Ο Τραμπ θέλει τη Λατινική Αμερική ως «πίσω αυλή» του

Aν κάποιος ανατρέξει σε αλλοτινούς  καιρούς και κάνει κάποιες συγκρίσεις με το σήμερα δεν νομίζω ότι θα διαφωνούσε ότι οι τρέχουσες επιχειρήσεις της Ουάσιγκτον στη Λατινική Αμερική θυμίζουν τους παλιότερους   σκοτεινούς ελιγμούς και τις κυνικές πολιτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ  στις χώρες της περιοχής στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Βέβαια οι ΗΠΑ ποτέ δεν σταμάτησαν να επιδιώκουν, από την εποχή του δόγματος Μονρόε ίσαμε σήμερα τον έλεγχο της Λατινικής Αμερικής, ούτε και χαλάρωσαν τις παρεμβάσεις τους, όμως σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεπεράσει τα όρια του απλού παρεμβατισμού και πλησιάζει στο κατώφλι της εισβολής. 

Από τις διακηρύξεις του για τη Διώρυγα του Παναμά, την ανακήρυξη του «Κόλπου της Αμερικής» σε αντικατάσταση του «Μεξικού», η ναυτική ανάπτυξη στα ύδατα της Καραϊβικής εναντίον της Βενεζουέλας, οι επιθέσεις σε πλοιάρια υποτιθέμενα ναρκεμπόρων στα ύδατα της Κολομβίας, οι πολιτικές παρεμβάσεις στη Βραζιλία (μετά επιβολής υψηλότατων δασμών μάλιστα) και στις εκλογές στην Αργεντινή, η χρήση του Ελ Σαλβαδόρ ως φυλακή για μετανάστες, ο Τραμπ μοιάζει με έναν κατακτητή, που αδιαφορεί για την αυτονομία και την εδαφική κυριαρχία των χωρών της ηπείρου.

Όταν το 1964, ο τότε πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έλεγε στους συμβούλους του, ενόψει του πραξικοπήματος για την ανατροπή του νόμιμου προέδρου της Βραζιλίας Ζουάου Γκουλάρ πως «πρέπει να λάβουμε όλα τα δυνατά μέτρα και να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Θα παρέμβαινα και θα έπαιρνα ένα μικρό ρίσκο», ο Τραμπ σήμερα δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να ανακοινώνει ο ίδιος και δημόσια τις προθέσεις του να καθυποτάξει όλο το Λατινικό τμήμα της ηπείρου (μιας και τον Καναδά απλώς θέλει να τον προσαρτήσει, ως μία επιπλέον αμερικανική Πολιτεία). Ιδίως όταν αισθάνεται πως στο κομμάτι αυτό, που παραδοσιακά αποτελεί το μαλακό υπογάστριο της χώρας του και άμεση σφαίρα επιρροής της, έχει αρχίσει να εισορμά ο κινεζικός παράγοντας  κι οι επενδύσεις του.

Και για τον λόγο τούτο, ο Τραμπ, ένας από τους λόγους που επικαλείται για ωμές παρεμβάσεις, όπως στη Βενεζουέλα και την Κολομβία, είναι και η εμπλοκή συμμοριών τους στο λαθρεμπόριο φαιντανύλης, ένα ναρκωτικό για την παραγωγή του οποίου ο μεγαλομανής πρόεδρος κατηγορεί κυρίως την Κίνα. Μάλιστα, η απειλή της φαιντανύλης για την αμερικανική κοινωνία απασχόλησε τον Τραμπ στη συνάντησή του με τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζιπίνγκ και αποτέλεσε μέρος της συμφωνίας τους.

Μολαταύτα, το μεταναστευτικό, τα ναρκωτικά και το πετρέλαιο αποτελούν τα τρία σημαντικότερα προσχήματα που ανασύρει ο Τραμπ για να δικαιολογήσει την πολεμική σημαία που ανεμίζει απέναντι σε πολλές από τις λατινοαμερικανικές χώρες, προκειμένου να καλύψει τις πραγματικά κατακτητικού ύφους βλέψεις του γι’ αυτές. Ιδίως για εκείνες με τα καθεστώτα των οποίων δεν είναι σύμφωνος.

Οι «πόλεμοι» του Τραμπ για τα ναρκωτικά (;)

Δεν είναι  τυχαίο ότι στον υποτιθέμενο πόλεμο κατά των ναρκωτικών που ξεσήκωσε χαρακτήρισε τους προέδρους της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο και της Βενεζουέλας  Νικολάς Μαδούρο ως ναρκοτρομοκράτες. Επιπλέον, οι ΗΠΑ προσφέρουν αμοιβή 50 εκατομμυρίων δολαρίων για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη ή την καταδίκη του προέδρου της Βενεζουέλας. Πριν λίγες ημέρες δε, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσθεσε επίσης τον Πέτρο, τη σύζυγό του και τον μεγαλύτερο γιο του στον κατάλογο κυρώσεων, κατηγορώντας τους για διακίνηση ναρκωτικών. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να σκοτώνουν ανθρώπους στη θάλασσα με στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον πλοίων που φέρονται να μεταφέρουν ναρκωτικά (και προφανώς χωρίς να οδηγούν κανέναν από τους 43 ανθρώπους, που έχουν συλλάβει στο πλαίσιο των ναυτικών αυτών επιθέσεων στη δικαιοσύνη).

Ο πόλεμος του Τραμπ ενάντια στα ναρκωτικά έχει οδηγήσει  στην προοδευτική αύξηση δυνάμεων στην περιοχή. Στα ανοικτά των ακτών της Βενεζουέλας, φθάνουν περίπου τους 10.000 στρατιώτες, σύμφωνα με τους New York Times. Ένας αριθμό που δεν έχει παρατηρηθεί στην περιοχή εδώ και δεκαετίες. Ο Τραμπ όχι μόνο επέτρεψε μυστικές επιχειρήσεις της CIA, αλλά προειδοποίησε επίσης ότι «η στεριά θα είναι η επόμενη», μιας κι οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις δηλώνουν έτοιμες για ανάλογες αποστολές.

Κοντά στις ακτές της Βενεζουέλας πλέει το αεροπλανοφόρο Τζέραλντ Φορντ, , υπάρχει ένα σκάφος ειδικών δυνάμεων, ένα καταδρομικό με κατευθυνόμενους πυραύλους, η αμφίβια ομάδα εφόδου Ίβο Τζίμα και τρία αντιτορπιλικά με κατευθυνόμενους πυραύλους. Στο Πουέρτο Ρίκο, υπάρχουν επίσης τουλάχιστον έξι drones Reaper, τρία αεροσκάφη επιτήρησης, 10 stealth μαχητικά και δύο πλοία ανεφοδιασμού. Επίσης δύο βομβαρδιστικά B-52 από τη Λουϊζιάνα έχουν επίσης θεαθεί να υπερίπτανται στην περιοχή για ώρες. Και φυσικά  εθεάθησαν ελικόπτερα από μια επίλεκτη μονάδα ειδικών επιχειρήσεων να πετούν κοντά στις ακτές της Βενεζουέλας.

Βέβαια, η πολιτική του Τραμπ παραλείπει να δημοσιεύει τις όποιες ασυνέπειες της πολιτικής τους. Όπως το ότι στις  15 Οκτωβρίου, τρία πράγματα, ασύμβατα μεταξύ τους, συνέβαιναν ταυτόχρονα στη Βενεζουέλα. Ενώ αμερικανικά βομβαρδιστικά B-52 πετούσαν πάνω από τον εναέριο χώρο της Βενεζουέλας με απειλητικούς σκοπούς, ταυτόχρονα, προσγειώνονταν αμερικανικά  αεροπλάνα στο αεροδρόμιο του Καράκας γεμάτα απελαθέντες Βενεζουελάνους μετανάστες και την ίδια στιγμή  ένα δεξαμενόπλοιο της Chevron φόρτωνε πετρέλαιο από ένα διυλιστήριο της κρατικής εταιρείας PDVSA της Βενεζουέλας για να το μεταφέρει στις ΗΠΑ. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, αυτό καταδεικνύει την ασυνεπή ατζέντα των ΗΠΑ απέναντι στη Βενεζουέλα, αποτέλεσμα εντάσεων και αντιπαλοτήτων εντός της κυβέρνησης των ΗΠΑ μεταξύ συντηρητικών «γερακιών» και απομονωτιστών εθνικιστών. Ωστόσο, όποιες κι εάν είναι οι αντιφάσεις, εκείνο που είναι τελείως ξεκάθαρο πως στις ρίζες της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή είναι να καταστήσει σαφές ότι έχει το δικαίωμα -ένα δικαίωμα που υπερβαίνει την ισχύ του διεθνούς δικαίου- να επιβάλλεται  στην κυριαρχία άλλων χωρών, καθώς θεωρεί τον εαυτό της ως τον περιούσιο λαό του Θεού και το μοναδικό αποθετήριο της δημοκρατίας. 

Το επόμενο βήμα του Τραμπ ήταν οι  απειλές να διακόψει την βοήθεια προς την Κολομβία, θέτοντας σε κίνδυνο τη μακροχρόνια συνεργασία κατά των ναρκωτικών και άλλες συμφωνίες ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης αυτού που οι αναλυτές λένε ότι είναι μια μυστική παρουσία της CIA στη χώρα. Παράλληλα, κατηγόρησε τον Κολομβιανό πρόεδρο Γκουστάβο Πέτρο ως  βαρόνο των ναρκωτικών που επέτρεψε στα καρτέλ να ακμάσουν. Πρόκειται για μια επέκταση των εχθροπραξιών των ΗΠΑ εναντίον της γειτονικής της Κολομβίας, της Βενεζουέλας.  Η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Πέτρο, της συζύγου του, ενός γιου του και ενός στενού συμβούλου του. Ενώ ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, Μάρκο Ρούμπιο επανέλαβε την απόφαση της κυβέρνησης να αποχαρακτηρίσει την Κολομβίααπό εταίρο στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, για  πρώτη φορά εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ο Ρούμπιο τόνισε πως η κυβέρνησή του αντιδρά έτσι «σε έναν εχθρικό ξένο ηγέτη», μολονότι επαίνεσε τις κολομβιανές δυνάμεις ασφαλείας.

Ο Πέτρο, πρώην αριστερός αντάρτης, ασκεί έντονη κριτική στην ισχύ των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αρκετοί πρόεδροι της  έχουν διεξάγει τον λεγόμενο πόλεμο κατά των ναρκωτικών και κυρίως για  την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στο Ισραήλ. «Εάν ο κ. Τραμπ συνεχίσει να είναι συνένοχος σε γενοκτονία, όπως κάνει μέχρι σήμερα, δεν του αξίζει τίποτα λιγότερο από τη φυλακή και ο στρατός του δεν πρέπει να τον υπακούει», δήλωσε ο Πέτρο τον περασμένο μήνα στην Μπογκοτά. Μία στάση που στα  μάτια της κυβέρνησης Τραμπ, ο Πέτρο κατατάσσεται μεταξύ των «κακοποιών» της Λατινικής Αμερικής: του προέδρου της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο και του προέδρου της Βραζιλίας Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα.

Αμερικανική κυριαρχία σε όλη την ήπειρο

Οι ενέργειες του Τραμπ αποτελούν μέρος της προσπάθειάς του να παγιώσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στο Δυτικό Ημισφαίριο, αυτό που κάποιοι αποκαλούν «Δόγμα Μονρόε 2.0». Στο αρχικό δόγμα του 19ου αιώνα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιδίωξε να καθιερώσει το ημισφαίριο ως σφαίρα επιρροής της και να περιορίσει την ευρωπαϊκή παρουσία και κυριαρχία εντός των ορίων του. Σήμερα, που η ευρωπαϊκή επιρροή έχει υποχωρήσει, ο Τραμπ θέλει να εξασφαλίσει πως η φιλόδοξη Κίνα δεν θα διαβρώσει την αμερικανική επικυριαρχία στις χώρες της περιοχής.

Για τούτο σήμερα πάλι  ένας από τους πρώτους επικοινωνιακούς στόχους του Τραμπ αφορούσε τη βούλησή του να ανακτήσει τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά. Οι απειλές του κι η επικοινωνιακή πίεση που άσκησε, ο φόβος για την απρόβλεπτη ψυχοσύνθεσή του είχαν οπωσδήποτε κάποιο αποτέλεσμα. Εκούσα, άκουσα, η  χώρα της Κεντρικής Αμερικής κατέληξε να υπογράψει συμφωνία με την Ουάσιγκτον για να επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού σε περιοχές κοντά στη διώρυγα, καθώς και στη χρήση ορισμένων βάσεων του Παναμά για εκπαίδευση και ασκήσεις.

Αυτό όμως που αρχικά ηχούσε ως αστείο, αλλά τελικά πήρε μεγάλες διαστάσεις ήταν η μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε «Κόλπο της Αμερικής», έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να αμφισβητήσει τις παράλογες  επεκτατικές φιλοδοξίες του προέδρου. Λίγο απασχολεί τον αδαή και για τούτο τολμηματία και θρασύ αναθεωρητή Τραμπ, ότι η ονομασία του Κόλπου χρονολογείται και καταγράφεται σε χάρτες ήδη από  το 1552, όταν οι ΗΠΑ ακόμη δεν είχαν αποικηθεί, πολλώ δε μάλλον να έχουν κρατική ύπαρξη. «Γιατί να μην την ονομάσουμε τότε Μεξικανική Αμερική; Ακούγεται ωραίο, έτσι δεν είναι;», απάντησε στις αιτιάσεις του Τραμπ η πρόεδρος της γειτονικής χώρας, δείχνοντας έναν χάρτη του 1607. Βέβαια, πρώτιστος στόχος του Τραμπ δεν είναι η γεωγραφία, αλλά κάτι πολύ απλό: να διασφαλίσει ότι κανείς δεν θα ξεχάσει ποιος είναι υπεύθυνος στην περιοχή.

Στη Βραζιλία, η παρέμβαση ήταν διαφορετική. Ο Τραμπ επέλεξε την πίεση με τους δασμούς  για να  ασκήσει πιέσεις και να εκτροχιάσει τη δίκη του ομόσταυλου και φίλου του πρώην προέδρου Ζαΐχ Μπολσονάρο για την απόπειρα πραξικοπήματος. Μάλιστα, απαγόρευσε την έκδοση βίζας στον δικαστή και σε μέλη της κυβέρνησης, εμποδίζοντας τη μετάβασή τους στη Νέα Υόρκη για τη συνέλευση του ΟΗΕ. Συμμετέχοντας πρόσφατα στη διαμάχη, ο Βραζιλιάνος γερουσιαστής Φλάβιο Μπολσονάρο, γιος του πρώην προέδρου, ζήτησε πρόσφατα από τον Τραμπ να βομβαρδίσει βάρκες στο Ρίο ντε Τζανέιρο για την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών. Βέβαια, η πολιτική των δασμών δεν είχε τα ευκταία αποτελέσματα και για τούτο στη συνάντηση που είχε ο Τραμπ στην Κουάλα Λουμπούρ με τον Λούλα, τα μέτρα ετέθησαν σε νέα βάση και συνεννόηση, παρ’ όλο που συνεχίζουν να εφαρμόζονται.

Αλλά ακόμα και με τους συμμάχους του στην περιοχή, ο Τραμπ ενεργεί σαν ολόκληρη η ήπειρος να είναι η αυλή της έπαυλής του στο Μαρ-Ο-Λάγκο. Έχει χρησιμοποιήσει ταπεινωτικά το Ελ Σαλβαδόρ για να στείλει μετανάστες στις διαβόητες φυλακές υψίστης ασφαλείας του Ναγίμπ Μπουκέλε. Ακόμα και στην Αργεντινή, ο Τραμπ έχει ξεκινήσει ένα πακέτο οικονομικής στήριξης για να προσπαθήσει να στηρίξει την οικονομία της χώρας, αλλά με έναν όρο: μόνο αν κερδίσει ο ακροδεξιός σύμμαχός του Χαβιέρ Μιλέι. «Αν χάσει, δεν θα είμαστε γενναιόδωροι», έχει δηλώσει ξεκάθαρα.

Είναι εμφανές πως η  εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ καθορίζει και την εξωτερική της πολιτική. Όταν σημαία του Τραμπ εντός των τειχών της είναι η μετανάστευση και  τα ναρκωτικά που προέρχονται από τη Λατινική Αμερική -βεβαίως, η κρίση φαιντανύλης  δεν προέρχεται συγκεκριμένα από τη Βενεζουέλα, αλλά από τον έτερο «κακοποιό» την Κίνα, που μάλιστα θέλει να εισβάλει στην Λ. Αμερική –  είναι φυσικό πως η επίθεση στη Βενεζουέλα και η αποστολή μεταναστών στο Ελ Σαλβαδόρ και σε άλλες μη ασφαλείς χώρες, στέλνει  ένα μήνυμα στο εσωτερικό της χώρας του για την εικόνα του ως ατρόμητου ηγέτη.

Η οικονομική και στρατηγική απειλή της Κίνας στη Λατινική Αμερική

Καίτοι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να κυριαρχούν στην οικονομία της περιοχής, η  Κίνα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένας σημαντικός εταίρος στην περιοχή, ως εισαγωγέας λατινοαμερικανικών προϊόντων, κυρίως σιδηρομεταλλεύματος, χαλκού, σόγιας και πετρελαίου, και ένας βασικός εξαγωγέας μεταποιημένων προϊόντων. Οι κινεζικές επενδύσεις, που κατά μέσο όρο ξεπερνούν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από το 2010, έχουν συγκεντρωθεί στους τομείς της εξόρυξης, της ενέργειας, της αυτοκινητοβιομηχανίας και των τηλεπικοινωνιών, εγείροντας μερικές φορές ανησυχίες για την ασφάλεια των ΗΠΑ.

Εταιρείες που συνδέονται με το Πεκίνο ελέγχουν ή λειτουργούν λιμάνια στο Περού, τη Βραζιλία και την Τζαμάικα και έχουν κατασκευάσει εγκαταστάσεις διαστημικής παρακολούθησης σε όλη τη Νότια Αμερική. Η Ουάσιγκτον φοβάται ότι αυτά τα έργα, μολονότι εξυπηρετούν εμπορικούς και πολιτικούς σκοπούς,  θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν στρατιωτικούς σκοπούς. Μάλιστα, ηγέτες της Λατινικής Αμερικής -πολλοί από τους οποίους βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ ως απειλή για τη σταθερότητα της περιοχής- έχουν καλωσορίσει αυτές τις προτάσεις: Η Κολομβία, μεταξύ άλλων, ανακοίνωσε ότι θα ενταχθεί στον «Νέο Δρόμο του Μεταξιού» της Κίνας, το σημαντικό παγκόσμιο έργο υποδομής του Σι Τζιπίνγκ, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τα περίπου δύο τρίτα των χωρών της περιοχής που συμμετέχουν ήδη.

Η Κίνα επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή της στη Λατινική Αμερική όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και επειδή χρειάζεται αυτές τις αγορές για να μειώσει την εμπορική της εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η Κίνα εξάγει πολύ περισσότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι εισάγει, εξακολουθεί να εξαρτάται από τις αμερικανικές εξαγωγές τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, όπως σόγια και σιτηρά. Για να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία, αναζητά νέες πηγές από τις οποίες θα αγοράζει αυτά τα προϊόντα, και η πιο σημαντική από όλες είναι η Λατινική Αμερική, η οποία είναι επίσης πλούσια σε ορυκτούς και ενεργειακούς πόρους.

Η ασιατική χώρα αγοράζει  το 90% του αργού πετρελαίου της Βενεζουέλας, έχει εμπορικό ισοζύγιο άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την περιοχή, μνημόνιο συνεννόησης για τον Δρόμο του Μεταξιού και αρκετές πιστωτικές γραμμές με μεμονωμένες χώρες: 60 δισεκατομμύρια δολάρια με τη Βενεζουέλα, 31 δισεκατομμύρια δολάρια με τη Βραζιλία, 18 δισεκατομμύρια δολάρια με τον Ισημερινό και 17 δισεκατομμύρια δολάρια με την Αργεντινή. Επιπλέον, τον Μάιο, το Πεκίνο άνοιξε μια ακόμη πιστωτική γραμμή 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις χώρες CELAC (Κοινότητα Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής).

Το πιο σημαντικό έργο υποδομής που έχει ήδη ξεκινήσει η Κίνα είναι το μεγα-λιμάνι Τσανκάι στο Περού, το οποίο είναι προγραμματιστεί να ανοίξει το 2024. Είναι ένα γιγάντιο λιμάνι, που καλύπτει μια έκταση περίπου 9,2 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η Κίνα επίσης σχεδιάζει να κατασκευάσει μια μακρά σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει το Τσανκάι με τη Βραζιλία για να διευκολύνει την ταχεία εξαγωγή βραζιλιάνικων προϊόντων.

Επίσης χρηματοδοτεί επίσης την επέκταση του μεγαλύτερου λιμένα στη Λατινική Αμερική για  τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων: το λιμάνι του Σάντους στη Βραζιλία. Κινεζικές κρατικές εταιρείες κατασκευάζουν έναν γιγάντιο τερματικό σταθμό εξαγωγών που θα πρέπει να διευκολύνει την άφιξη σόγιας, καλαμποκιού και ζάχαρης, μεταξύ άλλων προϊόντων, στην Κίνα. Η Κίνα έχει επίσης αποκτήσει τον έλεγχο του 90% της εταιρείας που εκμεταλλεύεται ένα άλλο σημαντικό βραζιλιάνικο λιμάνι, το Παραναγουά και κατασκευάζει δρόμους και σιδηροδρόμους για να συνδέσει αυτά τα λιμάνια με τις γεωργικές περιοχές στο κέντρο της χώρας.

Οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής επωφελούνται επίσης από αυτές τις ανταλλαγές, καθώς συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για να κατασκευάσουν ανεξάρτητα τέτοια φιλόδοξα έργα υποδομής. Για παράδειγμα, το λιμάνι του Σάντους είναι εδώ και καιρό συμφορημένο και αναποτελεσματικό λόγω έλλειψης επαρκών υποδομών. Αυτό έχει ευνοήσει τη συνεχή επέκταση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Κίνας και Λατινικής Αμερικής. Το διμερές εμπόριο της Βραζιλίας μόνο με την Κίνα έχει αυξηθεί από 1 δισεκατομμύριο δολάρια το 2000 σε πάνω από 130 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα.

Αλλά και ο στενός φίλος του Τραμπ, ο Αργεντινός ακροδεξιός πρόεδρος Μιλέι, παρότι ενθυλάκωσε 40 δισεκατομμύρια από τις ΗΠΑ για να κερδίσει τις εκλογές, προτού αλέκτωρ λαλήσει τρις λοξοκοίταξε προς την Κίνα. Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία BYD, η οποία εδώ και καιρό ξαναγράφει τους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς αυτοκινήτων, ξεκίνησε επίσημα τις πωλήσεις στην Αργεντινή, μετά την απόφαση της κυβέρνησης της Αργεντινής να καταργήσει τους εισαγωγικούς δασμούς σε ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα. Με βάση την πολιτική του Μιλέι έως και 50.000 οχήματα να εισέλθουν στη χώρα αδασμολόγητα το 2026. Και ο κατασκευαστής με έδρα τη Σεντζέν, ο κορυφαίος παραγωγός ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο, δεν έχασε ούτε στιγμή. Το Μπουένος Άιρες ναι μεν είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων στη Νότια Αμερική μετά τη Βραζιλία, αλλά έχει τη χαμηλότερη διείσδυση ηλεκτρικών οχημάτων στην περιοχή. Ωστόσο, με την απαλλαγή από τους δασμούς και την είσοδο της Κίνας στην αγορά, αυτή η δυναμική θα μπορούσε να αλλάξει γρήγορα.

Βέβαια, οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής γνωρίζουν τους κινδύνους της υπερβολικής αύξησης της οικονομικής τους εξάρτησης από την Κίνα -στην αγκαλιά των οποίων οδηγούνται χάρις στη δασμολογική πολιτική του Τραμπ. Όμως  γνωρίζουν επίσης ότι δεν μπορούν να επιδεινώσουν υπερβολικά τη σχέση τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες παραμένουν βασικός εταίρος, εν μέρει λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότερες κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής επιδιώκουν ένα είδος ισορροπίας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου: την ενίσχυση των δεσμών με την Κίνα, χωρίς να προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, το Μεξικό και η Κεντρική Αμερική εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση των ΗΠΑ και αναμένεται να ευθυγραμμιστούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων με τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να περιορίσει τις κινεζικές επενδύσεις και εισαγωγές. Το Μεξικό έχει ήδη επιβάλει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές, επιδιώκοντας να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Ουάσιγκτον και να προσελκύσει επενδύσεις nearshoring. Αλλά και ο κεντρώος Ροδρίγο Πας, που εξελέγη πρόεδρος στην Βολιβία, είναι έτοιμος ν’ αποκαταστήσει τις σχέσεις, εμπορικές και πολιτικές, με τις ΗΠΑ.

Με τον Τραμπ στην προεδρία έχει αναβιώσει στην εξωτερική πολιτική η  νοοτροπία του «Δόγματος Μονρόε», που πλέον μεταφράζεται στην εντατικοποίηση του ελέγχου της κινεζικής διείσδυσης, με την σχεδόν στρατιωτικού τύπου παρέμβαση  και στην ασφυκτική επιβολή δασμών σε αγαθά που προέρχονται από λιμάνια που λειτουργούν από την Κίνα. Και φυσικά αναζωπυρώνει την επιθετική επεκτατική τάση που έχουν από την ίδρυσή τους, πρώτα προς τα δυτικά, σε εδάφη των ιθαγενών και κατόπιν  προς τα νότια, ανταγωνιζόμενες τις ισπανικές, βρετανικές και γαλλικές αυτοκρατορίες, καθώς και τους ιθαγενείς λαούς.

Όλος αυτός ο επεκτατισμός, θεωρητικά θεμελιώθηκε στο Δόγμα Μονρόε (Η Αμερική για τους Αμερικανούς, που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1820), οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αυτοπροβάλλονται ως ο προασπιστής των «δημοκρατικών ιδεωδών» σε  όλο το ημισφαίριο. Τότε, με τον μανδύα του αντιαποικιακού ηγέτη, που απαγόρευε στους  Ευρωπαίους να παρεμβαίνουν στην Λατινική Αμερική, επειδή οι ΗΠΑ ήταν η άγρυπνη δύναμη στο ημισφαίριο. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ίδιο δόγμα χρησίμευσε για  να εμποδίσει -με τα γνωστά πραξικοπήματα, τις διώξεις και τις εξαφανίσεις, στις χώρες που η CIA παρέμβαινε- τη σοβιετική επιρροή. Σήμερα, στις νέες ψυχροπολεμικές συνθήκες που ο Τραμπ επιβάλλει το νέο Δόγμα Μονρόε ορθώνεται για να μετατρέψει μια ολόκληρη ήπειρο στην αυλή του Λευκού Οίκου.