Πώς κατάφερε ο Ερντογάν να γίνει… Σουλτάνος – Η κυριαρχία του βήμα – βήμα από το 1994

Παναγιώτης Σωτήρης

Όταν ξεκινούσε την πολιτική του καριέρα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 1994 ήταν ένα αουτσάιντερ. Παρ’ όλα αυτά κέρδισε τις εκλογές και ήταν η πετυχημένη θητεία του στον πιο μεγάλο και δύσκολο δήμο της Τουρκίας που αποτέλεσε και το εφαλτήριό του για την κεντρική πολιτική σκηνή.

Ο Ερντογάν δεν ξεκίνησε με μια ρητορική που παρέπεμπε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μέλος της νεώτερης γενιάς ισλαμιστών πολιτικών, θα έχει την εμπειρία του «αναίμακτου» πραξικοπήματος 1997, την τελευταία φορά που ο Στρατός κατάφερε να επιβάλει την προτίμησή του για ένα κοσμικό κράτος, αλλά και τη δική του εμπειρία ολιγόμηνης φυλάκισης ύστερα από την καταδίκη του για πρόκληση μίσους ύστερα από την απαγγελία στίχων ενός υποστηρικτή του παντουρκισμού. Αυτό θα τον κάνει αρκετά προσεκτικό στον πολιτικό τόνο.

Το μεγαλύτερο αρχικό επίτευγμα του Ερντογάν ήταν ότι φάνηκε να εκπροσωπεί μια εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που μπορούσε να είναι συμβατή με τον αυταρχικό κοινοβουλευτισμό της Τουρκίας αλλά και έναν συνολικότερο φιλοδυτικό προσανατολισμό.

Σε αυτό θα συμβάλει και ο τρόπος που θα επιμείνει αρχικά στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, προτάσσοντας το στόχο της ένταξης στην ΕΕ και υποστηρίζοντάς τον με τη στήριξη που έδωσε το Σχέδιο Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού, αλλά και με μια προσπάθεια σχετικού εκδημοκρατισμού.

Βέβαια το σχέδιο της ένταξης στην ΕΕ θα προσκρούσει ήδη από τη δεκαετία του 2000 στον φόβο της ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών και ιδίως της Γαλλίας για την είσοδο μιας κατά βάση μουσουλμανικής χώρας με μεγάλο πληθυσμό.

Ωστόσο, σε όλη αυτή την περίοδο η Δύση θα τον αντιμετωπίζει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο, θεωρώντας μάλιστα ότι αποτελούσε το πρότυπο μιας αφομοιώσιμης εκδοχής πολιτικού Ισλάμ.

Την ίδια στιγμή ο Ερντογάν μοιάζει στην πρώτη φάση να μην ενστερνίζεται πλήρως τον σκληρό εθνικισμό που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν και του Στρατού των κομμάτων της κεμαλικής παράδοσης. Αυτό φάνηκε και στον τρόπο που φάνηκε να θέλει μια επίλυση των ελληνοτουρκικών αλλά και στον τρόπο που προσπάθησε να δει μια ενσωμάτωση του Κούρδων στην εκδοχή αφηγήματός του.

Βέβαια στη διαδρομή του αυτή  ο Ερντογάν στηρίχτηκε και στη συμμαχία με τον Φετουλάχ Γκιουλέν και την οργάνωσή του, αυτή την οποία θεωρεί τώρα μια τρομοκρατική οργάνωση που ενορχήστρωσε το πραξικόπημα εναντίον του 2016. Ο Γκιουλέν, επίσης εμπνευστής μιας φιλοδυτικής συντηρητικής εκδοχής Ισλάμ, θα προσφέρει στον Ερντογάν τις μεγάλες προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό και τη δικαιοσύνη που είχε, προσβάσεις απαραίτητες για να απαντηθούν οι πολλαπλές προσπάθειες να υπονομευτεί ο Ερντογάν. Βέβαια χρόνια αργότερα η σχέση αυτή θα διαρραγεί και η αντιπαράθεση με τις επιρροές του Γκιουλέν στον κρατικό μηχανισμό θα γίνει βασικός στόχος του Ερντογάν με αποκορύφωμα τις εκκαθαρίσεις μετά το πραξικόπημα.

Ισχυρό χαρτί του Ερντογάν για μεγάλο διάστημα η οικονομία. Θα συνδέσει το όνομά του με την αποχώρηση του ΔΝΤ και μια σχετικά μακρά περίοδο στην οποία στην Τουρκία υπήρξε μια αίσθηση οικονομικής ανάπτυξης που διεύρυνε και τις δυνατότητες απασχόλησης και το διαθέσιμο εισόδημα. Άλλωστε, ο Ερντογάν θα δώσει μεγάλη έμφαση στην προώθηση μιας σημαντικής μερίδας μεσαίων κυρίως επιχειρηματιών από την Ανατολία, με ιδιαίτερο δυναμισμό, που θα έρθουν να σταθούν δίπλα στα παραδοσιακά αστικά «τζάκια» της Πόλης και των πόλεων των παραλίων της Μικράς Ασίας.

 

 Η στροφή σε μια νέο-οθωμανική κατεύθυνση

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σταδιακά άρχισε να αναπτύσσεται και ένα άλλο αφήγημα ως προς τον διεθνή προσανατολισμό της Τουρκίας, που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «νέο-οθωμανικό». Το βασικό της στοιχείο ήταν μια προσπάθεια να αναζητηθεί ένας σχετικά αυτόνομος ρόλος περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή.

Την κωδικοποίηση και θεωρητική υποστήριξη  θα κάνει ο σημερινός αντίπαλός του στο χώρο του πολιτικού Ισλάμ Αχμέτ Νταβούτογλου, που για χρόνια θα είναι υπουργός Εξωτερικών. Είναι το σχήμα του «στρατηγικού βάθους», που αφετηρία έχει την εκτίμηση ότι η Τουρκία θα μπορούσε να έχει προνομιακές σχέσεις με ένα ευρύτερο φάσμα χωρών στη βάση είτε της κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε της διεκδίκησης μιας κοινής ισλαμική προοπτικής.

Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία στην πράξη αυτής της στρατηγικής θα είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τον ίδιο τον Ερντογάν.

Αφετηρία θα είναι η «Αραβική Άνοιξη». Το ρεύμα που εκπροσωπεί ο Ερντογάν μέσα στην Τουρκία πολιτικά είναι κοντά στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ένα ιστορικό πολιτικό ρεύμα του ευρύτερου αραβικού και ισλαμικού κόσμου. Στη συγκυρία της αμφισβήτησης διεφθαρμένων και αυταρχικών καθεστώτων φαινόταν να δίνει την προοπτική ενός ισλαμικού εκδημοκρατισμού.

Όμως, τα πράγματα δεν θα ακολουθήσουν τον αισιόδοξο δρόμο. Στην Αίγυπτο η εκλεγμένη κυβέρνηση της Αδελφότητας θα ανατραπεί, στη Λιβύη τα πράγματα θα οδηγήσουν σε μια διαλυτικές καταστάσεις και στη Συρία θα έχουμε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, με την Τουρκία να έχει άμεση εμπλοκή.

 

Η ικανότητα επιβίωσης

Ο Ερντογάν θα επενδύσει ιδιαίτερα στη Συρία. Θα θεωρήσει ότι το αρχικό κίνημα διαμαρτυρίας θα οδηγούσε στην ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ και στην άνοδο στην εξουσία μιας φιλικής πολιτικής κατάστασης που θα επέτρεπε και διεύρυνση της τουρκικής επιρροής.

Όμως, στη Συρία τα πράγματα θα εξελιχτούν διαφορετικά. Η κυβέρνηση Άσαντ από ένα σημείο και μετά και με την υποστήριξη της Ρωσίας θα αντέξει και δεν θα καταρρεύσει. Οι οργανώσεις που θα υποστηρίζει η Τουρκία (που για χρόνια θα είναι και η χώρα πέρασμα μαχητών στη Συρία) θα βρεθούν να αντιμετωπίζουν άλλες οργανώσεις με πολύ μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Στην πραγματικότητα ούτως ή άλλως τα πιο συντηρητικά καθεστώτα του Κόλπου δεν ήθελαν να υπάρξει επανάληψη της κατάστασης της Αιγύπτου ως προς τη διεύρυνση της επιρροής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Με την όξυνση του εμφυλίου πολέμου θα διαμορφωθούν συνθήκες για την ανάδειξη του φαινομένου του Ισλαμικού Κράτους και για την ενίσχυση άλλων ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων. Η Τουρκία θα βρεθεί πιεσμένη, αντιμετωπίζοντας μάλιστα και προβλήματα τρομοκρατικών επιθέσεων και στο εσωτερικό της. Την ίδια στιγμή η Τουρκία θα κινδυνέψει προς στιγμή να βρεθεί και αντιμέτωπη της Ρωσίας, που προσπαθούσε να στηρίξει την κυβέρνηση Ασαντ.

Το χειρότερο από όλα θα είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αποφασίζουν ότι η βασική σύμμαχη δύναμή τους στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους είναι οι κουρδικές πολιτοφυλακές που στο μεταξύ έχουν διαμορφώσει ημιαυτόνομους θύλακες στην βορειοανατολική Συρία. Ο κίνδυνος για την Τουρκία είναι σχεδόν υπαρξιακός: μια οιονεί κρατική κουρδική οντότητα δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία.

Και τότε είναι που ο Ερντογάν θα δείξει ότι έχει μια ικανότητα επιβίωσης. Για να εξασφαλίσει εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει μια κουρδική κρατική οντότητα θα προσεγγίσει τη Ρωσία και το Ιράν, τις δύο χώρες που στήριζαν την κυβέρνηση Άσαντ αλλά ταυτόχρονα υποστήριζαν την πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας. Αυτή η δύσκολη και ασταθής ισορροπία θα επιτρέψει την αποφυγή των χειρότερων, έστω και εάν θα τον φέρει σε μια επίσης δύσκολη σχέση με τις ΗΠΑ, που θα τον πιέσουν για τις σχέσεις με τη Ρωσία. Όμως, και εδώ θα φανεί ότι ιδίως μετά την εκλογή Τραμπ θα μπορεί να βρίσκει νέες ισορροπίες με αποκορύφωμα την εξασφάλιση ότι θα μπορούσε η Τουρκία να αποκτήσει ζώνη ασφαλείας στη Βορειοανατολική Συρία.

 

 Η τομή του πραξικοπήματος

Η διαδρομή του Ερντογάν θα οδηγήσει από την αρχική υπεράσπιση ενός αιτήματος εκδημοκρατισμού σε μια ολοένα και πιο αυταρχική στροφή.

Αυτό θα φανεί πολύ έντονα το 2013 στον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει τις κινητοποιήσεις που ξέσπασαν με αφορμή το Πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη.

Κυρίως, όμως, θα φανεί μετά το πραξικόπημα του 2016. Οι εκκαθαρίσεις μετά από αυτό δεν θα περιοριστούν σε αυτούς που θα θεωρηθούν υπαίτιοι ή συμπαθούντες του δικτύου του Γκιουλέν αλλά στην πραγματικότητα σε ένα μεγάλο φάσμα από ανθρώπους που διαφωνούσαν με την πολιτική.

Παράλληλα, η συμμαχία με τους εθνικιστές επίσης θα οδηγήσει και πολύ πιο σκληρή στάση και στο κουρδικό, παρότι η προσπάθειά του να βγει εκτός Βουλής το HDP, κόμμα που υποστηρίζεται και από Κούρδους και από αριστερούς, θα αποτύχουν.

Όμως, μέσα στην όλη συγκυρία ο Ερντογάν θα προωθήσει το βασικό του σχέδιο για ένα προεδροκεντρικό πολιτικό σύστημα με αυτόν στη θέση ενός προέδρου με υπερεξουσίες. Η μάχη δεν θα είναι εύκολη, οι εκλογικές αντιπαραθέσεις θα αποδεικνύουν μια Τουρκία περισσότερο διαιρεμένη παρά ποτέ, όμως θα κατορθώνει να τις κερδίζει.

 

 Η διεκδίκηση ρόλου περιφερειακής δύναμης

Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία διεκδικεί όλο και πιο επιθετικά να κάνει πράξη μια πολιτική που να παραπέμπει σε περιφερειακή δύναμη. Πέραν της εμπλοκής της στη Συρία, δοκίμασε την εμπλοκή στη Λιβύη, στηρίζοντας μαζί με το Κατάρ την κυβέρνηση της Τρίπολης, που έχει διεθνή αναγνώριση, στέλνοντας υλικό, διευκολύνοντας την άφιξη μισθοφόρων από τη Συρία, σε μια κίνηση με διπλό στόχο: την απόκτηση μόνιμης επιρροής σε μία χώρα κρίσιμη στρατηγικά και την επίτευξη συμφωνίας για ΑΟΖ με βάση τη στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας», δηλαδή την τουρκική ανάγνωση του διεθνούς δικαίου σύμφωνα με την οποία τα νησιά δεν διαθέτουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

 

Το αποκορύφωμα της ισχύος και το ερώτημα της αμφισβήτησης

Ο Ερντογάν βρίσκεται φαινομενικά στο απόγειο της ισχύος του και δείχνει να έχει κάνει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη ικανή να έχει άμεση εμπλοκή σε δύο μεγάλες συγκρούσεις.

Όμως, την ίδια ώρα αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Στη Συρία κερδίζει χρόνο, όμως κάποια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη μεταπολεμική Συρία και μια πολιτική λύση. Η εμπλοκή στη Λιβύη φαίνεται να δικαιώνεται όμως στο τέλος η Τουρκία θα πρέπει να δείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί και την ειρήνευση. Η πολιτική στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο για τα θέματα των ΑΟΖ εξακολουθεί να μην έχει τη συναίνεση άλλων δυνάμεων. Μια νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον μπορεί και να ακύρωνε το κεκτημένο συνεννόησης που έχει με τον Τραμπ. Η Τουρκία από παράδειγμα δημοκρατικού πολιτικού Ισλάμ αναφέρεται ως κατεξοχήν παράδειγμα αυταρχικού λαϊκισμού.  Τα σύννεφα στην οικονομία πυκνώνουν εν μέσω μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης απειλώντας με κρίση νομιμοποίησης. Κινήσεις όπως αυτή την Αγία Σοφία περισσότερο αποτυπώνουν προσπάθεια συσπείρωσης ενός εκλογικού ακροατηρίου παρά αυξημένη ισχύ. Οι πολιτικές αμφισβητήσεις ενισχύονται και μια ισχυρή ενωτική αντιπολιτευτική υποψηφιότητα θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει.

Μένει να δούμε εάν και απέναντι σε αυτές τις νέες δυσκολίες θα μπορέσει να επιδείξει την ίδια ικανότητα επιβίωσης που έχει επιδείξει μέχρι τώρα.