Είναι η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ το «αντίδοτο» στον Τραμπ;
Oι σαρωτικές εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ και με την εξουθενωτική «πολιτική του χάους» που σπέρνει στο εσωτερικό των ΗΠΑ και σε διεθνές επίπεδο, αφήνουν ερωτηματικά εάν μπορεί κάποιος να ορθώσει έναν φραγμό στον ασύδοτο κι απρόβλεπτο βολονταρισμό του. Το καθηλωτικό μούδιασμα του Δημοκρατικού κόμματος ύστερα από την οδυνηρή ήττα της Κάμαλα Χάρις εγείρει ερωτήματα για το αν είναι απλώς μία περαστική αντίδραση, η οποία θα γεννήσει διεργασίες για την ανάκαμψή του ή αποτελεί σημάδι αποσύνθεσης, που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την αυθαιρεσία του Τραμπ τη απουσία μίας στιβαρής αντιπολίτευσης.
Μέχρι στιγμής το μόνο που μπορεί να αναστατώσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ τον Τραμπ είναι μόνον κάποιες μεμονωμένες αποφάσεις της δικαιοσύνης, είτε αποτελέσματα όπως οι εκλογές στο Ουισκόνσιν, που ανατρέπουν τα κοινά σχέδιά του με τον Ίλον Μασκ. Είτε ακόμη οι ίδιες οι διαφωνίες (πάντοτε με επίκεντρο τις σκοπιμότητες του Μασκ) στο εσωτερικό της, ασύμμετρης ως προς την πρακτική εφαρμογή της ιδεολογίας της, κυβέρνησής του.
Οι μόνες κινήσεις που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από πλευράς του τρικυμισμένου Δημοκρατικού Κόμματος, είναι οι πρωτοβουλίες που έχει ξεκινήσει η ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος. Με επικεφαλής πάντοτε τον αειθαλή Μπέρνι Σάντερς και την 35χρονη βουλευτή της Νέας Υόρκης Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, ενώ τελευταία ορατή έχει αρχίσει να γίνεται και η μαύρη βουλευτής του Τέξας Τζασμίν Κρόκετ.
Μάλιστα, έχουν πολλαπλασιασθεί τελευταία οι υπαινιγμοί από πλήθος πληγές πως η Οκάσιο-Κορτέζ προαλείφεται, τουλάχιστον από τους πιο προοδευτικούς κύκλους του κόμματος, να αποτελέσει την επόμενη διεκδικήτρια του χρίσματος των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2028. Ελλείψει άλλου ικανού και χαρισματικού ονόματος, που θα μπορούσε να καλύψει το κενό της Κάμαλα Χάρις και με τον Μπέρνι Σάντερς στα 83 του να μην είναι σε θέση να ηγηθεί των Δημοκρατικών σε μία τέτοια εκστρατεία, η δημοφιλία της Οκάσιο-Κορτέζ, τουλάχιστον στα μάτια της ριζοσπαστικής πτέρυγας, την κάνουν μία ελκυστική επιλογή. Η ίδια η βουλευτής έχει αναθερμάνει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις της με τον Σάντερς και μαζί έχουν αποδυθεί σε μία σειρά από πολιτικές περιοδείες στη χώρα, εμψυχώνοντας το δημοκρατικό ακροατήριο και πολύ περισσότερο τον χώρο των προοδευτικών ακτιβιστών. Άλλωστε τούτη η δεξαμενή ήταν εκείνη που στήριξε το «φαινόμενο Σάντερς», που τον έφθασε μία ανάσα από το χρίσμα των Δημοκρατικών και είναι πάλι αυτή που ανέδειξε την Οκάσιο-Κορτέζ σε αδιαφιλονίκητο «αστέρι» του νέου πολιτικού στερεώματος.
Η Οκάσιο-Κορτέζ (αλλά και η Κρόκετ) έχουν πρωταγωνιστήσει στο κίνημα για του defund the police (αποχρηματοδοτήστε την αστυνομία) και υποστήριξαν ομάδες και πολιτικούς που το έκαναν. Αμφότερες είναι σθεναρές υποστηρίκτριες της ποικιλομορφίας, της ισότητας και ένταξης των «διαφορετικών» και των μεταναστών στην κοινωνία, πολεμούν τις διακρίσεις και υποστηρίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας και τις κρατικές δομές αρωγής και οργάνωσης, που σήμερα αποτελούν τον βασικό στόχο του Τραμπ και του Μασκ.
Ιδιαίτερα η Οκάσιο-Κορτέζ ήταν εκείνη που περισσότερο από άλλους τόλμησε να ονειδίσει την απόφαση του επικεφαλής της δημοκρατικής μειοψηφίας στη Γερουσία Τσακ Σάμερ (κι ενός από τους ισχυρούς υποψηφίους του κόμματος και δυνητικού εσωκομματικού αντιπάλου της ) να συμπλεύσει με τους Ρεπουμπλικανούς στο νομοσχέδιο για να αποφευχθεί το «κλείσιμο» της κυβέρνησης. Τότε, η βουλευτής της Καλιφόρνιας Ρος Χάνα είχε προτρέψει δημόσια την Οκάσιο-Κορτέζ να διεκδικήσει την έδρα από τον Σάμερ το 2028, ενώ και αρκετοί άλλοι Δημοκρατικοί βουλευτές της το πρότειναν κατ’ ιδίαν σε πρόσφατη κομματική εκδήλωση. Ο προθάλαμος της Γερουσίας είναι σημειωτέον απαραίτητος για τη διεκδίκηση του χρίσματος στις εσωκομματικές εκλογές. Κάτι που το σκέπτεται σοβαρά κι η ίδια, καθώς εν μέρει μοιάζει να μην έχει ως άμεση προτεραιότητά της να διεκδικήσει το χρίσμα, όσο το να «χτίσει γέφυρες» με την κοινωνία και το κόμμα ενόψει μίας μελλοντικής επιδίωξής της για την προεδρία.
Η περιοδεία της με τον Μπέρνι Σάντερς άλλωστε αποδεικνύει αυτό ακριβώς. Δίπλα στον κατεξοχήν επικριτή της σημερινής ηγεσίας του κόμματος, οι εμφανίσεις της Οκάσιο-Κορτέζ στις swing Πολιτείες και σε πανεπιστημιουπόλεις στην Αριζόνα, τη Νεβάδα και το Κολοράντο, αναμένεται να προσελκύσουν μαζικά τον κόσμο, αναπτερώνοντας το ακτιβιστικό πνεύμα του κόμματος και φυσικά θα αποτελέσουν και βαρόμετρο για τις πιθανότητες που θα μπορεί να έχει για πυροδοτώντας να διεκδικήσει υψηλότερα αξιώματα – γιατί όχι και την προεδρία το 2028.
Μέχρι σήμερα, πολλοί από τους Δημοκρατικούς συναδέλφους της κάποτε την έβλεπαν ως μία φιλόδοξη νεαρή πολιτικό, που πιότερο επιζητούσε τη δημοσιότητα και το ενδιαφέρον των ΜΚΔ, παρά την ουσιαστική πολιτική. Εξάλλου, το γεγονός ότι αποτελούσε «ουρανοκατέβατη» στον δημοκρατικό πολιτικό στίβο και εξελέγη «τυχαία» κατά πολλούς στα 28της χρόνια, αύξανε τη δυσπιστία για τις ικανότητές της μέσα στο κόμμα.
Εντούτοις, η «επανάσταση της εικόνας» που έφερε ο Τραμπ και η λαϊκιστική του συμπεριφορά στις πολιτικές του εμφανίσεις, όπως και η ακραία ακαμψία στις θέσεις του, έχουν αλλάξει ακόμη και τον τρόπο που οι συμβατικοί πολιτικοί αντιλαμβάνονται το πώς θα πρέπει να παιχθεί το παιχνίδι της στρατηγικής. Οι Δημοκρατικοί, σε όλο το ιδεολογικό φάσμα του κόμματος, αρχίζουν να αναθεωρούν τις απόψεις τους και αναγνωρίζουν ότι η Οκάσιο-Κορτέζ μπορεί να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας με τρόπο που λίγοι άλλοι στο κόμμα μπορούν.
Η τραχειά κι ακαλαίσθητη αμεσότητα του Τραμπ που κατορθώνει να προσελκύσει τον μέσο (και φυσικά τον πιο «ταπεινό») Αμερικανό κάνει την Οκάσιο-Κορτέζ και γενικότερα τον αμεσοδημοκρατικό, ακτιβιστικό, χώρο που την υποστηρίζει να μοιάζει σαν ένας ικανός κυματοθραύστης απέναντι στον νεοσυντηρητικό ακτιβισμό του Τραμπ. Άλλωστε νωπές είναι οι μνήμες της αποτυχίας των Δημοκρατικών, όταν χρειάσθηκε να κατευνάσουν το ακτιβιστικό και ριζοσπαστικό ρεύμα προς όφελος ενός πιο «συστημικού» υποψηφίου. Σε δύο περιπτώσεις, μάλιστα τυγχάνει να αφορούν τις εκλογικές αναμετρήσεις πριν την πρώτη και τώρα στη δεύτερη θητεία του Τραμπ, το δημοκρατικό στρατόπεδο «θυσίασε» τη δυναμική που είχε αναπτυχθεί στο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας, για να προτάξει έναν πιο «συμβατικό» υποψήφιο.
Στην πρώτη περίπτωση τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία ήταν στιγματισμένη ως ταυτόσημη με το πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο που εβδελύσσετο η πολύπαθη κοινωνία. Και στη δεύτερη περίπτωση την επίσης ταυτισμένη με την πολιτική του Τζο Μπάιντεν και των αντίστοιχων κύκλων που εκπροσωπούσε, Κάμαλα Χάρις. Τούτος ο «συμβιβασμός» διάβρωσε το όποιο μετασχηματιστικό δυναμικό -ιδίως το νεολαιΐστικο κίνημα- και αποξένωσε μεγάλες μάζες, αποδυνάμωσε τη σχέση των κοινωνικών τάξεων με την πολιτική. Ή το χειρότερο παρακίνησε μεγάλα τμήματα του, κυριότερα μη εύρωστου οικονομικά, πληθυσμού να εγκολπωθεί τη «φιλολαϊκή» ακροδεξιά ρητορεία του Τραμπ ενάντια στις «ελίτ» που ενοχοποιούνται για την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική παρακμή της αμερικανικής κοινωνίας. Οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι ήσαν αίφνης οι εκπρόσωποι αυτού του κατεστημένου, επιχειρηματικού και πολιτικού, που μέσα από το «υπερφορτωμένο κράτος» (government overload) και την ευμενή στάση τους απέναντι στις παρακμιακές τάσεις που αλλοιώνουν τον κοινωνικό ιστό οδηγούν τη χώρα σε κρίση.
Το ζήτημα είναι εάν θα μπορέσει η Οκάσιο-Κορτέζ, η Κρόκετ ή όποιος άλλος ριζοσπαστικός ή μη υποψήφιος να αντιτάξει πέρα από τον ακτιβισμό και τον δικαιωματισμό, εν γένει τις επιθέσεις κατά της πολιτικής του Τραμπ κατά του κοινωνικού κράτους και των διαφορετικών πολιτών, μία πολιτική πρόταση συνεκτική, συμπεριληπτική κι αποτελεσματική -όχι απλά ωραίες ιδεολογικές αφαιρέσεις. Εάν θα μπορέσει τούτο το, ασύνδετο και πολιδιασπασμένο σε πολλές φορές μη συναπτόμενους τομείς, ακτιβιστικό κίνημα να το συνδέσει με τις υπόλοιπες κοινωνικές δομές, τάξεις και δυνάμεις, κάτω από ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα, που να συγκορμίζει τις διεκδικήσεις και τα νόμιμα συμφέροντα κάθε ομάδας.
Εξάλλου σε αυτόν τον τομέα της ιδεολογικής (ακροδεξιάς) μόχλευσης του ακτιβισμού ο Τραμπ υπερτερεί, υπερτονίζοντας την αποτυχία της συμβατικής πολιτικής τάξης και του κοινοβουλευτισμού στην οικονομία, τις αποφάσεις, την ασφάλεια και την αξιοπιστία εν γένει. Δεν είναι τυχαίο που έχει επικρατήσει, όπως αντίστοιχα κινήματα τη δεκαετία του 1930 “κηρύσσοντας επανάσταση ενάντια στους «επαναστάτες» που απειλούν την Μεγάλη Αμερική. Αντιστρέφοντας, με την επένδυση μίας εθνικιστικής μεγαλοστομίας, τα επιχειρήματα των αντι-καπιταλιστικών κινημάτων ο Τραμπ έχει καταφέρει να κάνει αόρατες τις αντιφάσεις του συστήματος -μάλιστα ο δήθεν προστατευτισμός του κι ο εμπορικός του πόλεμος στρέφεται ενάντια στην ‘παγκοσμιοποίηση’, εφεύρεση και τούτη των Δημοκρατικών από εποχής Κλίντον- και να εκτροχιάσει όποιες εναλλακτικές λύσεις.
Η Οκάσιο-Κορτέζ θα πρέπει να επαναφέρει τον εργάτη στην αυτοκινητοβιομηχανία του Ντιτρόιτ, δείχνοντάς του πως η ικανότητα του τραμπικού νεοφασισμού να δημιουργήσει αμερικανικές θέσεις εργασίας δεν θα του αυξήσει τα μεροκάματα και δεν θα του εγγυηθεί κοινωνική κι ιατρική ασφάλιση. Όποια νέα ηγετική φυσιογνωμία των Δημοκρατικών θα πρέπει να αναμετρηθεί με την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών που έχουν συντελεσθεί υπέρ του νεο-συντηρητισμού και του (γιατί όχι, ακροδεξιού) λαϊκισμού στις ΗΠΑ.
Αυτού που σήμερα εκφράζεται με τη μορφή του «ιδεολογικού επιχειρηματία», που με τη μορφή του Τραμπ και της κυβέρνησής του έχει σφετερισθεί την εξουσία. Σε όλες τις μορφές της, εκτελεστική, νομοθετική και κυρίως όπως αποδεικνύεται και τη δικαστική. Ιδίως αυτήν τον τελευταίο ιδιαιτέρως βαρύνοντα βραχίονα της εξουσίας, ο Τραμπ ήδη από την προηγούμενη περίοδο της διακυβέρνησής του, τον έχει στο πλευρό του. Αρκεί να δούμε την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που παγώνει τις αγωγές για επαναπρόσληψή τους των απολυμένων από τον Μασκ εργαζομένων σε ομοσπονδιακούς οργανισμούς. Ή η χρήση ενός νόμου του 1798 για να επιτραπούν οι απελάσεις μεταναστών. Αλλά και γενικά τον ευνοεί η μεθοδική δουλειά που έχουν επιτελέσει όλες τούτες τις δεκαετίες -από το ‘70 και δώθε- τα πλουσιοπάροχα χρηματοδοτημένα συντηρητικά think tanks (όπως τα Olin και Bradley του εμπνευσμένου από τον Γκράμσι(!) Μάικλ Τζοις, που καλούσε να διδαχθούμε από τα εργατικά κινήματα και να ιδρύσουμε ένα λενινιστικό (sic!) κόμμα των εργοδοτών) και τα επιδοτούμενα (ή απειλούμενα και προγραμμένα, όπως γίνεται τώρα με τον Τραμπ) Πανεπιστήμια, που έχουν προετοιμάσει την ακροδεξιά αντι-ιντελιγκέντσια και την ιδεολογική αντεπανάσταση, με αιχμή του δόρατος το δόγμα του Law and Economics.
Μία ιδεολογική μεταστροφή που έχει αλλοιώσει την αποστολή της επιστήμης, του διανοούμενου σε τεχνοκράτη, συνεργάτη και προπαγανδιστή του νεοφιλελευθερισμού και των μεθόδων παραγωγής του. Αλλά και της ίδιας της δικαιοσύνης, την οποία έχει μετατρέψει από προπύργιο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη σε μηχανισμό ελέγχου και θεμελιωτή της ακροδεξιάς ιδεολογίας των διακρίσεων.