First, we take Manhattan, και μετά;

Προτού, όμως, διαχυθούν στους δρόμους της πολιτείας οι χιλιάδες υποστηρικτές του, ο ίδιος φρόντισε να τους κερδίσει χτυπώντας αυτοπροσώπως τις δικές τους πόρτες, οργανώνοντας συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις στις δικές τους γειτονιές, συνομιλώντας μαζί τους για τα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης. Σε όρους πολιτικών εννοιών, ο Ζόραν Μαμντάνι κατάφερε να δημιουργήσει σταθερές και συμπαγείς οργανώσεις βάσης -το επονομαζόμενο κίνημα βάσης/grassroots movement- τα μέλη των οποίων ανέλαβαν συγκεκριμένα καθήκοντα στον προεκλογικό αγώνα για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης, επικοινωνώντας ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα με όρους κοινότητας. Για την ευρωπαϊκή αριστερά κάθε πτυχής και απόχρωσης, η τακτική «χαρτί και μολύβι» την οποία εφάρμοσε ο Ζόραν Μαμντάνι είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η αριστερά. Ωστόσο, η ανάδειξη μιας πιο ταξικά γειωμένης αριστεράς ή έστω, προοδευτικής πολιτικής θέσης ειδικά όταν προέρχεται εξΑμερικής όπως αυτή του Μαμντάνι, φυσικά και προκαλεί γενικευμένο εντυπωσιασμό τόσο εντός των ΗΠΑ όσο και παγκοσμίως, υπερφωτίζοντας την ταυτόχρονη ανικανότητά μας στην εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών πρακτικών.

Ο Ζόραν Μαμντάνι εκπροσώπησε το ριζοσπαστικό κομμάτι των Δημοκρατικών, εκείνο που τοποθετήθηκε στην άκρη επί της προεδρίας Τζο Μπάιντεν, που στάθηκε απέναντι στη γενοκτονία της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ και στη συνεργασία των ΗΠΑ με το κράτος-δολοφόνο, το πολιτικό ρεύμα που συνεχίζει στον πολιτικό δρόμο που χάραξε η Νέα Αριστερά (New Left) της δεκαετίας του 1960, συνδυάζοντας την ταξική πολιτική με την πολιτική των ταυτοτήτων. Πράγματι, ο Μαμντάνι μέσα από το πολιτικό του πρόγραμμα κατόρθωσε να μιλήσει σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες, αφουγκράστηκε τους προβληματισμούς του πρεκαριάτου και έθεσε ως κεντρικά σημεία των διεκδικήσεων του ως δήμαρχος ζωτικά θέματα όπως το στεγαστικό και το πάγωμα των ενοικίων, τη δημιουργία κοινωνικών παντοπωλείων, τις δωρεάν μετακινήσεις στα μέσα μαζικής κυκλοφορίας, τη δωρεάν παιδική φροντίδα για όλα τα παιδιά, την αύξηση της φορολογίας των πλουσίων. Κυρίως, όμως, όπως μας πληροφορεί το άρθρο του Guardian που τοποθετεί στο μικροσκόπιο την εκλογική καμπάνια του Μαμντάνι, ο νέος δήμαρχος μπήκε στον κόπο να συνομιλήσει ο ίδιος με τους κατοίκους της Νέας Υόρκης, ακόμα και με τους ψηφοφόρους του Ντόναλντ Τραμπ, προβάλλοντας μια συμπεριληπτική και καταφατική ατζέντα, απαντώντας με πολιτική οξυδέρκεια και χιούμορ στους λιβέλους και στις λασπολογίες των αντιπάλων και των επικριτών του.

Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, η νίκη του Ζόραν Μαμντάνι για τα πολιτικά δεδομένα των ΗΠΑ είναι άκρως σημαντική, από τη στιγμή που επιφέρει περαιτέρω ρωγμές στο κόμμα των Δημοκρατικών, αναμοχλεύοντας τις εσωτερικές δυνάμεις τους και στρέφοντας την πολιτική ατζέντα στο τρίπτυχο στέγαση-τροφή-μετακινήσεις, όσα απασχολούν δηλαδή ουσιαστικά τον λαό της Αμερικής. Ο Μαμντάνι κατόρθωσε να συνδυάσει οργανικά την ταξική πολιτική με την πολιτική των ταυτοτήτων, δίχως να παραγκωνίσει τις ευάλωτες κοινότητες αλλά, ταυτόχρονα, δίχως να τις εργαλειοποιήσει ακραιφνώς μέσα από pinkwashed στρατηγικές όπως το κόμμα των Δημοκρατικών. Κοινώς, ο Μαμντάνι δεν ακύρωσε τους πολιτικούς αντιπάλους του -είτε επρόκειτο για Ρεπουμπλικάνους είτε για εσωκομματικούς διαφωνούντες με το πρόγραμμά του-, μέσα από στείρες ηθικολογικές στιχομυθίες, αλλά κάθισε να τους ακούσει, τους ρώτησε γιατί πιστεύουν όσα πιστεύουν, μπήκε στον κόπο να συνδιαλλαγεί μαζί τους. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και το κλειδί της νίκης του Ζόραν Μαμντάνι, ότι τόσο αυτός όσο και οι εθελοντές της καμπάνιας του κατάφεραν να μιλήσουν πολλές πολιτικές γλώσσες ταυτόχρονα, απευθυνόμενοι με αυτόν τον τρόπο σε ευρεία ακροατήρια και σε πολλαπλές διαστρωματώσεις της κοινωνίας της Νέας Υόρκης, με κεντρομόλο δύναμη τα κοινά τους προβλήματα και όχι όλα όσα σχηματικά τους διαχωρίζουν.

«Δάχτυλα μελανιασμένα από το σήκωμα κιβωτίων σε αποθήκες, παλάμες ροζιασμένες από το τιμόνι στο μηχανάκι για ντελίβερι, αρθρώσεις σημαδεμένες από εγκαύματα της κουζίνας: αυτά δεν είναι χέρια που τους επιτρέπεται να έχουν εξουσία. Και όμως τους τελευταίους 12 μήνες τολμήσατε να φτάσετε σε κάτι μεγαλύτερο», ανέφερε ο Μαμντάνι στην επινίκια ομιλία του, κάνοντας κάτι πρωτοφανές για τα σύγχρονα δεδομένα των ΗΠΑ, δίνοντας ορατότητα στην εργατική τάξη, ακόμα και αν αυτή απέχει χασματικά από το να πάρει κάθε είδους εξουσίας στα χέρια της αυτή τη στιγμή.

Το λυσσασμένο μένος του Ντόναλντ Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων, όπως και των Δημοκρατικών αντιπάλων του, οι οποίοι επένδυσαν πολλά εκατομμύρια δολάρια για να υποσκάψουν την εκστρατεία του Ζόραν Μαμντάνι κατάφερε να έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, να τροφοδοτήσει ακόμα περισσότερο το ήδη τεταμένο εμφυλιοπολεμικό κλίμα στις ΗΠΑ και να φέρει ακόμα περισσότερη συμμετοχή στις εκλογές, να συσφίξει πιο στενά την Νεοϋορκέζικη κοινότητα που για πρώτη φορά ένιωσε πως έχει δραστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Η καμπάνια του Μαμντάνι επαναπροσδιόρισε, έστω και σε τοπικό επίπεδο, την έννοια της πολιτικής συμμετοχής υπερβαίνοντας την αντίληψη πως η πολιτική είναι αποκλειστικά μόνο για τους «ενήλικες στο δωμάτιο» και όχι για τον «κουτό» λαό που δεν ξέρει τί του γίνεται και διαρκώς διεκδικεί «ανυπόστατα πράγματα» όπως υγειονομική περίθαλψη ή πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες όπως παιδικοί σταθμοί.

Σε αμερικανικό επίπεδο, λοιπόν, η νίκη του Ζόραν Μαμντάνι δεν είναι αμελητέα και παρά τα τρομερά εμπόδια που θα συναντήσει τόσο από τους Ρεπουμπλικάνους όσο και από τους συντηρητικούς Δημοκρατικούς, ανοίγει έναν ενδιαφέροντα δρόμο για την επαναξιολόγηση της έννοιας της πολιτικής αλλά και της κινηματικής δράσης. Ο Μαμντάνι δεν νίκησε επειδή απλά δήλωσε σοσιαλιστής, θεωρώντας πως η πολιτική και ιδεολογική του ταυτότητα θα του σωρεύσει νομοτελειακά τις ψήφους των Νεοϋορκέζων μέσα σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι ηθικής ανωτερότητας το οποίο έχει πάψει να ενδιαφέρει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού εδώ και αρκετά χρόνια, νίκησε ακριβώς επειδή μίλησε με όρους κοινότητας, για τα «ροζιασμένα χέρια» που αναφέρθηκαν πιο πάνω, γιατί έδωσε την ώθηση σε πολλούς ανθρώπους να σκεφτούν κάτι παραπάνω από την ατομική καθημερινή επιβίωση. Ούτε νίκησε επειδή πρόβαλλε τη μουσουλμανική του ταυτότητα, πατώντας πάνω σε πολιτισμικές πολιτικές συμπερίληψης, επιβάλλοντας μια νομοτελειακή έγκριση της υπόστασής του μέσα από τη μονομερή προβολή της διαφορετικότητας του, όπως και έπραξε η Καμάλα Χάρις που στην ουσία διεκδίκησε την αμερικανική ψήφο εργαλειοποιώντας την πολιτική ταυτοτήτων, θεωρώντας δεδομένη την ψήφο των πολιτών επειδή είναι Αφροαμερικανή γυναίκα και Δημοκρατική αλλά και το λιγότερο κακό σε σύγκριση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ζόραν Μαμντάνι ψηφίστηκε από μεγάλο ποσοστό των Αμερικανοεβραίων της Νέας Υόρκης, παρά τις λασπολογίες για αντισημιτισμό που κατά κόρον εξαπέλυαν οι αντίπαλοί του.

Πέραν, όμως, της αισιόδοξης αχτίδας φωτός που προσέφερε η νίκη του Μαμντάνι για τα δεδομένα των ΗΠΑ, δεν παύουμε να μιλάμε για τα δεδομένα των ΗΠΑ και για τις ιδιαίτερες υφές της αμερικανικής πολιτικής όπου η έννοια της αριστεράς έχει ελάχιστη σχέση με την ιστορία της ευρωπαϊκής αριστεράς. Σίγουρα ένα τόσο πετυχημένο grassroots movement, ενός κινήματος από τα κάτω στην καρδιά του καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει τη γηραιά ήπειρο όπου η ακροδεξιά επελαύνει ακμαιότατη και σαρωτική, όπου η μπαναλιτέ του φασισμού έχει εδραιωθεί σε ηγεμονικό λόγο μην αφήνοντας σχεδόν κανένα περιθώριο ανάπτυξης μιας άλλης, πιο ανθρώπινης πολιτικής. Οι απανωτές οικονομικές κρίσεις υπήρξαν δριμείες για την εξίσωση της σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, ενώ είναι παραπάνω από εμφανές ότι ο αριστερός λόγος, βασιζόμενος εν πολλοίς πλέον σε μανιχαϊστικές αφελείς διχοτομίες όπως «καλό-κακό» και ευαγγελιζόμενος για πολλοστή φορά το ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους του, έχει βρεθεί εκτός κοινωνικού πλαισίου. Είναι δυστυχές γεγονός πως η γείωση με την κοινωνία είναι σχεδόν ανύπαρκτη με μόνες στιγμές λαϊκής συμμετοχής το κίνημα για τη Λωρίδα της Γάζας και σε ελληνικό επίπεδο, το αίτημα για δικαιοσύνη στο έγκλημα των Τεμπών. Από εκεί και πέρα ξεκινάει ένα απολίτικο χάος του «τι ψηφήσατε ρε μλκς;», του «σαρανταταεκατό» και μια αέναη καρικατουροποίηση των απανταχού πολιτικών, σαν να ζούμε μέσα σε ένα σκετς πολιτικής επιθεώρησης που δεν τελειώνει ποτέ.

Ταυτόχρονα, πολιτικά προγράμματα υπάρχουν, ενδεχομένως πολύ καλύτερα από εκείνα του Μαμντάνι, ασχέτως αν επικοινωνούνται καλά με τα ευρεία τμήματα της κοινωνίας ή όχι, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όταν υπάρχει πλήρης ανημποριά στην κατανόηση των βασικών δομών της σύγχρονης κοινωνίας, της σύγχρονης εργατικής τάξης. Διαβάζουμε τα βιβλία του Εντουάρ Λουί, του Γάλλου συγγραφέα που προσπάθησε να φωτίσει τις εν λόγω δομές του σύγχρονου προλεταριάτου, τα βιβλία του Dom Hunter για τους Βρετανούς chavs, του Alberto Prunetti για την ιταλική εργατική τάξη του νότου, αλλά μας είναι σχεδόν αδύνατο να συνομιλήσουμε με τη δική μας εργατική τάξη, την περιεργαζόμαστε σαν ένα ιδιόρρυθμο cabinet of curiosities, έναν «άλλον τόπο» όπου εκεί γίνονται «όλα διαφορετικά» ακόμα και όταν είμαστε μέλη της, γιατί ακόμα κυριαρχεί συνειδησιακά το μικροαστικό φαντασιακό της κοινωνικής ανέλιξης. Έχουμε απογοητευτεί από την «πλέμπα», από τη χειραγώγηση των μαζών για ένα παραπάνω επίδομα, από τη φρικιαστική στροφή της προς την άκρα δεξιά, τις αντιλήψεις γεμάτες από μνησικακία και πηγαίο μίσος για το διαφορετικό αλλά δεν έχουμε μπει στον κόπο να αφουγκραστούμε τους λόγους αυτής της σκοτεινής μεταστροφής, τα νήματα της κοινωνικής και ταξικής απομόνωσης που πριμοδότησαν θρησκευτικούς και ακροδεξιούς ηγέτες να έρθουν πιο κοντά τους, να τους δώσουν την αίσθηση πως και αυτή η «πλέμπα» μπορεί να γίνει έστω και λίγο «ορατή».

Σε ένα μάλλον αμφιλεγόμενο ύστερο κείμενο του Βρετανού κοινωνιολόγου Μαρκ Φίσερ με τίτλο «Βγαίνοντας από το Κάστρο του Δράκουλα», όπου επιδίδεται σε κριτική της πολιτικής των ταυτοτήτων, παρά τις προβληματικές που μπορούν να τεθούν υπό συζήτηση, καταλήγει σε ένα αρκετά ενδιαφέρον συμπέρασμα: «…Πρέπει να μάθουμε -ή να ξαναμάθουμε- τον τρόπο να οικοδομούμε την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη, αντί να κάνουμε τη δουλειά του κεφαλαίου καταδικάζοντας και κακοποιώντας ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως πρέπει να συμφωνούμε πάντα -αντιθέτως, πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες όπου η διαφωνία θα μπορεί να εκφράζεται χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού και του αφορισμού…».

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ζόραν Μαμντάνι διάβασε ποτέ στη ζωή του Μαρκ Φίσερ, αν εμπνεύστηκε από τον «αριστερό λαϊκισμό» της Σαντάλ Μουφ και θεώρησε δόκιμο να τον εφαρμόσει σε αμερικανικό επίπεδο, όλα αυτά θα φανούν στην πορεία της δημαρχίας του. Απ’ ότι φαίνεται, όμως, προσπάθησε να εφαρμόσει στην καμπάνια του το παραπάνω, απλοϊκό μα τόσο δύσκολο θα έλεγε κανείς, συμπέρασμα. Και, ίσως, αν θέλουμε οπωσδήποτε να πάρουμε ένα «μάθημα» από τις πολιτικές ζυμώσεις που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού, αυτό να είναι το σημαντικότερο από όλα τα υπόλοιπα.