Το κυπριακό ξανά στην επικαιρότητα: Ένα βήμα μπρος ή ένα βήμα προς τον γκρεμό;

Το κυπριακό ξανά στην επικαιρότητα: Ένα βήμα μπρος ή ένα βήμα προς τον γκρεμό;

Του Σπύρου  Σακελλαρόπουλου

 

Η δημοσιοποίηση του κοινού ανακοινωθέντος των ηγετών της ε/κ και της τ/κ κοινότητας έφερε ξανά στη δημόσια σφαίρα το ζήτημα του κυπριακού και της πιθανότητας επίλυσής του. Ήδη εμφανίστηκαν στον τύπο κείμενα που όχι μόνο υποστηρίζουν την έναρξη αυτής τη διαδικασίας αλλά στην ουσία αναπολούν και τη «χαμένη ευκαιρία» του σχεδίου Ανάν[1].

Ποια είναι η αφήγηση που υιοθετείται από αυτές τις απόψεις; Το Κυπριακό έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο, υπάρχει ο κίνδυνος να παγιωθεί η διχοτόμηση και γι΄αυτό θα πρέπει αποφασιστικά να προχωρήσει η διαδικασία επίλυσής του. Είναι δυσάρεστο που καμία από τις προσπάθειες του παρελθόντος δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Μια πιθανή λύση θα ενισχύσει τους δεσμούς συνεργασίας μεταξύ των δύο λαών, επαναφέροντας τα συλλογική μνήμη της συνύπαρξης,  πόσο μάλλον που η ελληνοκυπριακή αριστερά έχει ταχθεί υπέρ της επανέναρξης του διαλόγου.

Πριν περάσουμε στην παρουσίαση της δικής μας θέσης, θεωρούμε σημαντικό να απαντήσουμε στην τοποθέτηση αυτή. Καταρχάς δε γίνεται σαφές γιατί το Κυπριακό έχει φτάσει σε ένα οριακό σημείο όπου μετά από αυτό δεν θα μπορέσει να υπάρξει βιώσιμη λύση. Το επιχείρημα της 40χρονης διχοτόμησης (που δεν είναι απλά διχοτόμηση αλλά εισβολή και κατοχή από τον τουρκικό στρατό) που θα παγιώσει μια κατάσταση δεν είναι σωστά ιστορικά.  Η συζήτηση συνεχίζεται παρότι έχουν περάσει 40 χρόνια από την εισβολή, 50 χρόνια από τη διχοτόμηση που επέφεραν τα γεγονότα το 1964, 56 χρόνια από τα γεγονότα του 1958 που δημιούργησαν ήδη μια γεωγραφική διχοτόμηση.  Άρα δεν είναι χρονικό το ζήτημα («τέλος χρόνου»)  αλλά υλικό (ταύτιση κρατικής οντότητας και νησιού που αντικειμενικά  θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς) και γι’ αυτό δεν μπορούν εύκολα να τεθούν χρονικά όρια στη συζήτηση.  Έπειτα το υπονούμενο που υπάρχει είναι πως υπήρχε μια προηγούμενη κοινωνική συνύπαρξη αλλά και πολιτική κοινή δράση το χώρο της αριστεράς δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στην ιστορική εξέλιξη του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού. Η περίοδος εθνογένεσης που χαρακτήρισε τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε ως συνέπεια τη σφυρηλάτηση των διαφορών των δύο εθνοτήτων. Η περίοδος της βρετανικής κυριαρχίας  δε χαρακτηρίστηκε από ένα στάδιο αρμονικής συνύπαρξης  που στη συνέχεια μεταλλάχθηκε σε όξυνση των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Η ύπαρξη μιας ελληνικής πλειονότητας και μιας τουρκικής μειονότητας  που η μεν πρώτη έβλεπε την προοπτικής της ένωσης με την Ελλάδα και η δεύτερη αρχικά προσκολλήθηκε στους βρετανούς (πράγμα που δημιούργησε σχέσεις εχθρότητας με τους ε/κ) και στη συνέχεια συνδέθηκε στενά με  το τουρκικό κράτος, καθόριζε πλήρως την πραγματικότητα στο νησί. Η μία κοινότητα ζούσε σε παραλληλία με την άλλη. Το γεγονός της συμμετοχής τ/κ στις εργατικές συντεχνίες και ομοσπονδίες και οριακά στο κομμουνιστικό κόμμα της κύπρου δεν μπορεί να αναιρέσει αυτή την πραγματικότητα. Το αίτημα για ένωση επικαθόρισε τις εξελίξεις και η κομμουνιστική αριστερά μαζικοποιήθηκε όταν το υιοθέτησε ενώ όταν το απεμπόλησε (Διασκεπτική 1947) ή δεν το προώθησε με δυναμικό τρόπο (περίοδος ’55- ‘58) έχασε την πολιτική ηγεμονία . Κι αυτό γιατί η κυπριακή εργατική τάξη είχε να αντιπαλέψει όχι μόνο την εκμετάλλευση από την αστική τάξη αλλά και τις συνέπειες της βρετανικής κυριαρχίας.   Σε ότι αφορά την κομμουνιστική αριστερά των τελευταίων τριών δεκαετιών θα υποστηρίξουμε πως  η κατεύθυνση που έχει υιοθετήσει είναι εκτός όχι μόνο από ένα ρεφορμιστικό πλαίσιο  αλλά εντάσσεται σε αυτό που ο Πουλαντζάς έχει ονομάσει κόμμα του κράτους και η στάση της στο κυπριακό έχει επηρεαστεί καθοριστικά από την όσμωσή της με τους κρατικούς μηχανισμούς (μέσω της συμμετοχής σε κυβερνητικά και προεδρικά σχήματα).  

Ωστόσο το πιο σημαντικό είναι αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο μιας ευκταίας λύσης. Μια λύση δεν μπορεί να μια οποιαδήποτε λύση αλλά μία λύση που θα είναι βιώσιμη, όπως δεν ήταν βιώσιμη η λύση του 1959 αλλά ούτε οι προτάσεις που κατατέθηκαν τα τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν.

Και επειδή πολύ στενοχώρια έχει πέσει από ορισμένες πλευρές για την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν από τους ε/κ το 2004. Ωστόσο η αποδοχή του σχεδίου θα είχε τους εξής νικητές: Τις ΗΠΑ διότι με αυτό τον τρόπο όχι μόνο σταματούσε μια χρόνια διαμάχη μεταξύ δύο μελών της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ αλλά και γιατί μέσω του «νέου» ΟΗΕ, όπου δεν υπήρχε πια η, ανασχετική για τις αμερικάνικες επιδιώξεις, παρουσία των σοσιαλιστικών κρατών θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν άμεσα στη διοίκηση του νέου κράτους με τους διορισμούς των αλλοδαπών αξιωματούχων σε καίριους κρατικούς θεσμούς. Τη Βρετανία γιατί με το σχέδιο επέκτεινε τα δικαιώματά της στα χωρικά ύδατα της Κύπρου- γεγονός που οι μεταγενέστερες εξελίξεις με την ΑΟΖ ανέδειξαν τους λόγους της βρετανικής επιμονής. Οι κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ ήθελαν το σχέδιο Ανάν  για να σταματήσει το εσωτερικό πρόβλημα της ΕΕ ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί η όλη Κύπρος αφενός ως οικονομική γέφυρα προς τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική και αφετέρου ως χώρος πραγματοποίησης ποικίλων επενδύσεων και δημιουργίας offshore εταιριών. Η Τουρκία διότι με το νέο κράτος αποκτούσε πρόσβαση και επιρροή σε μια αναγνωρισμένη θεσμική οντότητα στην οποία θα μπορούσε να επιδράσει για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Δύο παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως θα μπορούσε, μέσω των τ/κ, να αποκομίσει των πλήρη έλεγχο των Στενών, περιορίζοντας, λόγω της ακύρωσης της συνθήκης του Μοντρέ, της μέχρι τότε δυναμικής του κυπριακού εμπορικού στόλου. Το δεύτερο είναι ό,τι αποκτούσε δικαιώματα οιονεί βέτο στην ηπειρωτική κυπριακή υφαλοκρηπίδα ενώ μια σειρά από συνθήκες που είχαν υπογραφεί μεταξύ Τουρκίας και «ΤΔΒΚ» θα δέσμευαν το νέο κράτος, πόσο μάλλον που κάποιες αυτές επηρέαζαν τη χρήση του κυπριακού εναέριου χώρου.

Στην πλευρά των ηττημένων βρίσκονταν η Ελλάδα και η Κύπρος. Η Ελλάδα γιατί έχανε τη δυνατότητα της «δεύτερη Ελλάδας» ενώ τροποποιούνταν δυσμενώς και ο συσχετισμός δύναμης με την Τουρκία. Η Κύπρος από κυρίαρχο κράτος μεταβαλλόταν σε ίσο συνέταιρο ενός προτεκτοράτου χωρίς την αποκομιδή ουσιαστικών κερδών πέραν μια εδαφικής διευθέτησης εντός μια συνομοσπονδίας και όχι ενός λειτουργικού κράτους. Σε ό,τι αφορά τους τ/κ η αντίστοιχη πολιτική ελίτ θα αποκτούσε αναβαθμισμένο ρόλο εντός ενός μεγαλύτερου και αναγνωρισμένου κράτος ενώ οι τ/κ επιχειρηματίες δε θα κινδύνευαν από την ισχυρότερη ε/κ αστική τάξη λόγω όλων των περιορισμών που είχαν προβλεφθεί. Ωστόσο  για τον τ/κ λαό ούτε η ενσωμάτωσή του σε ένα προτεκτοράτο ούτε η ένταξη στην ΕΕ μπορούσαν να προμηνύουν οτιδήποτε θετικό.   Επιπρόσθετα η υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν θα αναπαρήγαγε, προς το δυσχερέστερο προβλήματα του συντάγματος του 1960. Θα υπήρχε μια μεγάλη γραφειοκρατική δυσκαμψία λόγω της ύπαρξης τριών διαφορετικών κρατών, ορισμένοι μόνο πρόσφυγες θα επέστρεφαν και αυτοί σε βάθος χρόνου ενώ η πληθώρα δυνατοτήτων που είχαν οι τ/κ από μόνοι τους, είτε σε συνεργασία με τους αλλοδαπούς δικαστές, να μπλοκάρουν τις λειτουργίες μιας σειράς σημαντικών οργάνων θα αποσταθεροποιούσε και τους υπόλοιπους θεσμούς.

Η δική μας θέση είναι πως η επίλυση του Κυπριακού θα πρέπει να αποφεύγει τα λάθη του παρελθόντος και κατά συνέπεια να είναι λειτουργική και βιώσιμη. Αυτό, όμως είναι αδύνατο από τη στιγμή που δε γίνεται σαφές πως στην Κύπρο υπάρχει μια πλειονότητα και μια μειονότητα και δεν μπορεί η μειονότητα να κυριαρχεί επί της πλειονότητας. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικισμός όταν βασίζεται στην απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των κατοίκων, είναι δημοκρατικό και δεν καταπνίγει τα δικαιώματα της μειονότητας.   Και θα πρέπει να επισημάνουμε πως όσοι κατεξοχήν μιλάνε για την αλληλεγγύη και την ταξική ενότητα Ε/Κ και Τ/Κ εργατών καλό θα είναι να αναλογιστούν ότι θα είναι εκ προοιμίου ανέφικτη όσο δε συγκροτείται συνθήκη (ενιαίας) λαϊκής κυριαρχίας και παραμένουμε στα ορια του διζωνικού προτεκτοράτου

Απέναντι σε όλα αυτά αναδεικνύεται μία, ενίοτε καλοπροαίρετη, ένσταση σύμφωνα με την οποία η έναρξη του παρόντος διαλόγου δε σημαίνει αναγκαστικά ότι η κατάληξή της θα είναι μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν. Ωστόσο αυτή η τοποθέτηση δεν αντιλαμβάνεται δύο σημαντικές παραμέτρους: η πρώτη είναι πως οι συσχετισμοί που υπάρχουν σήμερα δεν επιτρέπουν την  εκτίμηση πως θα υπάρχει κάποια διαφορετική εξέλιξη. Σε σχέση με το 2004 έχει προκύψει το θέμα των κοιτασμάτων του οικοπέδου 12,  η σύμπραξη του Ισραήλ με την κυπριακή δημοκρατία στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για αυτή την εξέλιξη, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και στην Κύπρο, η ανάδυση στοιχείων πολιτικής κρίσης στην Τουρκία, το ανοικτό ενδεχόμενο σύμπραξης μεταξύ Τουρκίας  και Ισραήλ για τη δημιουργία αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου. Αυτό που προκύπτει από όλα αυτά είναι πως η πλευρά της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ενώ σχετικά δυσχερής είναι και  θέση της Τουρκίας. Αντίθετα αναβαθμίζεται ο ρόλος του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Κατά συνέπεια όποιο σχέδιο συνταχθεί θα επικαθορίζεται από τα συμφέροντα των δύο αυτών κρατών και όχι, βέβαια, από αυτά των δύο εθνοτήτων της Κύπρου.    Η δεύτερη σχετίζεται με το ίδιο το περιεχόμενο του κοινού ανακοινωθέντος  που όχι αφίσταται από τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ περί αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων και επιστροφής των προσφύγων  αλλά με τον τρόπο που υπάρχει η αναφορά στο νέο (;) κράτος αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο ενός αδύνατου κεντρικού κράτους με δύο ισχυρά συνιστώντα κράτη, όπου η μειονότητα θα μπορεί να μπλοκάρει τη λειτουργία του κεντρικού κράτους λόγω της θεσμοποιημένης υπεραντιπροσώπευσής της.      

Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν είναι ο διάλογος για την όποια λύση αλλά ο διάλογος για μια λύση που θα είναι μακριά από τα συμφέροντα των ξένων δυνάμεων, θα απαγορεύει την παρουσία των ξένων στρατευμάτων, θα σέβεται τα δικαιώματα της μειονότητας  και το κυριότερο θα αναφέρεται σε ενιαίο κράτος. ¨Οτιδήποτε άλλο ή θα αναπαράξει τα αδιέξοδα του Συντάγματος του 1960 ή θα οδηγήσει σε μια μορφή προτεκτοράτου

 

 

 


[1] Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι το άρθρο των Σ. Αναγνωστοπούλου – Α. Ζαχαριάδη- Χ. Καραγιαννίδη   «Ας δώσουμε στην ελπίδα την τελευταία της ευκαιρία» που αναρτήθηκε στο  και του Β. Ιωακειμίδη «Η Κύπρος , η επίλυση και η ‘τιμή της ελληνικής αριστεράς’» που δημοσιεύτηκε στην Εποχή της 2/2/14.