Το «βρώμικο» ’89 ως μηχανισμός αναδιάταξης της αστικής ηγεμονίας

Το «βρώμικο» ’89 ως μηχανισμός αναδιάταξης της αστικής ηγεμονίας

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

  1. Προλεγόμενα

Η πατρότητα του όρου «βρώμικο ‘89» αποδίδεται στον στιχουργό και δημοσιογράφο Λευτέρη  Παπαδόπουλο. Αυτό που προσπαθεί να εκφράσει είναι πως το 1989 υπήρξε μια ανίερη συμμαχία μεταξύ δύο πολιτικά αντίπαλων χώρων (της Δεξιάς και της Αριστεράς) όπου μέσω της χρήσης ανοίκιων μέσων επιχειρήθηκε η πολιτική εξόντωση του μεγάλου κόμματος της προοδευτικής παράταξης, του ΠΑΣΟΚ και η φυλάκιση αρκετών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και του μέχρι πρότινος Πρωθυπουργού και Προέδρου του Κινήματος Α. Παπανδρέου. Ως όχημα γι’  αυτό χρησιμοποιήθηκε το σκάνδαλο Κοσκωτά  αλλά και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιόδου 1988- 1989. Με άλλα λόγια, κατηγορήθηκε η παραδοσιακή αριστερά πως σύνηψε μια «παρά φύση» συμμαχία με τη δύναμη που τη χώριζε πολιτική άβυσσος έτσι ώστε μέσα από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ να καρπωθεί και την εκλογική του εμβέλεια. Σε αυτό το άρθρο θα δείξουμε πως τα πράγματα από την πλευρά ενός μαχόμενου μαρξισμού μπορούν να προσεγγιστούν εντελώς διαφορετικά. Καταρχήν γιατί πουθενά δεν είναι δεδομένο πως η Αριστερά «πρέπει» να συμπράττει με τη σοσιαλδημοκρατία και δεύτερον γιατί η εξέλιξη αυτή μόνο ως «έκπληξη» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Για να μπορέσουν, όμως, αυτά να γίνουν κατανοητά, είναι απαραίτητο, καταρχήν, να  περιγράψουμε, εν συντομία, τις εξελίξεις της δεκαετίας του 80.

 

  1. Σχετικά με την διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80   

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια απλή εναλλαγή αστικών διαχειρίσεων, όπως συνέβη στις πρόσφατες εκλογές. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ ίσως μόνο στο όνομα και στην  ύπαρξη ορισμένων στελεχών θυμίζει το ΠΑΣΟΚ του 1981. Αντίθετα το 1981 το κόμμα του Α,. Παπανδρέου συμβόλιζε κάτι πολύ περισσότερο από μια εναλλαγή της αστικής εξουσίας. Στο πρόγραμμα και στην κυβερνητική πολιτική του είχαν εγγραφεί στοιχεία των λαϊκών αιτημάτων, κάποια από τα οποία χρονολογούνταν από δεκαετίες. Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την αναγνώριση της εθνική αντίστασης και την απόδοση σύνταξης στους αντιστασιακούς ως απλά στοιχεία μιας εθνικής (ταξικής) συμφιλίωσης που είχε καθυστερήσει. Για τα δρώντα υποκείμενα, όμως, αυτό μεταφραζόταν διαφορετικά: Η άρχουσα τάξη αντιμετώπιζε με δυσπιστία τη νέα αυτή κυβέρνηση ενώ τα λαϊκά στρώματα βρισκόταν μπροστά στην υλοποίηση αιτημάτων δεκαετιών. Αν σε αυτά προσθέσουμε την υιοθέτηση ορισμένων φιλολαϊκών μέτρων όπως η κατάργηση του  νόμος 330, την παροχή αυξήσεων στα πιο χαμηλόμισθα στρώματα, τη θέσπιση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής κλπ, σε συνδυασμό με ορισμένα άλλα μέτρα θεσμικού εκσυγχρονισμού (αναθεώρηση οικογενειακού δικαίου, κατάργηση προίκας), μπορούμε να κατανοήσουμε  τα αίτια που οδήγησαν σε δύο συνεχείς εκλογικές νίκες του ΠΑΣΟΚ (1981 και 1985)

Η στάση της παραδοσιακής αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕεσ) ήταν αμήχανη απέναντι σε όλα αυτά. Επιθυμούσε να διαφοροποιηθεί αλλά δεν εύρισκε πρόσφορο πεδίο. Ο λόγος της, αλλά και το περιεχόμενο των προγραμμάτων της, δεν διέφερε ιδιαίτερα από αυτόν του ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη φορά που θα δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την άσκηση αντιπολίτευσης από τα αριστερά ήταν με τα οικονομικά μέτρα που θα εξαγγείλει το ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1985. Η αφορμή ήταν μια πρόσκαιρη αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών πάνω στην οποία βασίστηκε το ΠΑΣΟΚ για να εκκινήσει την εφαρμογή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα (λιτότητα, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις κλπ). Οι κινητοποιήσεις που θα ακολουθήσουν καθώς και η ήττα του ΠΑΣΟΚ στις δημοτικές εκλογές του 1986 δεν θα είναι επαρκή για να δημιουργηθούν ένα εμφανές πολιτικό ρεύμα μετακίνησης προς την παραδοσιακή αριστερά. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ ταλαντευόταν μεταξύ της συνέχισης της υιοθέτησης ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού προγράμματος, το οποίο είχε την υποστήριξη της άρχουσας τάξης αλλά δημιουργούσε το ενδεχόμενο για αποστοίχιση τμήματος δυσαρεστημένων ψηφοφόρων προς τα αριστερά.

 

3. Η περίοδος 1988- 1989

Έτσι θα φτάσουμε στην άνοιξη του 1988 όπου η κοινοβουλευτική Αριστερά  στην προσπάθεια να εγκολπωθεί τη δυσαρέσκεια που έχει δημιουργηθεί από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ θα ξεκινήσει συνομιλίες με σκοπό την πολιτική συνεργασία ΚΚΕ- ΕΑΡ[1]. Παράλληλα η συνεχής επέκταση των δραστηριοτήτων του νεαρού τραπεζίτη Γιώργου Κοσκωτά (ο οποίος βρέθηκε κυριολεκτικά εν μια νυκτί στο χώρο των επιχειρήσεων) στον τομέα των ΜΜΕ θα δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις και θα δημιουργηθεί η συμμαχία των τεσσάρων εκδοτών (Λαμπράκης, Μπόμπολας, Τεγόπουλος, Βαρδινογιάννης). Οι τελευταίοι θεωρούν πως υπάρχουν δύο σοβαρά ζητήματα με τις δραστηριότητες του Κοσκωτά: Το πρώτο έχει να κάνει με την αφανή προέλευση των κεφαλαίων με τα οποία αγόρασε την Τράπεζα Κρήτης και το δεύτερο με το γεγονός πως οι Διοικητές των ΔΕΚΟ ύστερα από κυβερνητική υπόδειξη καταθέτουν τα χρήματα των δημοσίων επιχειρήσεων στην τράπεζα αυτή. Ουσιαστικά δηλαδή αναδεικνύεται ένα ζήτημα παραβίασης των κανόνων της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω της σαφούς προνομιμοποίησης ενός συγκεκριμένου κεφαλαιοκράτη[2]. Για ορισμένες, δε, πλευρές του ελληνικού αστισμού  αυτό δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου αφού θεωρείται πως υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο από την πλευρά της Κυβέρνησης για ενίσχυση ορισμένων νεοπαγών επιχειρηματιών (Κόκαλης, Αρφάνης- Χιόνης, Κοπελούζος) ενάντια στα μέχρι τότε επιχειρηματικά «τζάκια».

Το κλίμα επιβαρύνεται και στους καλοκαιρινούς μήνες με τις συνεχείς καταγγελίες για τις δραστηριότητες του Κοσκωτά αλλά και με το ξέσπασμα του σκανδάλου για τηλεφωνικές υποκλοπές που γίνονταν κάτω από την επίβλεψη του Διοικητή του ΟΤΕ Φ. Τόμπρα. Η αιφνίδια ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου και η μετάβαση του για εγχείριση ανοικτής καρδιάς στο Χέρφιλντ δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γενικευμένης διάλυσης των κυβερνητικών κέντρων, ο δε διορισμός του Μ. Κουτσόγιωργα ως προσωρινού αναπληρωτή του Παπανδρέου επιδεινώνει την κατάσταση αφού ο Κουτσόγιωργας θεωρείται ως άμεσα εμπλεκόμενος στην υπόθεση Κοσκωτά. Στους επόμενους μήνες, και παρά την επιτυχή έκβαση της προβλήματος υγείας του Α. Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ θα μοιάζει με πλοίο που το χτυπούν από παντού οι ανέμοι. Η αστική τάξη δεν μοιάζει να του έχει καμία εμπιστοσύνη, σημειώνονται ορισμένες αποχωρήσεις πρώην κυβερνητικών στελεχών, διευρύνεται ο κύκλος των κατηγορούμενων για συμμετοχή σε πάσης φύσεως σκάνδαλα (μετονομασία του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού σε  ελληνικό και παράνομη είσπραξη των αντίστοιχων κοινοτικών επιδοτήσεων) ενώ ο Γ. Κοσκωτάς αφού πρώτα καλείται σε απολογία στη συνέχεια διαφεύγει το εξωτερικό.

Η αριστερά εκτιμά πώς ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για εισπράξει τους καρπούς από την φθορά της κυβέρνησης. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1988 δημοσιεύεται το κοινό πόρισμα ΚΚΕ- ΕΑΡ και επισημοποιείται η πολιτική συμφωνία για τη δημιουργία κοινού πολιτικού φορέα της αριστεράς, πράγμα που θα λάβει χώρα με τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου την άνοιξη του 1989.

Το ζήτημα που άνοιξε αυτή συμμαχία δεν ήταν αν γενικώς και αορίστως θα πρέπει να γίνονται συμμαχίες μεταξύ αριστερών πολιτικών φορέων αλλά ποιο περιεχόμενο και ποια κατεύθυνση θα υπάρχει. Κι αυτό λαμβάνοντας πάντα υπόψη ότι οι εκλογές είναι το πιο φαλκιδευμένο έδαφος για την παρέμβαση της Αριστεράς, και ότι το βάρος των ριζοσπαστικών πρακτικών θα πρέπει πρώτα και κύρια να πέφτει στην ανάπτυξη κοινωνικών αντιστάσεων. Κάτω από αυτό το πρίσμα η δημιουργία του συνασπισμού ήταν ένας πολιτικός οπορτουνισμός ηγεμονευόμενος από τις πιο δεξιόστροφες αντιλήψεις της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς. Ήταν πολιτικός οπορτουνισμός γιατί το μόνο που κυριαρχούσε ήταν αντίληψη πως μια ενιαία κάθοδος θα οδηγούσε περίπου αυτόματα και στην προσέλκυση ενός σημαντικού τμήματος της βάσης του ΠΑΣΟΚ. Παντελής απουσία προγραάμματος διεκδικήσεων για μια αριστερά που θα (έπρεπε να) βρισκόταν στην κοινωνική αντιπολίτευση, κανένα άνοιγμα συζήτησης για το πώς θα αναπτυχθούν οι κοινωνικοί αγώνες, καμία προσπάθεια ερμηνείας του γιατί το ΠΑΣΟΚ γνώρισε τόσο σημαντική υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα, καμία ιδεολογική συζήτηση γύρω από τα επίδικα της ταξικής πάλης (πχ τι σημαίνει το ενδεχόμενο μιας συμμετοχής της αριστεράς σε κυβερνητικό σχήμα, τι εξέφραζε η κρίση στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, ποιες νέες συνθήκες δημιουργούσε η απαρχή της διαδικασίας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και στην Ελλάδα κλπ). Ταυτόχρονα ήταν μια πάρα πολύ σοβαρή μετατόπιση προς τα δεξιά για το σύνολο της παραδοσιακής αριστεράς και ιδιαίτερα για το ΚΚΕ. Σταχυολογούμε από το Κοινό Πόρισμα μεταξύ άλλων: α) Για τα σχέση Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα «Η αριστερά ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των συνεταιρισμών  και της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ίδιων των εργαζόμενων. Μέσα όμως σε νέα πλαίσια που διασφαλίζουν την ένταξη αυτής της επιχειρηματικότητας στην επίτευξη δημοκρατικά καθορισμένων κοινωνικών στόχων» β) Για την περεστρόικα: «Η περεστρόικα και η γκλάσνοστ πραγματοποιούν  επαναστατικές αλλαγές στην ΕΣΣΔ και επηρεάζουν καθοριστικά τις παγκόσμιες εξελίξεις γ) Για το ρόλο της Αριστεράς: «Η Αριστερά πρέπει να αναδειχθεί σε δύναμη ικανή να διαμορφώσει ένα κοινό αγωνιστικό πλαίσιο πολιτικών και διεκδικήσεων, για μια δυναμική και επωφελή συμμετοχής της χώρας μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας…Μια ισχυρή αριστερά μπορεί να οδηγήσει σε ήττα το δικομματισμό, να ματαιώσει λύσεις αυτοδυναμίας, να προκαλέσει ριζικές ανακατατάξεις και να συμβάλει ώστε να δημιουργηθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση κυβερνητικών λύσεων συνεργασίας προοδευτικού προσανατολισμού» δ) για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: «Τα δύο κόμματα υποστηρίζουν κοινούς στόχους και προγραμματικές επιδιώξεις που εντάσσονται στο κοινό όραμα μιας Ευρώπης της ειρήνης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης των εργαζομένων. Οι στόχοι αυτοί στην ενότητά τους συνιστούν μια επιθετική ενεργητική παρέμβαση της Αριστεράς στην πορεία της ολοκλήρωσης και της διεθνοποίησης». Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, ιδιαίτερη κριτική σε αυτό το απερίγραπτο κείμενο. Χωρίς πολλά- πολλά η αριστερά υιοθετεί τις αξίες του επιχειρείν για το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, με περισσή διορατικότητα χαιρετίζει τις μεταρρυθμίσεις του Γκορπατσόφ, ανακαλύπτει χαρωπά πως ρόλος της αριστεράς είναι το να συμβάλει στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας (και συνακόλουθα της έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων θα λέγαμε εμείς) και στην  αναβάθμιση της χώρας εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, βάζει ως προτεραιότητα την αναγκαιότητα συμμετοχής της σε αστικές κυβερνήσεις ενώ αποδέχεται ως ουδέτερο το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης 

Από πολλές πλευρές έχει διατυπωθεί πως αυτή η μετατόπιση σε πρακτικές δεξιού οπορτουνισμού και υιοθέτησης βασικών αστικών ιδεολογημάτων οφειλόταν στις πιέσεις της ΕΑΡ προς το ΚΚΕ, το οποίο έκανε την ανάγκη φιλοτιμία για να επιτευχθεί η πολυπόθητη από το λαό της Αριστεράς Συμπαράταξη των αριστερών δυνάμεων. Ουδέν αναληθέστερον. Καταρχήν ποτέ ο πιο ισχυρός πόλος δεν μπορεί να πιεστεί από τον πιο αδύναμο. Το ΚΚΕ ήθελε να αποδεχτεί αυτές τις θέσεις και γι’ αυτό τις αποδέχτηκε. Η πολιτικοιδεολογική του μετάλλαξη φαίνεται και από  κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ του Φλεβάρη του ‘89 όπου με εμβρίθεια παρουσιάζονται τα νέα πεδία πάλης στα οποία πρέπει να παρέμβει η αριστερά (υπενθυμίζουμε πως όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς την περίοδο που έχει ξεκινήσει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην Ελλάδα) «πρώτο, τα μεγάλα προβλήματα της ειρήνης και της συλλογικής ασφάλειας…Δεύτερο, η χώρα μας αντιμετωπίζει προβλήματα όπως αυτά του εξωτερικού χρέους, το πρόβλημα της εμπορικής της πολιτικής, της οικονομικής αναδιάρθρωσης και της διεθνούς εξειδίκευσης της οικονομίας της, που είναι κρίσιμα για την αναπτυξιακή προοπτική της…Τρίτο, σήμερα τα ζητήματα της κατανομής και της εκμετάλλευσης των πόρων, της ορθολογικότητας της παραγωγής, της ολοκληρωμένης έρευνας και εφαρμογής των επιστημονικοτεχνικών καταρτίσεων, αποκτούν μια ιδιαίτερη διεθνή διάσταση».

Πραγματικά και σε αυτό το κείμενο δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει! Την εκτίμηση για τ’ ότι μπορεί να υπάρξει ειρηνική συνύπαρξη εντός του ιμπεριαλισμού, για την ανάγκη να αναπτυχθεί η ελληνική καπιταλιστική οικονομία, για τη σημασία της ορθολογικοποίησης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής... Χωρίς να θέλουμε να γίνουμε ιδιαίτερα δεικτικοί θεωρούμε πως το συγκεκριμένο κείμενο μοιάζει περισσότερο με έκθεση μαθητή Γ’ Λυκείου όπου παρουσιάζονται «τα στραβά του ρωμέικου» παρά με κείμενο επαναστατικού, υποτίθεται, κόμματος.

Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 1989 θα δείξει πως το εγχείρημα του Συνασπισμού δεν έχει πείσει παρά ένα πολύ μικρό τμήμα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που αποφασίζουν να μετατοπιστούν εκλογικά προς τον Συνασπισμό (περίπου 2%). Αν τα πράγματα είχαν μείνει μέχρι εκεί τότε απλώς θα γινόταν λόγος για μια χαμένη ευκαιρία για την παραδοσιακή αριστερά. Ωστόσο το σχετικά αναλογικό εκλογικό σύστημα που τότε ίσχυε θα λειτουργήσει καταλυτικά για να καταφανεί ο βαθμός ηγεμόνευσης της αριστεράς από την αστική ιδεολογία. Πιο συγκεκριμένα το πρόβλημα που τέθηκε από τη ΝΔ ήταν πως στην περίπτωση που δεν συγκροτούνταν κυβέρνηση και η χώρα ξαναπήγαινε σε εκλογές υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο να παραγράφονταν οι ποινικές ευθύνες για τα σκάνδαλα. Ο ΣΥΝ τότε αντί να επιλέξει να υιοθετήσει την πρόταση του διαφωνούντα βουλευτή Κώστα Κάππου σύμφωνα με την  οποία θα έπρεπε να λειτουργήσει η Βουλή για μερικές μέρες για να μην υπάρξει παραγραφή και στη συνέχεια να προκηρυχθούν νέες εκλογές, δέχεται ασμένως τη συγκρότηση από κοινού κυβέρνησης με τη ΝΔ με πρωθυπουργό τον Τζανή Τζανετάκη έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η «κάθαρση».

Στο σημείο αυτό η κατάσταση ξεφεύγει από τον δεξιό οπορτουνισμό και την επίδραση της αστικής ιδεολογίας και φτάνει στα επίπεδα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Εφόσον μάς γίνεται μία πρόταση δεν μπορούμε να πούμε όχι, τι θα πει ο κόσμος, πως δεν έχουμε ανατροφή, μην μας περάσουν και για ακατάδεχτους! Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα η Αριστερά δέχτηκε αυτή την πρόταση. Ίσως και να θεωρήθηκε πως με αυτό τον τρόπο έπαιρνε τη ρεβάνς για την ήττα του εμφυλίου, μόνο που δεν γινόταν κατανοητό πως οι νικητές του εμφυλίου απλώς θα χρησιμοποιούσαν αυτή την κατοικίδια αριστερά για τις δικές τους στοχεύσεις. Τελικά ο Συνασπισμός θα συμμετάσχει στην Κυβέρνηση Τζανετάκη με τρεις υπουργούς και θα συναποφασίσει την παραπομπή Παπανδρέου καθώς και άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο ειδικό δικαστήριο. Είναι εντυπωσιακό το πόσο η συγκεκριμένη πολιτική στάση είναι εκτός του πλαισίου και μιας στοιχειώδους μεταρρυθμιστικής διαχείρισης. Το όλο ζήτημα επικεντρώνεται στις ευθύνες μερικών προσώπων και ξεχνιούνται οι ίδιες οι διακηρύξεις της παραδοσιακής αριστεράς περί καθιέρωσης θεσμών διαφάνειας ενάντια στην ασυδοσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που νέμεται ασύστολα τον πακτωλό των δισεκατομμυρίων των κρατικών συμβάσεων, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος έτσι ώστε να υπάρξει μια στοιχειώδης αποκατάσταση των εισοδηματικών απωλειών των τελευταίων ετών.

Βεβαίως αυτό που προβλήθηκε ως δικαιολογία ήταν πως η κυβέρνηση Τζανετάκη θα ασχολιόταν μόνο με το θέμα της δρομολόγησης των παραπομπών και μετά από λίγο θα παραιτείτο. Και όντως μετά από τρεις μήνες παραιτήθηκε (αρχές Οκτωβρίου) και προκηρύχτηκαν νέες εκλογές, μόνο που στο μεσοδιάστημα είχαν προλάβει και είχαν γίνει πολλά. Η Κυβέρνηση Τζανετάκη ψήφισε το νόμο για την ιδιωτική τηλεόραση καθώς και νόμο για τα υπηρεσιακά συμβούλια της Δημόσιας Διοίκησης. Προχώρησε στην εκποίηση με πλειστηριασμό προβληματικών επιχειρήσεων, άλλαξε τις διοικήσεις των πιστωτικών οργανισμών εξήγγειλε σοβαρές χωροταξικές ρυθμίσεις  (επέκταση σχεδίων πόλεων, διάθεση δημοσίων εκτάσεων για οικιστικά προγράμματα, ρυθμίσεις που διευκολύνουν τη δόμηση στα εξ αδιαιρέτου οικόπεδα). Εξαγγέλθηκαν φοροαπαλλαγές ενώ συγκροτήθηκαν και δύο επιτροπές για τα φορολογικά ζητήματα. Άρχισαν διαπραγματεύσεις για την εγκατάσταση αγωγού φυσικό αέριο με τους Σοβιετικούς, για τα κοιτάσματα του Πρίνου με την Denison και για την υγροποίηση του φυσικού αερίου με τη ΔΕΠ, ενώ ξεκίνησε η διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996! Κι όλα στους τρεις μήνες του καλοκαιριού! Συμπερασματικά η Αριστερά αφενός συναίνεσε σε σωρεία αντιδραστικών μέτρων και αφετέρου δεν μερίμνησε ούτε έστω για τη θέσπιση ενός πλαισίου τήρησης της αστικής νομιμότητας στο επίπεδο της διαχείρισης του δημόσιου χρήματος.

Το τίμημα για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη θα αποδειχθεί βαρύ για κοινοβουλευτική Αριστερά. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου από το ΚΚΕ θα έχει αποχωρήσει η μεγάλη πλειοψηφία των μελών και των οργανώσεων της ΚΝΕ καθώς και 7 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (στους επόμενους δύο μήνες θα προστεθούν άλλα 8 μέλη της ΚΕ ο ευρωβουλευτής Δ. Δεσύλλας). Αλλά ούτε το αποτέλεσμα του Νοεμβρίου θα είναι ευνοϊκό για την Αριστερά  Ο Συνασπισμός θα γνωρίσει πτώση της επιρροής του κατά δυο μονάδες βγάζοντας 7 βουλευτές λιγότερους. Ωστόσο και αυτή η εξέλιξη δεν θα κάνει σοφότερες τις ηγεσίες της Αριστεράς. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης θα φέρει ξανά τον Συνασπισμό στη συμμετοχή στην λεγόμενη οικουμενική κυβέρνηση (συνεργασία ΝΔ- ΠΑΣΟΚ- ΣΥΝ) που σχηματίζεται με Πρωθυπουργό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Εδώ πια δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα για τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά συμμετέχει στην Κυβέρνηση. Η Αριστερά εφόσον της το προτείνουν είναι αποφασισμένη να συμμετέχει στην οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση. Και η οικουμενική έχει συγκεκριμένους στόχους: Διακηρυγμένος σκοπός της ήταν η σύνταξη ενός προϋπολογισμού που θα λαμβάνει υπόψη την «κακή κατάσταση της οικονομίας», δηλαδή ενός προϋπολογισμού περικοπών. Πέρα από αυτό θα αποφασίσει την επέκταση της σύμβασης που είχε συναφθεί με τη Ζήμενς για τις ψηφιακές παροχές του ΟΤΕ, υποχρεώνοντας τον ΟΤΕ να προμηθευτεί όλον τον αναγκαίο εξοπλισμό από τις Ζήμενς- Έρικσον.  

Οι νέοι τυχοδιωκτισμοί της Αριστεράς θα οδηγήσουν σε νέα αποτυχία στις εκλογές που θα γίνουν τον Απρίλιο του 1990, όπου ο Συν  θα γνωρίσει ξανά εκλογική υποχώρηση, της τάξης του 0,5%. Η διάσπαση του ΚΚΕ καθώς και του ενιαίου Συνασπισμού ένα περίπου χρόνο μετά θα αποτελέσει την τελευταία πράξη του δράματος, ενός δράματος για το οποίο καμία από τις δυνάμεις που συμμετείχαν τότε δεν έχει μέχρι σήμερα κάνει την αυτοκριτική της.  Βεβαίως η συγκεκριμένη διάσπαση δεν οφειλόταν μόνο στη λογική της συγκυβέρνησης και στη λανθασμένη εκτίμηση για το υπό κατάρρευση ΠΑΣΟΚ (τόσο υπό κατάρρευση ήταν το ΠΑΣΟΚ που στις εκλογές του 1993 επανήλθε στην κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου ενώ ο μεν Συν έμεινε εκτός Βουλής ενώ το ΚΚΕ σημείωσε το πιο χαμηλό ποσοστό της ιστορίας του). Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην αδυναμία της παραδοσιακής αριστεράς να εκφράσει, μεταπολιτευτικά ένα εναλλακτικό σχέδιο συνάρθρωσης των κοινωνικών αντιστάσεων, η επιτυχία του οποίου θα συντελούσε στη ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης. Σε αυτό το αίτιο θα πρέπει να προστεθεί η μεγάλη επίδραση που επέφερε η πτώση των καθεστώτων του κρατικού καπιταλισμού (1989- 1991) και έχουμε μια πλήρη εικόνα του παζλ.

 

4) Αποτίμηση της στάσης των συμμετεχόντων στο «βρώμικο ‘89» και η επίδραση στην μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά.

Συμπερασματικά με το «βρώμικο ‘89» η ΝΔ επιχείρησε να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις χρησιμοποιώντας το ως βασικό όπλο στον προεκλογικό  της αγώνα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αποκρύψει το γεγονός της ανυπαρξίας ουσιαστικών διαφορών με την εφαρμοζόμενη από το ΠΑΣΟΚ πολιτική. Η παραδοσιακή Αριστερά χρησιμοποίησε την υπόθεση Κοσκωτά για να δώσει τη μάχη στο φαλκιδευμένο έδαφος της ηθικής πιστότητας του πολιτικού διαχειριστή και όχι στην ανάγκη άρθρωσης μίας πολιτικής σε αντιπαράθεση με το περιεχόμενο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Το αποτέλεσμα θα είναι η ουσιαστική σύγκλιση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και η υιοθέτηση και από τις δυο πλευρές μιας επιχειρηματολογίας βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η μετάθεση της ουσίας των κοινωνικών προβλημάτων στο χώρο του επιφαινομένου και η προσμονή επίλυσής τους από μία «άλλη» κυβέρνηση που δε θα χαρακτηρίζεται από τις στενές της σχέσεις με παραβάτες του ποινικού δικαίου. Πρόκειται για εξέλιξη που θα λειτουργήσει ως καταλύτης για το μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού -πράγμα που θα φανεί τόσο με την συγκρότηση της κυβέρνησης Τζανετάκη όσο και με την αποδοχή πως μετά από αυτή την εξέλιξη όλα ήταν δυνατά αφού δεν υπήρχαν πια διαχωριστικές γραμμές. Ο διαχωρισμός Αριστεράς/ Δεξιάς, που σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης συμβολίζει το διαχωρισμό κεφαλαίου/ εργασίας, θεωρείται πια ξεπερασμένος και μαζί με αυτόν η οποιαδήποτε προσπάθεια ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας βάση υφιστάμενων ταξικών συμφερόντων. Στην ουσία υπάρχει μια χωροταξική παράθεση κομματικών σχηματισμών όπου κάθε πολιτική συμμαχία θεωρείται δυνατή.

Το γεγονός αυτό θα έχει ευρύτερες συνέπειες και θα σηματοδοτήσει και τις εξελίξεις στη δεκαετία του '90: η εμμονή των δυνάμεων της παραδοσιακής αριστεράς στην αποδοχή και υιοθέτηση αστικών ιδεολογημάτων όπως είναι η «κάθαρση», η ομαλή λειτουργία των «θεσμών», ο «κυβερνητισμός» θα σημάνουν την «εξομάλυνση» της, αριστερής δυναμικής- και κυρίως αυτής των εργατικών κινητοποιήσεων του τέλους της δεκαετίας του '80- και την ενσωμάτωση της αριστεράς σε μιας μορφή διαχείρισης που θα διευκολύνει το έδαφος για την ομαλότερη μετάβαση στη δεύτερη περίοδο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

Μέσα σε όλα αυτά  δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός πως η συγκεκριμένη περίοδος ήταν και μία εποχή ραγδαίων ιδεολογικών μετατοπίσεων : η αποκάλυψη των δυσεπίλυτων αντιφάσεων της ΕΣΣΔ, η κεφαλαιοποίηση της νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής αντεπίθεσης στη Δύση δεν άφησαν ανεπηρέαστη την Αριστερά. Αντίθετα αυτή την εσωτερίκευε, πόσο μάλλον που μεγάλο τμήμα του στελεχιακού αλλά και εκλογικού δυναμικού της βρισκόταν κατεξοχήν σε εκείνα τα στρώματα που επεξεργάστηκαν και αναπαρήγαγαν αυτές τις μετατοπίσεις (δηλαδή σε δυναμικά στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης). Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκρότηση του Συνασπισμού ουσιαστικά απελευθέρωσε αυτές τις τάσεις και την μετατόπιση από την κομμουνιστική αναφορά σε έναν ήπιο κεντροαριστερό μετασοσιαλδημοκρατικό  λόγο μιας «αριστεράς της αγοράς».

 

[1][1]Το 1987 το ΚΚΕ εσωτερικού είχε διασπαστεί στο τμήμα της πλειοψηφίας που δημιούργησε την Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) θεωρώντας πως δεν είχε νόημα πια η αναφορά στην κομμουνιστική παράδοση και  στο ΚΚΕ εσωτερικού/ Ανανεωτική Αριστερά που διακήρυττε την ανάγκη αναβάθμισης του φορέα της κομμουνιστική ανανέωσης στην Ελλάδα

[2]Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται τότε στο Εισαγωγικό σημείο του περιοδικού Θέσεις (τ. 26, σελ. 16) «Η αντίδραση του κεφαλαίου…δεν προέρχεται… από την ανάπτυξη κλασικών ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες μερίδες, αλλά από κάτι βαθύτερο: είναι απάντηση στην παραβίαση από τη μεριά της κυβέρνησης των ιερών κανόνων της κεφαλαιακής συσσώρευσης και της λειτουργίας του κράτους. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί επειδή το αποφασίζει η πολιτική εξουσία και το κράτος δεν μπορεί να παραβεί τη λειτουργία του ως ‘συλλογικού κεφαλαιοκράτη’ και να παρέμβει ‘επιλεκτικά’ στη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης. Η τάση αυτή δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή για καιρό και η περίπτωση Κοσκωτά στάθηκε η αφορμή για την ανατροπή της. Σήμανε, πέρα από την αναχαίτιση αυτού του επικίνδυνου για την κεφαλαιοκρατική και κοινωνική συνοχή φαινομένου, και την πολιτική απαξίωση των διαχειριστών της εξουσίας»