Ιμπεριαλισμός και «Παγκοσμιοποίηση» στο Σύγχρονο Κόσμο

Ιμπεριαλισμός και «Παγκοσμιοποίηση»  στο Σύγχρονο Κόσμο

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

            Από την απαρχή της δεκαετίας του '90 ένας νέος θεωρητικός όρος κάνει την εμφάνιση του, ο όρος της «παγκοσμιοποίησης». Ωστόσο, το περιεχόμενό του δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους θεωρητικούς που το χρησιμοποιούν με αποτέλεσμα όσο περισσότερο γίνεται χρήση του τόσο περισσότερο οι συγχύσεις να μεγαλώνουν. Ωστόσο για λόγους διευκόλυνσης της συζήτησης θα θεωρήσουμε ως κοινή συνισταμένη τον ορισμό του Giddens σύμφωνα με τον οποίο η παγκοσμιοποίηση ορίζεται ως η εντατικοποίηση των παγκόσμιων κοινωνικών σχέσεων, η οποία συνδέει μακρινές περιοχές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τοπικά γεγονότα να επηρεάζονται από συμβάντα που λαμβάνουν χώρα πολλά μίλια μακριά και αντιστρόφως (Giddens 1990: 64). Κατ' επέκταση η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μια διαδικασία όπου και λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων πραγματοποιείται μια πύκνωση του χώρου και του χρόνου σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια νέα ιστορική φάση.

            Η μονοκρατορία του όρου της παγκοσμιοποίησης θα διαρκέσει μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, όπου θα αρχίσει να παρατηρείται μια επιστροφή του όρου «Ιμπεριαλισμός» (Σωτήρης 2003). Φυσικά δεν πρόκειται για μια τυχαία εξέλιξη δεδομένου πως η διαμόρφωση των ιδεών αντανακλά τις κυριότερες εκφάνσεις της ταξικής πάλης. Έτσι, η έννοια της παγκοσμιοποίησης ήρθε ως απότοκο τριών εξελίξεων: α) της συνέχισης των υψηλών βαθμών οικονομικής διεθνοποίησης- μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '50 β) της τεχνολογικής ανάπτυξης που επέφερε η γενικευμένη χρήση της πληροφορικής γ) την επανασυγκόληση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ως απότοκου της πτώσης των ανατολικών καθεστώτων (Σακελλαρόπουλος, 2004). Οι τρεις αυτές αλλαγές σε συνδυασμό με την υποχώρηση των ριζοσπαστικών κινημάτων (κινήματα στις χώρες της καπιταλιστικής δύσης και εθνικοαπελευθερωτικά- αντιμπεριαλιστικά κινήματα)  δημιούργησαν το αναγκαίο υπέδαφος για τη διατύπωση της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία στην ουσία δεν αποτελούσε παρά την έκφραση, στο πεδίο των ιδεών, μιας σημαντικής νίκης των αστικών δυνάμεων που πήρε τη μορφή μιας μετωνυμίας, δηλαδή της παραπομπής σε μια πραγματικότητα διαφορετική απ αυτή που υποτίθεται πως εξέφραζε. Διαφορετικά ειπωμένο,  οι νίκες που σημείωσαν οι κυρίαρχες τάξεις από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και ένθεν, οι οποίες κατέστησαν πολύ μακρινό το ενδεχόμενο μιας εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης, έδωσαν τη δυνατότητα του σχηματισμού μιας φαντασιακής αντίληψης περί της απρόσκοπτης κυριαρχίας της άρχουσας τάξης, μέσω της παντοδυναμίας των ελεύθερων αγορών, χωρίς όλα αυτά που το εθνικό κράτος συμπυκνώνει: την ασταμάτητη επενέργεια της πάλης των τάξεων η οποία επιβάλει συμβιβασμούς και παραχωρήσεις από τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες διαμεσολαβούνται μέσα από τις κρατικές λειτουργίες, σε οριακό επίπεδο τη δυνατότητα ανατροπής της αστικής εξουσίας στο πλαίσιο ενός εθνικού σχηματισμού και της πρόκλησης αναταραχών σε διεθνές επίπεδο λόγω της απόσπασης ενός κρίκου από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα (Σακελλαρόπουλος/ Σωτήρης 2004: 171- 172) Το αρνητικό είναι πως ακόμα και αριστεροί διανοούμενοι ήρθαν να υιοθετήσουν την πραγματικότητα του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης θεωρώντας ότι αίροντας τα προσκόμματα που δημιουργούσε η λειτουργία των εθνικών κρατών αναδεικνύει την αντίθεση κεφαλαίου- εργασίας σε μια πιο «καθαρή» μορφή και καθιστώντας έτσι πιο εφικτή την κοινωνική ανατροπή σε πλανητικό επίπεδο.

            Ωστόσο, η πραγματικότητα θα έρθει σχετικά γρήγορα να ανατρέψει την μυθολογία της παγκοσμιοποίησης καθώς και τα πάσης φύσεως θεωρητικά της παράγωγα.

            Στο οικονομικό επίπεδο οι άμεσες επενδύσεις ξένου κεφαλαίου από 1200783 εκατ δολ. το 2000 μειώνονται περίπου στο μισό ή στα 647363 εκατ δολ το 2002, το διεθνές εμπόριο μετά από δεκαετίες συνεχούς ανάπτυξης σημειώνει ύφεση στις αρχές του νέου αιώνα όπου οι εξαγωγές θα υποχωρήσουν από 6426893 εκατ δολ το 2000 σε 6414058 το 2002 (UNCTAD 2004), οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές θα περιοριστούν από 1490 δις δολ την ημέρα το 1998 σε 1210 το 2001 (Sholte 2002: 190). Πιο είναι το πρώτο συμπέρασμα; ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο αποδιεθνοποίησης των οικονομιών, σε αντίστροφη πορεία με το ότι συνέβαινε μέχρι τώρα. Από κει και πέρα και αυτές ακόμα οι διεθνείς δραστηριότητες πραγματοποιούνται από ένα πολύ περιορισμένο αριθμό χωρών. To 1980 οι 7 πιο αναπτυγμένες χώρες μαζί με τις χώρες της ΝΑ Ασίας (δηλαδή συνολικά 14 χώρες σε σύνολο 200) πραγματοποιούσαν το 99,1% των παγκόσμιων ξένων επενδύσεων. Το 2001 το ποσοστό αυτό θα παραμένει συντριπτικά υψηλό: 96,7%. Σε ότι αφορά το εμπόριο το 1983  οι χώρες του αναπτυγμένου κόσμου (Β. Αμερική- Δ. Ευρώπη) πραγματοποιούσαν το 54,3% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 2000 θα φτάσουν το 56,6% (WTO 2001). Επιπρόσθετα, σε ότι αφορά τις χρηματοπιστωτικές αλλαγές θα αναφέρουμε μόνο πως το 90% το παγκόσμιων χρηματιστικών συναλλαγών λαμβάνουν χώρα σε δύο μόνο χρηματιστήρια: Της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου.  Ποιο είναι το δεύτερο συμπέρασμα; πως η περιβόητη «παγκοσμιοποίηση» αφορά τα πιο ισχυρά κράτη με ορισμένες προσθήκες από την περιοχή της ΝΑ Ασίας.  Τέλος τα επίπεδα των μεταναστευτικών ροών παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα: στις ευρωπαϊκές χώρες η μετακίνηση εργατικού δυναμικού δεν ξεπερνά το 1%, ενώ στις ΗΠΑ οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνται χώρα προσέλκυσης αλλοδαπών εργαζομένων, από 15% που ήταν το ποσοστό των γεννηθέντων εκτός ΗΠΑ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού στα τέλη του 19ου αιώνα σήμερα δεν ξεπερνά το 8% (Σακελλαρόπουλος 2004α: 119- 120). Πιο είναι το τρίτο συμπέρασμα; Πως η μετανάστευση κινείται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα.

            Στο τεχνολογικό επίπεδο, που θεωρείται και το προνομιακό πεδίο άντλησης επιχειρημάτων από την πλευρά των θιασωτών της ύπαρξης της παγκοσμιοποίησης, οι αντιρρήσεις αφορούν δύο ζητήματα. Το πρώτο σχετίζεται με το πόσο επαναστατικές είναι οι νέες αλλαγές που φέρνει η χρήση της πληροφορικής. Το δεύτερο συνδέεται με το κατά πόσο οι αλλαγές αυτές αφορούν, κατά βάση μια μερίδα πλούσιων κρατών αναπαράγοντας τις υφιστάμενες ανισότητες. Σχετικά με το πρώτο έχουμε να αναφέρουμε πως μόνο και μόνο δύο ανακαλύψεις του 19ου αιώνα, ο ηλεκτρικός λαμπτήρας και ο τηλέγραφος, έχουν μια κολοσσιαία σημασία δεδομένου πως αναδιατάσσουν τη σχέση που έχει ο άνθρωπος με το χώρο και το χρόνο, συντομεύοντας τις αποστάσεις αλλά και εξαλείφοντας τον προαιώνιο διαχωρισμό του χρόνου σε νύκτα και μέρα. Το αποτέλεσμα θα είναι ενώ το 1830 ένα γράμμα να χρειάζεται από 5 μέχρι 8 μήνες για να φτάσει στις Ινδίες, το 1870 ένα τηλεγράφημα να χρειάζεται μόλις 5 ώρες (Thompson 2000: 204). Ταυτόχρονα, οι νέες ανακαλύψεις διευκόλυναν αποφασιστικά τις μεταφορές εμπορευμάτων και φυσικών προσώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως ο περίπλους  της υδρογείου για να πραγματοποιηθεί το 1848 απαιτούσε διάστημα 11 μηνών, μόλις 24 χρόνια αργότερα ο χρόνος αυτός είχε μειωθεί σε 80 μέρες (Hobsbawm 1994: 86- 87). Όπως καταλαβαίνουμε αυτές οι καταλυτικές αλλαγές δεν μπορούν να συγκριθούν με την διάοδση της πληροφορικής δεδομένου πως η τελευταία δεν μετασχηματίζει αλλά απλά τροποποιεί τη σχέση του ανθρώπου με το χώρο και το χρόνο. Ο μετασχηματισμός αυτός έχει ήδη επιτευχθεί πάνω από 100 χρόνια πριν. Σε ό,τι αφορά την περαιτέρω ενίσχυση των ανισομετριών στη σημερινή εποχή αρκεί να αναφέρουμε δύο μόνο στοιχεία: το πρώτο είναι η πρόσβαση στο διαδίκτυο όπου σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ σε μια σειρά από αναπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ιαπωνία κ.α) περισσότερο από το 30% του πληθυσμού έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο ενώ σε πολλές άλλες το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 0,5% (Πακιστάν, Αγκόλα, Αιθιοπία, Γουινέα κα) (United Nations Statistics Division, 2003). Το δεύτερο αφορά την κατανομή των hosts στο διαδίκτυο όπου διαπιστώνουμε πως σχεδόν το 70% βρίσκεται σε μία μόνο χώρα (ΗΠΑ) και ακολουθούν οι υπόλοιπες με πολύ μεγάλη διαφορά Ιαπωνία 3,9%, Γερμανία 3,4%, Ην. Βασίλειο 3,3%, Καναδάς 2,8% (Halavais 2000). Τελικό συμπέρασμα: νέες ανισότητες έρχονται να συσσωρευθούν πάνω στις ήδη υπάρχουσες με αποτέλεσμα την ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης.

            Περνάμε τώρα στο πολιτικό επίπεδο που είναι και το σημαντικότερο δεδομένου ότι εκεί πραγματοποιείται και η επίλυση των κοινωνικών αντιθέσεων. Όλες οι εξελίξεις των τελευταίων ετών έρχονται να δικαιολογήσουν τους λόγους για τους οποίους η διεθνής συζήτηση  (επαν)εστιάζεται  στην έννοια του ιμπεριαλισμού[1]. Κι αυτό γιατί η ίδια η πολύ προόσφατη ιστορική εξέλιξη έδειξε πως η ταξική πάλη διεξάγεται πρώτα και κύριο σε επίπεδο εθνικού σχηματισμού και στη συνέχεια  το κάθε εθνικό κράτος έρχεται να προβάλει τον ιδιαίτερο κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, πάντα κάτω από την ηγεμονία της αστικής τάξης στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Κάτω από αυτό το πρίσμα δύο παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά τον πρόσφατο πόλεμο στο Iράκ. Αυτό που και ο πλέον καλοπροαίρετος παρατηρής μπορεί να διαπιστώσει είναι πως διαφορετικες κρατικές στρατηγικές συμπυκνώθηκαν στη διαφορετική στάση που κράτησε κάθε χώρα απέναντι στον πόλεμο. Τα αίτια, σίγουρα ποικίλουν. Για παράδειγμα όπως αναφέρει ο Harvey ένας παράγοντας σχετίζεται με το πετρέλαιο και με το γεγονός πως οι αμερικάνικες και οι βρετανικές εταιρείες πετρελαίου είχαν αποκλειστεί από το Ιράκ σε αντίθεση με τις γαλλικές, τις ρώσικες και τις κινέζικες  (Harvey 2003: 18). Αν στο γεγονός αυτό συνυπολογίσουμε και τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες για εισαγωγή πετρελαίου που χαρακτηρίζουν τις ΗΠΑ (Callinicos 2002) τότε αποκτούμε μια πιο πλήρη εικόνα του ζητήματος. Ένας άλλος παράγοντας έχει να κάνει με την προσπάθεια των ΗΠΑ να αποτελέσουν τον καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης των διεθνών εξελίξων, ουσιαστικά να λειτουργήσουν ως η μόνη υπερδύναμη και κατά συνέπεια οι διεθνείς πρωτοβουλίες να σχετίζονται με την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων των ΗΠΑ. Επειδή αυτή η στρατηγική  είχε αρχίσει να δρομολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αλλά με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο εμφανής ήταν αναμενόμενο να συναντήσει αντιρρήσεις και να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του πολέμου στο Ιράκ.

Το δεύτερο παράδειγμα συνδέεται με την πρόσφατη όξυνση των αντιθέσεων στην Ευρωπαική Ένωση. Τα αρνητικά δημοψηφίσματα σε Γαλλία  και Ολλανδία συνετέλεσαν στο να έρθουν στην επιφάνεια όλες οι αντιθέσεις που χαρακτήρισαν την πρόσφατη πορεία της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία του ευρώ αλλά και η διεύρυνση προς τις ανατολικές χώρες είχαν να αντιμετωπίσουν μια ενδογενή αντίφαση: την ανάπτυξη μιας ενιαίας οικονομικής αγοράς στην οποία συμμετείχαν κοινωνικοί σχηματισμοί με εντελώς διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και ανάπτυξης. Δεδομένου ότι κάθε κράτος πρώτα και κύρια ασχολείται με την προώθηση των συμφερόντων της δικής του εθνικής τάξης και δεδομένου ότι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών απαιτούσε διαφορετικές πολιτικές βρεθήκαμε μάρτυρες έντονων διαφωνιών που είχαν  ως αποτέλεσμα την ανάδυση των γνωστών αδιεξόδων. Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε εκτενέστερα: ευρωπαικός προυπολογισμός, επιστροφές στη βρετανία των αγροτικών επιδοτήσεων, διαφορές για τη στάση απέναντι στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κλπ.

 

Επίλογος

Το συμπέρασμα που καταλήγουμε είναι πως παρά τη ρητορεία περί «παγκοσμιοποίησης» αυτό που στην πραγματικότητα υπάρχει είναι η διατήρηση της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών και των υπόλοιπων χωρών. Αυτό που συνεχίζει να διεξάγεται εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι πρώτα από όλα διαπάλη μεταξύ εθνικών αστικών τάξεων η οποία διαμεσολαβείται από τις εκάστοτες κρατικές πολιτικές. Το παραπάνω σημαίνει πως η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας δεν μπορεί να αναπαραχθεί παρά μόνο στο εσωτερικό ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή στην πολιτική εκείνη μορφή που ιστορικά αποσδείχτηκε προσφορότερη σε σύγκριση με όλα τα σχήματα που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν (αυτοκρατορία, πόλη- κράτος, αποικιακή εμπορική εταιρεία κλπ) (Μπαλιμπαρ- Βαλερσταιν 1991: 137- 138).

 

Βιβλιογραφία

Barrow C, 2005, “The Return of the State: Globalization, State Theory, and the New Imperialism”, New Political Science 27, 2 : 123- 145.

Callinicos A 2002, “The grand strategy of the American empire”, http://pubs.socialistreviewindex.org.uk/isj97/callinicos.htm.

Cooper R, 2002, “The Post- Modern State”, http://www.epuget.com/page.asp?PID=1056.

Giddens A., 1990, The Consequences of Modernity, Cambridge: Polity Press.

Halavais, A 2000, «National borders on the world wide web», new media & society, 1, 3: 7- 28.

Harvey, D 2003, The New Imperialism, Oxford- New York: Oxford University Press.

Hobsbawm, E 1994, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848- 1875, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Lloyd J., “The Return of Imperiallism”, The New Statesment 15/4/2002.

Μπαλιμπάρ Ε- Βαλερστάιν Ι, Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα: Πολίτης.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2004, Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα: Gutenberg.

Σακελαρόπουλος Σ, 2004α, "Προς μια υπερεθνική αστική τάξη; Μια κριτική προσέγγιση", Θέσεις 89: 111- 140.

Σακελλαρόπουλος Σ./ Σωτήρης Π. 2004, Τα μεθοδολογικά και θεωρητικά αδιέξοδα της "παγκοσμιοποίησης", Θέσεις 87: 151- 178.

Σωτήρης Π. 2003, «Αυτοκρατορία: Νέο θεωρητικό υπόδειγμα ή μήπως  αναπαραγωγή παλαιών αντιφάσεων;», Θέσεις, 85: 11-44.

Scholte, J. A, 1999, Globalization: Prospects for a Paradigm Shift, in Politics and Globalization: Knowledge, Ethics and Agency, edited by Martin Shaw, Routledge: London.

Thompson, J 2000, «The Globalization of Communication» in The Global Transformations Reader. An Introduction to the Globalization Debate, edited by David Held and Anthony McGrew, Cambridge: Polity Press.

UNCTAD, 2004, World Investment Report, www.unctad.org.

United Nations Statistics Division, 2003, http://millenniumindicators.un.org/usnd.

Wolf M, “The need for a new Imperialism”, Financial Times 9/10/ 2001.

WTO, 2001, World Trade in 2000- Overview, http://www.wto.org/english/res_e/statis_e/its2001_e/its01_overview_e.htm.

 

 

 


[1]Για την ανάπτυξη της θέσης περί φιλελεύθερου ιμπεριαλισμού βλ. τις σχετικές εργασίες των Cooper (2002), Lloyd (2002), Wolf (2001). Για τη  (νεο)μαρξιστική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού βλ. Harvey 2003, Barrow (2005), Callinicos (2002)