Ο μετασχηματισμός των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και η ανάδυση του κόμματος-δικτύου: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ

Ο μετασχηματισμός των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων και η ανάδυση του κόμματος-δικτύου: η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ

 

 

των Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1] και Παναγιώτη Σωτήρη

 

 

1. Σχετικά με τη θεωρία του πολιτικού κόμματος

 

Ο ορισμός του πολιτικού κόμματος έχει απασχολήσει έντονα την πολιτική θεωρία. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό των La Palombara και Weiner τα κόμματα διακρίνονται από την ύπαρξη μιας μόνιμης οργάνωσης αρθρωμένης τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και επιδιώκουν την άσκηση της εξουσίας είτε μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου είτε μέσω άλλου τρόπου (La Palombara / Weiner 1966: 4-6). Με αυτή τη θέση αποκρυσταλλώνεται μια βασική εννοιολογική κατηγοριοποίηση που θεωρεί τα κόμματα ως δυνάμει μετόχους της εξουσίας (Διαμαντόπουλος 1993: 40-44). Από εκεί και πέρα οι διαφωνίες αφορούν το κατά πόσο θεωρείται ως προϋπόθεση η συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες ή όχι (Διαμαντόπουλος 1993: 46-56).

Μια άλλη μεθοδολογική προσέγγιση ξεφεύγει από το ζήτημα του ορισμού και επικεντρώνεται στη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ως γραφειοκρατικών μηχανισμών επιβολής των κομματικών ελίτ απέναντι στα απλά μέλη (Ostogorski 1979, Michels 1971). Επηρεασμένος από αυτές τις θέσεις ο M. Duverger θα διατυπώσει ένα ερμηνευτικό σχήμα όπου το ένα σκέλος βασίζεται στον τρόπο προέλευσης των κομμάτων και το δεύτερο στις μορφές οργάνωσης. Κατά τον Duverger τα κόμματα δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα από την εδραίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και την επέκταση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Ωστόσο υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις κομμάτων που έχουν εξωκοινοβουλευτική προέλευση. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν τα κόμματα που δημιουργήθηκαν ύστερα από πρωτοβουλία των συνδικάτων, θρησκευτικών ενώσεων, αγροτικών ενώσεων κ.λπ. Ταυτόχρονα, ο Duverger διαμορφώνει μια τυπολογία των πολιτικών κομμάτων ανάλογα με το βαθμό συγκέντρωσης, το αν είναι κόμματα μαζών ή στελεχών, το κατά πόσο κάποιος θεσμός εντάσσεται αυτούσιος στις κομματικές δομές (π.χ. συνδικάτα) (Duverger 1976).

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύσσονται τα μαζικά κόμματα και αποκτούν ένα γραφειοκρατικό μοντέλο διάρθρωσης, σε αντίθεση με την προπολεμική περίοδο όπου η μαζικοποίηση ήταν χαρακτηριστικό των αριστερών κομμάτων (Βερναρδάκης / Μαυρής 1986). Αυτό θα αποτελέσει έναυσμα για τη διατύπωση θεωριών περί πολυσυλλεκτικού κόμματος. Βασικά χαρακτηριστικά θεωρούνται η αποϊδεολογικοποίηση, η μετατόπιση των πολιτικών πρακτικών προς τη διασφάλιση ψήφων διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης –με την αντίστοιχη αποδυνάμωση των κομματικών μηχανισμών–, καθώς και η ανάπτυξη σχέσεων με διαφορετικές ομάδες συμφερόντων (Kirchheimer 1966, Sartori 1979).

Οι Lipset και Rokan θα επιχειρήσουν να ερμηνεύσουν την ιστορική πορεία των πολιτικών κομμάτων υπό το πρίσμα των διαιρετικών τομών / ρήξεων (cleavages). Η δημιουργία και εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων συνδέεται με τις τομές της εθνικής και της βιομηχανικής επανάστασης δημιουργώντας αντίστοιχες διαιρέσεις: από την εθνική επανάσταση προκύπτουν οι διαιρέσεις κράτος / εκκλησία, κέντρο / περιφέρεια και από τη βιομηχανική επανάσταση οι διαιρέσεις γαιοκτημόνων / αστών και αστών / μισθωτών. Η αντανάκλαση αυτών των διαιρέσεων θα συντελέσει στην εμφάνιση και ανάλογων κομμάτων: φιλελεύθερα / εργατικά κόμματα, αστικά / αγροτικά κόμματα, χριστιανικά / αντικληρικά κόμματα κ.λπ. (Lipset / Rokkan 1967).

Οι προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν έχουν βοηθήσει τη μελέτη του κομματικού φαινομένου. Παρουσιάζουν, όμως, συγκεκριμένες αδυναμίες: Η θεωρία του Duverger δίνει υπερβολικό βάρος στις μορφές εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων και στους τύπους κομματικών συστημάτων χωρίς να εξηγεί τους ιδιαίτερους κοινωνικο-ιστορικούς λόγους που συντελούν στην ανάδυση των συγκεκριμένων κομμάτων (κάτι που αποφεύγουν οι Lipset και Rokkan). Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για τον ορισμό των Palombara και Weiner ο οποίος είναι τόσο φορμαλιστικός και τεχνικός, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις περιπτώσεις πολιτικών κομμάτων, χωρίς να εμβαθύνει στις κοινωνικο-ιστορικές παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τη δημιουργία αλλά και τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση του Ostogorski και του Michels έχει μια ντετερμινιστική διάσταση αφού, εμμένοντας σε μια αντίληψη παντοδυναμίας της κομματικής ελίτ, δεν εξηγεί το φαινόμενο της αλλαγής ηγεσιών ως αντανάκλαση ευρύτερων κοινωνικών διαδικασιών. Η θεωρία του πολυσυλλεκτικού κόμματος, μολονότι λαμβάνει υπόψη της ορισμένες από τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στις μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες, δεν καταφέρνει παρά να αναδείξει το προφανές: κάθε κόμμα έχει ψηφοφόρους από διαφορετικές τάξεις και στρώματα. Ωστόσο δεν γίνεται κατανοητό γιατί ορισμένα κόμματα τα ψηφίζουν περισσότερα τα εργατικά στρώματα και άλλα λιγότερο όπως και γιατί ορισμένα κόμματα εκφράζουν περισσότερο φιλοεργατικά αιτήματα και άλλα λιγότερο. (Μαυρής 1993: 29-30). Τέλος, η θεωρία των Lipset και Rokkan παρουσιάζει το εξής πρόβλημα: από τη στιγμή που οι φορείς που εκπροσωπούνται δεν είναι τα απότοκα της κοινωνικής διαπάλης (τάξεις - στρώματα - μερίδες) το βάρος πέφτει στην εκπροσώπηση των τομέων (τοπικός - εκκλησιαστικός - περιφερειακός) με αποτέλεσμα «το κόμμα να γίνεται περισσότερο μια ‘τεχνική’ επιτροπή διαμεσολάβησης της ‘ιστορικής εκπροσώπησης’ και όχι ο πολιτικο- ιδεολογικός και οργανωτικός εκφραστής της κίνησης των μαζών» (Βερναρδάκης - Μαυρής 1987: 54). Δεν αναδεικνύεται ένας προσδιοριστικός παράγοντας που να εξηγεί τη δημιουργία των κομμάτων, αλλά ένας αστερισμός ρήξεων και αντιπαραθέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης ιεράρχησης της σημασίας της κάθε ρήξης (Σπουρδαλάκης 1990: 43-44).

Το πρόβλημα με όλες αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι αντιλαμβάνονται τα πολιτικά κόμματα με τρόπο μονοδιάστατο, σαν τα τελευταία να συγκροτούνται και να εξελίσσονται μέσα σε ένα ιστορικό κενό. Όμως κάθε κόμμα σχηματίζεται και μεταλλάσσεται σε μία διαλεκτική σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα, την ιστορική συγκυρία, τις εκφάνσεις της πάλης των τάξεων, τα υπάρχοντα ιδεολογικά ρεύματα. Η ταξική αντιπαράθεση δεν αφήνει τα κόμματα ανεπηρέαστα: διεισδύει στο εσωτερικό τους, επιδρά στις στρατηγικές τους, επικαθορίζει τις συμμαχίες και τις πρακτικές τους (Βερναρδάκης – Μαυρής 1986). Τα πολικά κόμματα αποτελούν φορείς οι οποίοι συνθέτουν τα επιμέρους ταξικά συμφέροντα κατά τέτοιο τρόπο που να αντιστοιχεί τόσο στην ιστορία ενός κοινωνικού σχηματισμού, όσο και σε ένα συγκεκριμένο και χρονικά προσδιορισμένο συσχετισμό μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων που αντανακλάται στο εσωτερικό ενός κόμματος ανάλογα με τους δεσμούς κοινωνικής αντιπροσώπευσης που έχει αναπτύξει με ιδιαίτερα κοινωνικά στρώματα. Η κατεύθυνση που παίρνει η ταξική πάλη καθορίζει τόσο την πολιτική που θα ακολουθηθεί από κάθε κόμμα ξεχωριστά, όσο και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αρθρωθεί αυτή η πολιτική (Μηλιός 1990: 76).

Μια τέτοια ταξική και ιστορική προσέγγιση του κομματικού φαινομένου μας επιτρέπει να δούμε καλύτερα τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε κόμματα και κρατικούς μηχανισμούς. Σε αντίθεση με ένα σχήμα διάκρισης κράτους και κοινωνίας των πολιτών, που βλέπει το κράτος κυρίως ως έναν ουδέτερο μηχανισμό, πρέπει να επιμείνουμε στον ενεργητικό ρόλο του κράτους για τη σύμπηξη του συνασπισμού εξουσίας, την άρθρωση της ηγεμονίας του στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, την αποδιάρθρωση / ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών. Υπό αυτή την οπτική –και σε υψηλό βαθμό αφαίρεσης– το κράτος είναι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης και τα κόμματα εξουσίας είναι όσα δομούνται ως υποψήφια να διαχειριστούν το κράτος. Αυτό οδηγεί και στο ιστορικό παράδοξο η βασική παράμετρος μετάλλαξης των κομμάτων και μετάβασης προς το μαζικό κόμμα, να είναι η ανάγκη απάντησης σε κοινωνικά και πολιτικά κινήματα κατ’ αρχήν εξωτερικά προς το κράτος.

Αυτό, όμως, συνεπάγεται μια συμμετρία ανάμεσα στις δομικές τροποποιήσεις του πολιτικού επιπέδου γενικά και των κρατικών μηχανισμών ειδικότερα και τις αλλαγές στο κομματικό φαινόμενο. Έτσι, η μικρή οργανωτική ανάπτυξη των κομμάτων κατά το 19ο αιώνα αντιστοιχεί σε μια υποεκπροσώπηση και πολιτικό αποκλεισμό μεγάλου μέρους των λαϊκών στρωμάτων, ενώ η ανάπτυξη του μαζικού κόμματος αντιστοιχεί στην προσπάθεια ενσωμάτωσης και χειρισμού και των κυριαρχούμενων τάξεων, στο βαθμό που είχαν εισβάλει στο πολιτικό προσκήνιο.

Όλη η παραπάνω τοποθέτηση δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά αυτό που υποστηρίζει ο Γκράμσι στο για τον Μακιαβέλι: «γράφω την ιστορία ενός κόμματος δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι γράφω τη γενική ιστορία μιας χώρας από μιαν άποψη μονογραφική, για να προβληθεί μια χαρακτηριστική της πλευρά» (Γκράμσι χχε: 44).

 

 

1.1 Κομματικό φαινόμενο και περιοδολόγηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

 

Για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του κομματικού συστήματος πρέπει να την εντάξουμε στο πλαίσιο της ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος, δεδομένου πως οι πρώτες μορφές οργανωμένης πολιτικής δράσης γεννιούνται ως προσπάθεια συντονισμένης υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων (Βερναρδάκης / Μαυρής 1986: 107). Έτσι, η περιοδολόγηση[2] της εξέλιξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών έρχεται να συναντηθεί με μια αντίστοιχη, αλλά όχι και κατευθείαν ανάλογη, περιοδολόγηση της οργάνωσης και της στρατηγικής των πολιτικών κομμάτων. Η συγκρότηση των μαζικών αστικών κομμάτων ήρθε ως απάντηση στη δημιουργία των πρώτων εργατικών κομμάτων με πανεθνική οργάνωση και εμβέλεια. Η ανάδυση των μαζικών κομμάτων σηματοδοτεί το πέρασμα από το φιλελεύθερο στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, και ιδιαίτερα στη φάση της διευρυμένης αναπαραγωγής του ιμπεριαλισμού (Σακελλαρόπουλος 2004: 206- 207), και την ανάγκη απάντησης στην αμφισβήτηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος τόσο από την πλευρά της επανάστασης των μπολσεβίκων όσο και από την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Δύση. Πρόκειται για μια μεγάλη χρονικά περίοδο η οποία φτάνει μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Σε αυτή την περίοδο βασικό στοιχείο της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής ήταν η παγίωση της αστικής ηγεμονίας και μέσω παραχωρήσεων και συμβιβασμών με τις λαϊκές τάξεις. Αυτό στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε μια οργανωτική συμμετρία ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από τη μια και τα χριστιανοδημοκρατικά από την άλλη: μαζικές οργανώσεις, κομματικά συνδικάτα, βαρύτητα του κομματικού μηχανισμού απέναντι στις κοινοβουλευτικές ομάδες και τους πολιτευτές. Η κατάσταση ήταν ακόμη πιο έντονη όπου υπήρχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα. Σε μεγάλο βαθμό στη μεταπολεμική δυτική Ευρώπη η συγκρότηση των μαζικών αστικών κομμάτων (παράλληλα με την αστικοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) αποτέλεσε βασικό μοχλό για την απάντηση σε μια πιθανή ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Στις ΗΠΑ, όπου επί της ουσίας δεν θα υπάρξει ποτέ μια ευρύτερη πολιτική απειλή για την αστική εξουσία, θα υπάρξουν τα λιγότερα βήματα προς τη συγκρότηση μαζικών αστικών κομμάτων.

Η εκδήλωση της κρίσης του 1973 θα σηματοδοτήσει το πέρασμα σε μία νέα φάση του σταδίου της διευρυμένης αναπαραγωγής του ιμπεριαλισμού, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα. Το βασικό της στοιχείο είναι η αναζήτηση αντίρροπων τάσεων στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και εξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης. Πρόκειται για τη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, δηλαδή για την ιστορική εκείνη περίοδο που χαρακτηρίζεται από μια συνολική οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική κίνηση για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης (Μαρξ 1978 τ. γ’, Fine και Harris 1986, Ιωακείμογλου – Μηλιός 1991, Μηλιός 1997), την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως μια σειρά κρίσιμους μετασχηματισμούς πρώτα και κύρια στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού:

Οικονομικούς: Εκκαθάριση μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων, αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων, ιδιωτικοποιήσεις, εργασιακή ελαστικότητα και ανασφάλεια, αξιοποίηση της ανεργίας ως μοχλού πειθάρχησης και μείωσης του κόστους εργασίας, τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στην παραγωγή και προσπάθεια για μια εργατική δύναμη ταυτόχρονα πολυλειτουργική και πειθαρχημένη (Ιωακείμογλου 1987, Ιωακείμογλου 2000, Ιωαννίδης / Μαυρουδέας 2000)

Πολιτικούς: Γίνεται προσπάθεια όχι μόνο να τροποποιηθεί η λειτουργία του κράτους και οι συγκεκριμένες πολιτικές έτσι ώστε να εξυπηρετείται η στρατηγική της αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων, αλλά και να θωρακίζονται το πολιτικό επίπεδο και οι μηχανισμοί του κράτους απέναντι στις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων, να μετατοπίζονται αρμοδιότητες σε μηχανισμούς απρόσβλητους από τη λαϊκή διεκδίκηση, να οξύνονται αυταρχικές ρυθμίσεις (Τσουκαλάς 2001, Wacquant 2001, Μπελαντής 2004).

Ιδεολογικούς: Εγκαταλείπονται όσα οράματα συλλογικής κοινωνικής ευημερίας προβλήθηκαν στην μεταπολεμική περίοδο και στη θέση τους προβάλλεται η αντίληψη ενός εξατομικευμένου αγώνα για την επιβίωση, μέσα σε κοινωνίες λιγότερο παρά ποτέ ανταποδοτικές. Αυτό μεταφράζεται και σε ανακατατάξεις εντός των ιδεολογικών μηχανισμών με σχετική αναβάθμιση εκείνων των χώρων που κατεξοχήν συγκροτούν εξατομικευμένες πρακτικές και αναπαραστάσεις, όπως είναι τα ΜΜΕ (Θεοχαράς 1988).

 

 

2. Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και μετασχηματισμοί των κομμάτων

 

Το παλαιότερο πρότυπο του μαζικού κόμματος, που στηριζόταν στη γείωση σε κοινωνικά στρώματα, αποτέλεσε ένα βασικό μηχανισμό έστω και έμμεσης αντανάκλασης της ταξικής πάλης στο πολιτικό επίπεδο και τρόπο εκπροσώπησης λαϊκών συμφερόντων. Η νέα πραγματικότητα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης καταδεικνύει ότι τα κόμματα δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν ως μηχανισμός άρθρωσης αυτών των συμφερόντων, αλλά αντίθετα οφείλουν να διαχειριστούν την απαξίωσή τους και αυτή είναι η ενεργός αντίφαση της περιόδου. Αυτό δεν μπορεί να αποτυπωθεί μόνο στο επίπεδο των ασκούμενων πολιτικών[3], αλλά και της οργανωτικής μορφής και λειτουργίας.

Οι μεταλλαγές αυτές έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

α) Διαπιστώνεται μια ραγδαία υποχώρηση των υπολοίπων κομματικών πρακτικών και το κυριότερο βάρος δίνεται στις εκάστοτε προεκλογικές δραστηριότητες. Στην πραγματικότητα η προεκλογική περίοδος δεν σταματά ποτέ (Norris 2000). Παράλληλα, παρατηρείται μια κατακόρυφη αύξηση των εξόδων των κομμάτων, καθώς οι προεκλογικές εκστρατείες απαιτούν και αντίστοιχες δαπάνες (αγορά τηλεοπτικού χρόνου, επικοινωνιακοί σύμβουλοι, έξοδα για δημοσκοπήσεις κλπ) (Χάλαρης  / Ψυχοπαίδης 2000: 26- 27)

β) Περιορίζεται δραστικά η συμμετοχή των απλών μελών τόσο στη χάραξη των πολιτικών κατευθύνσεων όσο και στην εμπλοκή τους σε κομματικές δραστηριότητες. Έχουμε μετάβαση από τους κομματικούς σχηματισμούς «εντάσεως εργασίας» σε αυτούς της «εντάσεως κεφαλαίου» (Farrel 1996: 168). Περιορίζεται η αφιλοκερδής συμμετοχή των απλών μελών προς όφελος των επαγγελματιών της πολιτικής επικοινωνίας, ενώ όλες οι βασικές αποφάσεις λαμβάνονται κεντρικά και αποδυναμώνεται η δυνατότητα επιρροής των τοπικών οργανώσεων (Mancini 1999: 236).

γ) Μειώνεται ο αριθμός των οργανωμένων μελών σε όλες σχεδόν τις χώρες της Δ. Ευρώπης: τα κομματικά μέλη από 10,5% του εκλογικού σώματος που ήταν στα τέλη της δεκαετία του 1980 υποχώρησαν στο 5% στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (Mair / Van Biezen 2001: 8-9), αν και τα κόμματα εξακολουθούν να επιθυμούν την ύπαρξη ενός οργανωμένου δικτύου μελών (Wolinetz 2002: 141).

δ) Μειώνεται η ισχύς της κομματικής γραφειοκρατίας και ενισχύονται οι επαγγελματίες τους οποίους προσλαμβάνει το κόμμα για την εξυπηρέτηση των εκάστοτε αναγκών του. Πρόκειται για αυτό που έχει ονομαστεί «ελαφρύς μηχανισμός» και που αποτελείται από εκείνους που εμπλέκονται με τη διοίκηση, εκείνους που αντιπροσωπεύουν τους νέους επαγγελματίες και τα μέλη των think tanks (Panebianco 1988: 234-235, Παπαθανασόπουλος 2000: 23, 26-27). Είναι προφανές πως πολλοί από αυτούς τους επαγγελματίες δεν έχουν καμία πολιτική σχέση με το κόμμα για το οποίο δουλεύουν και σε μία άλλη συγκυρία θα δουλέψουν, ως επαγγελματίες, για το λογαριασμό κάποιου αντίπαλου κόμματος (Mancini 1999: 234).

ε) Κυριαρχεί η εικόνα έναντι του λόγου και επιδιώκεται η προσαρμοστικότητα στις επιταγές της επικοινωνιακής πολιτικής.

στ) Ο ρόλος και η προβολή του ηγέτη καθώς και των δημόσιων εκπροσώπων του αναβαθμίζεται σε βάρος των ιδεολογικών αναφορών και η κομματική στρατηγική προσαρμόζεται όλο και περισσότερο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ηγέτη (Panebianco 1988: 264).

ζ) Τα οικονομικά των κομμάτων δεν εξαρτώνται μόνο από τις εισφορές των μελών αλλά σε μεγάλο βαθμό και από τις κρατικές επιχορηγήσεις αλλά και από χρηματοδοτήσεις επιχειρηματιών και παραγόντων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας Wolinetz 2002: 142, Farell / Webb 2000: 120, Panebianco 1988: 264).

η) Εντείνεται η τάση ουδετεροποίησης των πολιτικών μηνυμάτων που δημιουργούνται από τα επικοινωνιακά επιτελεία (Σπουρδαλάκης 1998: 68). Στην πραγματικότητα τα αταξικά και κοινωνικά ισοπεδωμένα μηνύματα που απευθύνονται σε όλο το εκλογικό σώμα, τον «καθημερινό πολίτη» που δεν εντάσσεται σε κάποια τάξη και δεν έχει ιδιαίτερη συμφέροντα, ανάγκες, επιδιώξεις, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επισφραγίζουν τη διαρκή πορεία ιδεολογικής και πολιτικής σύγκλισης μεταξύ των κυριάρχων κομματικών σχηματισμών, ως αντανάκλαση του περιορισμού του περιθωρίου «ενδοσυστημικής» πολιτικής δράσης που επιφέρει η αναδιάρθρωση.

 

 

2.1 Η ανάδυση του κόμματος-δικτύου

 

Η συμπύκνωση αυτών των χαρακτηριστικών θα οδηγήσει σε μια νέα μορφή κόμματος: Από το κόμμα μαζών περνάμε στο κόμμα-δίκτυο (Γράβαρης 2002: 110). Στην πρώτη περίπτωση υπήρχε μια ζωντανή κομματική βάση με κάθετη και οριζόντια οργάνωση που ωριμάζει πολιτικά μέσα από την έντονη πολιτική δραστηριοποίηση. Στις δε προεκλογικές εκστρατείες τα κομματικά στελέχη αναλάμβαναν τη διάχυση της κομματικής προπαγάνδας, τις επαφές πόρτα-πόρτα, τη διοργάνωση συγκεντρώσεων (Mancini 1999: 235). Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση διατηρείται μόνο ένας χαλαρός οριζόντιος κομματικός ιστός με σκοπό τη συμμετοχή σε αραιά χρονικά διαστήματα –και κατά τρόπο τελετουργικό– σε διάφορες κομματικές εκδηλώσεις. Τα μέλη παύουν να ‘χουν ούτε σημαντικά δικαιώματα αλλά ούτε και σημαντικές υποχρεώσεις, ενώ η σχέση μέλους και μη μέλους γίνεται όλο και πιο θολή (Katz / Mair 1995: 18). Το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνταν στο παρελθόν από τα κομματικά μέλη, αλλά και το σύνολο σχεδόν των νέων λειτουργιών, το αναλαμβάνουν τώρα εξειδικευμένοι ιδιωτικοί φορείς ενώ ο ρόλος των κομματικών μελών περιορίζεται σε μια εθιμοτυπικού χαρακτήρα παρουσία σε ένα περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων (συνέδρια, προεκλογικές συγκεντρώσεις κλπ) (Γράβαρης 2002: 111). Τα κομματικά στελέχη αναδεικνύονται βάσει των δημοσκοπήσεων, των συμβουλών πολιτικών αναλυτών, think tanks και επικοινωνιακών επιτελείων (Παπαθανασόπουλος 2000: 25). Δεν είναι τυχαίο που οι προεκλογικές εκστρατείες ηγεμονεύονται από τα λεγόμενα τρία τ: τεχνοκρατία, τεχνική, τεχνολογία (Farrel 1996: 171).

Η ύπαρξη ενός «ελαφρού» οργανογράμματος[4] ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του περιπλανώμενου εκλογικού δυναμικού και συντελεί στη διεύρυνση του εκλογικού ακροατηρίου καθώς και στη σύσφιξη των δεσμών του κόμματος με τμήματα της κοινωνίας των πολιτών (Machnig όπως αναφέρεται από Γεωργιάδου 2002: 401-402).

            Το βάρος της κομματικής δραστηριοποίησης μεταφέρεται από την προσπάθεια δια βίου προσέλκυσης και δέσμευσης σταθερών και μόνιμων κομματικών μελών στην ευέλικτη υποστήριξή του από εξατομικευμένους συμμετέχοντες (Γεωργιάδου 2002: 404). Η δομή του κόμματος-δικτύου αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας οριζόντιας, αποκεντρωμένης, οργανωτικής μορφής χωρίς ουσιαστική κομματική βάση (Γράβαρης 2002: 111) και καθίσταται ασαφής η διάκριση μεταξύ οργανωμένων μελών και περιστασιακών φίλων.

Στην εμφάνιση και λειτουργία του μοντέλου του κόμματος-δικτύου έχει ασκηθεί αυστηρή κριτική από πολλές πλευρές. Κι αυτό γιατί το θεωρούμενο ως βασικό πλεονέκτημά του, δηλαδή η δυνατότητα που δίνει σε μέλη και μη μέλη να συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, στην πραγματικότητα επιτυγχάνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η υποχώρηση των εσωκομματικών διαδικασιών τείνει να διαμορφώσει εξατομικευμένους φορείς οι οποίοι καλούνται να επικυρώσουν ήδη προειλημμένες αποφάσεις της ηγετικής ελίτ. Συρρικνώνεται ο χώρος των πολιτικών διαβουλεύσεων και γίνεται πολύ δύσκολο να διαχυθεί μια κριτική ενάντια στις πρωτοβουλίες της ηγεσίας δεδομένης και της προνομιακής σχέσεις της τελευταίας με τα ΜΜΕ (Katz 2002, Γεωργιάδου 2001: 213, Mair 1997: 149).

Στην πραγματικότητα η αντιμετώπιση των μελών των κομμάτων ως μια αδιαμόρφωτη μάζα πολιτών (παρακάμπτοντας την κοινωνική ιδιότητα και προσδιορισμό τους όπως αποτυπώνονταν στην κομματική λειτουργία και τον τρόπο εσωκομματικής εκπροσώπησης και απόφασης) ουσιαστικά επιτείνει τα αποτελέσματα μυστικοποίησης που έχει και η εξατομικευτική λειτουργία του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους (η απεμπόληση της κοινωνικής ιδιότητας προς όφελος μιας γενικής εικόνας πολίτη)[5].

Παράλληλα, αλλάζει και το κοινωνικό σώμα αναφοράς των πολιτικών κομμάτων. Εάν στην περίοδο του κλασικού φιλελευθερισμού το πρότυπο ήταν ο αστός-πολίτης που στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται και με τα κοινά, και εάν το μαζικό κόμμα και οι πρακτικές του (εκλογικές καμπάνιες, μαζικές συγκεντρώσεις) έφερε στο προσκήνιο την κοινωνική πραγματικότητα της μαζικής εργατικής τάξης, το κόμμα δίκτυο παραπέμπει πολύ περισσότερο στον ιδεότυπο της νέας μικροαστικής τάξης: η πολιτική δράση ως πολιτισμικό συμπλήρωμα πολυάσχολων επαγγελματιών σε χώρους της διανοητικής εργασίας.

 

 

2.2 Κόμμα-δίκτυο και μετασχηματισμοί στους κρατικούς μηχανισμούς

 

Η ανάλυση που προηγήθηκε μας οδηγείς το συμπέρασμα πως υπάρχει μια ορισμένη συμμετρία στη σχέση ανάμεσα στις αλλαγές στη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών στη συγκυρία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και στις μεταλλαγές στους κομματικούς μηχανισμούς: Η υποαντιπροσώπευση των λαϊκών συμφερόντων από τους κρατικούς μηχανισμούς αντιστοιχεί στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, καθώς ένα σύνολο κατακτήσεων των δυνάμεων της εργασίας όλο και περισσότερο αντιμετωπίζονται ως προσκόμματα στην «ανάπτυξη», την «ανταγωνιστικότητα», την «παγκοσμιοποίηση». Εάν το κράτος δεν μπορεί να καλύψει αυτά τα κοινωνικά συμφέροντα, τότε δεν πρέπει ούτε τα κόμματα εξουσίας να το επιδιώκουν, ή ακόμη και εάν το κάνουν για προεκλογικούς λόγους οφείλουν, για να μη μοιράζουν μόνο διαψεύσεις, να το κάνουν εντός ενός πλαισίου μειωμένων προσδοκιών. Η ένταση της εξατομίκευσης αντιστοιχεί σε πραγματικές ήττες συλλογικών διεκδικήσεων, που τροποποιούν και το βαθμό στον οποίο το κράτος αναφέρεται σε συλλογικά συμφέροντα και εκπροσωπήσεις. Η έμφαση στην κινητικότητα, την επιχειρηματικότητα, το θόλωμα των ορίων ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο αντιστοιχούν σε μια λειτουργία του κράτους που τείνει κατεξοχήν προς την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών επιλογών και όχι την εξασφάλιση κοινωνικών ισορροπιών. Παράλληλα, η λογική της ευελιξίας, των μικρών και ευέλικτων οργανωτικών σχημάτων, της σχετικής αυτονομίας (και αδιαφάνειας) όλο και περισσότερο αποτελεί κοινό πρότυπο και στις επιχειρήσεις και στους κρατικούς μηχανισμούς και προστατεύει αυτές τις διαδικασίες από μορφές δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου. Όπως ακριβώς κρίσιμες διαδικασίες λήψης αποφάσεων στεγανοποιούνται από τον λαϊκό έλεγχο (χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ η λειτουργία των κεντρικών τραπεζών, οι μηχανισμοί της Ε.Ε., ή των μηχανισμών που διαχειρίζονται τις σχέσεις με Διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ), έτσι και οι κομματικές ηγεσίες στεγανοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από την κομματική βάση.

 

 

3. Η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας

 

Σε αυτό το πλαίσιο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανάγονται σε έναν ιδιαίτερα κρίσιμο κόμβο εξελίξεων, κάτι που προκύπτει και από την ευρύτερη σημασία που είχαν για τη διαμόρφωση του προτύπου του μαζικού κόμματος, αλλά και για την εκπροσώπηση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (Moschonas 2002).

Οι επάλληλες ήττες ειδικά στη δεκαετία του 1980 στα κόμματα πρότυπα της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (σε αντίθεση με την ανάδειξή τους την ίδια περίοδο στην εξουσία στη Νότια Ευρώπη) θα οδηγήσει σε μια αναπροσαρμογή στρατηγικής. Αυτή κυρίως θα πάρει τα χαρακτηριστικά μιας ενσωμάτωσης των απαιτήσεων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης: η αποδοχή της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, η συμβολή στο βάθεμα των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, η αντικατάσταση της κοινωνικής αναδιανομής από την κοινωνική προστασία και του στόχου της πλήρους απασχόλησης από την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας ήταν οι βασικές αλλαγές, που θα δώσουν και συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στις οργανωτικές αλλαγές που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το πλαίσιο θα διατυπωθεί όλο το σχήμα περί της ανάγκης να αναπροσαρμοστεί η διχοτομία «Δεξιάς - Αριστεράς» προς όφελος ενός ασαφώς προσδιορισμένου «Τρίτου Δρόμου» (Γκίντενς 1998, Blair 2002).

Η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική της δεκαετίας του 1990 παραπέμπει περισσότερο σε έναν νεοφιλελευθερισμό με κάποιο βαθμό συναίνεσης –σε αντιπαράθεση με το συγκρουσιακό νεοφιλελευθερισμό της δεκαετίας του 1980 των κυβερνήσεων Ρηγκαν ή Θάτσερ (Watkins 2004). Αυτή η νέα στρατηγική αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που θα ορίζαμε ως επιθετική αναδιάρθρωση της παραγωγής με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας και την οικονομική μεγέθυνση σε αντίθεση με την αμυντική αναδιάρθρωση, που χρωμάτισε τη δεκαετία του 1980, όπου δινόταν έμφαση στην αξιοποίηση της ανεργίας, της ύφεσης και της απαξίωσης κεφαλαίων (Ιωακείμογλου 2000).

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η στρατηγική αυτή θα συνεχιστεί και θα ενταθεί σε μια προσπάθεια να αναδειχτεί η σοσιαλδημοκρατία σε έναν πόλο όχι πια της κοινωνικής ευαισθησίας αλλά του επιθετικού καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού, με πρωτοπόρους τόσο τους «Νέους Εργατικούς» όσο και το γερμανικό SPD. Εάν σε μια προηγούμενη περίοδο (την περίοδο των συνετών «λογιστών» όπως ο Κ. Σημίτης ή ο Τ. Αμάτο) μια σειρά από πολιτικές κατευθύνσεις (όπως η λιτότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις, η δημοσιονομική πειθαρχία) παρουσιάζονταν ως αναγκαία «μέσα προς σκοπόν» ενόψει μιας μελλοντικής αναδιανομής και ευημερίας, τώρα παρουσιάζονται ως πολιτικός αυτοσκοπός. Αυτό συνεπάγεται κρίσιμες μετατοπίσεις στο λόγο της σοσιαλδημοκρατίας: Από τη συλλογική ευημερία στις δυνατότητες για ατομική αναρρίχηση, από τα συλλογικά αγαθά στις εξατομικευμένες υπηρεσίες, από την κοινωνική παροχή στην ατομική πρόσβαση, από την κρατική αναδιανομή στην εθελοντική φιλανθρωπία, από την κοινωνική δικαιοσύνη στην ασφάλεια του πολίτη. Η επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων, η επιλεκτικότερη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες, η αγιοποίηση και ένταση της εργασιακής κινητικότητας και ελαστικότητας, η προβολή της λογικής της ατομικής επένδυσης σε μορφωτικές και εργασιακές δεξιότητες, η προβολή της ανταποδοτικότητας και της επιλογής παροχέα υπηρεσιών, η αναίρεση προηγούμενων συλλογικών δικαιωμάτων, η ένταση της καταστολής και η «μηδενική ανοχή» στην παραβατικότητα, η υπό «πολυπολιτισμικό μανδύα» διαχείριση των αντιμεταναστευτικών πολιτικών, όλα αυτά προβάλλονται πλέον ως η πεμπτουσία της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής (Mandelson 2003, Gabriel 2004, Blunkett 2004).

Μια τέτοια κατεύθυνση αναγκαστικά συνεπάγεται πραγματικές ρήξεις με ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα που αναγνωρίζονταν στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές προτάσεις. Αυτό εξηγεί και γιατί τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναδεικνύονται πολύ πιο επιθετικά και πρωτοπόρα και στις διαδικασίες μετάλλαξης της κομματικής λειτουργίας.

 

 

4. Ο μετασχηματισμός του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα- δίκτυο

 

Αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος στην καταλυτική συμβολή της Αριστεράς στη δημιουργία των μαζικών πολιτικών κομμάτων στις χώρες της Δ. Ευρώπης. Ακριβώς παρόμοια είναι και η περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό το υποστηρίζουμε γιατί παρά την ιδιαίτερη βαρύτητα του πολιτικού μηχανισμού στην άρθρωση της αστικής ηγεμονίας (την «υπερπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνικής ζωής ήδη από τον 19ο αιώνα), και τις βαθιές και βίαιες παραταξιακές συγκρούσεις ανάμεσα σε εναλλακτικές αστικές στρατηγικές, εντούτοις δεν οικοδομήθηκαν μαζικοί κομματικοί μηχανισμοί (πέραν του συνδυασμού ανάμεσα στους τοπικούς κομματάρχες και τις -συχνά χαλαρές– κοινοβουλευτικές ομάδες). Αντίθετα, ήταν κυρίως η αριστερά αυτή που πρώτη θα οικοδομήσει μαζικούς κομματικούς και μετωπικούς μηχανισμούς, με αποκορύφωμα το εκτεταμένο πλέγμα των ΕΑΜικών οργανώσεων. Η πολυεπίπεδη και βίαιη καταστολή της αριστεράς στη μετεμφυλιακή περίοδο θα ανακόψει εν μέρει αυτή τη διαδικασία γι’ αυτό και τα κόμματα εξουσίας εκείνης της περιόδου θα απέχουν και αυτά από το ήδη διαμορφωμένο στην υπόλοιπη Ευρώπη σύγχρονο μαζικό κομματικό πρότυπο.

Στην πραγματικότητα μπορούμε να μιλάμε για πραγματικά μαζικά κόμματα εξουσίας μόνο από την περίοδο της μεταπολίτευσης (Βερναρδάκης – Μαυρής 1986), και ειδικά για τη συντηρητική παράταξη τη δεκαετία του 1980 (Αλεξάκης 2001). Αυτό σημαίνει ότι στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό το μαζικό κομματικό φαινόμενο σε μεγάλο βαθμό συνδέθηκε με μια περίοδο εκτεταμένων απαιτήσεων των λαϊκών μαζών όχι απλώς για πολιτική αναγνώριση, αλλά και για βελτίωση των υλικών όρων ύπαρξής τους και με την καταλυτική παρέμβαση των πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων που σχετίζονται με τις παραλλαγές της αριστεράς.

Το ΠΑΣΟΚ ήταν ο κομματικός οργανισμός που κατεξοχήν συνδέθηκε με τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, μετασχηματίζοντάς τον, όμως, σε δύναμη διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, ειδικά από τη στιγμή που κατάφερε (σε βάρος της κομμουνιστικής αριστεράς) να ηγεμονεύσει σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «κοινωνικό μπλοκ της αλλαγής» μια πλατεία συμμαχία εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων (Σακελλαρόπουλος 2001). Το ΠΑΣΟΚ, παρά τα έντονα αρχηγικά χαρακτηριστικά του, θα αναπτύξει μια εκτεταμένη κομματική οργάνωση, αξιοποιώντας την εμπειρία των κομμάτων της αριστεράς, αλλά επεκτείνοντάς την και σε νέες κοινωνικές κατηγορίες. Για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα θα υπάρξει μέσα από τη δράση του ΠΑΣΟΚ (αλλά και της κομμουνιστικής αριστεράς) μεγάλη μαζικοποίηση συλλογικών κοινωνικών οργανώσεων (από τους φοιτητικούς συλλόγους έως τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και από τα συνδικάτα έως τους πολιτιστικούς συλλόγους) και έμφαση σε αυτές τις διαδικασίες ως μοχλό άσκησης και της αμιγώς κομματικής πολιτικής. Για πρώτη φορά θα δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην κομματική οργάνωση ως μοχλό πίεσης προς τη άρθρωση πολιτικής. Αυτό, όμως, θα είναι και η πραγματική αιτία του πολιτικού δυναμισμού του ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση: όχι τόσο ο πραγματικός βαθμός στον οποίο ικανοποίησε τα λαϊκά αιτήματα, όσο ότι κατοχύρωνε ένα ευρύτερο φάσμα πρακτικών πολιτικής αναγνώρισης των λαϊκών τάξεων στις κρατικές πολιτικές.

Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπο με την πραγματική απόσταση ανάμεσα στην πίεση της ίδιας της βάσης του και τις απαιτήσεις να ξεκινήσουν και στην Ελλάδα διαδικασίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, με συμβολική αφετηρία το 1985 και την εκκίνηση μιας περιοριστικής οικονομικής πολιτικής (Ιωακείμογλου 1987). Ο κραδασμός θα είναι μεγάλος, όμως τελικά η μερική υπαναχώρηση και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα δοκιμαστεί η πολιτική αποδιάρθρωση του ΠΑΣΟΚ και της κοινωνικής συμμαχίας γύρω του, τελικά θα οδηγήσουν, ύστερα και από τη συγκεκριμένη ταξική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση της ΝΔ στην περίοδο 1990- 1993, σε μια ακόμη πιο έντονη ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ εντός των λαϊκών στρωμάτων (αφού η συγκυρία της «κάθαρσης» και οι διασπάσεις των κομμάτων της Αριστεράς θα περιορίσουν την απήχησή τους σε σημαντικό μέρος των εργατικών στρωμάτων), κάτι που θα αποτυπωθεί και στη θριαμβευτική επιστροφή στην εξουσία το 1993 (Σακελλαρόπουλος / Σωτήρης 2004).

Ήδη, όμως, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 η βαρύτητα του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα. Η πολεμική περί λαϊκισμού και συντεχνιών (Σημίτης 1989) θα προσπαθεί να χτυπήσει την ιδιαίτερη βαρύτητα των αναγνωρίσεων και εκπροσωπήσεων των λαϊκών τάξεων μέσα στο ΠΑΣΟΚ και τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθεταν στο ξεδίπλωμα της κυβερνητικής πολιτικής. Στη δεκαετία του 1990 αυτή η πρόκληση θα συμπυκνωθεί στο περίφημο αίτημα του εκσυγχρονισμού, που θα ταυτιστεί όχι μόνο με τον εξευρωπαϊσμό της χώρας, αλλά και με το χτύπημα των συνδικάτων, τον περιορισμό των πολιτικών πιέσεων από συγκροτημένες εκφράσεις των λαϊκών συμφερόντων.

Η στρατηγική του εκσυγχρονισμού, όπως αυτή εκφράστηκε από την ομάδα γύρω από τον Κ. Σημίτη, είχε επομένως ένα σαφές ταξικό πρόσημο: Ρήξη με τις προσδοκίες και τα αιτήματα των εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, δημοσιονομική πειθαρχία, επιτάχυνση των διαδικασιών ένταξης στην ΟΝΕ, έμφαση στην ιδιωτικοοικονομική αποτελεσματικότητα, περιορισμός του ρουσφετιού, διαμόρφωση, δυνητικά τουλάχιστον, μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας: ενός κοινωνικού μπλοκ του εκσυγχρονισμού (στη θέση του παλιού μπλοκ της αλλαγής), μιας συμμαχίας ανάμεσα σε αστικές μερίδες και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης από το χώρο της παραγωγής ή της αναπαραγωγής. Η στρατηγική αυτή σήμαινε μια σημαντική τομή ως προς τη σχέση του ΠΑΣΟΚ με τμήματα της κοινωνικής του βάσης (κάτι που φάνηκε και στις βουλευτικές εκλογές του 1996 και την απήχηση του ΔΗΚΚΙ, αλλά και της Αριστεράς), χωρίς να σηματοδοτεί αυτόματα και ρήξη στο εσωτερικό του κομματικού μηχανισμού (μια που λειτούργησαν και έντονα αντανακλαστικά προσκόλλησης στο πρόσωπο που θα έφερνε την εκλογική νίκη, ένα αντανακλαστικό σύνηθες σε κόμματα εξουσίας).

Εντούτοις ήδη από την περίοδο 1997 θα υπάρξει η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια για την αναμόρφωση και του κομματικού μηχανισμού: Η κατεύθυνση ήταν διπλή: σπάσιμο της κλασικής κομματικής διάρθρωσης γύρω από συγκεκριμένα κοινωνικά - ταξικά συμφέροντα (οι περίφημες «θεματικές οργανώσεις» που θα άγγιζαν κλάδους ολόκλήρους συμπεριλαμβάνοντας και δυνάμει ανταγωνιστικά συμφέροντα) καθώς και η άρση της διάκρισης ανάμεσα σε μέλος και φίλο ή οπαδό του κόμματος και η μείωση της βαρύτητας της κομματικής βάσης (Γεωργιάδου 2002: 385). Εάν κανείς ξανακοιτάξει όλη τη συζήτηση που έγινε τότε θα δει να ξεδιπλώνεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο επιχειρημάτων που συντόνιζε το ΠΑΣΟΚ με την ευρύτερη συζήτηση στη σοσιαλδημοκρατία γύρω από την ανάγκη μια νέας «εκσυγχρονιστικής» στροφής, έστω και εάν τα περισσότερα συγκεκριμένα μέτρα κομματικής αναδιάρθρωσης έμειναν τελικά μετέωρα ή ανεστάλησαν ενόψει και των εκλογών του 2000, όπου το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει χάρη και σε μια οριακή επανάκαμψη εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (ιδίως στη Β΄ Αθηνών).

Συνολικά, η περίοδος Σημίτη και η ηγεμονία του εκσυγχρονισμού συνετέλεσε στη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικής στρατηγικής και σε επίπεδο κομματικής οργάνωσης και λειτουργίας. Αποδείχτηκε ότι και στην Ελλάδα η δυνατότητα εκκίνησης, προώθησης και επιτάχυνσης πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν μπορούσε παρά να έχει ως πολιτικό όχημα ένα κόμμα με ιδιαίτερη γνώση και γείωση μέσα στο πεδίο του ταξικού ανταγωνισμού. Ας αναλογιστούμε ότι και σε άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς (π.χ. την Ισπανία ή τη Γαλλία) σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αποδείχτηκαν πιο ικανές στο να ξεκινήσουν τέτοιες διαδικασίες.

Παρόλα αυτά, υπήρχαν, όπως φάνηκε άλλωστε, και σημαντικά περιθώρια μετασχηματισμών και αυτό φαίνεται από την τομή που συμπυκνώνει η εκλογή του Γ. Παπανδρέου: ο Γ. Παπανδρέου αποπειράται την πιο εκτεταμένη προσπάθεια αποδόμησης της μορφής του μαζικού κόμματος σε όλους τους κρίσιμους κόμβους της λειτουργίας του. Πιο συγκεκριμένα:

α) Επιδιώκεται η οριακή υπέρβαση της έννοιας του κομματικού μέλους, μέσω της αναγνώρισης και της έννοιας του «φίλου» (Μποτόπουλος / Παπαϊωάννου / Παπαδημητρίου 2004), ουσιαστικά τον υποβιβασμό του σε μια ασαφή μορφή οπαδού, που απλώς θα συνεισφέρει οικονομικά και ενίοτε θα καλείται να επιλέξει ηγετική ομάδα, σε μια διαδικασία που δε θα θυμίζει συγκροτημένη κομματική διαδικασία, αλλά πολύ περισσότερο διαδικασία προκριματικών εκλογών (primary election) αμερικανικού τύπου. Η υπονόμευση της έννοιας του μέλους είναι κομβική τόσο για την μείωση της εξάρτησης της κομματικής (και δυνητικής κυβερνητικής) ηγεσίας από την κοινωνική βάση, όσο και για την αυτονόμηση της εκάστοτε ηγετικής ομάδας.

β) Υπονομεύεται η ειδική βαρύτητα της κομματικής γραφειοκρατίας και των συγκροτημένων κομματικών μηχανισμών, προς όφελος της αυτοτέλειας της ηγετικής ομάδας. Αυτό εξυπηρετείται μέσα από διάφορες οργανωτικές καινοτομίες: Μετατροπή των συνεδρίων σε μεγάλες μαζικές κομματικές γιορτές για την επικύρωση –συνήθως– προειλημμένων αποφάσεων. Υποκατάσταση του κρίσιμου κόμβου που ήταν η Κεντρική Επιτροπή από μεγαλύτερα (και με πιο αραιές συνεδριάσεις) όργανα με μεικτή εκλογή (από συνέδριο και αριστίδην ή ex officio). Ανάδειξη του προέδρου (και της ομάδας γύρω από αυτόν) σε πολιτικό και αποφασιστικό κέντρο αυτονομημένο και παράλληλο με τα υπόλοιπα καθοδηγητικά κέντρα. Αυτό αποτυπώνεται και στην διακριτή εκλογή του προέδρου από το σύνολο της κομματικής βάσης και των οπαδών και όχι μέσα από τις αμιγώς κομματικές διαδικασίες.

 

4.1 Η δημοψηφισματική δημοκρατία και τα όρια της «συμμετοχής»

 

Σε όλες αυτές τις πρακτικές εντονότερη παρά ποτέ ήταν η αναφορά και η επίκληση της συμμετοχής και η διατύπωση ενός οράματος «συμμετοχικής δημοκρατίας» (Παπανδρέου 2004). Όλες οι σχετικές αναφορές και συνεχιζόμενη συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ επικαλούνται διαρκώς την ανάγκη ενεργού συμμετοχής της κομματικής βάσης (φίλων και μελών) στην διαμόρφωση της πολιτικής κατεύθυνσης, τη συχνή προσφυγή σε διαδικασίες εσωκομματικών δημοψηφισμάτων, την αξιοποίηση του διαδικτύου για τη συνεχή και αμφίδρομη σχέση.

Σε αντίθεση με όλες αυτές τις φωνές εμείς θα υποστηρίξουμε ότι εν τέλει οι εξελίξεις αυτές τείνουν σε μια πολύ λιγότερο δημοκρατική κομματική λειτουργία. Αρκεί βέβαια, να διακρίνουμε την δημοκρατική λειτουργία από την απλή διαβούλευση, τη δυνατότητα «ακρόασης» που απλόχερα προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες και τη συνεχή μέτρηση της κοινής γνώμης. Δημοκρατία σημαίνει: δυνατότητα της βάσης όχι να εκφράζεται ή να ακούγεται, αλλά να επιβάλει δεσμευτικά την ατζέντα των θεμάτων, τις αποφάσεις και τους μηχανισμούς τήρησης των αποφάσεων, και αντίστοιχα να μπορεί να εγκαλεί τις ηγετικές ομάδες για το βαθμό στο οποίο τις τηρούν. Σημαίνει πραγματικά αποφασιστικές διαδικασίες πάνω σε συγκροτημένες πολιτικές προτάσεις καθώς και ενδιάμεσα όργανα που θα αντανακλούν τις διεργασίες στη βάση και τον αντίστοιχο συσχετισμό δύναμης.

Αντίθετα στο κόμμα-δίκτυο η άρση της διάκρισης ανάμεσα στην έννοια του μέλους και του φίλου, επί της ουσίας οδηγούν σε αυτονομημένες ηγετικές ομάδες και σε διαδικασίες όχι απόφασης, αλλά επικύρωσης προειλημμένων επιλογών. Στην πραγματικότητα μια «καθολική» διαδικασία εκλογής ηγέτη ή επιλογής προγράμματος, από μια βάση που ορίζεται ως άθροισμα ατόμων χωρίς κοινωνικό πρόσημο, θα οδηγήσει σε επιλογή με κριτήρια κυρίαρχου πολιτικού μάρκετινγκ. Πράγμα που προσδίδει σε αυτού του τύπου τις «δημοψηφισματικές» διαδικασίες ανάδειξης ηγετών και το χαρακτήρα ενός σύγχρονου ψηφιακού ή τηλεοπτικού λαϊκισμού.

Η γενική διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να αποτελεί υποκατάστατο του δημοκρατικού ελέγχου, όσο και αν προβάλλεται έτσι, ακριβώς γιατί δεν έχει σε κανένα βαθμό το δεσμευτικό χαρακτήρα που αντιστοιχεί στη δημοκρατική αρχή. Οι συμμετέχοντες στη διαβούλευση μπορούν να μιλούν και να «ακούγονται», αλλά όχι να αποφασίζουν. Στο κόμμα-δίκτυο θα μπορείς να στείλεις πολύ πιο εύκολα e-mail στον αρχηγό του κόμματος, αλλά θα μπορείς πολύ πιο δύσκολα να τον δεσμεύσεις σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η ψευδαίσθηση συμμετοχής έρχεται να επικυρώσει την ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση των πολιτών κάνοντας ακόμη πιο έντονες τις διαδικασίες εξατομίκευσης: όχι πια το μέλος μιας συλλογικής πολιτικής διαδικασίας, αλλά ο θεατής-καταναλωτής πολιτικής διαφήμισης.

Έτσι και στην Ελλάδα αναπαράγεται και η λογική του «ελαφριού οργανογράμματος» στο οποίο αναφερθήκαμε και πιο πάνω, μέσα από μια παράλληλη μετάλλαξη του προτύπου της σχέσης με την πολιτική. Από τη μια αντί του οπαδού-μέλους που συμμετέχει ενεργητικά σε ένα ολόκληρο φάσμα από πολιτικές πρακτικές, συχνά συνδεδεμένες με την κοινωνική του ένταξη (δράση στο σωματείο, στη γειτονιά κ.λπ) έχουμε περισσότερο μια εικόνα συγκυριακού υποστηρικτή ή συνδρομητή μιας ΜΚΟ, που στον ελεύθερο χρόνο ασχολείται κατά περίπτωση με κάποιο θέμα. Από την άλλη, αντί του κομματικού στελέχους που συνδέεται με συγκεκριμένες πολιτικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις έχουμε τον επαγγελματία της «πολιτικής επικοινωνίας» που απλώς προσκολλάται στον εκάστοτε πελάτη του.

 

 

5. Συμπέρασμα

 

Στη βάση των παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να οριστούν με βάση μόνο τακτικές ή συγκυριακές επιλογές, αλλά με όρους ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που εδράζονται στις υλικές διεργασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και συμπυκνώνονται στην στεγανοποίηση των πολιτικών και κρατικών μηχανισμών απέναντι στα συμφέροντα των κατώτερων τάξεων. Σε αυτό το πλαίσιο η ανοιχτή προβολή της λογικής του «κόμματος-δικτύου» απέναντι στο κλασικό μαζικό κόμμα (που στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό αρθρώθηκε με βάση το ΠΑΣΟΚ ως πρότυπο) σηματοδοτεί όχι ένα άνοιγμα των κομματικών μηχανισμών στην κοινωνία, ούτε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού των κομμάτων, αλλά πολύ περισσότερο την αντανάκλαση στο εσωτερικό των κομμάτων των πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών τομών που συνεπάγεται η συνολική κίνηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αλεξάκης Ε., 2001, Η Ελληνική Δεξιά. Δομή και Ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας, Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας

Βερναρδάκης Χ.- Μαυρής Γ., 1986, «Οι ταξικοί αγώνες στη μεταπολίτευση. Μέρος δεύτερο: Η θέση των πολιτικών κομμάτων στο κράτος και η επέκταση της πολιτικής αντιπροσώπευσης», Θέσεις 16: 81- 114.

Βερναρδάκης Χ.- Μαυρής Γ., 1987, «Η έννοια της σχέσης εκπροσώπησης», Θέσεις 18: 49-62

Blair T., 2002, «Ο Τρίτος Δρόμος. Μια νέα πολιτική για το νέο αιώνα» σε Η. Κατσούλης (επιμ.), Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα Πολιτικής, Θεσμοί, Οργανωτικές Δομές (επιμέλεια Ηλίας Κατσούλης), Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

Blunkett D., 2004, «The place of security in progressive politics», http://www.policy-network.net/php/article.php?sid=4&aid=230

Γεωργιάδου Β, 2001, «Από το κόμμα περιχαρακωμένων μελών στο 'κόμμα- δίκτυο'; Όψεις της οργανωτικής ανασυγκρότησης των πολιτικών κομμάτων στην ύστερη νεωτερικότητα», Επιστήμη και Κοινωνία 5-6: 202- 235.

Γεωργιάδου Β., 2002, «Labour Party, SPD και ΠΑΣΟΚ. Συστήματα κομματικής διεύθυνσης και οργανωτική ανασυγκρότηση», σε Η. Κατσούλης (επιμ.), Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα Πολιτικής, Θεσμοί, Οργανωτικές Δομές (επιμέλεια Ηλίας Κατσούλης), Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

Γκίντενς Α., 1998, Ο Τρίτος Δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα: Πόλις

Γκράμσι Α., χχε, Για τον Μακιαβέλι, Αθήνα: Στοχαστής.

Γράβαρης Δ., 2002, «Το αίτημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού» in Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Ιδεολογικά Ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα.

Διαμαντόπουλος Θ., 1993, Το κομματικό φαινόμενο, μορφές συστήματα και οικογένειες κομμάτων, Αθήνα: Παπαζήσης.

Duverger M. 1976, Les Partis Politiques, Paris: Armand Collin.

Dalton R. –Wattenberg M., 2000, «Partisan Change and the Democratic Process» in R. Dalton- M. Wattenberg (eds), Parties without Partisans. Political Change in Advanced Industrial Democracies, Oxford: Oxford University Press.

Farrel D., 1996, «Campaign strategies and tactics». In L. LeDuc- R. Niemi, P. Norris (eds) Comparing Democracies. Elections and voting in Global Pespective (επιμέλεια). London: Sage Publications.

Farell D.- P. Webb, 2000, Political Parties as Campaign Organizations in R. Dalton- M. Wattenberg (eds), Parties without Partisans. Political Change in Advanced Industrial Democracies, Oxford: Oxford University Press.

Fine B.- L. Harris, 1986, Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Αθήνα: Gutenberg.

Gabriel G., 2004, «Rediscovering the Need for Vision», http://www.progressive-governance.net/php/article.php?aid=208&sid=3.

Θεοχαράς Χ., 1988, «Ραδιοτηλεοπτικά μέσα: η αβάσταχτη ελαφρότητα της αριστερής κριτικής», Θέσεις 23-24: 19-31.

Ιωακείμογλου Η.- Γ. Μηλιός, 1991, «Η έννοια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο ‘Κεφάλαιο’ του Καρλ Μαρξ», Θέσεις 36: 25-36.

Ιωακείμογλου Η., 1987, «Από την απαξίωση του κεφαλαίου στην αναδιάρθρωση της παραγωγής (1973-1985)», Θέσεις 20: 39-46.

Ιωακείμογλου Η., 1987α, Η αυθόρμητη τάση των φαινομένων, Θεσσαλονίκη: Αξιός

Ιωακείμογλου Η., 2000, Τέλος του αιώνα, τέλος της κρίσης; Το μέλλον του καπιταλισμού και η Αριστερά, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ιωακείμογλου Η., 2004, «Η σχετική επάρκεια του δικομματισμού ή οι δύο ηγεμονικές προτάσεις του ελληνικού φιλελευθερισμού», Θέσεις 87: 27-44

Ιωαννίδης Α.- Σ. Μαυρουδέας, 2000, «Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα», in Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Δομές και Σχέσεις Εξουσίας στη Σημερινή Ελλάδα, Αθήνα.

Katz R., 2002, Whose Agent? Principles, Principals and Party Poltics, www.europanet.org.

Katz R- Mair P., 1995, "Changing Models of Party Organization and Party Democracy. The Emergence of the Cartel Party", Party Poltiics 1, 1: 5-28.

Kirchheimer O., 1966, “The Transformation of the Western European Party System”, in J. La Palombara - M. Weiner (eds), 1966, Political Parties and Political Development, Princeton: Princeton University Press.

La Palombara J- M. Weiner 1966, «Τhe origin and Development of Political Parties» in J. La Palombara - M. Weiner (eds), 1966, Political Parties and Political Development, Princeton: Princeton University Press.

Lipset S. M.- Rokkan S., 1967, “Cleavage Structures, Party Systems and Voter Alignments: An Introduction” in S. M Lipset.- Rokkan S. (eds), Party Systems and Voter Alignments, New York: The free Press.

Mair P., 1997, Party System Change. Approaches and Interpretations. Oxford: Clarendon Press

Mair P. – I. van Biezen, 2001, Party Membership in Twenty European Democracies, 1980- 2000, Party Poltics 7, 1: 5- 21.

Mancini P., 1999, «New Frontiers in Political Professionalism», Political Communication Vol 16, 3: 231- 245.

Mandelson P., 2003, «A New Progressive Agenda», http://www.policy-network.net/php/article.php?sid=4&aid=114

Μαρξ Κ., 1978, Το Κεφάλαιο, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαυρής Γ., 1993, Οι Κοινωνικές Συντεταγμένες της Κομματικής Επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985. Διερεύνηση της ψήφου στο επίπεδο των βουλευτικών εκλογών της μεταπολιτευτικής περιόδου, Α’ τόμος, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μηλιός Γ., 1990, Από τη συντριβή της κρατικής μηχανής στην κρίση και μετεξέλιξη του Κράτους, Θέσεις, 30: 59-78.

Michels R, 1971, Les Partis Politiques, Paris: Flammarion.

Moschonas G., 2002, In the name of Social Democracy. The Great Transformation: 1945 to the present, London: Verso

Μπελαντής Δ., 2004, Αναζητώντας τον «Εσωτερικό Εχθρό». Διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής, Αθήνα: Προσκήνιο

Μποτόπουλος Κ., Παπαϊωάννου Μ., Παπαδημητρίου Γ., 2004, «Σχέδιο για το Νέο Καταστατικό-Εισήγηση Ομάδας Εργασίας για το Ανοιχτό Κόμμα,» http://democracy.pasok.gr/democracy/content/document.aspx?d=3&rd=18137924&f=1310&rf=540029999&m=2385&rm=9465885&l=2

Norris P., 2000, A Virtuous Circle? Political Communications in Post- Industrial Democracies. New York: Cambridge University Press. http://www.ksg.harvard.edu/people/pnorris/book2.htm

Ostrogorski M., 1979, La Démocratie et les partis politiques, Paris: Seuil.

Panebianco A., 1988, Political Parties : organization and power, Cambridge: Cambridgre University Press.

Παπαθανασόπουλος Σ., 2000, «Τα σύγχρονα μέσα και η πολιτική επικοινωνία». Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης τ. 16: 11- 33.

Παπανδρέου Γ., 2004, «Ομιλία στο Εθνικό Συμβούλιο Ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ», 14 Μαΐου 2004 http://www.papandreou.gr/papandreou/content/articlepage.aspx?articleid=2180&language=1

Πουλαντζάς Ν., 1980, Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, Αθήνα: Θεμέλιο

Πουλαντζάς Ν., 1984, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο

Σακελλαρόπουλος Σ., 2001, Η Ελλάδα στη μεταπολίτευση. Πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας 1974-1988, Αθήνα: Νέα Σύνορα: Λιβάνης

Σακελλαρόπουλος Σ., 2004, «Σχεδιάγραμμα για την περιοδολόγηση των σταδίων και των φάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», Αριάδνη 10: 197- 214.

Σακελλαρόπουλος Σ. - Σωτήρης Π., 2004, Αναδιάρθρωση και Εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, Αθήνα: Παπαζήσης

Sartori G., 1979, Parties and Party Systems, Cambridge: Cambridge University Press.

Σεφεριάδης Σ., 2002, «Σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές στον 20ο αιώνα. Επισημάνσεις για μια πολιτική κοινωνιολογία», in Η. Κατσούλης (επιμ.) Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα Πολιτικής, Θεσμοί, Οργανωτικές Δομές (επιμέλεια), Αθήνα: Ι. Σιδέρης.

Σημίτης Κ., 1989, Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα: Γνώση

Σπουρδαλάκης Μ., 1990, Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα: Εξάντας.

Σπουρδαλάκης M., 1998, «Από το 'Κίνημα διαμαρτυρίας’ στο 'Νέο ΠΑΣΟΚ'» in Μ. Σπουρδαλάκης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ. Κόμμα- Κράτος- Κοινωνία Αθήνα: Πατάκης.

Τσουκαλάς Κ. 2001, «Είκοσι χρόνια μετά», σε Α. Ρήγος- Κ. Τσουκαλάς (επιμ.) Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα: Θεμέλιο.

Χάλαρης Γ. – Κ. Ψυχοπαίδης, 2000, «Δομές και σχέσεις εξουσίας: Σε αναζήτηση ενός πλαισίου ανάλυσης» in Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Δομές και Σχέσεις Εξουσίας στη Σημερινή Ελλάδα, Αθήνα.

Wacquant L, 2001, Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης

Watkins S., 2004, «A Weightless Hegemony. New Labour’s Role in the Neoliberal Order», New Left Review 25: 5-33

Wolinetz S., 2002, Beyond the Catch- All Party: Approaches to the Study of Parties and Party Organization in Contemporary Democracies in R. Gunther- J. R. Montero- J. Linz (eds), Political parties. Old Concepts and New Challenges, Oxford: Oxford University Press.

 

 

 

Περίληψη

 

            Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να προσεγγίσει τη μεταλλαγή του ΠΑΣΟΚ από μαζικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σε αυτό που η διεθνής και η ελληνική βιβλιογραφία έχει ονομάσει κόμμα- δίκτυο. Για να γίνει αντιληπτός αυτός ο μετασχηματισμός γίνεται, καταρχήν, μια αναφορά στις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις που διατυπώθηκαν γύρω από την έννοια του πολιτικού κόμματος και στη συνέχεια περιοδολογούνται οι διάφορες μορφές των πολιτικών κομμάτων σε αναλογία με την ιστορική εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος. Η κρίση του 1973 και η στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που θα υιοθετηθεί θα συντελέσουν στην κρίση των μαζικών κομμάτων και στο σχηματισμό των κομμάτων- δικτύων.

            Στην Ελλάδα αυτές οι εξελίξεις θα καθυστερήσουν δεδομένης της λαϊκής υποστήριξης που γνώριζαν τα κόμματα μετά την μεταπολίτευση ως εκφραστές μιας δυναμικής αλλαγής του συσχετισμού δύναμης προς όφελος των κυριαρχούμενων τάξεων. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έπειτα η μετατόπιση του πολιτικού συστήματος σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις θα έχει ως αποτέλεσμα την εκκίνηση μιας διαδικασίας μεταλλαγής και των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ η πρώτη προσπάθεια μετασχηματισμού σε κόμμα δίκτυο θα γίνει με το Συνέδριο του 2000 και τη δημιουργία των θεματικών οργανώσεων και η δεύτερη, και πιο ουσιαστική, με τις αλλαγές που κυοφόρησε η εκλογή του Γ. Παπανδρέου στη θέση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

 

 

 

 


[1]Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι Διδάσκων του  Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ο Παναγιώτης Σωτήρης είναι Δρ. Φιλοσοφίας.

[2] Για μια θεωρητική και κοινωνικο- ιστορική προσέγγιση της περιοδολόγησης των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών σχηματισμών βλ. Σακελλαρόπουλος 2004

[3]Είναι χαρακτηριστικό πως και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακολουθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές: ιδιωτικοποιήσεις, περιστολή προνοιακού ρόλου του κράτους, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης (Σεφεριάδης 2002: 84-85), συνολικά μια πολιτική μειωμένων έως ανύπαρκτων προσδοκιών για την εργασία.

[4]Και βέβαια η δημιουργία αυτού του ελαφρού κομματικού μηχανισμού ο οποίος στην πραγματικότητα δεν έχει στενές σχέσεις με τα στρώματα τα οποία φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύσει οδηγεί τα κόμματα στην όλο και συχνότερη προσφυγή στις δημοσκοπήσεις ευελπιστώντας να τους αποσαφηνιστούν οι διαθέσεις και τα αιτήματα των ψηφοφόρων (Μαυρής 1996: 244- 245).

[5] Για τα αποτελέσματα απομόνωσης και εξατομίκευσης που έχει το πολιτικό επίπεδο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής βλ. Πουλαντζάς 1980 και 1984