Πανεπιστήμια στον γύψο

Παναγιώτης Σωτήρης

Οι σελίδες διαβούλευσης των νομοσχεδίων έχουν πάντα ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί μπορεί κανείς να δει πώς αντιμετωπίζουν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες τόσο οι πολίτες όσο και οι μαζικοί φορείς. Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει πότε αυτό που προκαλείται είναι πρωτίστως αντίθεση, πότε προσπάθεια για βελτιώσεις και πότε υπάρχει κατά βάση συναίνεση. Στην περίπτωση πάντως του τελευταίου νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, η διαβούλευση του οποίου μόλις ολοκληρώθηκε, η ενότητα που αφορά τα πανεπιστήμια και αποκαλείται «Ενίσχυση της ασφάλειας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα – Τροποποίηση Ν. 4957/2022 – Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα (άρθρα 65-88» συναντά ένα είδος καθολικής απόρριψης: τα σχόλια αποτελούνται από ένα μπαράζ ανακοινώσεων φοιτητικών συλλόγων και συλλόγων ΔΕΠ που απαιτούν την άμεση απόσυρση των σχετικών ρυθμίσεων.

Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα κανένας μαζικός φορέας είτε των φοιτητών, είτε των πανεπιστημιακών καθηγητών δεν είχε ζητήσει ανάλογα μέτρα. Επιπλέον, τα συλλογικά όργανα των Πανεπιστημίων αλλά και η ίδια η πάντα «διπλωματική» στις διατυπώσεις της Σύνοδος των Πρυτάνεων, είχαν επιμείνει ότι αυτό που λείπει από τα πανεπιστήμια δεν είναι μέτρα που να αυστηροποιούν το πειθαρχικό δίκαιο και μάλιστα με «οριζόντιο» τρόπο.

Σε τελική ανάλυση οποιοσδήποτε έχει έστω και στοιχειώδη γνώση των πανεπιστημίων, αμέσως παρατηρεί την αντίφαση ανάμεσα στον ίδιο τον τίτλο της σχετικής ενότητας, δηλαδή την ανάγκη να ενισχυθεί η ασφάλεια, και την πραγματικότητα των πανεπιστημίων. Γιατί πολύ απλά τα πανεπιστήμια, εάν κανείς κρίνει με βάση την καθημερινότητά τους και όχι την επιλεκτική προβολή μεμονωμένων περιστατικών, είναι από τους χώρους που είναι σχετικά ασφαλέστεροι σε σχέση με άλλους.

Προφανώς και έχουν κάποια συγκεκριμένα προβλήματα ασφάλειας, πρωτίστως επειδή χρόνια τώρα δεν ικανοποιούνται τα αιτήματά τους να τους χορηγηθεί προσωπικό φύλαξης, όμως εάν κανείς συνομιλήσει με πανεπιστημιακούς θα διαπιστώσει ότι όταν μιλούν για τα προβλήματα των πανεπιστημίων άλλα βάζουν πιο πάνω: την πάγια υποστελέχωση και σε διδακτικό και σε διοικητικό προσωπικό, την εξίσου πάγια υποχρηματοδότηση καθώς εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ μεγάλες περικοπές που δεν καλύπτονται από τις κατά καιρούς εξαγγελίες «έκτακτης χρηματοδότησης», υποχρηματοδότηση που γεννά πολύ σοβαρά προβλήματα ιδίως σε ιδρύματα που έχουν κτίρια με σχετικής παλαιότητας, τα προβλήματα από τις κάθε είδους γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και εμπόδια, την περιφρόνηση του αυτοδιοίκητου με διάφορους τρόπους, την απουσία μέτρων για τη στήριξη των περιφερειακών πανεπιστημίων. Θα ακούσει επίσης της οργή τους για το ότι αντί η κυβέρνηση να απαντήσει στις ανάγκες των πανεπιστημίων, αυτό που έκανε ήταν να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της τη ρητή διατύπωση του άρθρου 16 του Συντάγματος και να θεσμοθετήσει – δυστυχώς με τη συνενοχή του Συμβουλίου της Επικρατείας – τα ιδιωτικά σούπερ μάρκετ πτυχίων.

Σίγουρα πάντως δεν θα ακούσει ότι τα πανεπιστήμια έχουν ένα καθολικό πρόβλημα ασφάλειας.

Και σίγουρα, επίσης, δεν θα ακούσει να προσδιορίζεται ως ασφάλεια στα πανεπιστήμια, αυτό που εννοεί η κυβέρνηση, δηλαδή ένα ασφυκτικό πειθαρχικό πλαίσιο που κυρίως προσπαθεί να ποινικοποιήσει τις κινητοποιήσεις των φοιτητών και συνολικά την πολιτική και συνδικαλιστική δράση μέσα στα πανεπιστήμια.

Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην υπερποινικοποίηση της «παρεμπόδισης της εύρυθμης λειτουργίας του Α.Ε.Ι.», μια ιδιαιτέρως νομικά αόριστη έννοια, που όμως τώρα γίνεται κέντρο του πειθαρχικού δικαίου (αλλά επί της ουσία και των σχετικών προβλέψεων του ποινικού δικαίου), αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά τις φοιτητικές κινητοποιήσεις, τις διαδηλώσεις εντός ιδρυμάτων, τις παραστάσεις διαμαρτυρίας σε πανεπιστημιακά όργανα, τις καταλήψεις μετά από απόφαση φοιτητικού συλλόγου ως ποινικά αδικήματα.

 

Διαμορφώνεται, ουσιαστικά ένα ιδιότυπο πανεπιστημιακό «Ιδιώνυμο», κάτι που ενισχύεται από το γεγονός ότι θεσπίζονται και ειδικοί εισαγγελείς που θα έχουν αρμοδιότητα τα πανεπιστήμια σε κάθε πόλη με πανεπιστήμια και αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με αρμοδιότητα την ανώτατη εκπαίδευση. Ουσιαστικά, κατά τα πρότυπα του πάλαι ποτέ «Σπουδαστικού» της Κρατικής Ασφάλειας, έχουμε πλέον και ένα ιδιότυπο «Σπουδαστικό» της Εισαγγελίας.

Αυτά επιτείνονται με τον τρόπο που πλέον έχουμε «αυτόματη» αναστολή της φοιτητικής ιδιότητας ύστερα από εισαγγελική εντολή, εάν κανείς διώκεται για παρακώλυση της ακαδημαϊκής δραστηριότητας (σε συνδυασμό με περιοριστικό όρο απαγόρευσης εισόδου σε ΑΕΙ) την οποία υποχρεώνονται τα πανεπιστήμια να εφαρμόσουν παραβιάζοντας τη θεμελιώδη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και βεβαίως της διάκρισης ανάμεσα σε πειθαρχικό και ποινικό δίκαιο.

Μάλιστα, στην ίδια λογική της παραγωγής πανεπιστημιακών «ιδιωνύμων» προστίθεται στον ποινικό κώδικα και το αδίκημα της παρότρυνσης στη διατάραξη της ακαδημαϊκής λειτουργίας. Δηλαδή, ένα «κάλεσμα αγώνα» π.χ. για μαζικές καταλήψεις στις σχολές ενάντια σε ένα νομοσχέδιο, θα θεωρείται πλέον δυνητικά ποινικό αδίκημα.

Μάλιστα, επειδή στα σχετικά πειθαρχικά αδικήματα προστίθενται και πολύ αυστηρές προθεσμίες, έρχεται το υπουργείο Παιδείας και προτείνει και τροποποίηση του πειθαρχικού δικαίου και των μελών ΔΕΠ έτσι ώστε να είναι πειθαρχικό αδίκημα και η «παράλειψη άσκησης πειθαρχικής αρμοδιότητας ή η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας που προβλέπεται στον νόμο για την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας», δηλαδή ποινικοποιείται ακόμη και οποιαδήποτε προσπάθεια των μελών ΔΕΠ να κινηθούν με όρους ακαδημαϊκούς και με βάση την αρχή του αυτοδιοίκητου απέναντι στην κατασταλτική λογική του υπουργείου, με τις ποινές να περιλαμβάνουν την έκπτωση από το αξίωμα μονομελούς οργάνου ή συλλογικού οργάνου διοίκησης,  καθώς και τη στέρηση δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας για θέσεις μονομελών οργάνων του Α.Ε.Ι. και μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης από ένα (1) έως τρία (3) έτη.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική ασφάλεια στα πανεπιστήμια. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να ποινικοποιηθεί η συλλογική δράση των φοιτητών και των πανεπιστημιακών. Να θεωρηθούν παραβατικές οι κινητοποιήσεις. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα αναδρομική δικαίωση των πιο συντηρητικών και αυταρχικών λογικών που δεκαετίες τώρα – με αποκορύφωμα προφανώς την περίοδο της χούντας – βλέπουν εχθρικά το πανεπιστήμιο, αλλά και αναπαραγωγή αλά ελληνικά της διεθνούς «τραμπικής» τάσης να στοχοποιούνται τα πανεπιστήμια ώστε να χαϊδευτούν συντηρητικά αντανακλαστικά του δεξιού τμήματος του εκλογικού ακροατηρίου.

Σε τελική ανάλυση στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η ρύθμιση για τη διαγραφή των αιωνίων φοιτητών, έστω και εάν αυτό το νομοσχέδιο προβλέπονται κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις. Όμως το πρόβλημα παραμένει: όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός αγνοώντας προφανώς το πώς διαμορφώνονται παγκοσμίως οι στατιστικές για τα πανεπιστήμια και στη χώρα μας και διεθνώς πανηγυρίζει ότι με τις διαγραφές φοιτητών θα βελτιωθούν οι δείκτες αξιολόγησης των πανεπιστημίων, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με επικοινωνιακές ρυθμίσεις. Μια προσπάθεια «επίδειξης τσαμπουκά», που δεν επιλύει πρόβλημα, αλλά περισσότερο δημιουργεί προβλήματα (εξ ου και οι διορθωτικές παρεμβάσεις).

Ας μην ξεχνάμε, πάντως, ότι η όλη συζήτηση για τους αιώνιους φοιτητές αφετηρία στη μεταπολίτευση δεν είχε ούτε τους δείκτες αξιολόγησης, ούτε τα διοικητικά προβλήματα, αλλά την προσπάθεια δεξιών κύκλων να μπει φραγμός στην πολιτικοποίηση του φοιτητικού κινήματος, καθώς πίστευαν ότι απαιτούνταν μέτρα ώστε οι φοιτητές να γυρίσουν στα βιβλία τους και να μην ασχολούνται με συνελεύσεις και διαδηλώσεις.

Κοντολογίς, η ίδια προσπάθεια να μπουν τα πανεπιστήμια «γύψο».