«Νέα Αριστερά». Δηλαδή;

Πρέπει να επισημάνω από την αρχή πως η χρήση του ονόματος «Νέα Αριστερά» από την κοινοβουλευτική ομάδα με πρόεδρο τον Αλέξη Χαρίτση είναι, κατά τη γνώμη μου, λίγο παράταιρη. Η Νέα Αριστερά αποτέλεσε ιστορικά το πολιτικό ρεύμα των 60ς και των 70ς, που αγκάλιασε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αλλαγή τόσο των τρόπων της χειραφετητικής πολιτικής όσο και των περιεχομένων της. Τα νέα κοινωνικά κινήματα, η σύνδεσή τους με το εργατικό κίνημα, η εισαγωγή μεθόδων πολιτικής ανυπακοής σε ευρεία κλίμακα, η πρωτότυπη θεωρητική παραγωγή ήταν πεδία, όπου η New Left ηγήθηκε μιας εκτεταμένης ανανέωσης του αριστερού ριζοσπαστισμού σε σύγκρουση με τις ξεφτισμένες παραδόσεις των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών γραφειοκρατιών. Καλύτερα, ηγήθηκε της επαναφοράς ενός ριζοσπαστισμού, που είχε προ πολλού εκλείψει.

Η New Left, έτσι, δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει «κυβερνώσα». Θεωρούσε τον κυβερνητισμό μείζον κακό για την Αριστερά, ήταν πεπεισμένη, από την ίδια της τη δράση, πως τα κινήματα κερδίζουν πολύ περισσότερα ως αντιπολιτεύσεις. Μπορούσε να σκεφτεί τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, μόνο, όμως, στο μέτρο που θα ήταν βήμα προς πολύ ριζικότερες αλλαγές στο ίδιο το σύστημα.

Δεν είναι τυχαίο πως οι δύο λέξεις που καθόρισαν την ιστορία της ήταν η αμφισβήτηση και η διαμαρτυρία.

Η δική μας «Νέα Αριστερά» ανατριχιάζει, ως γνωστόν, με τη «διαμαρτυρία». Θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ ενηλικιώθηκε μόνο όταν ξεπέρασε τη «διαμαρτυρία».

Γι’ αυτό και εξέχοντα μέλη της κατηγορούν όσους αποχώρησαν το ’15 ως κάποιους, που αρνήθηκαν την «ηθική της ευθύνης» προκειμένου να μείνουν καθαροί υπηρέτες μιας ανέξοδης (!) «ηθικής της πεποίθησης». Αρνήθηκαν, σα να λέμε, να γίνουν υπουργοί, όταν η ιστορία τούς… καλούσε -κι έτσι είναι αυτοί που «πρόδωσαν την υπόθεση» και αρνήθηκαν το «χρέος απέναντι στο λαό». Ήταν, μάλλον, η βαριά κυβερνητική εργασία, που τους εμπόδισε να καταλάβουν πως ο Βέμπερ, όταν χρησιμοποιούσε την αντίστιξη των δύο «ηθικών», επιτίθετο στην Αριστερά, γενικώς, που δεν αναλάμβανε τις ευθύνες της, σε αντίθεση με τη Δεξιά, που «υπεύθυνα» το έκανε.

Η «Νέα Αριστερά» αποχώρησε, λέει, γιατί, με τον Κασσελάκη, επλήγη η δημοκρατία στο κόμμα. Ενώ, επί Τσίπρα, η δημοκρατία ήταν το πρώτο μέλημα. Αν αυτό είναι το μοντέλο, σιγά τα αίματα!

Ισχυρίζονται ότι δουλεύουν για ένα νέο παράδειγμα πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν; Ποτέ δεν ήταν; Πότε έπαψε να είναι; Και γιατί; Δεν υπάρχει η παραμικρή απάντηση, ούτε καν διερώτηση.

Δίνουν την εντύπωση πως, κατά βάση, το κόμμα του Τσίπρα ήταν σε σωστό δρόμο και χρειάζονταν κάποιες βελτιώσεις, απλώς. Ποτέ, άλλωστε, ακόμη και μετά την εκλογική συντριβή του ’23, δεν έθεσαν ουσιώδη ζητήματα είτε για τη δημοκρατία είτε για την πολιτική κατεύθυνση.

Το 17% των εκλογών του ’23 ανήκει σε όλους, είναι επίτευγμα όλων. Του Τσίπρα, της Αχτσιόγλου, του Χαρίτση, του Πολάκη, του Τσακαλώτου. Η ραγδαία αποδρομή δεν οφείλεται μόνο στη κασσελακειάδα. Νομίζω, θα συνέβαινε και με την Αχτσιόγλου στην προεδρία. Η απαξίωση αυτού του χώρου ήταν δεδομένη και ισχυρή από πολύ καιρό. Η γύμνια δεν αφορούσε μόνο τον βασιλιά, αλλά και τις πριγκίπισσες και τους δούκες.

Άλλωστε, σχεδόν ρητά, το αποδέχονται, με τον τρόπο τους, και οι ίδιοι, όταν δηλώνουν πολύ περήφανοι για το κυβερνητικό τους έργο. Δεδομένου ότι το 98% αυτού του «έργου» ήταν παρακολούθημα των Μνημονίων, το πράγμα αποκτάει σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Αυτό το οποίο, κάποια χρόνια μετά το ’15, ισχυρίζονταν πως ήταν αποτέλεσμα επιβολής, «με το πιστόλι στον κρόταφο», τους γεμίζει, πλέον, περηφάνεια.

Είναι περήφανοι για τις ιδιωτικοποιήσεις, πλείστων όσων, δημόσιων αγαθών;

Είναι περήφανοι για το Υπερταμείο; Για το Ελληνικό;

Είναι περήφανοι για το χρηματιστήριο ενέργειας;

Περήφανοι για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς;

Περήφανοι για τη μονιμοποίηση των άγριων περικοπών στις συντάξεις;

Αλλά ας αφήσουμε τα «μνημονιακά». Έστω κι αν δηλώνουν περήφανοι, ας δεχτούμε πως δεν το εννοούν, αλλά είναι αναγκασμένοι να το υποστηρίζουν μια και ο,τιδήποτε άλλο θα έκανε την ακύρωση της λαϊκής εντολής του δημοψηφίσματος να φαίνεται ολοκληρωτικά αδικαιολόγητη.

Ας πάμε σε όσα κανένα Μνημόνιο δεν τους εξανάγκαζε να κάνουν.

Είναι περήφανοι, αλήθεια, για τη διατήρηση του δολοφονικού φράχτη;

Για την τριμερή με τους φασίστες Νετανιάχου και Σίσι;

Για την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία;

Για τους «πατριωτικούς» λεονταρισμούς, που, στην αντιπολιτευτική τους περίοδο, τους πήγαιναν δεξιά της ΝΔ;

Για την αδιαφορία τους για την εκπαιδευτική μοίρα των προσφυγόπουλων; Που τα έβαζαν να δίνουν πανελλαδικές (!), όταν εύκολα θα μπορούσε να προβλέπεται ειδικό καθεστώς για μερικές δεκάδες στο κάτω κάτω παιδιά, όλα κι όλα;

Για τη συντήρηση, αν όχι ενίσχυση, του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του σχολείου;

Για την αδυναμία ουσιαστικής επίλυσης ακόμα και της απαλλαγής από τα θρησκευτικά;

Ο κατάλογος, πραγματικά, δεν έχει τέλος.

Στην πραγματικότητα, ο τρόπος που πολιτεύτηκε το κόμμα του Τσίπρα, με την ενθουσιώδη συμμετοχή των «νεοαριστερών»,  ήταν αποτέλεσμα της ανοιχτής προσχώρησης σε μια υπερδεξιά ιδεολογική εκδοχή του ευρωκομμουνισμού, για την οποία η αναζήτηση της συμμετοχής στη διακυβέρνηση έγινε το κατεξοχήν ταυτοτικό χαρακτηριστικό. Θέλω να πω, το «κυβερνώσα» είχε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από το «Αριστερά».

Αυτό, άλλωστε, δήλωνε η όλο και μεγαλύτερη αναφορά στην «ανανεωτική Αριστερά», η οποία έχει, δικαίως, καταχωριστεί ως η κατεξοχήν δεξιά πτέρυγα της ευρύτερης παράταξης, χαρακτηριζόμενη διαχρονικά από ένα ψοφοδεή κυβερνητισμό χωρίς όρια.

Επομένως; Νομίζω ότι η «Νέα Αριστερά» δεν έχει τύχη ως Αριστερά. Όχι ως τιμωρία στο «έγκλημα καθοσιώσεως», που διέπραξαν τα μέλη της, αλλά για τρεις ανυπέρβλητους λόγους:

  • Δεν έχει την παραμικρή επαφή με κινήματα
  • Δεν διαθέτει την παραμικρή πρόσβαση σε νεολαία. Η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, μετά το ’15, ήταν από τα συντομότερα ανέκδοτα
  • Δεν έχει τον παραμικρό πολιτικό συνομιλητή στην Αριστερά

Είναι καταδικασμένη, λοιπόν, να ψάξει διέξοδο κι αυτή στο «κέντρο». Προνομιακός χώρος επαφής είναι το ΠΑΣΟΚ.

Από αυτήν την άποψη, νομίζω, η ιστορία θα επαναληφθεί. Και πολύ σύντομα δεν θα έχουμε λιγότερο «Αριστερά» και περισσότερο «κυβερνώσα», αλλά μόνο κυβερνώσα. Μια ομάδα επαγγελματιών πολιτικών με μόνο αληθινό μέλημα την αναπαραγωγή της.