυτονόητο το γεγονός της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης, ο Κοτζιάς επιμένει ότι αυτή οφείλει να δείξει την αναλυτική, και θεωρητική της ανωτερότητα απέναντι σε άλλα σχήματα. Αυτό δίνει όχι μόνο ένα ενδιαφέρον στην όλη συζήτηση, αλλά έχει και το επιπλέον πλεονέκτημα να μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα μιας δομημένης αντιπαράθεσης. Ανεξάρτητα λοιπόν από την πειστικότητα με την οποία ο Κοτζιάς στην τοποθέτησή του υπέρ της αξίας της παγκοσμιοποίησης ως θεωρητικής έννοιας αντικρούει τα αντίπαλα επιχειρήματα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχει σημασία το ίδιο τα γεγονός ότι παραδέχεται ότι υπάρχουν και έχουν βαρύτητα αντίπαλα επιχειρήματα, καθώς και το ότι διακρίνει ορθά και λανθασμένα σχήματα για την παγκοσμιοποίηση. Και με αυτόν τον τρόπο ανοίγει και δεν κλείνει τη συζήτηση.

2. Η βασική κατεύθυνση του βιβλίου

Ο Κοτζιάς γράφει αυτό το βιβλίο αποφασισμένος να αποδείξει αφενός πως το φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης» είναι υπαρκτό, αποτέλεσμα της εξέλιξης του καπιταλισμού, της ανάπτυξης της τεχνολογίας της ανθρώπινης δράσης (σ. 53), και, αφετέρου, πως τα επιχειρήματα των αρνητών της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης είναι έωλα. Η πρώτη του θεμελιακή παραδοχή είναι πως λόγω της παγκοσμιοποίησης ο σημερινός κόσμος έχει γίνει πιο σύνθετος, με μεγαλύτερο αριθμό εσωτερικών λειτουργιών, με πολλούς καινούριους θεσμούς, ενώ και οι παλιότεροι που ενσωματώθηκαν στις νέες συνθήκες έχουν σημαντικά τροποποιηθεί (σ. 50).

Στο επίπεδο της παραγωγής δημιουργείται μια εντελώς πρωτόγνωρη κατάσταση δεδομένης της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της χρήσης της πληροφορικής. Ουσιαστικά μιλάμε για ολότελα νέες συνθήκες όπου το διαδίκτυο, η τηλεδιάσκεψη, τα δίκτυα υπολογιστών δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα, το «παγκόσμιο» γραφείο (σ. 190). Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια καινοφανής προσέγγιση της σχέσης χώρου και χρόνου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν.Κ. «καθοριστικός παράγοντας, συστατικό αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης είναι η σχετικοποίηση των χρονικών- χωρικών αποστάσεων καθώς και η απαρχή ενός καινούριου χώρου, του κυβερνοχώρου» (σ. 61).

Καταλυτικής σημασίας παράγοντας των νέων εξελίξεων, για τον Κοτζιά, είναι η δομή της επικοινωνίας που επιφέρει η ψηφιακή τεχνολογία. Ουσιαστικά αυτή η μορφή τεχνολογίας έχει τη δυνατότητα να εκμηδενίζει το χρόνο και να ενοποιεί όλες τις υπόλοιπες αποτελώντας μια από τις θεμελιακές μήτρες τους (σ. 204).

Ταυτόχρονα, με τη δημιουργία του διαδικτύου καταργείται η «στείρα» σχέση μεταξύ πομπού και αποδέκτη η οποία χαρακτήριζε την περίοδο του τηλέγραφου ή ακόμα και του τηλεφώνου. Τώρα ο αποδέκτης μπορεί από μόνος του να αναλάβει πρωτοβουλίες επισκεπτόμενος ιστοσελίδες, ακούγοντας μουσική, διαβάζοντας κείμενα ή αποκτώντας ακόμα και δεύτερη ταυτότητα (σ. 212).

Σύμφωνα με τον συγγραφέα η παγκοσμιοποίηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη διεθνοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια ποιοτική τομή σε σχέση με τη διεθνοποίηση. Η εξέλιξη της διεθνοποίησης εξαρτήθηκε από τη λειτουργία του εθνικού κράτους. Αντίθετα η παγκοσμιοποίηση συνδέθηκε και αυτή με τη δράση του εθνικού κράτους διατηρώντας ταυτόχρονα μια ειδική ανεξαρτησία από αυτό (σ. 70). Αυτό συμβαίνει γιατί η διεθνοποίηση που προηγήθηκε χρονικά της παγκοσμιοποίησης, συνίσταται από ένα άθροισμα των εθνικών κρατών και των αντίστοιχων εθνικών οικονομιών που δραστηριοποιούνται εκτός των εθνικών τους χώρων. Από την άλλη η παγκοσμιοποίηση «τείνει να δημιουργήσει νέου τύπου παίκτες και μορφές οργάνωσης, πέραν των υπαρχόντων παικτών και των εθνικών πλαισίων δράσης ή συνεργασίας τους, χωρίς αναγκαστικά να καταργεί τους τελευταίους. Η πλέον θεμελιακή διαφορά είναι ότι η παγκοσμιοποίηση παράγει νέα ποιότητα, νέο πλαίσιο κίνησης των εθνικών παικτών» (σ. 58).

Σε σχέση με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό η παγκοσμιοποίηση θεωρείται μια νέα φάση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος (σ. 106) η οποία δημιουργείται υπεράνω των εθνικών κρατών ως απότοκο των δικών τους δράσεων, ενώ ο ιμπεριαλισμός αποτελεί στάδιο ανάπτυξης του εθνικού καπιταλισμού που αποκτά χαρακτηριστικά διεθνικής- εξωτερικής δράσης (σ. 90).

Στη συνέχεια ο ΝΚ κατατάσσει όλους εκείνους που αμφισβητούν το καινοφανές της παγκοσμιοποίησης σε τρεις διαφορετικές σχολές: α) στο ιστορικό επιχείρημα β) στο ενδιάμεσο επιχείρημα γ) και στη θεωρία του/των παγκόσμιου/ων συστήματος/ ων.

Σύμφωνα με τη σχολή του Ιστορικού επιχειρήματος η παγκοσμιοποίηση αποτελεί φαινόμενο του αναπτυγμένου καπιταλισμού και η πρώτη ιστορικά εμφάνισή της χρονολογείται στην περίοδο που εκτείνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Στη συνέχεια ακολούθησε μια φάση υποχώρησης και μετά μια φάση ανάκαμψης την οποία διανύουμε μέχρι σήμερα.

Το ενδιάμεσο επιχείρημα αποτελείται από όλες εκείνες τις θεωρήσεις που υποστηρίζουν πως η παγκοσμιοποίηση είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία. Υπάρχουν, ωστόσο, διαφορές στον αριθμό των φάσεων (από τρεις μέχρι τουλάχιστον πέντε) τις οποίες πέρασε η παγκοσμιοποίηση για να φτάσει στο σημερινό σημείο. Δεν υπάρχει, επίσης, συμφωνία για το πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτή η διαδικασία παγκοσμιοποίησης.

Η θεωρία των Παγκόσμιων συστημάτων έχει δύο εκδοχές. Η πρώτη σχετίζεται με την άποψη πως ο καπιταλισμός ήταν ήδη παγκοσμιοποιημένος από τη γένεσή του, τον 16ο αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη θεωρεί πως υπάρχουν διάφορες μορφές παγκόσμιων συστημάτων οι οποίες σχετίζονται με τη θρησκεία, το εμπόριο, τους τρόπους παραγωγής, τις σχέσεις μεταξύ των λαών κλπ. Ξεκινούν αρκετές χιλιάδες χρόνια πιο πριν και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Με αυτή την έννοια η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί κάτι καινούριο, είναι απλά μια παραλλαγή μορφών του παρελθόντος.

Τις τρεις αυτές θεωρήσεις το μόνο κοινό στοιχείο που τις συνδέει είναι πως δεν θεωρούν πως η ανθρωπότητα έχει μεταβεί σε μια πρωτόγνωρη ιστορικά φάση. Έχοντας εντελώς αντίθετη γνώμη ο Κοτζιάς, μολονότι αναγνωρίζει τη συμβολή όλων αυτών των θεωριών στη γνώση του ανθρώπινου πολιτισμού με τα ιστορικά, οικονομικά και πολιτιστικά στοιχεία τα οποία αναφέρουν, τους ασκεί αυστηρή κριτική.

Σχετικά με το λεγόμενο Ιστορικό επιχείρημα (ΙΕ) ο Κοτζιάς θεωρεί πως βασίζεται υπερβολικά στη χρήση εμπειρικών στοιχείων στην προσπάθεια να αποδείξει πως και παλιότερα ο κόσμος ήταν το ίδιο αν όχι περισσότερο διεθνοποιημένος/ παγκοσμιοποιημένος. Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι το ποιες στατιστικές είναι πιο έγκυρες αλλά η χρήση διαφορετικών μεθοδολογικών εργαλείων. Με άλλα, λόγια το πρόβλημα δεν είναι ποσοτικό αλλά ποιοτικό. Βάση αυτής της οπτικής το ΙΕ εξετάζει τη δημιουργία της παγκοσμιοποίησης τον 20ο αιώνα με κριτήρια που ίσχυαν την περίοδο της διεθνοποίησης τον 19ο αιώνα. Δηλαδή το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ο βαθμός της χρήσης του τηλέγραφου και του διαδικτύου σε κάθε εποχή, αλλά το κατά πόσο οι εφευρέσεις αυτές μετέβαλλαν την κοινωνική πραγματικότητα που τις περιέβαλε και πάνω εκεί να γίνουν οι όποιες συγκρίσεις. Κατά συνέπεια ούτε οι όγκοι των εξαγώγιμων εμπορευμάτων μπορούν να συγκριθούν, ούτε οι μεταφορές, ούτε οι επικοινωνίες. Ταυτόχρονα, στο χώρο της οικονομίας, δημιουργούνται διαφορετικού τύπου ροές για το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, ροές που συνδέονται με την εξέλιξη και τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Τέλος, οι υπερεθνικές επιχειρήσεις δεν είναι απλές εθνικές επιχειρήσεις με διεθνικές στρατηγικές αλλά αυτόνομοι οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι επιδιώκουν να υποτάξουν τα εθνικά κράτη στα ειδικά τους συμφέροντα ενώ η ίδια η παραγωγή τους στηρίζεται σε έναν υπερεθνικό καταμερισμό εργασίας.

Η κριτική που ασκείται από τον Κοτζιά στο λεγόμενο Ενδιάμεσο Επιχείρημα (ΕΕ) είναι πως χαρακτηρίζεται από μια ροπή προς την τελεολογία: Η παγκοσμιοποίηση, η οποία πολύ συχνά προσεγγίζεται με όρους γεωγραφίας, παρουσιάζει μια συνεχώς αυξανόμενη τάση προς την πλήρη υλοποίησή της. Από την άλλη, η εμμονή, από πλευράς του ΕΕ, ανάμιξης στοιχείων από διαφορετικούς τρόπους παραγωγής τα οποία αποτελούν εξίσου συστατικά μιας διηνεκούς παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε αδυναμία εξαγωγής συμπερασμάτων για τους μετασχηματισμούς στους πολιτικούς (εθνικούς και υπερεθνικούς) θεσμούς. Δε γίνεται δηλαδή κατανοητό, πάντα κατά τον Κοτζιά, πως δεν υπάρχει μια γραμμική ιστορική εξέλιξη αλλά μια ενσωμάτωση και αναδιαμόρφωση από τον καπιταλισμό στοιχείων από το παρελθόν. Από εκεί και πέρα «η ανάπτυξη του καπιταλισμού γεννά τον παγκόσμιο καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση είναι η υπέρβαση του εθνικού καπιταλισμού και όχι η «ολοκλήρωση» κάποιας πραγματικά υπάρχουσας τάσης, κάτι το προκαθορισμένο από γεννήσεως κόσμου» (σ. 254).

Η θεωρία του Παγκόσμιου συστήματος παρουσιάζει την αδυναμία να συγχέει την παγκοσμιοποίηση με την εμφάνιση (κι όχι επικράτηση) των πρώτων καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων καθώς και με τις εκστρατείες καθυπόταξης και εκδυτικισμού του «ανεξερεύνητου» πλανήτη. Ωστόσο, για τον Κοτζιά, η παγκοσμιοποίηση δεν ταυτίζεται ούτε με τον εκδυτικισμό, ούτε και με την αμερικανοποίηση. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι μια αλλαγή στη δομή του χωρόχρονου που δίνει τη δυνατότητα για πραγματοποίηση κινήσεων μέσα από μία μεγάλη παραλλαγή κατευθύνσεων. Παράλληλα η αντίληψη πως ο κόσμος είναι ενιαίος εδώ και 500 χρόνια ταυτίζει τις τάσεις ύπαρξης ορισμένων φαινομένων με αυτά κάθ’ αυτά τα φαινόμενα (σ. 259). Τέλος, για τη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων ο Κοτζιάς υποστηρίζει ότι χαρακτηρίζονται από τη σύγχυση πως στην ουσία υπάρχει μια παγκόσμια δομή συσσώρευσης η οποία υφίσταται ορισμένες γεωγραφικές αλλαγές: π.χ. το Χονγκ-Κονγκ θεωρείται ως ανάλογο με την –προκαπιταλιστική- Γένοβα της Ασίας, ενώ φτάνουμε σε ανιστόρητες τοποθετήσεις του τύπου σύγχυσης των προκαπιταλιστικών μορφών παραγωγής με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα υιοθετείται η ξεπερασμένη αντίληψη της αμεταβλητότητας του χρόνου. Ωστόσο, παρατηρεί ο Κοτζιάς, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει σήμερα είναι η κατανόηση πως ο χρόνος αποτελεί μια σχετική και ευμετάβλητη έννοια και αυτό που χαρακτηρίζει τις πιο σύγχρονες κοινωνίες είναι πύκνωση (σμίκρυνση) του χρόνου και η αλλαγή της σχέσης χώρου και χρόνου.

3. Η προσφορά της μελέτης του Κοτζιά

Αναμφίβολα, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί απόσταγμα μιας πολύχρονης εργασίας και μιας βαθιάς γνώσης του συνόλου της (ελληνικής και ξένης) συζήτησης γύρω από την παγκοσμιοποίηση. Ο Κοτζιάς γνωρίζει άριστα το αντικείμενό του και γι’ αυτό μπορεί να το κατατάσσει σε θεωρητικές σχολές, μετά να το κατανέμει και σε μικρότερες υποδιαιρέσεις και, τέλος, να αναδύονται τα κοινά σημεία και οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων θεωρητικών ρευμάτων. Για το αναγνώστη που θέλει να πληροφορηθεί για τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις γύρω από το ζήτημα το βιβλίο του Κοτζιά αποτελεί απαραίτητο, και συμπυκνωμένο, οδηγό. Ας μας επιτραπεί, δε, να υποστηρίξουμε πως η συγκεκριμένη μελέτη του αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές και πρωτότυπες εργασίες που έχει να επιδείξει το ρεύμα των θιασωτών της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης σε διεθνές επίπεδο.

Ταυτόχρονα, σημαντική αρετή του βιβλίου αποτελεί η συνεκτική, μεθοδολογικά, προσέγγιση που το διαπερνά. Ο Κοτζιάς μένει συνεπής σε αυτό που από την αρχή διακηρύττει πως θα πράξει: Ταξινόμηση, με ιδιαίτερα λεπτομερειακό τρόπο της όλης συζήτησης, εξήγηση τού γιατί η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια πρωτόγνωρη ιστορικά διαδικασία η οποία σε σημαντικό βαθμό στηρίζεται αφενός στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και στη δημιουργία του κυβερνοχώρου και αφετέρου στην επιδίωξη των εθνικών κρατών να δημιουργήσουν ένα οικοδόμημα που να βρίσκεται υπεράνω αυτών. Σε όλα αυτά βοηθούν το συγγραφέα η καλή γνώση μεθοδολογικών εργαλείων από ένα εύρος επιστημών που ξεκινά από τη ιστορία και την Πολιτική Επιστήμη και εκτείνεται μέχρι τη Φυσική και την Πληροφορική. Ταυτόχρονα ο Κοτζιάς δεν περιορίζεται στο να αναφερθεί μόνο σε μια πτυχή του φαινομένου (π.χ. στην οικονομική παγκοσμιοποίηση), αλλά επιχειρεί να ανιχνεύσει τα τεκταινόμενα στο σύνολο των πλευρών της κοινωνικής ζωής (οικονομία, πολιτική, διεθνείς θεσμοί, πολιτισμός, ιδεολογία, κοινωνικές πρακτικές). Έτσι προκύπτει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία σχετικά με το τι συμβαίνει στον σύγχρονο κόσμο.

Από εκεί και πέρα, το κείμενο διακρίνεται από αρκετές σημαντικές παρατηρήσεις οι οποίες θέτουν πλευρές του ζητήματος της παγκοσμιοποίησης σε μια διαφορετική βάση. Καταρχήν ο Κοτζιάς ασκεί μια ουσιαστική κριτική σε υπερβολές του λεγόμενου Ιστορικού Επιχειρήματος (ΙΕ). Αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το πρώτο αφορά το βάρος που δίνεται από τους Hirst και Thompson (βασικούς εκπροσώπους της σχολής του ΙΕ) στη σημασία που είχε η πολυεθνική Singer τον 19ο αιώνα. Ο Κοτζιάς ορθά παρατηρεί πως πρόκειται για οριακό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί πως επηρέαζε τις τότε εξελίξεις με τον τρόπο που το κάνουν οι σύγχρονες πολυεθνικές (IBM, General Motors, Microsoft) (σ. 183). Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με μια άλλη υπερβολική διατύπωση του Hirst σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική παγκοσμιοποίηση είχε χει ήδη επιτευχθεί από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (σ. 84). Αναμφίβολα η προβολή τέτοιων υπερβολών, από την πλευρά του ΙΕ, συσκοτίζει τη συζήτηση και δεν βοηθά να κατανοήσουμε το τι καινούριο έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια θεωρώντας πως όλα έχουν ήδη (ξανα)συμβεί στο παρελθόν.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η κριτική που γίνεται στο ΕΕ για τον τελεολογικό του χαρακτήρα. Σύμφωνα με το τελευταίο η ανθρώπινη εξέλιξη είναι κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένη συνδέεται άμεσα με τη διαρκώς εντεινόμενη παγκοσμιοποίηση η οποία οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Δεν υπάρχουν αντιθέσεις, διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, ιδιαίτερα συμφέροντα, αντιπαλότητες. Η κινητήρια της δύναμης της ιστορίας δεν είναι η πάλη των τάξεων αλλά η ενδογενής ροπή προς την παγκοσμιοποίηση. Ο Κοτζιάς αντίθετα, θεωρεί πως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί νέο φαινόμενο η μορφή του οποίου είναι υπό διακύβευση.

Τέλος, θεωρούμε από τα πιο σημαντικά σημεία του βιβλίου τις παρατηρήσεις που γίνονται στη θεωρία του Παγκόσμιου Συστήματος και ειδικά στην άποψη πως ο καπιταλισμός έχει επικρατήσει ως παγκόσμιο σύστημα από τον 16ο αιώνα. Ο Κοτζιάς θα παρατηρήσει πολύ ορθά πως σε αυτή την περίπτωση συγχέεται η ύπαρξη μιας τάσης, και μάλιστα σε πρωτόλεια μορφή, με την επικράτησή της.

4. Συνοψίζοντας: η βασική θέση του Κοτζιά

Το βιβλίο του Κοτζιά μπορεί να συμπυκνωθεί στην ακόλουθη κεντρική ιδέα: η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια νέα ιστορικά φάση του καπιταλιστικού συστήματος. Μέχρι την εμφάνισή της επικρατούσαν οι διεθνικές ιμπεριαλιστικές σχέσεις που είχαν δημιουργηθεί από τη γεωγραφική επέκταση των δραστηριοτήτων του έθνους- κράτους. Η παγκοσμιοποίηση μολονότι, ως ένα βαθμό, προκύπτει από τις ενέργειες των εθνικών κρατών, ταυτόχρονα αποτελεί και την υπέρβασή τους συγκροτώντας ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων που βρίσκεται υπεράνω των εθνικών κρατών. Καθοριστικό ρόλο για τη μετάβαση στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης έχει παίξει η ανάπτυξη της τεχνολογίας. Για τον Κοτζιά δεν πρόκειται για ένα σύνολο απλών τεχνολογικών εξελίξεων, που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζουν όλη την ανθρώπινη ιστορία αλλά για αλλαγές- τομή που δημιουργούν ένα νέο χώρο ανθρώπινης δραστηριότητας, τον κυβερνοχώρο. Ο Κοτζιάς θεωρεί πως κάθε περίοδος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη του δικού της χωροχρόνου (σ. 61). Η ανακάλυψη του υνιού θα φέρει τη δημιουργία του αστικού χώρου, η εφεύρεση του ηλεκτρισμού πρωτευόντως και του τηλέγραφου δευτερευόντως, θα οδηγήσουν στη φάση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και η πληροφορική στο σχηματισμό του κυβερνοχώρου και στην εμφάνιση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η δημιουργία του κυβερνοχώρου συντελούν καθοριστικά και στην αλλαγή της οργάνωσης της παραγωγής αλλά και στη μορφή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων.

5. Αντιφάσεις της προσέγγισης του Κοτζιά

Η προσέγγιση που κάνει ο Κοτζιάς στο θέμα της παγκοσμιοποίησης διακρίνεται όντως από στοιχεία που παραπέμπουν σε μια ορισμένη μαρξιστική θεώρηση: Λίγο πολύ υποστηρίζει ότι υπάρχει μια σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία επιφέρει αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και αντανακλάται στο εποικοδόμημα με τη δραστηριοποίηση του Κράτους στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα σε όλο το βιβλίο επιμένει πως το βασικό πάντα είναι οι ποιοτικές αλλαγές και όχι οι ποσοτικές, κατά συνέπεια η όλη συζήτηση πρέπει να γίνεται σε μεθοδολογικό και όχι σε εμπειρικό επίπεδο. Δεν θα διαφωνήσουμε με αυτή με αυτή τη δεύτερη θέση, μόνο που θα πρέπει να δούμε ακριβώς ποιες είναι αυτές οι ποιοτικές αλλαγές.

Υποστηρίζουμε έτσι ότι ο Κοτζιάς δίνει υπερβολική βαρύτητα στο ζήτημα της τεχνολογικής ανάπτυξης η οποία, κατά τη γνώμη του, δίνει μια νέα ποιότητα στην καπιταλιστική παραγωγή. Είναι αυτό σωστό; Εξαρτάται από τι εννοούμε. Αν θεωρήσουμε ως κριτήριο τις πολλαπλές δυνατότητες που δίνει η χρήση των υπολογιστών και του διαδικτύου τότε σίγουρα υπάρχει μια νέα ποιότητα μόνο που αυτή εγγράφεται στα πλαίσια της διαχρονικής εξέλιξης των ανακαλύψεων. Όμως αν μείνουμε σε αυτό κάνουμε μια απλή τεχνολογική περιοδολόγηση.

Το σημαντικό, κατά τη δική μας άποψη, είναι η προσέγγιση των όποιων αλλαγών στη βάση μαρξιστικών αναλυτικών εργαλείων με κυριότερο την έννοια του τρόπου παραγωγής και τον τρόπο που αυτός καθορίζεται πρώτα και κύρια από τις κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του και όχι από τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Με αυτή την έννοια το ακριβές ερώτημα θα ήταν αν και κατά πόσο η παγκοσμιοποίηση φέρνει κάτι καινούριο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από την άποψη ριζικών αλλαγών είτε στον πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων είτε στους όρους αναπαραγωγής του. Κι αυτό γιατί πιστεύουμε ότι η πραγματική θεωρητική πρόκληση δεν είναι στη μεριά όσων διαφωνούν με το σχήμα της παγκοσμιοποίησης, αλλά όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχει παγκοσμιοποίηση. Είναι σαφές ότι εκτός των άλλων υπαινισσόμαστε και ένα ορισμένο επιστημολογικό σχήμα, μια θέση για το τι συγκροτεί μια επιστήμη και μια επιστημονική έννοια. Λέμε λοιπόν ότι επιστημονική έννοια δεν μπορεί να είναι ποτέ απλώς μια περιγραφή ή μια κωδικοποίηση περιγραφών (έστω και με τη μορφή στατιστικών). Επιστημονική έννοια σημαίνει τη συγκρότηση ενός διακριτού θεωρητικού αντικειμένου, πιο σωστά μιας αρθρωμένης ολότητας θεωρητικών εννοιών που να επιτρέπει την ολόπλευρη θεωρητική ανασύνθεση μιας πραγματικής διαδικασίας[1]. Μια τέτοια αρθρωμένη θεωρητική κατασκευή θα πρέπει επίσης να μπορεί να στηρίζεται και σε ένα ορισμένο θεωρητικό κεκτημένο ή αντίστοιχα εάν πρόκειται να το απαρνηθεί θα πρέπει να κινηθεί σε ανάλογο επίπεδο αφαίρεσης.

Επομένως δύο ενδεχόμενα υπάρχουν θεωρητικά: Πρώτο ενδεχόμενο, να μπορεί κανείς να συγκροτήσει ένα συνεκτικό θεωρητικό σχήμα που να καταδεικνύει ότι πλέον ο τόπος αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι το παγκόσμιο σύστημα. Αναπαραγωγής και όχι εμφάνισης ή ύπαρξης και αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένους όρους: Πρώτον, ότι έχουμε ενιαία παγκόσμια αγορά. Δεύτερον, ότι έχουμε παγκόσμια αστική τάξη και παγκόσμιο προλεταριάτο. Τρίτον, ότι υπάρχει παγκόσμιο κράτος. Δεύτερο ενδεχόμενο, να υποστηριχθεί ότι έχουμε μία πρωτότυπη κοινωνική μορφή η οποία να αποδειχθεί ότι είναι υπέρτερη από αυτή της θεωρίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή να υποστηρίξει κάποιος ότι βρισκόμαστε σε μια μη καπιταλιστική παγκόσμια κοινωνική μορφή. Από εκεί και πέρα όλες οι αναφορές στο εάν και κατά πόσο έχει αυξηθεί επικοινωνία, η αίσθηση του χώρου και του χρόνου, οι εμπορικές συναλλαγές, μπορεί να έχουν ενδιαφέρον, όμως δεν αποτελούν θεωρητικές έννοιες, εκτός και αντίστοιχα συγκροτήσουμε μια καθολική θεωρία του κοινωνικού είτε γύρω από την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, είτε γύρω από την επικοινωνία, είτε γύρω από τις εμπορικές συναλλαγές.

Υποστηρίζουμε έτσι ότι κατά τη γνώμη μας επαρκείς θεωρητικές έννοιες για την προσέγγιση του κοινωνικού παραμένουν αυτές του τρόπου παραγωγής και των κοινωνικών σχηματισμών: ο Τρόπος Παραγωγής αποτελεί μια συγκεκριμένη πυρηνική δομή κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζεται από τη λειτουργία «εσωτερικών» νόμων κίνησης της κυρίαρχης κοινωνικής αντίθεσης (Μηλιός 1988: 101). Η δομή αυτή που αποτελείται από τρεις περιφερειακές δομές (οικονομική, δικαιοπολιτική, ιδεολογική)- μία εκ των οποίων κυριαρχεί στις υπόλοιπες κατέχοντας βασικό ρόλο στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής (Harnecker χχ: 137). Ο κοινωνικός σχηματισμός πάλι αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες μορφές στις οποίες αναπαράγεται ένας τρόπος παραγωγής, πιο σωστά αναπαράγεται η ηγεμονία του απέναντι σε άλλους τρόπους ή μορφές παραγωγής.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διακρίνεται από μια σειρά από στοιχεία που, ως σύνολο και αρθρωμένα μεταξύ τους, τον διαφοροποιούν από όλους τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής: Η οικονομική του δομή χαρακτηρίζεται: α) από την ιδιοκτησία και ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από τους μη άμεσα παραγωγούς, β) από την αδυναμία των άμεσων παραγωγών να θέτουν οι ίδιοι σε λειτουργία τα μέσα παραγωγής, και γ) από την πραγματοποίηση των σχέσεων διανομής στη βάση της ανταλλακτικής αξίας του προϊόντος εκφρασμένης μέσω του χρήματος.

Στο πολιτικό επίπεδο, έχουμε την ιδιαίτερη μορφή του αστικού κράτους, που αποτελεί το ειδικό θεσμικό αποτέλεσμα της υλικής αποκρυστάλλωσης της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία Το γεγονός της πλήρους αποστέρησης των άμεσων παραγωγών από τα μέσα παραγωγής προσδίδει στο κράτος την ιδιαίτερη μορφή της διακριτότητας από την οικονομική σφαίρα με την αποφυγή μορφών εξωοικονομικής απόσπασης υπερεργασίας.

Στο ιδεολογικό επίπεδο, μέσω της λειτουργίας των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους (Αλτουσέρ 1990) κωδικοποιείται και διαχέεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Η δομή της αστικής ιδεολογίας (το ειδικό βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας, της εθνικής ενότητας, του κοινού εθνικού συμφέροντος) συντελούν στη διαιώνιση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.

Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο ο πιο καθοριστικό είναι η εμφανής πρωτοκαθεδρία των παραγωγικών σχέσεων έναντι των παραγωγικών δυνάμεων (Μπετελέμ 1978, Κοριά 1986). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δούμε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως μια τεχνολογική μορφή αλλά ως μια κοινωνική δομή. Δεν είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας) που οδηγεί στον καπιταλισμό, αλλά το αντίθετο. Εάν αυτή η ιεράρχηση τεχνολογικών και κοινωνικών μορφών ισχύει έπεται ότι είναι μάλλον εσφαλμένη η προσπάθεια του Κοτζιά να εξάγει την εμφάνιση της παγκοσμιοποίησης ως διακριτής παραγωγικής δομής με βάση τεχνολογικές μορφές και μόνο. Αντίθετα θα έπρεπε να δείξει ότι αναδύονται ριζικά νέες κοινωνικές μορφές και ριζικά νέοι όροι αναπαραγωγής των κοινωνικών μορφών οι οποίοι να αιτιολογούν την παρουσίαση της παγκοσμιοποίησης ως τομής. Ο περιορισμός στην καταγραφή κάποιων τεχνολογικών τάσεων, ή σε έναν εμπειρισμό της αλλαγής «αίσθησης» από τον κόσμο κατά τη γνώμη μας δεν επαρκεί. Και αυτό δεν αποτελεί έλλειμμα της προσέγγισης του Κοτζιά, αλλά πολύ περισσότερο είναι το κρίσιμο θεωρητικό κενό συνολικά των σχημάτων περί παγκοσμιοποίησης

Ανακεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι το σχήμα στο οποίο αναφερόμαστε θεωρητικά κάνει μια κρίσιμη διάκριση: Από τη μια έχουμε την κεφαλαιακή σχέση, το κεφάλαιο στην πιο απλή και αφηρημένη μορφή του ως αυτοαξιοποιούμενη αξία, το οποίο προφανώς και δεν γνωρίζει σύνορα, περιορισμούς ή άλλους φραγμούς, είναι μια αυτοαναπαραγόμενη και αυτοτροφοδοτούμενη τυφλή κοινωνική δύναμη. Όμως η κεφαλαιακή σχέση απαιτεί για την αναπαραγωγή της συγκεκριμένες δομικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις τις οποίες αποτυπώνει θεωρητικά η έννοια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίστοιχα δεν μπορεί να αναπαραχθεί παρά μόνο μέσα σε συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, εν προκειμένω τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς: δηλαδή τις πολιτικές εκείνες μορφές που σχηματίστηκαν μέσα από την ίδια την ιστορία της ανάδυσης και διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και έδειξαν ότι είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες που δοκιμάστηκαν όπως την αποικιακή εμπορική εταιρεία, την αυτοκρατορία, την αποικιοκρατική αυτοκρατορία, την πόλη – κράτος, το δίκτυο εμπορικών πόλεων (Μπαλιμπάρ – Βαλλερστάιν 1991: 137-138). Μπορούμε επίσης να πούμε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ούτε σε ακόμη πιο αφηρημένο επίπεδο η κεφαλαιακή σχέση) δεν μπορούν να «υπάρξουν» (εκτός βέβαια από το επίπεδο του αφηρημένου θεωρητικού αντικειμένου) παρά μόνο μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικά προσδιορισμένες μορφές, μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς. Κατά τη γνώμη μας ούτε θεωρητικά μπορεί να συγκροτηθεί, ούτε και εμπειρικά να τεκμηριωθεί ή ύπαρξη μιας παγκόσμιας κοινωνικής δομής και σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να διαβαστεί η προσπάθεια εναλλακτικής περιοδολόγησης που ακολουθεί.

Η σημαντικότερη εξέλιξη στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θα είναι η μετάβαση από το φιλελεύθερο στάδιο του καπιταλισμού σε αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού η οποία θα συνοδευτεί από μια σειρά σημαντικών αλλαγών. Το πρώτο έχει να κάνει με τις αλλαγές στο προτσές παραγωγής με τη στενή έννοια, δηλαδή τον καθαυτό χώρο της παραγωγής. Τα εγγενή όρια στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας οδηγούν στην έμφαση στη σχετική υπεραξία, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ η όλο και μεγαλύτερη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή συντελεί στη μεταβίβαση γνώσεων από το συλλογικό εργάτη στο κεφάλαιο (Ιωακείμογλου 1985: 81). Αυτά με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε αύξηση των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής. Η τάση αυτή θα έρθει να διαπλεχτεί με την εγγενή ροπή του κεφαλαίου να υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα· έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων και εκτός των εθνικών συνόρων με αποτέλεσμα την ανάπτυξη των εξαγωγών κεφαλαίου (Μηλιός 1988: 106). Στο κοινωνικό επίπεδο θα σημειωθούν πολύ σημαντικές αλλαγές όπως η μείωση του μεγέθους των μη καπιταλιστικών τομέων και της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, η μετατόπιση της εργατικής δύναμης από το χωριό στην πόλη, η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, επέκταση της νέας μικροαστικής τάξης και η ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων (Στογιαννίδου 1985: 101). Τέλος, στο εποικοδόμημα οι μετασχηματισμοί μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) εκείνους που συνδέονται με την αύξηση των πεδίων δραστηριότητας της οικονομικής πολιτικής του κράτους, και β) εκείνους που έχουν να κάνουν με τις διαδικασίες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: η επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος Μηλιός 1993: 44-47) γ) εκείνους που σχετίζονται με τη μετάθεση της πραγματικής εξουσίας από την νομοθετική προς την εκτελεστική εξουσία (Πουλαντζάς 1984).

Η συσσώρευση αυτών των ποιοτικών και των ποσοτικών όρων θα οδηγήσει στην είσοδο στο μονοπωλιακό/ ιμπεριαλιστικό στάδιο και στη συγκρότηση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι: α) συγκεντροποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό που ως συνέπεια έχει τη δημιουργία των μονοπωλίων β) συγχώνευση του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου και σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου. γ) αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίων δ) δημιουργία πολυεθνικών επιχειρήσεων ε) ολοκλήρωση του μοιράσματος του κόσμου από τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (Λένιν 1976: 109).

Τι από όλα αυτά έχει αλλάξει; Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση συνεχίζεται με αποτέλεσμα τη δημιουργία γιγαντιαίων επιχειρήσεων με πολλά παραρτήματα και θυγατρικές που πωλούν μια πληθώρα εμπορευμάτων άσχετων μεταξύ τους. Το χρηματιστικό κεφάλαιο συνεχίζει την έντονη παρουσία του και η χρήση της πληροφορικής βοηθά στην καλύτερη λειτουργία της μερίδας του τραπεζικού κεφαλαίου. Ωστόσο, εδώ, ειδικά για τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα πρέπει να γίνουν δύο αποσαφηνίσεις: Η πρώτη είναι πως η αύξηση των κεφαλαίων που κινούνται προς την χρηματοπιστωτική σφαίρα (μολονότι το 2001 για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια σημειώθηκε απόλυτη πτώση) δεν οφείλεται στις τεχνολογικές αλλαγές αλλά στην εκτίμηση πως στο χώρο αυτό θα επιτευχθούν μεγαλύτερα επίπεδα κερδοφορίας. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, για τεχνικό ζήτημα αλλά για συγκεκριμένη στρατηγική των αστικών στρωμάτων. Η δεύτερη είναι πως, όπως και παλιότερα, η αγορά χρηματιστικών προϊόντων αφορά μια εκτίμηση για τη μελλοντική αξία των χρηματοπιστωτικών παραγόντων. Αυτό δεν αποτελεί μια αλλαγή της έννοιας του χρόνου όπως υποστηρίζει ο Κοτζιάς (σ. 172). Άλλωστε η δυνατότητα πρόβλεψης δεν έχει ακόμα τελειοποιηθεί. Επιπρόσθετα μια ματιά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου του Μαρξ (Μαρξ 1978 τ. γ΄: 427 κ. εξ.) και την όλη ανάλυση για το τοκοφόρο κεφάλαιο θα έδειχνε ότι ούτως ή άλλως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει την ιδιαιτερότητα να λειτουργεί με προβλέψεις για τη μελλοντική αξία των προϊόντων, ή πιο σωστά προϋποθέτει για την αναπαραγωγή του μια σειρά από πρακτικές (από την απλή συναλλαγματική, το δάνειο, την προθεσμιακή αγορά εμπορευμάτων – futures-, έως τις πιο πρόσφατες σύνθετες χρηματιστηριακές πράξεις) που όλες στηρίζονται σε μια προεπικύρωση ιδιωτικών εργασιών ως κοινωνικών (Ντε Μπρυνόφ 1983). Με αυτή την έννοια ο καπιταλισμός από την αρχή συνδέθηκε με πιστωτικές λειτουργίες που προϋποθέτουν την πρόβλεψη ότι στο μέλλον θα υπάρξουν συγκεκριμένες εργασίας, προϊόντα ή συναλλαγές.

Από εκεί και πέρα η αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίων, κι όχι μόνο των εξαγωγών εμπορευμάτων, είναι κάτι το οποίο συμβαίνει και στη σημερινή εποχή είτε με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων είτε με τη μορφή μετοχών ή παραγώγων. Η δημιουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, πάλι, χαρακτηρίζει τη μετάβαση στο Ιμπεριαλιστικό στάδιο. Το γεγονός πως αυτές έχουν με την πάροδο των δεκαετιών έχουν μεγαλώσει δεν σημαίνει τίποτε παρά τη λειτουργία των τάσεων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.

Το τελευταίο σημείο του ορισμού του ιμπεριαλισμού αφορά το μοίρασμα του κόσμου από τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί συνδέεται και με το θέμα του Κράτους. Ο 20ος αιώνας θα χαρακτηριστεί από τη διεξαγωγή δύο παγκόσμιων πολέμων. Οι πόλεμοι αυτοί έγιναν ακριβώς για το μοίρασμα του κόσμου, ακριβώς γιατί οι βασικές ιμπεριαλιστικές χώρες ήθελαν να επεκταθούν οικονομικά, γεωστρατηγικά και πολιτικά πέραν των χωρικών τους εδαφών. Μετά το τέλος του β΄ παγκοσμίου πολέμου υπήρξε μια «διευθέτηση»[2], μια συμφωνία ώστε να μη χρειαστεί ξανά οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί να επιλυθούν με στρατιωτικά μέσα. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός της ύπαρξης του ανατολικού μπλοκ που συσπείρωνε τις δυτικές δυνάμεις. Η πτώση των ανατολικών καθεστώτων θα έχει ως αποτέλεσμα την επανασυγκόλληση της ενιαίας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κάτω από τη ηγεμονία του πιο ισχυρού κράτους που είναι οι ΗΠΑ. Όλες οι διεθνείς εξελίξεις από το 1989 και μετά έχουν τη «σφραγίδα» της αμερικάνικης ηγεμονίας . Αυτό δε σημαίνει πως τα υπόλοιπα ισχυρά δυτικά κράτη δεν έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα, ούτε πως η αμερικάνικη στρατηγική θα εκφράζει τα συμφέροντα όλων των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Με αυτή την έννοια η εμπειρία του πολέμου στο Ιράκ ήταν πολύ διδακτική, δεδομένου ότι ανέδειξε ακριβώς την πραγματικότητα των ενδοϊμπεραλιστικών αντιθέσεων.

Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο τίθεται και το ζήτημα της λειτουργίας των υπερεθνικών οργανισμών. Οι τελευταίοι δημιουργούνται γιατί στο πλαίσιο της αύξησης, από τη δεκαετία του ’50, των διεθνών οικονομικών συναλλαγών κρίνεται σκόπιμη η δημιουργία, από την πλευρά των κρατών, τέτοιων οργανισμών έτσι ώστε να ρυθμίζονται οι διεθνείς σχέσεις που απορρέουν από τη λειτουργία αυτών των θεσμών. Ωστόσο το κάθε κράτος συμμετέχει επειδή εκτιμά πως με αυτό τον τρόπο εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της εθνικής του αστικής τάξης (ή τουλάχιστον της ηγεμονικής της μερίδας). Όταν αυτό δεν συμβαίνει τότε επιλέγονται άλλες λύσεις: ειδικές εξαιρέσεις, χρήση του βέτο, συναλλαγές για αμοιβαίες υποχωρήσεις σε διαφορετικά ζητήματα κλπ. Ταυτόχρονα, κάθε κράτος ανάλογα με τη συνολική δύναμη την οποία κατέχει μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις που το αφορούν ή να τις μπλοκάρει. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την αδυναμία του ΟΗΕ, σε πολλές περιπτώσεις, να καταλήξει σε αποφάσεις, αλλά και την πρόσφατη αποτυχία της Συνόδου του ΠΟΕ στο Καλκούν.

Πώς τοποθετείται απέναντι σε όλα αυτά ο Νίκος Κοτζιάς; Καταρχήν διαπιστώνεται μια αδυναμία ακριβή ορισμού του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Σε αντίθεση με άλλους, για παράδειγμα ο Γκίντενς ορίζει τη παγκοσμιοποίηση ως την εντατικοποίηση των παγκόσμιων κοινωνικών σχέσεων η οποία συνδέει μακρινές περιοχές κατά τρόπο ώστε τοπικά γεγονότα να επηρεάζονται από συμβάντα που λαμβάνουν χώρα πολλά μίλα μακριά και αντιστρόφως (Giddens 1990: 64), ο Κοτζιάς είναι πάρα πολύ ασαφής: Παγκοσμιοποίηση μπορεί (;) να είναι μια παγκόσμιας έκτασης διαδικασία, μια παγκόσμια τάση, φαινόμενο/α που καταγράφεται/ονται σε παγκόσμια κλίμακα (σ. 46). Πραγματικά είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι από όλα αυτά δεν υπήρχε πριν από 20, 30, 50 ή ακόμα και 100 ή 1000 χρόνια. Σε αντίθεση με αυτή την προσέγγιση η έννοια του ιμπεριαλισμού που εισήγαγε ο Λένιν αποτελεί μια πρωτότυπη έννοια.

Ταυτόχρονα για τη σχέση ιμπεριαλισμού και παγκοσμιοποίησης ο Κοτζιάς παρότι σε γενικές γραμμές υιοθετεί την άποψη πως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί την υπέρβαση του ιμπεριαλισμού, αλλού (σ. 90) υποστηρίζει πως ιμπεριαλισμός και παγκοσμιοποίηση δεν είναι έννοιες αλληλοαποκλειόμενες! Όλα αυτά δείχνουν μια διστακτικότητα να αποσαφηνιστεί το τι ακριβώς είναι η παγκοσμιοποίηση από μεθοδολογικής άποψης. Πρόκειται για μια θεωρία «μέσου βεληνεκούς» η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια νέα περίοδο του καπιταλισμού; Μήπως πρόκειται για μια νέα «μεγάλη διήγηση», ένα νέο αναλυτικό εργαλείο το οποίο μπορεί να αναλύσει και να ερμηνεύσει με τρόπο ολιστικό τη νέα ιστορική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει; Και η μαρξιστική θεωρία τι σχέση έχει με όλα αυτά; Ταυτόχρονα, ο Κοτζιάς αναφέρεται από ελάχιστα έως κάθόλουσε μαρξιστές θεωρητικούς οι οποίοι έχουν ιδιαίτερα αμφισβητήσει τη χρηστικότητα της έννοιας της παγκοσμιοποίησης΄ χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους Alex Callinicos (2001), Helen Meiksins- Wood (1997), James Petras και Henry Veltmeyer (2002), Chris Harman (1996) κ.α. Αντιθέτως, υπάρχει μια συνεχής εμμονή όταν παραπέμπει στους αντιπάλους της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης στο να αναφέρεται μόνο σε φιλελεύθερους, κευνσυανούς και μεταμαρξιστές θεωρητικούς. Κάτω από αυτό το πρίσμα ακόμα και η συγκεκριμένη ταξινόμηση (ιστορικό επιχείρημα, ενδιάμεσο επιχείρημα, παγκόσμια συστήματα) μπορεί να υποστεί κριτικής, δεδομένου ότι παραγνωρίζεται πλήρως η μαρξιστική προβληματική όχι μόνον ως αναφορά αλλά και ως διακριτή μεθοδολογία.

Κάτω από ίδιο πρίσμα μπορεί κανείς να δει τρία θέματα στα οποία επιμένει ιδιαίτερα ο Κοτζιάς. Πρόκειται για την πύκνωση του χώρου και του χρόνου, για την οργάνωση της παραγωγής αλλά και για την ανάπτυξη την υπηρεσιών με τη μορφή των εμπορευμάτων. Ο Κοτζιάς δέχεται, όπως είδαμε, πως η ιστορική εξέλιξη έχει επιφέρει μια διαρκή πύκνωση του χώρου με τον χρόνο. Αυτό σημαίνει πως μια σειρά από ενέργειες, δραστηριότητες πρακτικές, γίνονται συνεχώς πιο γρήγορα π.χ. η ανταλλαγή πληροφοριών ή η μεταφορά προσώπων και εμπορευμάτων με αποτέλεσμα τη διαρκή εξομοίωση των κοινωνικών συνηθειών σε ολόκλήρο τον κόσμο: περιορισμός- αν όχι εξάλειψη- των διαφορών στην ένδυση, τη διατροφή, τη διασκέδαση, την εργασία, την ιατρική τον πολιτισμό κλπ. Αυτό είναι αναμφίβολα σωστό και μπορεί να υποστηριχτεί πως με το πέρασμα των αιώνων οι ρυθμοί επιτάχυνσης είναι ακόμα μεγαλύτεροι μέχρι που φτάνουμε στον 19 αιώνα όπου πια πραγματοποιούνται πολλές τομές μέσα σε διάστημα 150 μόνο χρόνων.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό μπορούν να εγερθούν δύο αντιρρήσεις. Η πρώτη είναι πως μια τέτοια οπτική αποτελεί μια παραλλαγή της θεωρίας του Παγκόσμιου συστήματος όπου η παγκοσμιοποίηση είναι διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια και προχωρά προς την ολοκλήρωσή της. Η δεύτερη είναι πως η πύκνωση αυτή δεν γίνεται με έναν ανιστορικό τρόπο αλλά, πάντα στα πλαίσια ενός τρόπου παραγωγής και παρουσιάζει αποκλίσεις ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης σε κάθε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Ιδιαίτερα, μάλιστα για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στον οποίο εντάσσεται η παγκοσμιοποίηση, η κατάσταση είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Κι αυτό γιατί όπως έχει δείξει ο Λένιν στον ιμπεριαλισμό ισχύει η λειτουργία της ανισόμετρης ανάπτυξης. Έτσι παρατηρούνται σημαντικότατες κοινωνικές διαφορές τόσο από κράτος σε κράτος όσο και από τάξη σε τάξη. Αυτή η ανισομετρία αναπαράγεται και διευρύνεται ακριβώς γιατί οι ισχυρότερες χώρες έχουν την οικονομική, στρατιωτική και τεχνολογική ικανότητα να σημειώνουν όλο και πιο εντυπωσιακές προόδους. Αυτός ο κατακερματισμός ουσιαστικά παρακάμπτεται από τον Κοτζιά ο οποίος αναφέρεται στην ύπαρξη παγκοσμιοποιητικών τάσεων οι οποίες μπορεί να μην ηγεμονεύουν παντού, ηγεμονεύουν, ωστόσο με κομβικό τρόπο στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Είναι, υποστηρίζει ο Κοτζιάς σαν την περίπτωση της Ιταλίας τον 19ο αιώνα όπου συνυπήρχαν και υπολείμματα του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής με τον καπιταλισμό μόνο που ο τελευταίος ήταν κυρίαρχος. Θεωρούμε τη συγκεκριμένη σύγκριση άτοπη. Ο καπιταλισμός είναι τρόπος παραγωγής ο οποίος αναπτύσσεται στα πλαίσια εθνικών σχηματισμών ενώ η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ασαφές ιδεολογικό σχήμα (βλ. παρακ.) το οποίο κατευθύνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά για την ώρα ακόμη και οι υποστηρικτές του αναγνωρίζουν ότι αφορά μόνο τις αναπτυγμένες δυτικές χώρες με την προσθήκη των «ασιατικών τίγρεων». Κι εδώ είναι χρήσιμη η χρήση των στατιστικών και των εμπειρικών δεδομένων όχι για να υποβαθμιστεί η σημασία της θεωρητικής προσέγγισης αλλά για να αποδειχτεί η πραγματική έκταση των ίδιων των εμπειρικών εκφάνσεων που επικαλούνται οι υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης.

Τα άλλα δύο ζητήματα τα οποία επιμένει να θεωρεί ο Κοτζιάς ως νεοπαγή αφορούν την οργάνωση της παραγωγής, αλλά και την μαζική παραγωγή υπηρεσιών με τη μορφή εμπορευμάτων. Έντονα επηρεασμένος από ένα σχήμα τεχνολογικού ντετερμινισμού φτάνει να υποστηρίζει (σ. 190) πως ουσιαστικά υπάρχει δια-χωρική παραγωγή η οποία πραγματοποιείται διαδοχικά στα πλαίσια διαφορετικών τμημάτων της ίδιας πολυεθνικής επιχείρησης που εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες. Πέραν του οριακού χαρακτήρα που μπορεί να έχει ένα φαινόμενο, υπενθυμίζουμε πως οι 925000 πολυεθνικές επιχειρήσεις (μαζί με τις θυγατρικές τους) δεν παράγουν περισσότερο από το 10% της παγκόσμιας παραγωγής- κλάσμα του οποίου παράγουν οι επιχειρήσεις με τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Κοτζιάς, το βασικό είναι πως το εργασιακό και νομικό πλαίσιο μέσα στα οποία λειτουργεί η κάθε επιχείρηση καθορίζεται από τα προβλεπόμενα για κάθε ξεχωριστό εθνικό σχηματισμό (εργασιακό καθεστώς, ύψος αμοιβών, προϋποθέσεις λειτουργίας επιχειρήσεων κλπ). Το γεγονός πως δεν υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο ίδιες αμοιβές, ίδια επίπεδα κερδοφορίας και παραγωγικότητας, ούτε ίδια εργασιακά καθεστώτα, αναδεικνύει τη σημασία που έχει η ταξική πάλη στα πλαίσια ενός εθνικού σχηματισμού. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε μεγάλο βαθμό όλες οι σύγχρονες και ευέλικτες μορφές οργάνωσης αυτών των πολυεθνικών επιχειρήσεων προϋποθέτουν και στηρίζονται στη ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων αμοιβών, εργασιακών καθεστώτων κλπ.

Εξίσου προβληματική είναι η αντίληψη του Κοτζιά για το ζήτημα του πολλαπλασιασμού της αξίας των εμπορευμάτων που έχουν τη μορφή υπηρεσιών. Δεν πρόκειται ούτε για κάτι καινούριο, αλλά ούτε και για κάτι ιδιαίτερα ανατρεπτικό. Από τη δημιουργία του καπιταλιστικού συστήματος εμφανίστηκε η μορφή των άυλων καπιταλιστικών εμπορευμάτων. Η αύξηση του όγκου της δεν έγινε ξαφνικά ούτε σηματοδοτεί κάποια μεταλλαγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν αφορά των υλική μορφή των παραγόμενων αξιών χρήσης αλλά τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνεται. Από τη στιγμή που η εργασία ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο το καπιταλιστικό εμπόρευμα αποτελεί μια κοινωνική σχέση συνδεδεμένη με οποιαδήποτε αξία χρήσης (Μαρξ 1983). Με αυτό τον τρόπο πλείστες όσες «υπηρεσίες» παίρνουν τη μορφή των καπιταλιστικών εμπορευμάτων. Η κατάταξη των υπηρεσιών στον τριτογενή τομέα, η διάκριση ανάμεσα σε μεταποίηση και υπηρεσίες τις περισσότερες φορές λειτουργεί μυστικοποιητικά ως προς την κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτό εννοούμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει με τη διαρκή επίκληση της αύξησης του όγκου των «υπηρεσιών» είναι να αποσιωπώνται οι κοινωνικές σχέσεις εντός των οποίων παράγονται αυτές οι υπηρεσίες, η πραγματική αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων που υφίστανται καπιταλιστική εκμετάλλευση, εν τέλει να διαμορφώνεται μια εικόνα σχετικής «μείωσης» του καπιταλιστικού χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται σαφές γιατί κατά τη γνώμη μας η έννοια της παγκοσμιοποίησης δεν προσφέρει μια πραγματική θεωρητική καινοτομία. Αντίθετα διαπιστώσαμε την αδυναμία τελικά του Κοτζιά να μπορέσει να προτείνει με τρόπο πειστικό το γιατί όντως απαιτείται η θεωρητικοποίηση μιας τέτοιας τομής, στο βαθμό που η έννοια της παγκοσμιοποίησης δεν τεκμηριώνεται τελικά ούτε ως διακριτή από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής κοινωνική μορφή, ούτε ως μια αναγκαστική αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως τα τελευταία χρόνια δεν έχει σημειωθεί καμία αξιόλογη αλλαγή και βρισκόμαστε σε μία κατάσταση ανάλογη με αυτή της δεκαετίας του ’50. Αντιθέτως, ακριβώς επειδή έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές, αλλά όχι καταλυτικές- κι εδώ είναι που διαφωνούμε με τον Κοτζιά- αλλαγές δίνεται η δυνατότητα να προβάλλεται η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης ως επαρκές θεωρητικό σχήμα. Στα δύο επόμενα τμήματα της εργασίας μας θα επιχειρήσουμε να δείξουμε αφενός τον κατεξοχήν ιδεολογικό ρόλο της παγκοσμιοποίησης και αφετέρου να περιγράψουμε τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός του ιμπεριαλιστικού σταδίου.

6. Η παγκοσμιοποίηση ως ιδεολογικό σύμπτωμα

Δεν νομίζουμε ότι θα πρέπει η όλη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση να περιοριστεί απλώς στην προσπάθεια να καταδείξουμε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια έννοια θεωρητικά ανεπαρκής που δεν καταδεικνύει τις πραγματικές υλικές τάσεις που διαμορφώνουν το σύγχρονο κόσμο. Υπάρχει και μια πρόκληση ακόμη: να μπορέσουμε να δείξουμε τους λόγους για τους οποίους η παγκοσμιοποίηση αναδύεται ως θεωρητική έννοια.

Και αυτό γιατί πιστεύουμε ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της μαρξιστικής παράδοσης είναι η προσπάθεια όχι μόνο να καταδεικνύεται τα σφάλμα των αντίπαλων τοποθετήσεων, αλλά να καταδεικνύεται και η κοινωνική αναγκαιότητα της ύπαρξης αυτού του σφάλματος, οι όροι και συνθήκες που οδηγούν στο να αναδύεται, έστω και ως εσφαλμένη, ως μυστικοποιητική έννοια, η έννοια της παγκοσμιοποίησης.

Σε αυτά τα πλαίσια νομίζουμε ότι αξίζει τον τρόπο να ξαναγυρίσουμε στον τρόπο με τον οποίο ο Λουί Αλτουσέρ αναφερόταν στις ιδεολογικές έννοιες. Θυμίζουμε έτσι ότι η όλη προσέγγιση του Αλτουσέρ βρισκόταν σε κάθετη διαφοροποίηση με μια κλασική έννοια ψεύδους ή ψευδούς συνείδησης. Αντίθετα θεωρούσε ότι οι ιδεολογικές έννοιες, στα πλαίσια της συνολικής λειτουργίας της ιδεολογίας ως κοινωνικά καθορισμένης φαντασιακής σχέσης με την πραγματικότητα, έχουν το χαρακτηριστικό να παραπέμπουν σε μια άλλη πραγματικότητα από αυτή στην οποία ρητά αναφέρονται (Althusser [1965] 1996). Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσαμε να δούμε την παρουσία μιας ιδεολογική έννοιας ή/και την απουσία μιας θεωρητικής έννοιας ως ένα ιδιαίτερο σύμπτωμα (με την ψυχαναλυτική έννοια) και αντίστοιχα να προσπαθήσουμε να βρούμε την πραγματικότητα στην οποία όντως αναφέρονται και αντίστοιχα να προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε την θεωρητική έννοια που απουσιάζει (Althusser et al. 2003)

Αυτό λοιπόν πιστεύουμε ότι θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να εφαρμοστεί και στο ερώτημα για την παγκοσμιοποίηση. Λέμε λοιπόν κατ’ αρχήν ότι η έννοια της παγκοσμιοποίησης είναι μια κατεξοχήν ιδεολογική έννοια. Υποστηρίζουμε επιπροσθέτως ότι ως έννοια αρχίζει και αποτελεί ολοένα και περισσότερο στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας (πιο σωστά των ιδεολογικών εκείνων συναρθρώσεων και σχηματισμών που διευκολύνουν την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων). Και όταν λέμε κυρίαρχη ιδεολογία, ας τη δούμε και με την «κλασική» έννοια, αυτή της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης. Σε αυτά τα πλαίσια δεν θα είχαμε και καμία αντίρρηση να παραδεχτούμε ότι σε μεγάλο βαθμό η πλειονότητα των εκπροσώπων της κυρίαρχης τάξης όντως αποδέχεται την παγκοσμιοποίηση, όντως έχει την αυτοσυνείδηση ότι σήμερα ζει σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

Μόνο που αυτήν την «αυτοσυνείδηση» θα πρέπει να τη δούμε ως ένα σύμπτωμα μιας άλλης πραγματικότητας και όχι της ύπαρξης ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Δεν αποτελεί απόδειξη της υπέρβασης των εθνικών κρατών, αλλά πολύ περισσότερο σύμπτωμα μιας πολύ συγκεκριμένης φαντασιακής επιθυμίας των κυρίαρχων τάξεων: Μια ιδιότυπη ιδεολογική ουτοπία σχεδόν για μια μη αντιστρέψιμη πλήρη αστική ηγεμονία, για έναν καπιταλισμό όχι τόσο χωρίς εθνικά κράτη, αλλά πολύ περισσότερο χωρίς όλα αυτά που το εθνικό κράτος συμπύκνωσε και εξακολουθεί κατά τη γνώμη μας να συμπυκνώνει: Τη διαρκή, ασταμάτητη και αναπόδραστη επενέργεια της πάλης των τάξεων. Τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πάλη (αναγκαστικά εθνική αφού οι τάξεις εξακολουθούν να αναπαράγονται σε εθνικό επίπεδο) δεν μπορεί παρά να επιβάλει αναγκαστικούς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις από τις κυρίαρχες τάξεις, παραχωρήσεις που σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβούνται και μέσα από τις κρατικές λειτουργίες. Αλλά και πάνω από όλα τον τρόπο με τον οποίο η άνιση ιστορία της πάλης των τάξεων, η άνιση συμπύκνωσή της σε κάθε κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας εμπεριέχουν τη δυνατότητα της κοινωνικής ρήξης και ανατροπής (στον «αδύνατο κρίκο» για να θυμηθούμε και το κλασικό λενινιστικό λεξιλόγιο). Σύμπτωμα της επιθυμίας απαλλαγής από όλα αυτά είναι η εμμονή στην παγκοσμιοποίηση. Ένα σύμπτωμα που σχετίζεται με πραγματικές υλικές νίκες των κυρίαρχων τάξεων. Νίκες που συνδέονται και με την αδυναμία ύπαρξης εναλλακτικών μοντέλων κοινωνικής οργάνωσης. Εξέλιξη που δικαιολογεί τη δημιουργία ιδεολογικών ρευμάτων όπως «το τέλος της ιστορίας» αλλά και η «παγκοσμιοποίηση». Νίκες, επίσης, που αντικατοπτρίζουν την ανατροπή των συσχετισμών σε διεθνή κλίμακα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει η συζήτηση για ένα κόσμο που αλλάζει.

7. Απόπειρα μιας εναλλακτικής θεωρητικοποίησης:

η καπιταλιστική αναδιάρθρωση ως συνολική διαδικασία

σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.

Πολλές φορές σε όλη αυτή τη συζήτηση οι υποστηρικτές της άποψης της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν ότι οι αντίπαλοί τους ουσιαστικά προβάλλουν μια εικόνα ενός κόσμου που δεν αλλάζει, που μένει στάσιμος, ενώ σε αντιδιαστολή το περί παγκοσμιοποίησης επιχείρημα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό στο να ορίζει το χαρακτήρα ριζικής τομής που σηματοδοτεί την τρέχουσα συγκυρία. Μόνο που κατά τη γνώμη μας οι θεωρητικές τοποθετήσεις δεν οφείλουν να διαχειρίζονται διαισθήσεις, αλλά συγκεκριμένες έννοιες που να τείνουν στο να αποδώσουν αντικειμενικές υλικές τάσεις. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να το κάνει το σχήμα της παγκοσμιοποίησης και γιατί τις όποιες αλλαγές τις αποδίδει σε έναν αιτιακό μηχανισμό (την παγκοσμιοποίηση) ο οποίος δεν υφίσταται, αλλά και γιατί τείνει να μυστικοποιεί την οργανική σχέση των τρεχουσών αλλαγών με τις βασικές δομικές τάσεις και δυναμικές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στοιχείο το οποίο εκτός από θεωρητικές συνέπειες έχει και πολιτικές: δημιουργεί προβλήματα στον ορισμό των κοινωνικών υποκειμένων που εμπλέκονται και συγκρούονται εντός αυτών των αλλαγών.

Εμείς από τη μεριά μας θεωρούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αλλαγών που προσπαθούν να περιγράψουν οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης (εντός των οποίων ο Νίκος Κοτζιάς είναι εκ των οξυδερκέστερων), μπορεί να περιγραφεί πολύ αποτελεσματικότερα μέσα από το σχήμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και του ειδικού τρόπου με τον οποίο αυτή συνδέεται με αλλαγές στο διεθνές σύστημα.

Όταν αναφερόμαστε σε καπιταλιστική αναδιάρθρωση υπονοούμε μια συνολική οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική κίνηση για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης (Μαρξ 1978 τ. γ΄, Fine και Harris 1986, Ιωακείμογλου – Μηλιός 1991, Μηλιός 1997) με τον τρόπο που αυτή εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως μια σειρά κρίσιμους μετασχηματισμούς πρώτα και κύρια στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού:

Οικονομικούς: Εκκαθάριση μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων, αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, απόδοση λειτουργιών που μέχρι τότε αναλάμβανε το κράτος στους ιδιώτες. Τροποποίηση των όρων διαπραγμάτευσης του συμβολαίου εργασίας στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ελαστικότητας και ανασφάλειας, αξιοποίηση της ανεργίας ως μοχλού πειθάρχησης και μείωσης του κόστους εργασίας. Τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στην οργάνωση της παραγωγής με παράλληλη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας εργατικής δύναμης ταυτόχρονα πολυλειτουργικής αλλά και πειθαρχημένης (Ιωακείμογλου 1987, Ιωακείμογλου 2000, Ιωαννίδης – Μαυρουδέας 2000)

Πολιτικούς: μέσα από μια συστηματική προσπάθεια όχι μόνο να τροποποιηθεί η λειτουργία του κράτους και οι συγκεκριμένες πολιτικές έτσι ώστε να εξυπηρετείται η στρατηγική της αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων, αλλά και συνολικά να θωρακίζονται το πολιτικό επίπεδο και οι μηχανισμοί του κράτους απέναντι στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων μέσα από την μετατόπιση αρμοδιοτήτων σε μηχανισμούς απρόσβλητους από τη λαϊκή διεκδίκηση αλλά και μέσω της όξυνσης αυταρχικών κατασταλτικών πρακτικών (Τσουκαλάς 2001, Μπελαντής 1995, Wacquant 2001).

Ιδεολογικούς: Εγκαταλείπονται τα όποια οράματα συλλογικής κοινωνικής ευημερίας προβλήθηκαν στην μεταπολεμική περίοδο και στη θέση τους προβάλλεται πολύ περισσότερο η αντίληψη ενός εξατομικευμένου αγώνα για την επιβίωση, μέσα σε κοινωνίες λιγότερο παρά ποτέ ανταποδοτικές. Αυτό μεταφράζεται και σε ανακατατάξεις εντός των ιδεολογικών μηχανισμών με σχετική αναβάθμιση εκείνων των χώρων που κατεξοχήν συγκροτούν εξατομικευμένες πρακτικές και αναπαραστάσεις, όπως είναι τα ΜΜΕ, τα οποία ταυτόχρονα υπήρξαν και από τους χώρους εκείνους που αποδόθηκαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο (Θεοχαράς 1988).

Οι τάσεις αυτές στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών συναντήθηκαν με εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο. Αν θα θέλαμε να τις κωδικοποιήσουμε αυτές θα λέγαμε ότι ήταν:

Πρώτον, η τάση άρσης όλων εκείνων των φραγμών που έθετε η λειτουργία των αστικών κρατών απέναντι σε όψεις του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού (σε εθνικό και διεθνές επίπεδο) με σκοπό την προστασία κεφαλαίων μειωμένης παραγωγικότητας αλλά αντίστοιχα και τη δυνατότητα πραγματικών παραχωρήσεων προς τις λαϊκές τάξεις. Η τάση αυτή, ουσιαστικά η πλήρης απελευθέρωση των εκκαθαριστικών τάσεων που συνεπάγεται μια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, αποτέλεσε βασικό δείκτη τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης. Κωδικοποιημένη ιδεολογικά σε μονεταριστικές και νεοφιλελεύθερες ορθοδοξίες (για την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, την απελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίου, τη νομισματική σταθερότητα) επεκτάθηκε και στο διεθνές επίπεδο κάνοντας την έκθεση –χωρίς ανασταλτικούς μηχανισμούς- στον ανταγωνισμό με κεφάλαια υπέρτερης παραγωγικότητας βασικό μοχλό για την εκκαθάριση των αδύναμων κεφαλαίων και την αναδιάρθρωση των υπολοίπων, οριακά κάνοντας την «ανταγωνιστικότητα» βασικό δείκτη επιτυχούς προώθηση της αναδιάρθρωσης (Μηλιός – Ιωακείμογλου 1990, Hirsch 1997). Αυτό σε συνδυασμό με την παράλληλη ύπαρξη κεφαλαίων που λόγω σοβούσας κρίσης υπερσυσσώρευσης δεν μπορούσαν να βρουν παραγωγική διέξοδο (Ιωκείμογλου – Μηλιός 1988) μπορεί να εξηγήσει και την εμφάνιση διεθνοποιημένων αγορών χρήματος (μια από τις συχνά επικαλούμενες «εικόνες» της παγκοσμιοποίησης). Πιο προχωρημένη μορφή αυτών των τάσεων το σχήμα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων με κορυφαίο (και αναμφίβολα πιο προχωρημένο) παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ένωση: πρόκειται για συνασπισμούς αστικών κρατών με βασικό στοιχείο μια τρόπον τινά συναπόφαση να άρουν στο εσωτερικό ενός ενιαίου οικονομικού χώρου μεγάλο μέρος των ρυθμιστικών λειτουργιών που είχαν ως αστικά κράτη με σκοπό να εκμεταλλευτούν την αμοιβαία έκθεση στον ανταγωνισμό ως μέσο δημιουργίας «ατσάλινων κλουβιών[3]» του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού.

Η δεύτερη κίνηση αποτελεί την προβολή στο διεθνές επίπεδο της τάσης ριζικής τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης και αυταρχικής θωράκισης. Κάτω από αυτό πρίσμα το ξεδίπλωμα των τάσεων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης συμπίπτει αρχικά με την πολύ πιο επιθετική πολιτική απέναντι στους σχηματισμούς του κρατικού καπιταλισμού, που με την επικουρία των εσωτερικών τους αντιφάσεων οδήγησε στην κατάρρευσή τους, αφετέρου με μια συνολικά πιο παρεμβατική και αστυνομική πολιτική απέναντι σε όποιους σχηματισμούς δεν συμβιβάζονται με το μακροπρόθεσμο καπιταλιστικό συμφέρον, που φτάνει την ένοπλη εξαγωγή «δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς». Οριακή εκδοχή αυτής της τάσης η ανάληψη από τις ΗΠΑ ενός ιδιότυπου «αυτοκρατορικού» ρόλου εγγυητή συνολικά της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (Gowan 2002, Σωτήρης 2003). Πρόκειται για κίνηση συνολική που δεν αφορά μόνο τους διεθνείς συσχετισμούς, αλλά και τους εσωτερικούς διαμορφώνοντας ένα συνολικό κλίμα πειθάρχησης των λαϊκών τάξεων.

Σε αυτά τα πλαίσια βλέπουμε ότι υπάρχουν τρόποι να δούμε ένα ολόκληρο φάσμα από αλλαγές στο σύγχρονο κόσμο χωρίς να καταφύγουμε στο σχήμα της παγκοσμιοποίησης: Μπορούμε να δούμε την αυξημένη βαρύτητα των διεθνών συναλλαγών όχι μέσω κάποιου σχήματος παγκόσμιας ενοποιημένης οικονομίας αλλά υπό το πρίσμα μιας προσπάθειας για την αξιοποίηση της έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό και στα ίδια πλαίσια να ερμηνεύσουμε την επιτάχυνση των κινήσεων του κεφαλαίου. Μπορούμε να προσεγγίσουμε τους θεσμούς πολυμερούς συνεργασίας όχι ως στιγμές μετάβασης σε υπερεθνικές κρατικές δομές, αλλά ως πραγματικές στιγμές σε μια ταξική σύγκρουση που είναι σε εξέλιξη στο εσωτερικό κάθε σχηματισμού. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις πρακτικές του «πλανητικού χωριού» όχι ως τέλος των αστικών κρατών, αλλά, αντίθετα, ως την επανένωση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που προκάλεσε η πτώση των ανατολικών καθεστώτων[4].

Μπορούμε σε τελική ανάλυση να δούμε ότι σε μεγάλο βαθμό δεν έχουμε να κάνουμε με αναπόδραστες νομοτέλειες αλλά με συγκεκριμένες ταξικές στρατηγικές οι οποίες υπόκεινται ανά πάσα στιγμή στην βάσανο του ποτέ απόλυτα δεδομένου πραγματικού συσχετισμού δύναμης της πάλης των τάξεων.

Βιβλιογραφία

Αλτουσέρ, Λουίς 1990, Θέσεις. Αθήνα: Θεμέλιo.

Althusser, Louis [1965] 1996, Pour Marx, Paris: Maspero.

Althusser, Louis et al. 2003, Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Callinicos, Alex 2001, Against the Third Way, Cambridge: Polity.

Fine Ben και Lawrence Harris, 1986, Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Αθήνα: Gutenberg.

Giddens, Anthony 1990, The Consequences of Modernity, Cambridge: Polity Press.

Gowan, Peter 2002, “The American Campaign for Global Sovereignty”, σε Leo Panitch (ed.), Fighting Identities. Socialist Register 2003, London: Merlin Press, σσ. 1-26.

Harnecker, Marta χχ, Οι βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού. Αθήνα: Παπαζήσης.

Harman, Chris 1996, «Globalisation: a critique of a new orthodoxy», International Socialism, 73: 3- 33.

Hirsch, Joachim 1997, “Globalization of Capital, Nation – States and Democracy”, Studies in Political Economy 54: 39-58.

Θεοχαράς, Χρήστος 1988, «Ραδιοτηλεοπτικά μέσα: η αβάσταχτη ελαφρότητα της αριστερής κριτικής», Θέσεις 23-24: 19-31.

Ιωακείμογλου, Ηλίας 1985, «Ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας», Θέσεις 12: 3-100.

Ιωακείμογλου Ηλίας και Γιάννης Μηλιός, 1988, «Καπιταλιστική κρίση και χρηματιστήριο» Θέσεις 22: 11-39.

Ιωακείμογλου Ηλίας και Γιάννης Μηλιός, 1991, «Η έννοια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο “Κεφάλαιο” του Καρλ Μαρξ», Θέσεις 36: 25-36.

Κοριά, Μπένζαμιν. 1986, Επιστήμη, τεχνική, κεφάλαιο, Αθήνα, Α/συνέχεια.

Κοτζιάς, Νίκος 2003, Παγκοσμιοποίηση. Η ιστορική θέση, το μέλλον και η πολιτική σημασία, Αθήνα: Καστανιώτης.

Λένιν, Βλαδιμίρ 1976, Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα: Θεμέλιο.

Μαρξ, Κάρλ 1978, Το Κεφάλαιο, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Καρλ 1983, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, Αθήνα: Α/συνέχεια.

Wood, Elen Meiksins, 1997, «Capitalism, globalization, and epochal shifts: an exchange», Montly Review 48, 9: 21- 32.

Μηλιός, Γιάννης 1988, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Αθήνα: Εξάντας.

Μηλιός, Γιάννης 1993, Εκπαίδευση και Εξουσία. Αθήνα: Κριτική.

Μηλιός, Γιάννης 1997, Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Κριτική.

Μηλιός Γιάννης και Ηλίας Ιωκείμογλου, 1990, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, Αθήνα: Εξάντας.

Μιχαηλίδης, Γιώργος 1986, «Ο αντίλογος στις θεωρίες της υπανάπτυξης: Οι θεωρίες για τη συνάρθρωση των τρόπων παραγωγής», Θέσεις 16: 47-65.

Μπαλιμπάρ, Ετιέν και Βαλλερστάιν Ιμμανουέλ 1991, Φυλή Έθνος Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα: Πολίτης.

Μπελαντής, Δημήτρης 1995, «Η “μαχητικότητα” της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο κρατικός λόγος για τον “εσωτερικό εχθρό” στη “Μεταπολίτευση”», μέρος α΄ Θέσεις 53: 43-66, μέρος β’ Θέσεις: 54: 43-60.

Μπετελέμ, Σαρλ 1975, Μορφές ιδιοκτησίας, Αθήνα: Ράππας.

Ντε Μπρυνόφ, Σουζάν 1983, Κράτος και Κεφάλαιο, Αθήνα: Θεμέλιο.

Petras James and Henry Veltmeyer, 2002, La face cachee de la mondialisation. L’ Imperialisme au XXIe siecle. Paris: Parangon.

Πουλαντζάς, Νίκος 1984, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.

Στογιαννίδου, Μάιρα 1985, «Καπιταλιστική πόλη και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης». Θέσεις 11: 97-111.

Σωτήρης, Παναγιώτης 2003, «Αυτοκρατορία: Νέο υπόδειγμα ή μήπως αναπαραγωγή νέων αντιφάσεων», Θέσεις 85: 11-44.

Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος 2001, «Είκοσι χρόνια μετά», σε Άκης Ρήγος και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (επιμ.) Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα: Θεμέλιο, σσ. 19-46.

Wacquant, Loic 2001, Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης.


 

[1] Για να προγραμματική διατύπωση αυτού του νήματος βλ. Althusser et al. 2003

[2] Η πατρότητα του όρου ανήκει στον Δ. Μπελαντή.

[3] Δανειζόμαστε εδώ την κλασική μεταφορά του Μαξ Βέμπερ για την αναπόδραστη δυναμική της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.

[4] Βέβαια, μπορούμε, επίσης, να δούμε το «πλανητικό χωριό» ως τη συγκεκριμένη μορφή ανάπτυξης ενός συγκεκριμένου κλάδου (της βιομηχανίας του θεάματος) και των όρων διεθνοποίησής του.